Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ποιήματα

εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992

ΙΘΑΚΗ

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια

ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,

τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη

με τα χριστιανικά της σωματεία

και την ασφυχτική της ηθική.

Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.

Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο

αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.

Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί

κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας

που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…

Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια

να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω

κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει

την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει

στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει

στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.

Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,

που με κρατάει πάντα μακριά.

Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,

τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

 

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ (1953)

Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης,

ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές,

απελπισμένο κρέμασμα από λαγόνια ξένα.

Πέσιμο εκεί που μοναχά η μοναξιά οδηγεί:

να υποτάξω ακόμη και το πνεύμα μου,

να το προσφέρω σαν την έσχατη υποταγή.

 

ΒΡΟΧΟΣ

Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,

ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,

όλο και πιο πολύ τυραννικά.

Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,

δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,

τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,

έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

 

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΨΑΝ (1955)

Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ

όμως η δική σου τρυφερότητα πόσον καιρό ακόμα θα βαστάξει;

'Ο,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή,

εκείνοι που μας χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια

και μείναν μόνο εκείνοι που μας πλήγωσαν,

εκείνοι που αρνήθηκαν να τους υποταχτούμε.

Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ…

 

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;

 

ΕΡΩΤΑΣ

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –

η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.

Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.

Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,

φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριά σπασμών.

Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,

όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.

 

ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ

'Ελα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.

Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,

να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.

Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,

να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.

Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,

για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.

 

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

'Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,

ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,

σ' αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,

έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ' έναν υπάλληλο,

κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι

για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

'Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,

γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.

 

ΤΕΛΟΣ

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,

καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα,

τώρα που μου 'ρθαν όλα όπως τα 'θελα

κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,

νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.

 

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ (1956)

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,

δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.

Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.

'Οσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,

να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.

Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,

πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.

όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,

κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.

Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ (1962)

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.

Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –

μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,

γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,

ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια

Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.

Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα

Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

 

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το Κορμί και το Σαράκι

μπατιρημένο κουρείο

Σάββατο βράδυ

χωρίς δουλειά

μπατιρημένο κορμί

Σάββατο βράδυ

χωρίς έρωτα

 

το φιλί

ενώνει πιο πολύ

απ’ το κορμί

γι’αυτό το αποφεύγουν

οι πιο πολλοί

 

το γατί μου

δε χορταίνει μόνο με χάδια

θέλει και φαί

το κορμί μου

δε χορταίνει μόνο με φαί

θέλει και χάδια

 

απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά

πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;

 

αφαίρεσε τη νύχτα απ’ τα μάτια σου –

πώς να παλέψω μόνος με τους δυό σας;

 

η νύχτα είναι παγερή

και μ’ έχεις στήσει

με γέλασες

με γέρασες

 

μην καταργείτε την υπογεγραμμένη

ιδίως κάτω από το ωμέγα

είναι κρίμα να εκλείψει

η πιο μικρή ασέλγεια

του αλφαβήτου μας

 

κάθε φορά που νομίζω πως σ’ έχω στο χέρι

βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος

 

έλαιον θέλω και ου θυσίαν

κι εμείς που θυσιαστήκαμε;

κι εμείς που δε λαδώσαμε;

 

έχτισα τον παράδεισό μου

με τα υλικά της κόλασής σου

 

θυσίασα τον ύπνο μου κυρία

για να διαβάσω τα ποιήματά σας

κι εκείνα μ’ αποκοίμησαν

 

Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;

για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία

 

τα πρόβατα απήργησαν

ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής

 

“όταν πεθάνω, να με θάψτε στο χωριό” –

θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους

την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους

 

ωραία ερμηνεύεις τα τραγούδια

ας δούμε πως τα καταφέρνεις και στα παρατράγουδα

 

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε

όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος

 

μια γυναίκα στο δρόμο

μαλώνει το παιδάκι της

“δε θα πάμε στο σπίτι;

θα σε κρεμάσω ανάποδα”

γύρισα κι είδα το μικρό:

ήτανε κιόλας κρεμασμένο

 

η νύχτα με οδήγησε σ’ αυτούς τους δρόμους;

ή αυτοί οι δρόμοι με οδήγησαν στη νύχτα;

 

για το πέτσινο σακάκι σου

που σε κάνει τόσο ωραίο

έχασε τη ζωή του ένα ζώο

και κοντεύω να τη χάσω κι εγώ