[Κεντρική σελίδα] > [Επιμέρους θέματα ευαισθητοποίησης] > [Προσεγγίσεις στο πρόβλημα του ρατσισμού] > [Μετανάστευση και τοπικές αγορές εργασίας στην Ελλάδα]

(Μετανάστευση και τοπικές αγορές εργασίας στην Ελλάδα)

Μια νηφάλια ματιά στην ιστορία της Ελλάδας, καταδεικνύει ότι η χώρα μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά: μέχρι το 1970 ήταν από τις παραδοσιακές χώρες αποστολής μεταναστών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, από χώρα εξαγωγής εργατικού δυναμικού στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής και προσέλκυσης μεταναστών και προσφύγων. Η αρχή της υποδοχής μεταναστών στην Ελλάδα έγινε το 1972 με υπόδειξη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) προς την κυβέρνηση του δικτάτορα Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1970, με την οποία ζητούσε την εισαγωγή 10. 000 Αφρικανών και Ασιατών για απασχόληση σε τομείς στους οποίους δεν υπήρχε διαθέσιμη εγχώρια εργατική δύναμη. Κατά την δεκαετία του ‘70 σύμφωνα με τον ΣΕΒ η ελληνική οικονομία είχε ανάγκη από 180.000 αγρεργάτες, ενώ υπήρχαν χιλιάδες κενές Θέσεις σε βιομηχανίες μετάλλου, χημικών, υφασμάτων και μηχανών. Το 1976 ήρθαν - και παρέμειναν- περίπου 3. 000 Ιρακινοί και Χριστιανοί Δρούζοι από το Λίβανο.

Σ’ αυτό το σημείο είναι ανάγκη να αναφέρουμε πως από το 1979 μέχρι σήμερα έχουν εγκατασταθεί μόνιμα περίπου 300 Βιετναμέζοι (boat people). Στη δεκαετία του ‘80 η Ελλάδα δέχεται κύμα προσφύγων από την Τουρκία, την Πολωνία, το Ιράν, την Αιθιοπία, καθώς και διάφορες εθνότητες ή Θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες της Μέσης Ανατολής. Από το τέλος του 1990 εκδηλώνεται μαζική άφιξη Αλβανών μεταναστών και προσφύγων. Επειδή η Ελλάδα είναι μια χώρα που ξέρει καλά τι σημαίνει ξενιτιά και , μετανάστευση, γι’ αυτό οι Έλληνες ήταν και είναι ξενόφιλοι μάλλον παρά ξενόφοβοι.

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως στην Ελλάδα, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός παράνομων μεταναστών που έρχονται από χώρες όπως Φιλιππίνες, Αίγυπτο, Ιράν, Ιράκ, Πακιστάν, Συρία, Κύπρο, Τουρκία, Αλβανία και Πολωνία, οι οποίοι δεν έχουν τελικό σκοπό αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά κάποια χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Οι παραπάνω παρατηρήσεις μας οδηγούν αναπόφευκτα στη διαπίστωση πως στην Ελλάδα υπάρχει μια σημαντική αύξηση προσφοράς εργασίας, η οποία είναι κυρίως παράνομη, σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία παρουσιάζει στασιμότητα και αυξημένη ανεργία. Βέβαια στο βαθμό που η προσφορά εργασίας των μεταναστών δεν ανταγωνίζεται, αλλά συμπληρώνει τους ντόπιους εργάτες, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι θετικό και σημαντικό.

Ζωντανή απόδειξη όλων αυτών είναι οι εκτιμήσεις του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως κατά την περίοδο 1994 ότι στη χώρα μας βρίσκονται περίπου 350.000 παράνομοι μετανάστες, εκ των οποίων οι μισοί περίπου είναι Αλβανοί και ένας σημαντικός αριθμός προέρχεται από αραβικές χώρες.

Η σύγχρονη Πραγματικότητα δείχνει ότι στοιχεία έχουμε μόνο για τους νόμιμα απασχολούμενους αλλοδαπούς από το 1980, ενώ για τους παράνομα απασχολούμενους υπάρχουν μόνο ανεπίσημες εκτιμήσεις. Η πιο μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα είναι των Αλβανών με ρευστή και μη οργανωμένη παρουσία (περίπου 300.000). Επίσης στη χώρα μας υπάρχουν 50.000 Πολωνοί, 55.000 Αιγύπτιοι και 35.000 Φιλιππινέζοι/ες, από τους οποίους οι μισοί είναι νόμιμοι. Μικρότερες ομάδες μεταναστών είναι αυτές που προέρχονται από το Ιράκ (13.000 - 14.000), την Ιορδανία, τη Συρία και το Λίβανο (8.000), την Ινδία, τη Σρι Λάνκα και το Μπαγκλαντές, τη Νιγηρία (3.000), το Πακιστάν (2.000 - 3.000), το Σουδάν (1.500), την Αιθιοπία (1.700), διάφορα αφρικανικά κράτη (4.000 - 5.000), Κούρδοι (25.000) και Αρμένιοι (700 - 800).

Εμβαθύνοντας στο θέμα κανείς μπορεί να παρατηρήσει ότι οι άντρες μετανάστες στην Ελλάδα είναι περισσότεροι από τις γυναίκες, αλλά τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των γυναικών μεταναστών αυξάνεται σημαντικά. Σε γενικές γραμμές ισχύει στην Ελλάδα ο,τι και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπου οι μετανάστες είναι γενικά μικρών ηλικιών με μέσο όρο ηλικίας πολύ μικρότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της χώρας που τους φιλοξενεί. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 59% των μεταναστών στην Ελλάδα είναι Μουσουλμάνοι, το 22% Καθολικοί, το 12% Ορθόδοξοι και το 7% Βουδιστές.

Σύμφωνα με στατιστικές οι μετανάστες παίρνουν το 1/3 της αμοιβής των Ελλήνων εργατών ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους. Η διαφορά αυτή των αμοιβών οφείλεται ίσως στη διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ των Ελλήνων και ξένων εργατών. Επίσης οφείλεται και στο γεγονός ότι οι αλλοδαποί εργάτες είναι παράνομοι και το καθεστώς παρανομίας τους θέτει σε ασθενή διαπραγματευτική θέση έναντι των εργοδοτών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι εργοδότες δεν πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές για τους παράνομους εργάτες, με αποτέλεσμα οι διαφορές να είναι ακόμη μεγαλύτερες από την πλευρά του κόστους εργασίας για τον εργοδότη.

Αντιμετωπίζοντας το θέμα με ρεαλισμό διαπιστώνει κανείς ότι με τη χρησιμοποίηση ξένου εργατικού δυναμικού έχουν συμβεί οι εξής αλλαγές:

α) Υπάρχει φανερό όφελος για τους εργοδότες επιχειρηματίες, γιατί αυξάνουν την παραγωγή, πληρώνουν χαμηλότερο μισθό και αυξάνεται το κεφάλαιο

β) Οι ντόπιοι εργάτες διατηρούν την απασχόλησή τους, αλλά με μειωμένη αμοιβή

γ) Οι μετανάστες απασχολούνται με αμοιβή κατά τεκμήριο μεγαλύτερη απ’ αυτή που ελάμβαναν προηγουμένως στην χώρα τους.

δ) Η σχετική μερίδα της εργασίας μεταβάλλεται ανάλογα με την ικανότητα της οικονομίας να απορροφήσει τους μετανάστες με μικρή ή μεγάλη μείωση του εργατικού μισθού. Συμπληρώνοντας μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων, εφόσον ο αριθμός των παράνομων μεταναστών υπερβεί ένα ελάχιστο όριο.

Πολύ χρήσιμη και εποπτικά ζωντανή είναι η παρατήρηση της καθημερινής ζωής, ότι στις κατηγορίες εμπόριο, ξενοδοχεία, εστιατόρια, μεταφορές - επικοινωνίες και υπηρεσίες, απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός των νόμιμα εργαζομένων αλλοδαπών. Αντίθετα στο δευτερογενή τομέα εργασίας (βιοτεχνία - βιομηχανία), που οι συνθήκες εργασίας είναι υποβαθμισμένες, απασχολείται ένας μεγάλος αριθμός παρόνομων μεταναστών, καθώς οι Έλληνες αρνούνται να ασχοληθούν με τον τομέα αυτόν. Κάτι σημαντικό είναι ότι όσοι δεν έχουν άδεια παραμονής και εργασίας, αποτελούν κατώτερο και βοηθητικό προσωπικό. Το προσωπικό αυτό το εκμεταλλεύονται οι εργοδότες και αυτό φαίνεται από το ότι σπάνια δουλεύουν οκτάωρο, συχνά κοιμούνται σε αποθήκες των χώρων όπου εργάζονται, και σε αρκετές περιπτώσεις ο εργοδότης τους “δανείζει” ή τους καταγγέλλει στις αρχές, ώστε να απελαθούν και να μην τους πληρώσει.

Σε μορφωτικό επίπεδο θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως οι έχοντες άδεια παραμονής και εργασίας, σε μεγάλο ποσοστό είναι άτομα με μέσο και υψηλό επίπεδο μόρφωσης. Τα άτομα από την πρώην ΕΣΣΔ έχουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης, χωρίς κατά κανόνα να μπορούν να εξασκήσουν το επάγγελμα ή την τέχνη που κατέχουν στην Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι τεράστιο για τους μετανάστες από τις χώρες του τρίτου κόσμου, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα και ούτε υπάρχει κάποιο σχετικό πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.

Συμπληρώνοντας μπορεί να ειπωθεί πως πρόβλημα αστέγων δεν τίθεται για την Ελλάδα. Σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, όπως οι τσιγγάνοι και οι ξένοι εργάτες στοιβάζονται σε άθλια σπίτια, ζώντας συχνά 5 και 10 άτομα σε ένα δωμάτιο. Στεγαστική πολιτική υπήρξε μόνο απέναντι στους ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ με τη δημιουργία οικισμών υποδοχής. Παράλληλα οι αλλοδαποί που έχουν άδεια εργασίας, έχουν δικαίωμα περίθαλψης, ενώ αυτοί που εργάζονται παράνομα δεν το έχουν.

ΚΑΛΔΑΡΑ ΜΑΡΙΑ
ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ ΑΝΙΤΑ
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΝΑΤΑΣΑ

[Κεντρική σελίδα] > [Επιμέρους θέματα ευαισθητοποίησης] > [Προσεγγίσεις στο πρόβλημα του ρατσισμού] > [Μετανάστευση και τοπικές αγορές εργασίας στην Ελλάδα]