[Κεντρική σελίδα] > [Επιμέρους θέματα ευαισθητοποίησης] > [Προσεγγίσεις στο πρόβλημα του ρατσισμού] > [Τσιγγάνοι]

(Τσιγγάνοι)

Η έννοια του ρατσισμού σήμερα έχει επεκταθεί σε όλους τους τομείς. Όμως όταν μιλάμε για ρατσισμό εννοούμε, κυρίως, την απόρριψη για φυλετικούς λόγους ενός ατόμου, μιας ομάδας ατόμων ή και μιας ολόκληρης φυλής, από ένα ή περισσότερα άτομα. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε πως στην Ελλάδα αυτό εκφράζεται έντονα κατά των αλλοδαπών, μα και κατά των τσιγγάνων, μια φυλή που όλοι τη θεωρούμε πληγή για τη χώρα μας. Κι όμως αν γνωρίσουμε καλύτερα αυτούς τους ανθρώπους, θα καταλάβουμε πως δεν αξίζουν την περιφρόνηση ή την πολεμική μας. Έχουν μια ιστορία που πρέπει να σεβαστούμε.

Οι τσιγγάνοι είναι μια φυλή που άλλοτε περιστασιακά και νομαδικά και άλλοτε μόνιμα ζούνε στη χώρα μας άτομα με την ίδια προέλευση, γλώσσα, κουλτούρα και στόχους. Αδιάσειστοι συνδετικοί δεσμοί τους ενώνουν στις χαρές, μα και στις δυσκολίες.

Εμφανίστηκαν στην Ινδία στα τέλη του 8ου αιώνα. Πιθανόν διάφορες ομάδες μετά το 900 μ.Χ. περιθωριοποιημένες από την αυστηρή διαστρωμάτωση σε κάστες, να εγκατέλειψαν την Ινδία και να άρχισαν μια αναγκαστική περιπλάνηση στις χώρες της Εγγύς Ανατολής.

Με τη δημιουργία των εθνικών κρατών οι τσιγγάνοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν στην εδαφική έκταση κάθε χώρας. Στην Ελλάδα οι τσιγγάνοι πρέπει να έφτασαν στις αρχές του l4ον αιώνα, αν όχι νωρίτερα, κυρίως σε περιοχές της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Κύπρου. Σήμερα ο Πανελλήνιος Σύλλογος Ελλήνων Αθίγγανων ανέβασε πρόσφατα τον αριθμό τους σε 300.000. Είναι διασκορπισμένοι με μεγαλύτερη πυκνότητα στη Β. Ελλάδα, στην Ήπειρο, στη δυτική Πελοπόννησο και στη Δ. Αττική. Σήμερα όλοι οι τσιγγάνοι μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να έχουν ελληνική υπήκοοτητα, να εγγράφονται στα δημοτολόγια και να βαπτίζονται χριστιανοί ορθόδοξοι. Πολλοί είναι σκηνίτες και μετακινούμενοι και άλλοι εγκαταστημένοι σε καταυλισμούς και ορισμένοι έχουν φτιάξει σπίτια. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες και απαράδεκτα υποβαθμισμένες.

Αυτό οδηγεί στο να είναι οι τσιγγάνοι επιρρεπείς στις ασθένειες. Συνήθως υποφέρουν από αναπνευστικές και ωτορινολαρυγγολογικές μολύνσεις, ρευματισμούς, γαστρεντερίτιδα, ηπατίτιδα καρδιακές και νευρικές παθήσεις.

Ένας συνδετικός κρίκος όλων των τσιγγάνων είναι η γλώσσα τους. Η ρομανί ή ρομανές είναι η μητρική γλώσσα τους. Είναι νεοϊνδική και έχει άμεση σχέση με τις διαλέκτους της Β. Ινδίας.

Απαντάται σε 20 κύριες διαλέκτους και περισσότερες από 60 υποδιαλέκτους. Το 1994 στη Σεβίλλη πραγματοποιήθηκε συνέδριο στο οποίο υπογραμμίστηκε η ανάγκη να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σχέση μεταξύ των διαλέκτων και της επίσημης γλώσσας. Η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει πολύ τη ρομανί σε φωνολογικό, μορφολογικό και σε επίπεδο ιδιωματισμού. Η γλώσσα τους είναι ο πιο σταθερός πολιτιστικός παράγοντας.

Οι τσιγγάνοι ανάπτυξαν και μια ιδιαίτερη θρησκευτικότητα. Ερχόμενοι από την Ινδία η ινδουιστική και βεδική κληρονομιά αναμίχθηκε με τις δοξασίες περί Θεού, δημιουργώντας αλληλοσυγκρουόμενες πεποιθήσεις. Οι τσιγγάνοι εμφανίζονται ρωμαιοκαθολικοί ή προτεστάντες, ενώ στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια ορθόδοξοι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι. Το πιο ορατό στοιχείο της Θρησκευτικότητάς τους είναι η μαζική προσκύνηση, στην Ελλάδα στην Παναγιά της Τήνου. Η Παναγιά γι’ αυτούς είναι η βασίλισσα των τσιγγάνων. Τους προστατεύει και αυτοί την τιμούν. Εξίσου σημαντική θέση κατέχει ο Άγιος Γεώργιος, η γιορτή του οποίου σημαίνει την έναρξη των περιπλανήσεών τους.

Ο Παλαμάς στο “Δωδεκάλογο του γύφτου” τους αποκαλεί ζουρναχείληδες, γιατί απ’ τον ζουρνά τα χείλη τους έχουν πάρει τη φόρμα. Αυτό εκφράζει τη μεγάλη αγάπη των τσιγγάνων και για τη μουσική. Από μικροί ασκούνται σε κάποιο όργανο και συνήθως είναι αυτοδίδακτοι. Μέσα από τη μουσική και το τραγούδι οι τσιγγάνοι βρίσκουν διέξοδο στα προβλήματά τους, εκφράζουν τα συναισθήματα και τις ελπίδες τους. Άλλοι τραγουδούν και για βιοποριστικούς λόγους. Γυρίζουν στα πανηγύρια και στους γάμους παίζοντας πίπιζα, κλαρίνο, βιολί, λαούτο, νταούλι. Πολλοί είναι αυτοί που διέπρεψαν: Αγγελόπουλος, Χατζής, Παϊτέρης, Χριστοδουλόπουλος κ.α. Η μουσική τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον χορό. Κύριος τσιγγάνικος χορός είναι το τσιφτετέλι, αλλά και οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί.

Το τραγούδι τους όμως σταματάει κάποτε και τη θέση του παίρνει ο θρήνος των γυναικών και των ανδρών, που από την αδιαφορία της κοινωνίας χάνουν παιδιά, συγγενείς, φίλους. Παρεξηγημένοι και μόνοι. Τους θυμόμαστε μόνο σε προεκλογικές περιόδους και όταν προκύψει εγκληματική πράξη. Πράγματι ορισμένοι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν ως μέσο ανάδειξής τους τους τσιγγάνους.

800 χρόνια τώρα τα παιδιά των τσιγγάνων, που βρίσκονται στην Ελλάδα, γεννιούνται Έλληνες, υπηρετούν στο στρατό, αποκτούν πολιτικά δικαιώματα, φορολογούνται. Όμως ο ελληνικός λαός επιμένει να τους βλέπει σαν μια μειονότητα και λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους να τους κοροϊδεύει, να τους υποτιμά και να τους εκτοπίζει από την ελληνική κοινωνία.

Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις που ενισχύονται και από την τηλεόραση. Έτσι η γνώμη του χωρίζεται στα δυο. Στους ανθρώπους που δε βλέπουν την αλήθεια και σ’ αυτούς που τη βλέπουν, όμως την αγνοούν. Στην πρώτη κατηγορία η αλήθεια υποσκάπτεται από την παραπληροφόρηση και την ιδιοτελή συμπεριφορά των Μ.Μ.Ε. που φορούν παρωπίδες στο κοινό και δείχνουν τις μειονότητες σαν εγγενείς εχθρούς, σαν αρρώστια. Η άλλη κατηγορία ανθρώπων, που κυρίως αποτελείται από πολιτικούς με τη μεγάλη ρητορική ικανότητα που τους διακατέχει, σε κάθε εκλογική περίοδο προσπαθούν να παρουσιάζονται σαν καλοί Σαμαρείτες και στους τσιγγάνους μα και σε μας.

Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Τσιάκαλος λεει: “Η απάντηση στο ερώτημα γιατί θυμόμαστε αυτούς τους ανθρώπους μόνο όταν πηγαίνει η αστυνομία, είναι τραγικά απλή. Αν η ελληνική κοινωνία ασχολείτο με τους τσιγγάνους σε περιπτώσεις εκτός από αυτές, θα έπρεπε να ασχοληθεί με τα καθημερινά προβλήματα, με το πλέγμα των καθημερινών διακρίσεων που υφίσταται εδώ και πολλά χρόνια, που οδηγεί στην κοινωνική περιθωριοποίησή τους. Όμως η σοβαρή ενασχόληση με τα προβλήματά τους συνεπάγεται διοχέτευση πόρων με στόχο την υλοποίηση ενός γενναίου οικιστικού προ γράμματος ή την εφαρμογή ενός προτύπου προγράμματος εκπαίδευσης. Παρά τα μεγάλα λόγια, κανείς δε φαίνεται διατεθειμένος για κάτι τέτοιο. Έτσι, το ενδιαφέρον περιορίζεται σε εκείνα τα περιστατικά, όπου οι τσιγγάνοι εμφανίζονται περίπου ως υπεύθυνοι για τη μοίρα τους. Βλέπετε, η ιδιαίτερα φωτογενής φτώχεια τους και τα τραγικά πολλές φορές επακόλουθά της εύκολα χαρακτηρίζονται “πολιτισμική ιδιαιτερότητα” και εύκολα χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την διαιώνιση πλέγματος διακρίσεων και κοινωνικού αποκλεισμού”

Γι’ αυτό ο λαός πρέπει να βάλει στο μυαλό του να δουλέψει, να βγάλει τις παρωπίδες και να προσπαθήσει να γνωρίσει τους τσιγγάνους. Να μην τους βλέπει μόνο σαν στόχους για την εξάσκηση των αστυνομικών οργάνων, που και αυτοί μερικές φορές ξεχνούν ότι υπάρχουν για να υπηρετούν και να διασφαλίζουν την τάξη και την ασφάλεια. Ο κόσμος και, ιδιαίτερα, εμείς οι νέοι άνθρωποι, πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μας χωρίζει τίποτα από τους τσιγγάνους. Όλοι είμαστε ίδιοι και ίσοι μέσα σε μια κοινωνία που υπηρετεί τυφλά την εξιδανίκευση του χρήματος και ξεχνάει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συναισθήματά της.

ΚΑΡΑΜΕΤΟΣ ΔΗΜΉΤΡΗΣ
ΤΣΟΧΑΝΤΑΡΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

 

[Κεντρική σελίδα] > [Επιμέρους θέματα ευαισθητοποίησης] > [Προσεγγίσεις στο πρόβλημα του ρατσισμού] > [Τσιγγάνοι]