Επιστροφή στην αρχική
σελίδα
Επιστροφή στις
δημοσιεύεσεις
συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση
Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1993, 10:313-320
Θ. Κ. Κόνωνας
Τμήμα Πλαστικής Χειρουργικής - Χειρουργικός Τομέας, Ιπποκράτειο Περιφερειακό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
1. Εισαγωγή
2. Εξέλιξη της μεθόδου καλλιέργειας κερατινοκυττάρων
2.1. Περιγραφή μεθόδου
3. Κλινικές εφαρμογές
3.1. Καλλιέργειες αλλογενών κυττάρων
3.2. Πλεονεκτήματα - Μειονεκτήματα
4. Σύνθετα μοσχεύματα χορίου και καλλιεργηθέντων κερατινοκυττάρων
5. Αποτελέσματα
6. Συμπεράσματα
1. Εισαγωγή
Το δέρμα αποτελεί το μεγαλύτερο όργανο του ανθρώπινου σώματος και η απώλεια της ακεραιότητάς του δεν είναι άνευ συνεπειών για τον οργανισμό.Η πρωταρχική λειτουργία του δέρματος είναι ότι αποτελεί διαχωριστικό φραγμό του οργανισμού με το εξωτερικό περιβάλλον. Η διάσπαση αυτού του φραγμού οδηγεί σε διαταραχές του ύδατος και των ηλεκτρολυτών, είσοδο μικροβίων και μόλυνση, μεταβολικές διαταραχές, ανοσοκαταστολή και πόνο'. Το συνηθέστερο αίτιο σημαντικής απώλειας δέρματος είναι το έγκαυμα. Άλλα αίτια είναι οι χρόνιες εξελκώσεις συνεπεία φλεβικής στάσης, τα έλκη διαβητικής αιτιολογίας, οι χειρουργικές εκτομές γιγάντιων μελαγχρωματικών σπίλων, η νόσος του Buerger, το γαγγραινώδες πυόδερμα, η πομφολυγώδης επιδερμόλυση καθώς και οι απώλειες δέρματος τραυματικής αιτιολογίας.
Η μεγαλύτερη επίτευξη στον τομέα των εγκαυμάτων ήταν η ευρεία εφαρμογή κατά τον 20 Παγκόσμιο Πόλεμο των δερματικών αυτομοσχευμάτων μερικού πάχους για την επικάλυψη των εγκαυματικών επιφανειών.2 Σήμερα, με τη φαρμακευτική και τεχνολογική υποστήριξη του εγκαυματία σε εγκαυματικές μονάδες, αυξήθηκε ο αριθμός των εγκαυματιών που επιβιώνουν με λίαν εκτεταμένα εγκαύματα. Έτσι, το πρόβλημα των περιορισμένων δοτριών περιοχών καθίσταται οξύ αφού η επιβίωση είναι άμεσα συνυφασμένη με την επικάλυψη των εγκαυματικών επιφανειών με δερματικά αυτομοσχεύματα..3 Σημαντικό βήμα για την επικάλυψη των εγκαυμάτων και την αντιμετώπιση του προβλήματος των περιορισμένων δοτριών περιοχών, αποτέλεσε η ανακάλυψη των δικτυωτών δερματικών αυτομοσχευμάτων.4 Αυτά, εκτός του ότι μπορούν να διαταθούν και να καλύψουν πολλαπλάσια επιφάνεια από αυτή της αρχικής τους, δημιουργούν επίσης τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για την καλύτερη πρόσληψη των μοσχευμάτων επιτρέποντας την έξοδο διάμέσου των διακένων τους, αίματος, πύου και εξιδρώματος.5
Η πρόγνωση των εγκαυματιών με εκτεταμένα εγκαύματα, εξαρτάται από την όσον το δυνατόν ταχύτερη επικάλυψη των εγκαυμάτων με δερματικά αυτομοσχεύματα. Εκτεταμένα ολικού πάχους εγκαύματα εφόσον δεν καλυφθούν με δερματικά μοσχεύματα, θα έχουν ως συνέπεια τον θάνατο του εγκαυματία από σήψη ή έκπτωση της λειτουργίας πολλών συστημάτων. Μέχρις ότου επικαλυφθούν οι εγκαυματικές επιφάνειες με δερματικά αυτομοσχεύματα, αυτές μπορεί να καλυφθούν προσωρινά με χοίρεια ξενομοσχεύματα, ανθρώπινα ομοιομοσχεύματα, ή διάφορες συνθετικές μεμβράνες.6-8Με την προσωρινή επικάλυψη των εγκαυμάτων, μειώνονται οι απώλειες θερμότητας, η πιθανότητα μόλυνσης του τραύματος, ανακουφίζεται ο εγκαυματίας από τον πόνο και τέλος δίνεται ο χρόνος να σχηματισθεί υγιής κοκκιώδης ιστός πάνω στον οποίο θα ευδοκιμήσει πιο εύκολα το δερματικό αυτομόσχευμα.
2. Εξέλιξη της μεθόδου καλλιέργειας κερατινοκυττάρων
Επειδή ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί για ανοσοβιολογικούς λόγους να ανεχθεί άλλους ασύμβατους ιστούς, το αυτόλογο δέρμα εξακολουθεί να παραμένει ο μοναδικός τρόπος επικάλυψης των εγκαυμάτων.2 Οι ερευνητές σε μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος των περιορισμένων δοτριών περιοχών σε εκτεταμένα εγκαύματα, καλλιέργησαν κύτταρα επιδερμίδας in vitro,9-14που αφού πολλαπλασιάζονταν θα τοποθετούνταν εκ νέου με τη μορφή αλλογενών ή αυτογενών μοσχευμάτων για αποκατάσταση του απολεσθέντος δέρματος. Ο αρχικός ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε το 1948 ερευνητής διακήρυττε ότι θα μπορούσαν να παραχθούν σχεδόν απεριόριστες ποσότητες καλλιεργηθέντος δέρματος, αρκεί μόνο να υπήρχαν αρκετά μεγάλα δοχεία για την αποθήκευσήτους.15 Αν και τα πρώτα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά, πειραματικές εργασίες από τον Karasek το 196810 και στη συνέχεια από τους Freeman και Ige1,16 απέδειξαν ότι κερατινοκύτταρα που αναπτύσσονται σε καλλιέργειες είναι δυνατόν να μεταμοσχευθούν και να εξακολουθήσουν να πολλαπλασιάζονται in vivo.
Οι Rheinwald και Green το 1975,17 πρώτοι περιέγραψαν τη μέθοδο καλλιέργειας κερατινοκυττάρων. Η επιτυχία τους στηρίχθηκε στην προσθήκη στο θρεπτικό υλικό ενός παράγοντα που διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων της επιδερμίδος (EGF) καθώς και στη χρησιμοποίηση ενός υποστηρικτικού υποστρώματος από νεκρωθέντα με ακτινοβολία κύτταρα, τα καλούμενα 3Τ3 κύτταρα. Τα κύτταρα αυτά, που είναι ινοβλάστες που λαμβάνονται από τρωκτικά (ποντικό), αποτελούν είδος ικριώματος πάνω στο οποίο πολλαπλασιάζονται τα κερατινοκύτταρα. Όσον αφορά τον Επιδερμικό Αυξητικό Παράγοντα (EGF), αυτός αποτελεί ένα πολυπεπτίδιο που αυξάνει τις μιτώσεις. Ευθύνεται επίσης για την παράταση της ζωής των κυττάρων καθώς και για την ικανότητα να διεγείρει την έναρξη παραγωγής νέων αποικιών κυττάρων.18 Το 1979, καλλιέργειες κερατινοκυττάρων που είχαν παραχθεί in vitro από τους Green και Kehinde19 ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν για μεταμόσχευση.
Οι Eisenger και συν. το 19802Ο ανέπτυξαν δική τους τεχνική καλλιέργειας κερατινοκυττάρων χωρίς να χρησιμοποιήσουν 3Τ3 κύτταρα ή ιδιαίτερα θρεπτικά υλικά. Έτσι μπόρεσαν να καλύψουν τραύματα σε χοίρους και σκύλους που το δέρμα τους μοιάζει με αυτό του ανθρώπου. Όπως οι ίδιοι αναφέρουν, οι εργασίες τους στηρίχθηκαν σε προγενέστερες πειραματικές εργασίες που χρονολογούνταν από το 1952 και παλαιότερα.21,22
Με τις σημαντικές αυτές πειραματικές εργασίες, άνοιξαν νέοι ορίζοντες για την επικάλυψη των δερματικών ελλειμμάτων με καλλιέργειες κερατινοκυττάρων, που άρχισαν να εφαρμόζονται κλινικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
2.1. Περιγραφή μεθόδου
Σημαντικό ήταν να δημιουργηθεί μια τεχνική που θα ήταν εύκολο να αναπαραχθεί
και που θα έδινε σταθερά αποτελέσματα. Οι καλλιέργειες των κερατινοκυττάρων
στα περισσότερα κέντρα23-25 γίνονται σύμφωνα με τις αρχές όπως έχουν
αρχικά καθορισθεί από τους Rheinwald και Green17με μικρές μόνο
τροποποιήσεις. Με αυτή τη μέθοδο, είναι δυνατόν κερατινοκύτταρα που
λαμβάνονται από βιοψία δέρματος, να πολλαπλασιάζονται από 1000 μέχρι 10000
φορές με αποτέλεσμα να λαμβάνονται νησίδες κερατινοκυττάρων τόσες ώστε να
επαρκούν για την κάλυψη ακόμη και ολόκληρης της επιφάνειας του ανθρώπινου
σώματος.
Η μέθοδος
καλλιέργειας των κερατινοκυττάρων έχει ως εξής: Αμέσως μετά την εισαγωγή του
εγκαυματία στην εγκαυματική μονάδα, λαμβάνεται από την περιοχή της μασχάλης με
τοπική αναισθησία βιοψία δέρματος ολικού πάχους επιφάνειας 2 τ.εκ. Βιοψίες
δέρματος μπορούν επίσης να ληφθούν από τα πέλματα, τις παλάμες ή το δέρμα της
πόσθης. Το δέρμα στη συνέχεια τοποθετείται σε θρεπτικό υλικό και μεταφέρεται στο
εργαστήριο για να αρχίσει η διαδικασία της καλλιέργειας. Στο εργαστήριο και κάτω
από αυστηρά άσηπτες συνθήκες, απομακρύνεται από το δέρμα το υποδόριο λίπος
καθώς και αρκετό από το χόριο. Το δέρμα στη συνέχεια κατατεμαχίζεται σε όσον
το δυνατόν μικρότερα κομμάτια. Αφού αυτά επεξεργασθούν κατάλληλα με θρυψίνη,
διαχωρίζονται τα επιδερμικά κύτταρα από το χόριο με αποτέλεσμα να λαμβάνεται
μετά από φυγοκέντρηση εναιώρημα κυττάρων. Τα διαχωρισθέντα με τη βοήθεια της
θρυψίνης κύτταρα, εμβολιάζονται σε διάφορες πυκνότητες σε τριβλία που περιέχουν
νεκρωθέντα με ακτινοβολία 3Τ3 κύτταρα. Οι καλλιέργειες τρέφονται με ενισχυμένο
υλικό Eagle εμπλουτισμένο με 20% εμβρυϊκό βόειο ορό, υδροκορτιζόνη και
χολαρογόνο, αντιγόνο της χολέρας που διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων.
Οι καλλιέργειες στη συνέχεια επωάζονται σε 37 βαθμούς Co
και σε ατμόσφαιρα που περιέχει 10% CO2. Μετά από 3 ημέρες
προστίθεται Επιδερμικός Αυξητικός Παράγων(EGF).18
Το θρεπτικό υλικό αλλάζεται κάθε 3-4 ημέρες, ενώ προοδευτικά αρχίζουν να
δημιουργούνται πολλές μονόστοιβες καλλιέργειες. Οι καλλιέργειες καθώς συρρέουν,
συνενούνται μεταξύ τους για να σχηματίσουν τελικά ένα διαφοροποιημένο,
πολύστοιβο στρώμα κυττάρων.26 Μετά 2-3
εβδομάδες, οι νησίδες αυτές των επιδερμικών κυττάρων είναι έτοιμες να
χρησιμοποιηθούν για επικάλυψη των εγκαυμάτων ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να
δημιουργηθούν δευτερογενείς ή και τριτογενείς καλλιέργειες. Τα συρρέοντα
κερατινοκύτταρα αποσπώνται από τα τριβλία όπου έχουν καλλιεργηθεί με τη βοήθεια
του ενζύμου Dispase.11 Στη συνέχεια ξεπλένονται με θρεπτικό υλικό
που δεν περιέχει ορό για να απομακρυνθούν έτσι από τα κερατινοκύτταρα οι ξένες
προς αυτά πρωτεΐνες, δηλαδή ο βόειος εμβρυϊκός ορός, ο Επιδερμικός Αυξητικός
Παράγων και το χολαρογόνο. Τα έτοιμα προς μεταμόσχευση κερατινοκύτταρα
τοποθετούνται σε διπλές βαζελινούχες γάζες με την πλευρά που αντιστοιχεί στη
βασική μεμβράνη να βλέπει προς τα πάνω. Στην εκτεθειμένη προς τα πάνω πλευρά των
μοσχευμάτων, τοποθετείται εκ νέου άφθονο θρεπτικό υλικό χωρίς ορό. Πολλά
τριβλία που περιέχουν μοσχεύματα, τοποθετούνται σε ένα μεγάλο σφραγισμένο
δοχείο, έτοιμα να μεταφερθούν στο Χειρουργείο προς χρησιμοποίηση
.
3. Κλινικές εφαρμογές
Το 1981 ο Ο' Connor και οι συνάδελφοί του27 ανακοίνωσαν για πρώτη φορά την εφαρμογή καλλιεργηθέντων δερματικών αυτομοσχευμάτων σε δυο ενήλικες ηλικίας 38 και 61 ετών με εγκαύματα 80% και 40% αντίστοιχα. Οι καλλιέργειες τοποθετήθηκαν σε μερικές μόνο από τις εγκαυματικές επιφάνειες, ενώ οι υπόλοιπες καλύφθηκαν με δικτυωτά δερματικά αυτομοσχεύματα. Την καλύτερη πρόσληψη παρουσίασαν τα καλλιεργηθέντα δερματικά μοσχεύματα που είχαν τοποθετηθεί απευθείας επάνω στην απονεύρωση των μυών αμέσως μετά την απομάκρυνση της νεκρωτικής εσχάρας. Το σημαντικότερο αίτιο της αποτυχίας πρόσληψης των καλλιεργηθέντων κερατινοκυττάρων ήταν κατά την άποψη του συγγραφέα, η μόλυνση του τραύματος. Επίσης, η ιστολογική εξέταση μετά από μερικούς μήνες έδειξε την ύπαρξη δέρματος με όλες τις στοιβάδες της επιδερμίδας, συμπεριλαμβανομένης της κοκκιώδους και της κερατίνης στοιβάδας χωρίς όμως αδενικά εξαρτήματα. Το πάχος της επιδερμίδας ήταν λίγο λεπτότερο από ότι στο φυσιολογικό δέρμα, ενώ τα κύτταρα της βασικής στοιβάδας παρουσίαζαν επιπέδωση. Στη συνέχεια, οι O'Connor και Gallico28 μετά από τρία χρόνια χρησιμοποίησαν πάλι καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα για να επικαλύψουν εγκαύματα σε τρεις μικρούς ασθενείς.
Οι καλλιέργειες κερατινοκυττάρων έγιναν ευρύτερα γνωστές το1984, όταν ο Gallico29 ανακοίνωσε στο New England Medical Journal την επιτυχή εφαρμογή τους για την επικάλυψη εκτεταμένων εγκαυμάτων >95% επιφάνειας σώματος σε δυο παιδιά που χειρουργήθηκαν στο Shriners Burns Institute της Μασαχουσέτης. Με τα καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα καλύφθηκαν με επιτυχία 60-80% από τις εγκαυματικές επιφάνειες των δυο παιδιών. Τα καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα που αποτελούνταν από 2-8 στοιβάδες κερατινοκυττάρων, είχαν τοποθετηθεί απευθείας στην απονεύρωση των μυών, αφού είχε προηγηθεί εκτομή των νεκρωμάτων και προσωρινή επικάλυψη με δερματικά ομοιομοσχεύματα. Ιστολογικά, μετά την τοποθέτηση και πρόσληψή τους, τα καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα αποκτούσαν το φυσιολογικό πάχος της επιδερμίδας με όλες τις στοιβάδες της χωρίς όμως τις θηλωματώδεις προσεκβολές. Επίσης, παρατηρήθηκε η ύπαρξη βασικής μεμβράνης καθώς και μερικών μελανοκυττάρων, ενώ ο συνδετικός ιστός κάτωθεν της επιδερμίδας ήταν φυσιολογικός με ομαλά κατανεμημένες ίνες κολλαγόνου τύπου Ι καθώς και αγγεία με τυχαία κατανομή. Ελαστικές ίνες δεν παρατηρήθηκαν.
Έκτοτε, καλλιέργειες κερατινοκυττάρων έχουν χρησιμοποιηθεί με άλλοτε άλλη επιτυχία και σε άλλα κέντρα πλην της Βοστόνης για κάλυψη εκτεταμένων εγκαυμάτων.24.25.30-34 Χαρακτηριστικά, οHerzog32 σε μια σειρά 8 ασθενών αναφέρει πρόσληψη των καλλιεργηθέντων επιδερμικών κυττάρων από Ο% μέχρι 85%.
Πλην των εγκαυμάτων, καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα έχουν χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπως για την επικάλυψη δερματικών διαβρώσεων σε ασθενείς με πομφολυγώδη επιδερμόλυση,35 σε δερματικές εξελκώσεις ποικίλης αιτιολογίας,36 σε μετεγκαυματικές ουλές που είχε προηγηθεί δερματική απόξεση25 καθώς και για την κάλυψη χειρουργικών τραυμάτων μετά από εκτομές γιγάντιων μελαγχρωματικώνσπίλων.37
3.1. Καλλιέργειες αλλογενών κυττάρων
Πλην των καλλιεργειών αυτογενών επιδερμικών κυττάρων έχουν καλλιεργηθεί και
αλλογενή κερατινοκύτταρα, δηλαδή κερατινοκύτταρα άλλα πλην αυτών του ξενιστή
και συγκεκριμένα από άλλο άνθρωπο. Οι λόγοι που χρησιμοποιούνται καλλιέργειες
αλλογενών κερατινοκυττάρων είναι: πρώτο, τα ανθρώπινα κύτταρα που λαμβάνονται
μετά από καλλιέργεια έχουν μικρή μόνο αντιγονικότητα και έτσι μειώνονται οι
πιθανότητες απόρριψής τους.38 Δεύτερο, δεν υπάρχουν στα
καλλιεργηθέντα αλλογενή μοσχεύματα, τα κύτταρα του Langerhans που φαίνεται ότι
καταστρέφονται ολοσχερώς κατά την εξεργασία της καλλιέργειας. Όπως είναι
γνωστό, τα κύτταρα του Langerhans θεωρούνται οι κύριοι φορείς αντιγόνων στην
επιδερμίδα και ενοχοποιούνται κατά κύριο λόγο για την αντίδραση απόρριψης των
δερματικών ομοιομοσχευμάτων.
Καλλιέργειες αλλογενών κερατινοκυττάρων έχουν χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη μερικού και ολικού πάχους εγκαυμάτων,39,40δοτριών περιοχών,41 εξελκώσεων σε πομφολυγώδη επιδερμόλυση,42 χειρουργικών τραυμάτων μετά από εκτομές κακοήθους μελανώματος.43 Οι αλλογενείς καλλιέργειες κερατινοκυττάρων έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμες για την κάλυψη μικρών δερματικών ελλειμμάτων και κυρίως χρονίων εξελκώσεων44-46 που ανθίστανται σε οποιαδήποτε άλλη θεραπευτική αγωγή. Αν και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει πρόβλημα περιορισμένων δοτριών περιοχών, η επικάλυψη της εξέλκωσης με καλλιεργηθέντα αλλογενή μοσχεύματα μειώνει την ανάγκη λήψης μοσχεύματος και τη δημιουργία ενός πρόσθετου τραύματος σε άτομα κατά το πλείστον μεγάλης ηλικίας που παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα επούλωσης. Τα καλλιεργηθέντα αλλογενή κερατινοκύτταρα φαίνεται ότι συμβάλλουν στην επούλωση διεγείροντας την επιθηλιοποίηση, ενώ ταυτόχρονα ο ασθενής ανακουφίζεται από τον πόνο. Αν και τα ευεργετικά αποτελέσματα των καλλιεργηθέντων αλλογενών κερατινοκυττάρων είναι σημαντικά, τελικά διαπιστώθηκε ότι αυτά δεν προσφέρουν παρά προσωρινή μόνο επικάλυψη. Κι αυτό, διότι με την πάροδο του χρόνου τα αλλογενή κύτταρα αντικαθίστανται από κύτταρα του ξενιστή.
Η μόνιμη επικάλυψη εκτεταμένων εγκαυμάτων ολικού πάχους με αλλογενείς καλλιέργειες κερατινοκυττάρων αποτελεί πρόκληση για τους ερευνητές που ακόμα διερευνάτε Αυτή η δυνατότητα, θα οδηγούσε στη δημιουργία τραπεζών δέρματος για την άμεση επικάλυψη εκτεταμένων ολικού πάχους εγκαυμάτων, χωρίς να αναμένεται το κρίσιμο χρονικό διάστημα των 3-4 εβδομάδων που συνήθως απαιτείται για την καλλιέργεια αυτογενών κερατινοκυττάρων. Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ο κίνδυνος μεταβίβασης των ιών ΗIV47 και της ηπατίτιδας Β.
3.2. Πλεονεκτήματα Μειονεκτήματα
Οι καλλιέργειες των δερματικών αυτομοσχευμάτων έχουν αποδειχθεί σωτήριες για
τη ζωή ασθενών με λίαν εκτεταμένα ολικού πάχους εγκαύματα, αφού με αυτή τη
μέθοδο εξασφαλίζονται μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα σχεδόν απεριόριστες
ποσότητες δέρματος. Τα καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα φαίνεται ότι
αντέχουν στο χρόνο και επίσης ότι αποκτούν με την πάροδο του χρόνου την ίδια
ανατομική δομή και λειτουργικότητα του φυσιολογικού δέρματος.1,48
Τα μειονεκτήματα της μεθόδου είναι: 1. Ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για την καλλιέργεια των κυττάρων είναι τουλάχιστον 2 εβδομάδες αλλά σπάνια αυτό συμβαίνει, αφού τις περισσότερες φορές απαιτούνται περισσότερο από 4 εβδομάδες.49 Κατά το μακρύ αυτό χρονικό διάστημα είναι δυνατόν ο εγκαυματίας να παρουσιάσει επικίνδυνες για τη ζωή του επιπλοκές και η γενική κατάσταση της υγείας του να επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα. 2. Οι νησίδες των καλλιεργηθέντων κερατινοκυττάρων που παράγονται στο εργαστήριο είναι πολύ εύθρυπτες με αποτέλεσμα να καταστρέφονται εύκολα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια τηςμεταμόσχευσης.1,49 Γι' αυτό, απαιτείται μεγάλη προσοχή στο χειρισμό τους τόσο από την ομάδα του εργαστηρίου όσο και από τους χειρουργούς που θα τα τοποθετήσουν. Λόγω της μεγάλης αυτής ευαισθησίας, αποκλείεται και η χρησιμοποίηση αμέσως μετά την εφαρμογή τους τοπικών αντισηπτικών.31 3. Για να προσληφθεί το καλλιεργηθέν δερματικό αυτομόσχευμα απαιτούνται περισσότερο από ιδανικές συνθήκες της εγκαυματικής επιφάνειας που πρέπει να είναι καθαρή, ελεύθερη μικροβίων και καλά αγγειούμενη. Έχει ήδη αποδειχθεί ότι τα καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα ευδοκιμούν ευκολότερα όταν αφαιρεθεί όλος ο νεκρωμένος ιστός και το υποδόριο και αυτά τοποθετηθούν απευθείας επάνω στην απονεύρωση των μυών.25,32 Η εκτομή όμως μέχρι την απονεύρωση έχει το μειονέκτημα ότι αφαιρούνται και όλα τα τυχόν διασωθέντα αδενικά στοιχεία με αποτέλεσμα να αποκλείεται η αναγέννηση επιθηλίου από αυτά. Πρόσθετα, προκύπτει έλλειμμα ιστού που θα πρέπει να συμπληρωθεί με την παραγωγή καινούργιου χορίου.4 Η παραγωγή νέου συνδετικού ιστού (χορίου) από τους παρακείμενους ιστούς αποτελεί μια μακρά διεργασία που δεν συμπληρώνεται παρά μόνο αφού περάσουν 5-6 μήνες.
Έτσι, είναι δυνατόν κατά τη διάρκεια αυτή ο άρρωστος να διαπιστώσει μια αυξημένη ευθρυπτότητα του μεταμοσχευθέντος δέρματος καθώς και μια ελαττωμένη πρόσφυση της επιδερμίδας στο χόριο με αποτέλεσμα το δέρμα να απομακρύνεται εύκολα με την ελάχιστη τριβή.50 Η τεχνική της καλλιέργειας των κερατινοκυττάρων θεωρείται αρκετά πολύπλοκη, πολυδάπανη, απαιτεί υψηλή εξειδίκευση του προσωπικού και οργάνωση εργαστηρίου.
4. Σύνθετα μοσχεύματα χορίου και καλλιεργηθέντων κερατινοκυττάρων
Το 1952 οι Billingham και Reynolds21προέβλεπαν ότι τα επιδερμικά
κύτταρα δεν μπορούν να αποτελέσουν τον ιδανικό τρόπο κάλυψης των εγκαυμάτων,
εφόσον δε λαμβάνεται πρόνοια και για την αποκατάσταση του απολεσθέντος χορίου.
Γι' αυτό επίστευαν ότι μαζί με τα καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα θα έπρεπε να
συμπεριλαμβάνονται και μεσεγχυματικά κύτταρα που θα είχαν την ικανότητα
πολλαπλασιασμού και παραγωγής ινών κολλαγόνου. Παράλληλα με τις προσπάθειες
ανάπτυξης μεθόδων καλλιέργειας επιδερμικών κυττάρων, καταβλήθηκαν προσπάθειες
για την παραγωγή συνθετικού δέρματος που να αποτελείται από επιδερμίδα και
χόριο. Η σημαντικότερη εργασία στον τομέα αυτό, προέρχεται από τον Γιαννιά του
Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης.51,52 Τα αποτελέσματά του
ήταν μάλλον απογοητευτικά λόγω της πολύπλοκης αρχιτεκτονικής δομής του
δέρματος καθώς και των ποικίλων λειτουργιών του δέρματος που δύσκολα μπορούν να
αναπαραχθούν στο εργαστήριο.
Με την έναρξη εφαρμογής των καλλιεργειών των δερματικών αυτομοσχευμάτων έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι αυτά παρουσιάζουν αυξημένη ευθρυπτότητα κυρίως κατά τους πρώτους μήνες μετά τη μεταμόσχευση. Επίσης, στις περιοχές που είχαν καλυφθεί με καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα, η ρίκνωση που παρατηρούνταν ήταν μεγαλύτερη, συγκριτικά προς περιοχές που είχαν καλυφθεί με δικτυωτά δερματικά αυτομοσχεύματα.
Έτσι, πολλοί ερευνητές εθεώρησαν ότι θα ήταν προτιμότερο το προς επικάλυψη καλλιεργηθέν δέρμα να αποτελείται και από τα δυο στοιχεία που συνθέτουν το φυσιολογικό δέρμα, δηλαδή από επιδερμίδα και από χόριο. Το χόριο, είναι που εξασφαλίζει καλύτερη και πιο σταθερή επικάλυψη και παρεμποδίζει τη ρίκνωση του τραύματος.53,54 Ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται μοσχεύματα μερικού πάχους, αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν έστω και ένα ελάχιστο ποσό χορίου.
Εξάλλου, η κλινική πείρα έδειξε ότι όσο περισσότερο παχύ είναι το μόσχευμα μερικού πάχους, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανθεκτικότητά του στις κακώσεις. Αφού έγινε κατανοητή η μεγάλη σημασία του χορίου για την εξασφάλιση σταθερότητας στο μόσχευμα, οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην παραγωγή σύνθετου μοσχεύματος που θα αποτελούνταν, πρώτον από χόριο που θα λαμβανόταν είτε από πτώματα είτε θα παραγόταν στο εργαστήριο και δεύτερον από καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα.
Ο Bell και οι συνάδελφοί του(1981)55 δημιούργησαν στο εργαστήριο ένα ισοδύναμο δέρματος που αποτελούνταν και από τα δυο στοιχεία που συνθέτουν το δέρμα, δηλαδή από επιδερμίδα και χόριο.
Ο Woodley50το 1988 έκανε ευρύτερα γνωστή την άποψη ότι τα κερατινοκύτταρα που λαμβάνονταν μετά από καλλιέργεια ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητα στη μηχανική κάκωση και ως εκ τούτου ανεπαρκή. Ο ίδιος μελέτησε 4 εγκαυματίες που καλύφθηκαν τα εγκαύματά τους με καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα και διαπίστωσε αυξημένη ευθρυπτότητα των περιοχών που καλύφθηκαν με καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα. Τρεις μάλιστα από τους εγκαυματίες παραπονέθηκαν και για ανάπτυξη φλυκταινών. Η εξέταση με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο έδειξε την ανεπαρκή ανάπτυξη βασικής μεμβράνης κάτωθεν των αυτομοσχευμάτων, ενώ υπήρχε παντελής απουσία των συνδετικών ινιδίων της βασικής μεμβράνης (anchoring fibrils). Ο Woodley κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη ευθρυπτότητα που μπορεί να διαρκεί μέχρι και 7 μήνες μετά τη μεταμόσχευση, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην απουσία αυτών των συνδετικών ινιδίων.
Σημαντική είναι και η συμβολή του Cuono που χρησιμοποίησε κατεψυχθέντα δερματικά ομοιομοσχεύματα που είχε προηγηθεί απόξεση της επιδερμίδας για να καλύψει εγκαυματικές επιφάνειες. Στη συνέχεια, το χόριο καλυπτόταν με καλλιέργειες αυτογενών κερατινοκυττάρων.56,57Το χόριο δεν απορρίπτεται λόγω απουσίας αντιγονικότητας από τα στοιχεία που το συνθέτουν. Τα μεσεγχυματικά δε κύτταρα του χορίου, με την πάροδο του χρόνου αντικαθίστανται από κύτταρα του ξενιστή.
Ο Hansbroughs58κατόρθωσε να παράγει στο εργαστήριο δέρμα που αποτελούνταν από επιδερμίδα και χόριο. Το χόριο συνίστατο από ένα δίκτυο βοείων ινών κολλαγόνου ανάμεικτο με γλυκοαμινογλυκοσίδες που αποτελούσαν τη θεμέλια ουσία του χορίου. Η θεμέλια αυτή ουσία διασπειρόταν από ινοβλάστες που είχαν ληφθεί από τον εγκαυματία και είχαν καλλιεργηθεί στο εργαστήριο. Στη συνέχεια, τοποθετούνταν επάνω σε μεμβράνη από κολλαγόνο-γλυκοαμινογλυκοσίδες, τα καλλιεργηθέντα αυτογενή κερατινοκύτταρα.
Παρά τις προσπάθειες για την παραγωγή σύνθετων μοσχευμάτων56,58,59 τα τεχνικά προβλήματα φαίνεται να είναι τόσο μεγάλα ώστε ακόμη να μην έχουν καθιερωθεί και γίνει ευρύτερα γνωστά. Ενδεχομένως, αφού λυθούν όλα τα προβλήματα με τις καλλιέργειες των δερματικών αυτομοσχευμάτων, η προσοχή των ερευνητών να στραφεί εξ ολοκλήρου προς τα σύνθετα μοσχεύματα που μοιάζουν περισσότερο προς το φυσιολογικό δέρμα.
5. Αποτελέσματα
Η επιτυχής πρόσληψη των καλλιεργειών των δερματικών αυτομοσχευμάτων
ποικίλλει σημαντικά στους διάφορους συγγραφείς. Ο Gallico37
σε μια σειρά 8 ασθενών με γιγάντιους μελαγχρωματικούς σπίλους που
αντιμετωπίσθηκαν με εκτομή και άμεση μεταμόσχευση, αναφέρει ότι η μέση πρόσληψη
των καλλιεργειών των δερματικών αυτομοσχευμάτων ήταν 68%, ενώ των δικτυωτών
δερματικών αυτομοσχευμάτων 84%. Ας σημειωθεί ότι οι Gallico και O'Connor,
δίνουν σε όλες τις σειρές τους τα καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τα ποσοστά
πρόσληψης, εν αντιθέσει προς άλλους συγγραφείς που αναφέρουν μικρότερα ποσοστά
επιτυχίας ή ακόμη και απογοητευτικά αποτελέσματα των καλλιεργειών των
δερματικών αυτομοσχευμάτων.24,32,60,61Η
επιτυχία της τεχνικής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η
εξειδίκευση του κέντρου, η ηλικία του ασθενούς, η κατάσταση της υγείας του
εγκαυματία, η περιοχή που λαμβάνονται οι βιοψίες δέρματος. Μεγάλη έμφαση
δίνεται και στις προϋποθέσεις που θα πρέπει να εκπληροί η περιοχή που θα
δεχθεί τα καλλιεργηθέντα κύτταρα. Φαίνεται, ότι τα καλλιεργηθέντα
κερατινοκύτταρα προσλαμβάνονται καλύτερα όταν τοποθετηθούν απευθείας επάνω
στην απονεύρωση των μυών αμέσως μετά την εκτομή των νεκρωτικών εσχαρών25,29,32,33,37
ή σε υγιή κοκκιώδη ιστό που είχε προηγουμένως προετοιμασθεί κατάλληλα με
δερματικά πτωματικά ομοιομοσχεύμα.28,29,3l
Αντίθετα, η πρόσληψη δεν είναι καλή όταν τα καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα
τοποθετηθούν επάνω σε χρόνιο κοκκιώδη ιστό. Κατά τον O'Connor,62
τα αίτια της αποτυχίας των καλλιεργειών των δερματικών αυτομοσχευμάτων είναι
α. η ανεπαρκής προετοιμασία της δέκτριας περιοχής β. η μόλυνση της τραυματικής
επιφάνειας όπως παρατηρείται στον χρόνιο κοκκιώδη ιστό και γ. η τριβή ή η
άσκηση υπερβολικής πίεσης επάνω στο μόσχευμα.
Σχετικά με την ανάπτυξη υπερτροφικών ουλών φαίνεται ότι αυτή είναι μικρότερη στα καλλιεργηθέντα δερματικά αυτομοσχεύματα από ότι στα δικτυωτά δερματικά αυτομοσχεύματα.62,63 Τα καλλιεργηθέντα δερματικά μοσχεύματα έχουν μια απαστράπτουσα όψη, είναι λεπτά και καθηλωμένα, ενώ με την πάροδο του χρόνου γίνονται περισσότερο μαλακά και είναι δυνατόν στην επιφάνειά τους να παρατηρηθούν ακόμα και ελαφρές ρυτίδες. Αντίθετα, τα δικτυωτά δερματικά αυτομοσχεύματα εκτός του ότι διατηρούν τη δίκην «πλακοστρώτου» όψη τους, συχνά παρατηρείται στο όριο μετάπτωση ς του δικτυωτού μοσχεύματος με το υγιές δέρμα, ανάπτυξη υπερτροφικής ουλής.
Αντίθετα, η ρίκνωση φαίνεται να επισυμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό στις επιφάνειες που έχουν καλυφθεί με καλλιεργηθέντα κερατινοκύτταρα από ότι στις επιφάνειες που έχουν καλυφθεί με τα δικτυωτά δερματικά αυτομοσχεύματα.2 Η ρίκνωση της επικαλυφθείσας με καλλιεργηθέντα μοσχεύματα περιοχής, πιστεύεται ότι εξαρτάται από την περιοχή του σώματος που καλύπτεται. Η οπίσθια επιφάνεια του κορμού και η κοιλία, φαίνεται ότι παρουσιάζουν μεγαλύτερου βαθμού ρίκνωση συγκριτικά προς άλλες περιοχές του σώματος, όταν καλυφθούν με μοσχεύματα κερατινοκυττάρων.37
6. Συμπεράσματα
Οι καλλιέργειες κερατινοκυττάρων έχουν αποδειχθεί σωτήριες για τη ζωή ασθενών
με εκτεταμένα εγκαύματα. Παρ' όλα αυτά, η ευρεία χρησιμοποίησή τους ακόμη και
σε μεγάλα κέντρα εγκαυμάτων, δεν έχει καθιερωθεί λόγω του μεγάλου κόστους, της
υψηλής εξειδίκευσης που απαιτείται καθώς και του μεγάλου χρόνου για την
καλλιέργεια των κυττάρων. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν καλλιέργειες
αλλογενών κερατινοκυττάρων για την κάλυψη κυρίως μικρών εξελκώσεων, δε θα
πρέπει να παραγνωρίζεται ο κίνδυνος μεταβίβασης του ιού του Συνδρόμου της
Επίκτητης Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας.
Από τα διάφορα κέντρα που εφαρμόζονται οι καλλιέργειες των αυτογενών επιδερμικών μοσχευμάτων, υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα αποτελέσματα όσον αφορά τη μακροβιότητα, την ανθεκτικότητα και το ικανοποιητικό αισθητικό αποτέλεσμά τους συγκρινόμενα με τα δερματικά αυτομοσχεύματα μερικού πάχους. Η τελική προσθήκη ενός λειτουργικού χορίου που να μοιάζει γενετικά προς το ανθρώπινο, καθώς και η βελτίωση της τεχνικής για την επιτάχυνση της παραγωγής των κερατινοκυττάρων, θα αποτελέσουν μια ακόμη σημαντική πρόοδο στη διάσωση των εγκαυματιών με λίαν εκτεταμένα εγκαύματα.2 Τελικά, μετά την επίλυση όλων των επί μέρους προβλημάτων, οι καλλιέργειες κερατινοκυττάρων ενδέχεται να αποτελέσουν τον μοναδικό τρόπο επικάλυψης των εγκαυματικών επιφανειών.
1. Wood/ey DΤ: Covering wounds with cultured keratinocytes. JAMA 1989, 62: 2140-2141.
2. Fisher JC: Skin-the ultimate solution for the burn wound. Ν. Engl. J. Med. 1984, 311:466-467.
3. Phillips TJ: Cultured skin grafts: past, present, future. Arch. Dermatol. 1988, 124:1035-1038.
4. TannerJCJr, VandepυtJ, OlleyJF: The mesh skin graft. Plast. Reconstr. Surg. 1964, 34:287-292.
5. Κρητικάς Σ, Κόνωνας Θ, Βαλσαμίδης Σ: Αντιμετώπιση εκτεταμένων εγκαυμάτων. Ελλ. Χειρ. 1982, 54: 183-192.
6. Bardack WM, Martin ΜΜ, Jewett TC, Boyer ΒΕ: Synthetic substitutes for skin. Plast. Reconstr. Surg. 1962, 30: 554-567.
7. Matter Ρ, Barclay ΤΙ, Konickova Zedts: Research in burns. Transactions of the Third International Congress on Research on burns. Stuttgart, Vienna: Hans Huber, 1970.
8. Bondoc CC, Burke JF: Clinical experience with viable frozen human skin and frozen skin bank. Ann. Surg. 1971, 174: 371-382.
9. Matolsty AG: Epidermal cells in culture. Int. Αθν. Cytol. 1960, 10:315-351.
10. Karasek ΜΑ: Growth and differentiation of transplanted epithelial cell cultures. J. Invest. Dermatol. 1968, 51 :247-252.
11. Freeman ΑΕ, Igel HJ, Walman ΝΙ, Losikoff ΑΜ: Α new method for covering large surface area wounds with autografts. Ι. In νίνο multiplication of rabbit-skin epithelial cells. Arc. Surg. 1974, 108:721-723.
12. Fusenig ΝΕ, Wosrt ΡΚΜ: Mouse epidermal cultures. Ι. Isolation and cultivation of epidermal cells from adult mouse skin. J. Inves. -Dermatol. 1974, 63: 187-193.
13. Ιίυ SC, Karasek Μ: Isolation and serial cultivation of rabbit skin θρίthelial cell. J. Inves. Dermatol. 1978, 70:288-293.
14. Marcelo CL, Kim JL, Voorhess JJ: Stratification, specialization and proliferation of primary keratinocyte cultures. Evidence of functioning in vitro epidermal cell system. J. Cell Βίοl. 1978, 97:356-370.
15. Medawar ΡΒ: The cultivation of adult mammalian skin epithelium in vitro. Q. J. Microsc. Sci. 1948, 187-196.
16. Igel HJ, Freeman ΑΕ, Boeckman CR, Kleinfeld ΚΙ: Α new method for covering large surface area wounds with autografts. 11. Surgical applications of tissue culture expanded rabbit-skin autograft. Arc. Surg. 1974, 108:724-729.
17. Rheinwald JC, Green Η: Serial cultivation of strains of human epidermal keratinocytes: the formation of keratinizing colonies from single cells. Cell 1975, 6:331-344.
18. Rheinwald JG, Green Η: Epidermal growth factor and the multiplication of cultured human epidermal ketatinocytes. Nature 1977, 265:421-424.
19. Green Η, Kehinde Ο, Thomas J: Growth of cultured human epidermal cells into multiple epithelia suitable for grafting. Proc. Nat. Acad. Sci. USA 1979, 76:5665-5668.
20. Eisenger Magdalena, Monden Μ, Raaf JF, Phil Ο, Fortner J: Wound coverage by a sheet of epidermal cells grown in vitro from dispersed single cell preparations. Surgery 1980,88:287-293.
21. Bi//ingham RE, Reynolds J: Transplantation studies on sheets of pure epidermal epithelium and on epidermal cell suspensions. Br. J. Plast. Surg. 1952, 5:25-36.
22. Medawar ΡΒ: Stleet$ of epidermal epithelium from human skin. Nature (London) 1941, 148:783-784.
23. Ga//ico GG, O'Connor ΝΕ: Cultured epithelial as skin substitutes. Clin. Plast. Surg. 1985, 12(2):149-157.
24. Latarjet J, Gaggolphe Μ, Hezez G, et al: The grafting of burns with cultured epidermis as autografts in man. Two cases reports. Scand. J. Plast. Reconstr. Surg-Hand Surg. 1987, 21(3): 241-244.
25. Kumagai Ν, Nishina Η, Tanabe Η,Hosaka Τ, Ishida Η, Ogino Υ.: Clinical application of autologous cultured epithelia for the treatment of burn wounds and burn scars. Plast. Reconstr. Surg. 1988, 82:99-108.
26. Breidahl AF, Judson RT, Clunie GJA: Review of keratinocyte culture techniques: problems of growing skin. Aust. Ν. l. J. Surg. 1989, 59:485-497.
27. O'Connor ΝΕ, Mu//iken JB, BanksSchlegel S, Kehinde Ο, Green Η: Grafting of burns with cultured epithelium prepared from autologous epidermal cells. Lancet 1981, 1 :75-78.
28. O'Connor ΝΕ, Ga//ico GG, Compton CC, Kehinde Ο, Green Η: Grafting of burns with cultured epithelium prepared form autologous epidermal cells. II. Intermediate term results on three pediatric patients. In: Hunt ΤΚ, Heppenstall ΚΒ, Pines Ε, Rovee D. eds. Soft and hard tissue repair: biological and clinical aspects. νοl 2. New York: Praeger Scientific. 1984:283-292.
29. Ga//ico GG, O'Connor ΝΕ, Compton CC, Kehinde Ο, Green Η: Permanent coverage of burn wounds with autologous cultured human epithelium. Ν. Engl. J. Med. 1984, 311 :448-451.
30. Pittlekow MR, Scott RE: New techiques for the in vitro culture of human skin keratinocytes and perspectives on their use for grafting patients with extensive burns. Mayo Clin. Proc. 1986,61:771-777.
31. Teepe RGC, Ponec Μ, Kries RW, Hermans RP: Improved grafting method for treatment of burns with autologous cultured human epithelium (Ietter). Lancet 1986, 1:385.
32. Herzog SR, Meyer Α, Woodley Ο, Peterson ΗD: Wound coverage with cultured autologous keratinocytes: use after burn wound excision, including biopsy follow-up. J. Trauma 1988, 28(2): 195-198.
33. De Luca Μ, Albanese E,Bondanza S, et al: Multicentre experience in the treatment of burns with autologous and allogenic cultured epithelium, fresh or preserved in a frozen state. Burns 1989, 15:303-309.
34. Teepe RGC, Kreis RW, Koebrugge EJ, et al: The use of cultured autologous epidermis in the treatment of extensive burn wounds. J. Trauma 1990,30:269-275.
35. Carter DΜ, Lίπ ΑΝ, Varghese MC, Caldwe// Ο, Pratt ΙΑ, Eisenger Μ: Treatment of junctional epidermolysis bulosa with epidermal autografts. J. Amer. Acad. Dermatol. 1986, 17:246-250.
36. Hefton JM, Caldwe// Ο, Biozes Ο, Balin ΑΚ, Carter DΜ: Grafting of skin ulcers with cultured autologous epidermal cells. J. Amer. Acad. Dermatol. 1986, 14:399-405.
37. Ga//ico GG, O'Connor ΝΕ, Compton CC, Remensnyder JP, Kehinde O:Green Cultured epithelial autografts for giant congenital nevi. Plast. Reconstr. Surg. 1989,84:1-9.
38. Morhenn VB, Benike CJ, Cox AJ, Charron DJ, Englemann AG: Cultured human epidermal cells do not synthesize HLA-DR. J. Invest. Dermatol. 1982, 778:332-337.
39. Hefton JM, Madden MR, Fingelstein JL, Shires GT: Grafting of burn patients with allografts of cultured epidermal cells. Lancet 1983, 1 :428-430.
40. Madden MR, Fingelstein JL, Staiano-Coico Ι, Goodwin CW, Shires GT, No/an Εξ Hefton JM: Grafting of cultured allogenic epidermis οπ second and third degree burn wounds. J. Trauma 1986, 26: 955-962.
41. Thivo/et J, Faure Μ, Demidem Α, Mauduit G: Long term survival and immunological tolerance of human epidermal allografts produced ίπ culture. Transplantation 1986, 42: 274-280.
42. Eisenberg Μ, L/ewe//yn ΟΜ, Moran K,Kerr Α: Successful engraftment of cultured human epidermal allografts ίπ a child with recessive dystropj1ic epidermolysis bullosa (Letter). Med. J. Aust. 1987, 147: 520-521.
43. Aubock J, /rschick ξ Romani Ν, et a/: Rejection, after a slightly prolonged survival time, of Lange
rhans cell-free cultured epidermis' used for wound coverage ίπ humans. Transplantation 1988,45: 730-737.
44. Leigh /Μ, Purkis Ρξ Navsaria ΗΑ, Phi//ips Τ J: Treatment of chronic venous ulcers with sheets of cultured allogenic keratinocytes. Br. J. Dermatol. 1987, 117: 591-597.
45. Phi//ips Τ J, Kehinde Ο, Green Η, Gίlchrest ΒΑ: The Treatment of Skin Ulcers with Cultured Epidermal Allografts. J. Am. Acad. Dermatol. 1989,21: 191-199.
46. Phi//ips TJ, Gίlchrest ΒΑ: Cultured allogenic keratinocyte grafts ίπ the management of wound healing: prognostic factors. J. Dermatol. Surg. Oncol. 1989, 15: 1169-1175.
47. C/arke JA: Ηιν transmission and ski n 9 rafts (Letter). Lancet 1987, 1: 983.
48. Compton C, Gi// JM, Bradford ΟΑ, Regauer S, Ga//ico GG, Ο’Connor ΝΕ: Skin regenerated from cultured epithelial autografts οπ full thickness burn wounds for 6 days to 5 years after grafting. Lab. Inves. 1989,60: 600-612.
49. Arons JA, Wainwright DJ, Jordon RE: The surgical applications and implications of cultured human epidermis: Α conlprehensive review. Surgery 1992, 111: 4-11.
50. Wood/eyDT, Peterson ΗΟ, Herzog SR, Stricklίn GP, Burgeson RE, Briggaman RA, Cronce DJ, O'Keefe EJ: Burn wounds resurfaced by cultured epidermal autografts show abnormal reconstitution of anchoring fibrils. JAMA 1988, 259(17): 2566-2571.
51. Jannas /V, Burke JF: Design of an artificial skin. Basic design principles Ι. J. Biomed. Mater. Res. 1980, 14: 65-81.
52. Jannas /V, Burke JF, Gordon ΡΙ, Huang C, Rubinstein RH: Design of an artificialll. Control of chemical composition. J. Biomed. Mater. Res. 1980, 14: 107-131.
53. Brown JB, McDowe// F: Skin Grafting, 3rd EdPhiladelphia: Lippincott 1958, ρ.ρ. :62, 346-347.
54. Peacock ΕΕ Jr, Van Wink/e W: Surgery and Biology of Wound Repair. Philadelphia: Saunders, 1970 ρ.ρ: 381-404.
55. Be// E, Ehrlίch Ρ, Sher S, Μerill C, Sarber R, Ηυ// Β, Nakatsji Τ, Church D, Butt/e DJ: Development and Use of a Living Skin Equivalent. Plast. Reconstr. Surg. 1981, 67: 386-392.
56. Cuono CB, Langdon RL, Mc Guire J: Use of cultured epidermal autografts and dermal allografts as skin replacement after burn injury. Lancet 1986, 1: 1123-1124.
57. Cuono CB, Langdon RL, Bircha// Ν, Bartelίbort S, McGuire J: Composite autologous-allogeneic skin replacement: development and clinical application. Plast. Reconstr. Surg. 1987, 80: 626-635.
58. Hansbrough JF, Boyce ST, Cooper ΜΙ, Foreman TJ: Burn wound closure with cultured autologous keratinocytes and fibroblasts attached to a collagenglycosaminoglycan substrate. JAMA 1989, 262: 2125-2130.
59. Bonnekoh Β, Mahr/e G. Ste//enwert νοπ Dermis: Aquivalenten fur die Weiterentwicklung νοπ Wunddeckungsverfahren mittels Keratinozyten-Kulturen. l. Hautkr. 1990,65: 705-707.
60. E/dad Α, Burt Α, C/arke JA: Cultured epithelium as a skin substitute. Burns 1987, 13: 173-180.
61. Blίght Α, Mountford ΕΜ, Cheshire /Μ, C/ancy JM, Levick ΡΙ: Treatment of full thickness burn injury using cultured epithelial grafts. Burns 1991, 17: 495-498.
62. O’Connor ΝΕ, Ga//ico GG, Compton C, Briggs S, Remensnyder J: Cultured epithelial autografts ίπ the treatment of pediatric patients with major burns. Ιn Galligo GG, O'Connor ΝΕ, Green H(eds). Proceedings of an update Symposium οπ Cultured Epithelial Grafts ίπ Wound Closure. Ν Orleans, April1989. Massachusetts General Hospital, Harvard Medical School, USA.
63. Teepe RGC, Koebrugge EJ, Kreis RW, Boxma Η, Ponec Μ, Vermeer BJ: Clinical use of cultured epithelial grafts. Ιπ Galligo GG, O'Connor ΝΕ, Green H(eds). Proceedings of an update Symposium οf Cultured Epithelial Grafts ίπ Wound Closure.N Orleans, April1989. Massachusetts General Hospital, Harvard Medical School, USA.