Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες, Φιλολογική επιμέλεια Μάρω Δούκα - Βασίλης Λαμπρόπουλος, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1988, σσ. 25-38.

Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο.

Στο σπίτι που καθόμαστε είναι πολλά χωρίσματα. Μέσα σε κάθε χώρισμα ένα σωρό πράγματα αραδιασμένα χάμω, στον τοίχο, στη μέση, παντού γύρω γύρω. Κάτι σκάλες θεόρατες για να φτάσεις από το δρόμο ίσαμ' επάνω. 'Ανθρωποι μπαινοβγαίνουν όλες τις ώρες της μέρας, απάνω κάτω, απάνω κάτω, και το βράδι.

'Ενας αξιωματικός με τα σπιρούνια του με καθίζει κοντά του και με ρωτά πόσες οκάδες γράμματα έμαθα απ' όταν άρχισα και πήγα στο σκολειό. Χρράπ χρράπ τα σπιρούνια του και τα κρεμασμένα γαλόνια όλο να μπλέξουνε πάνε στα πόμολα της πόρτας. Το 'ξερα σίγουρα από πριν, κάθε φορά που έμπαινα μέσα, ότι θα με ρωτήσει για τις οκάδες τα γράμματα. Και τότε νόμιζα μόνο στενοχώρια πως ήτανε εκείνο που ένιωθα μπροστά του. Θυμούμαι τώρα πως είχα και μια διάθεση να γελάσω! Χωνόμουν κάτω απ' το τραπέζι να μη με δει κι έσφιγγα τα γέλια μου. Μια μέρα άκουσα να λένε κρυφά και με τρόμο οι γονείς μου πως ο αξιωματικός αυτοχτόνησε. 'Αμα παρουσιαζόμουνα κόβανε με νοήματα την κουβέντα. Εγώ όμως ένιωσα μια ησυχία! Χρράπ χρράπ τα σπιρούνια του, κι εκείνος ο φόβος μου για τα μπερδέματα στα πόμολα της πόρτας!

Μια γριούλα κυρία, ταχτικά, στις τρισήμισι καθ' απόγεμα, τικ τικ το τακουνάκι της, κι ερχότανε και γύρω γύρω στο μεγάλο τραπέζι μοιράζανε κάτι χρωματιστά κόκαλα κι επαίζανε μάους. Είχε ένα ανεσηκωμένο καπελάκι τριγύρω στο κεφάλι της σαν ένα πολύ αστείο πουλί δεμένο για να μην του 'ρθει η όρεξη να πετάξει με ένα κορδελάκι κάτω απ' το σαγόνι. 'Eλεγε όλο για το γιατρό της και τις ενέσεις που της έκανε. Σε λίγο πέθανε κι αυτή. Είπανε από καρκίνο. Πόποπο τότε ένας φόβος τρομαχτικός με εκυρίεψε μπροστά σ' εκείνο το ανεξήγητο πράμα, να μην υπάρχει πια το καπελάκι που είχε τόση όρεξη να πετάξει απ' την κυρία του! ένιωσα μια δυνατή ζαλάδα γύρω στα φρύδια μου, έβαλα τις φωνές κι είπα πως μου πονούσε το στομάχι. Ντρεπόμουνα να πω άλλο τίποτα.

Στο σπίτι μιλούσαν συχνά για γιατρούς και ενέσεις. Είχε ο καθένας τον εδικό του που εφύλαγε πολύ ζηλιάρικα και ποτέ δεν εδάνειζε στον άλλο. "Ο Θεός μας έδωκε πλούτη", έλεγε συχνά ο παππούς με το ύφος του εκείνο το μαλακό μαλακό, "μα δε μας άφησε την υγειά μας". Χρόνια ύστερα, κι ύστερα από πολλά βασανιστήρια, πέθανε κείνος από μια αρρώστια που του εκμεταλλεύτηκε λέγανε όσο μπόρεσε παραπάνω ο γιατρός του για να του παίρνει επισκέψεις, και η γυναίκα του, ύστερα από κάτι μαρτύρια ακόμα πιο φριχτά, από άλλη αρρώστια που της αφαίρεσε διάφορα πράματα του κορμιού της. "Θα πάνε κατευθεία στον παράδεισο", άκουα και για τους δυο να λένε ο κόσμος. Εμένα τότε πάλι χτυπούσανε τα μηλίγγια μου, έβαζα πάλι τις φωνές κι αναγκαζόμουνα να λέω πως μου πονούσε το δόντι, γιατί, - άραγε, σκεφτόμουνα, σε τι να τους χρειάζεται τώρα ετούτος ο παράδεισος ύστερα από τους τόσους πόνους, και τι Θεός είν' εκείνος που να μη δίνει σ' όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μαζί με τα λεφτά, και την υγεία τους.

Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι. 'Hτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ' άρεσε τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα που μου έδειξαν. Τι να τα κάνω εγώ ... Τα 'ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε "Φαρμακείον", αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα κι ο φαρμακοποιός; ή γράφανε "Σιδηροδρομικός Σταθμός" κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα τους να μπαινοβγούνε. "Δύσκολη, κύριε, η μικρή ..." Και τότε εξέφευγε του πατέρα αγανάχτηση για τα χαιδεμένα παιδιά που με το να 'χουνε απ' όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα. - Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι - Βασίλη. Καθόλου εγώ δεν καταλάβαινα γιατί σήμερα να μην έχουν όλα τα παιδιά καινούρια παιχνίδια... Τάχατες, δεν είμαι κι εγώ, όσο κι εκείνα, πολύ δυστυχισμένη ... 'Ο,τι δεν είχα, εκείνο πάντα ήθελα, κι αφού ό,τι ήθελα δεν είχα...

Σήμερα θέλω λοιπόν ένα σουβριάλι. Να μην ξέρω αν είναι μεγάλο, αν είναι γυαλιστερό, να πάω στο σπίτι να το περιμένω όλη μέρα, έτσι - όχι, καλύτερο θα ήταν έτσι... να ιδρώνουν τα χέρια μου από την αγωνία, να περιμένω καρφωμένη ακούνητη δίπλα στο τζάμι του παραθυριού που βλέπει πέρα, απέναντι, μακριά, για να μη μου ξεφύγει ο άνθρωπος που θα 'ρχεται και θα το φέρνει, κι όλοι θα παραμερίζουνε να περνά, να το φέρνει, και ν' ανεβαίνει τη σκάλα, ν' ανοίγει την πόρτα της κάμαρας που κάθομαι και περιμένω και να μου το δίνει στα χέρια, ποτέ να μην είναι ακριβώς εκείνο που επερίμενα και τότε μόνο να το πιάνω μόνο για μια στιγμή κι αμέσως να το εγκαταλείπω χάμω, για να μην το ξαναγγίξω ποτέ πια.

"Ετοίμασε τη μικρή να την πάρω μαζί μου", έλεγε η γιαγιά πολλές φορές. Είχα μια χαρά! Μου 'βαζε η νταντά τα ναυτικά με τα άσπρα σειρήτια και τις βαθιές καλοσιδερωμένες πιέτες γύρω που, όταν έστριβα το κορμί, ανοίγανε ψηλά ψηλά κι εφούσκωναν σαν τεντωμένη ομπρέλα. Τα βαριόμουνα εκείνα τα σκούρα ολόιδια μπλε φουστάνια πάντοτε το χειμώνα κι ολόιδια κάτασπρα το καλοκαίρι. Τ' άλλα παιδιά φορούσανε χρωματιστά, ένα σωρό φιόγκους και κορδέλες και πράματα ... 'Ολοι όμως λέγαν πως τα δικά μου ήτανε πάντα τα καλύτερα, αγορασμένα πάντα παραγγελιά απ' τον "Παράδεισο των Παίδων" που δεν βρίσκονταν φαίνεται πολλοί να μπορούν να μπουν εκειμέσα. Πάλι δεν καταλάβαινα γιατί να 'μια υπερήφανη έπρεπε δηλαδή, επειδή το φουστάνι μου ήταν αγορασμένο από κειμέσα, ενώ εγώ εκοίταζα πάντα με ζήλια τα κόκκινα της εγγονής της μαγέρισσας που 'ρχότανε την Κυριακή να πάρει το πακέτο με τα πράματα που της είχαν μαζέψει μες στη βδομάδα. Είχε και μαύρα γοβάκια που γυάλιζαν. Γύριζα κι έβλεπα τότε τις εδικές μου μπότες κάτασπρες από γάντι πετσί και τις σιχαινόμουνα. Με παίρναν όμως στην άλλη κάμαρα και λέγανε, σιγά σιγά να μην ακούσει το κοριτσάκι, πως όλα τούτα που φορούσε ήτανε πρόστυχα, κι εγώ δεν έκανε να τα βάλω. Τότε προσπάθησα πάρα πολύ θυμούμαι να τους εξηγήσω ότι εμένα μ' αρέσανε εκείνα καλύτερα... Την εδικιά μου γνώμη ωστόσο δε φάνηκε ποτέ κανένας να την παίρνει στα σοβαρά. Και λοιπόν μου περνούσανε τις καλοσιδερωμένες μου πιέτες και έβγαινα δίπλα δίπλα σφιγμένη από το χέρι της γιαγιάς. Πώς τη θαύμαζα! 'Εκανε φρου φρου πάντα το κάθε της μικρό βηματάκι, είχε κάτι γαντάκια σφιχτά, τόσο πολύ σφιχτά που ακόμα πιο λιανά της έφτιαχναν τα μικροσκοπικά της αδύνατα αδύνατα δαχτυλάκια, και το φαρφουρένιο σαν αγιοκέρι το προσωπάκι της σ' όλο τον κόσμο χαμογελούσε όλο γλύκα. Οι ζητιάνοι είχανε στην αράδα το στέκι τους κάτω απ' τη βαριά ξώπορτά μας κι επεριμένανε κάθε πρωί τη γιαγιά. Σαν ήμουν μαζί της μου 'δινε εμένα τα χρήματα να τους βάνω στο χέρι. Εκείνη το γέλιο της έβαζε από τα μάτια της μες στα δικά τους, κι εγώ όλο και πιο πολλά της γύρευα τότε θυμούμαι, γιατί πάντοτε μες στη μυρωδάτη τσάντα της έβλεπα πλήθος πολύ από κείνα τα γυαλισμένα πραματάκια, ενώ στο γλυτσιασμένο σκούφο του δεν είχε ποτέ μήτε ένα ο κουτσός ζητιάνος της γωνιάς. Και ποτέ δεν έλεγε όχι η καημένη η γιαγιάκα. "Εμείς έχομε χρήματα" μου 'λεγε, "να λυπάσαι και πάντα να δίνεις σ' όποιον δεν έχει". Θυμόμουνα τα λόγια της, μόνο πως δεν το σκέφτηκα, και γι' αυτό δεν επρόλαβα να την έχω ρωτήσει, ποιος θα μας έδινε εμάς λεφτά, όταν θα τύχαινε να μην έχομε πια...

Γιατί λοιπόν θυμόμουνα τα λόγια της, ένα πρωί εσυλλογίστηκα να ρίξω κάτω απ' το μπαλκόνι τα καλά κουταλάκια όπου μ' εκείνα δόστου, γύρω γύρω στο μεγάλο τραπέζι όσο παίζανε μάους κι έβραζε το ασημένιο σαμοβάρι, δόστου ταράζανε το τσάι. Το 'χανε φέρει το σαμοβάρι απ' τη Ρωσία. Τα κουταλάκια αμέσως τα σύναξε ο κουτσός ζητιάνος της γωνιάς. 'Ετρεμα εγώ μήπως τυχόν κι επρόφταιναν να του τα πάρουν πίσω, ως να κατέβουν όμως τις σκάλες, το 'χε βάλει εκείνος στα πόδια, κι είχε χαθεί από το πρόσωπο της γης. Η καρδιά μου επήγαινε να σπάσει. Ανέσαινα όλο και πιο βαθιά... Εμαζευτήκανε, κι ο καθένας τότε είπε τη γνώμη του, αν έπρεπε ή όχι να με μαλώσουν. Εγώ πάλι και τότε ωστόσο δεν εκατάλαβα πολύ καλά, γιατί να πρέπει δίχως άλλο να με μαλώσουν σήμερα, επειδή ο κουτσός είχε σήμερα πια τα δώδεκά του καλά κουταλάκια κι εκείνος!

'Υστερα μια μέρα μου 'παν ότι θα πάμε ταξίδι σ' άλλο τόπο. Τι ήταν εκείνο που ένιωθα σε εκείνη την αναμονή... Παραλούσαν τα γόνατά μου σαν το σκεφτόμουνα, και μ' έσφιγγε ο λαιμός τόσο πολύ δυνατά, να με πνίξει. Τι και τι θα 'βρισκα εκεί πέρα! Το σκολειό δεν θα 'τανε πια η κάμαρα η μισοσκότεινη με τη δασκάλα με τον κιτρινιασμένο λαιμό και τη βέργα. Τα παιδιά δε θα μ' εκοίταζαν πια μ' εκείνα τα κακά τους μάτια που μ' έκαναν να παγώνω. Εκεί το σκολειό θα 'τανε ένα μεγάλο περιβόλι με δέντρα, όπως εκείνο όπου μ' επήγαινε η νταντά κι έπαιζα το τόπι μου κι έριχνα ψίχα ψωμί στα παπάκια μες στο νερό. Με δέντρα πολύ ψηλά και θα κρεμότανε βιβλία απ' τα κλαδιά τους, πολλά βιβλία, θα τίναζα τα κλαδιά και θα 'πεφταν μπροστά μου τα βιβλία και θα τα μάζευα και θα 'πεφταν και δε θα τελείωναν ποτέ, θα μάθαινα τα πράματα όλα, θα τίναζα τα κλαδιά και δε θα τέλειωναν ποτέ. Η δασκάλα θα 'μοιαζε της μανούλας μου. Τι ωραία που ήτανε η μανούλα μου! Είχε πολύ μακριά δάχτυλα και πάντοτε φορούσε γαλάζιες πέτρες. 'Ηταν τόσο πολύ γαλάζιες οι πέτρες εκείνες, όπως τα μάτια της, που σε κοιτάζανε μισογερμένα σα να 'χαν όρεξη να βασιλέψουν. Και λοιπόν, η δασκάλα θα 'μοιαζε στη μανούλα μου, και θα 'χα φίλες, όλα τα παιδιά θα τα 'χα φίλες και θα τους διάβαζα τις ιστορίες που θα 'κοβα απ' τα δέντρα, κι όλο θα 'χα χαρά!

'Οταν εφτάσαμε στον καινούργιο τόπο, η μητέρα μου έλειπε από μαζί μας. Αρώτησα που είναι, μου 'πανε πως θα φτιάξει στο γιατρό τα δόντια της και θα 'ρθει. Πώς να το 'ξερα άραγε δεν ξέρω, ήξερα όμως σίγουρα εγώ τότε, απ' τον καιρό εκείνο, πως δε θα ξανάρθει. Είχανε σφίξει περισσότερο οι καρέκλες τριγύρω στο τραπέζι για να μη φαίνεται η θέση της αδειανή, και στω γονιώ μου την κάμαρα δεν έστρωναν πια το ένα από τα δύο στολισμένα κρεβάτια με τα πλατιά κεντημένα σεντόνια, κι από πάνω ο ασημένιος άις- Γιώργης με τον ατζαλωτό του φιόγκο που τα χώριζε πάντα στη μέση, κι εκείνος δεν ήτανε στη θέση του πια. Ωστόσο εγώ την ήθελα την μητέρα μου. Δε μου 'χε πει κανένας ακόμα ότι μπορούν οι μητέρες να φεύγουν. Πάλι και τώρα η ζάλη εκείνη η δυνατή χτυπούσε στο κεφάλι μου, μόνο πως δεν άρχιζα πια τα κλάματα τώρα, όπως σαν έμαθα ότι επέθανε το καπελάκι εκείνο απάνω στην κυρία του, τις νύχτες μόνο που μ' έβαζαν στο κρεβάτι μου και τριγυρίζανε τα γαλάζια της μάτια από πάνω μου, που ήτανε πάντα πολύ υγρά κι ετοιμασμένα πάντα να βασιλέψουν και γύρω γύρω, σιγά σιγά στα βλέφαρά μου εφτερουγίζανε σαν ανοιχτές φτερούγες δύο, μεγάλες, κι ο ίσκιος τους χυνότανε στο ταβάνι κι έριχνε φως σ' όλη την κάμαρα κι εγινότανε μέρα, ανοιγόκλεινα εγώ τα μάτια τα δικά μου τότε και τα βαστούσα ορθάνοιχτα, για να βλέπω ακόμα, λίγο ακόμα, το ασημένιο φως που χύνανε τριγύρω γύρω, παντού οι φτερούγες.

'Οταν ξημέρωνε το φως της μέρας πήγαινα στο σκολειό. Η θέση μου ήτανε στ' αριστερό θρανίο, πρώτη στην πρώτη σειρά. Τα παιδιά λέγανε: "είναι πλούσια". Αγαπούσα τα γράμματα κι ήξερα πάντα το μάθημά μου. Η δασκάλα μου 'λεγε: "εύγε". Τα παιδιά μουρμουρίζανε: "είδες για να 'ναι η πλούσια!" Κατάλαβα πως με σιχαινόταν. 'Ολο το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, τι στενοχώρια... Τους έδινα τα γλυκά που μου 'βαζαν από το σπίτι μου για το διάλειμμα, "να, πάρε πάρε", έλεγα, δεν άφηνα για μένα, τ' αρπούσανε με λαιμαργία, τα 'χωναν βιαστικά μες στο στόμα τους κι αμέσως φεύγανε από κοντά μου. Τους έλεγα να 'ρθουνε σπίτι μου ύστερ' απ' το σκολειό να παίξομε με τα παιχνίδια μου, είχα παιχνίδια πάντα με το σωρό. Τότε εκοιταζόντουσαν λοξά λοξά σαν τρομαγμένα κι ως να 'χανε παρμένη κάποια απόφαση κρυφή, αμίλητες, κουνούσαν όλες το κεφάλι τους προς τ' απάνω - καμία ποτέ δε θέλησε να 'ρθει... Λοιπόν εγύριζα κι εγώ στο σπίτι μου ύστερα απ' το σκολειό κι αφού δεν είχα με ποιον να τα παίξω τα 'σπαζα τα παιχνίδια μου. "Κακούργικο παιδί", λέγανε οι υπηρέτριες αναμεταξύ τους, "ποιος ξέρει τι θα γίνει σα μεγαλώσει. Μα τι να περιμένεις από τις πλούσιοι και τα παιδιά τους...". Κι έβγαζαν έτσι το άχτι τους για τα αφεντικά. Θα 'χανε βέβαια την ιδέα πως δεν καταλάβαινα τίποτα, ωστόσο εγώ, με τη μούρη μου ξαναμμένη κι ακριβώς τώρα για κείνο όπ' άκουγα, να πέφτω με λύσσα πιο μανιασμένη ακόμα απάνω στην κούκλα μου, κι εσκόρπιζα χάμω το πίτερο που 'τρεχε βρύση από την καταξεσκισμένη της κοιλιά.

'Ομως μια μέρα για να εξασφαλίσει την ησυχία της και να μην την πολυσκοτίζω, η νταντά μου κατάφερε και μου βρήκε μια φιλενάδα. Γειτονοπούλα μας ήτανε, και κόρη της ράφτρας, που έκανε μεροκάματα σπίτι μας, η Ανέζα. Την κοίταζα με περιέργεια... Γιατί να θελήσει άραγε ετούτη τώρα να παίξει μαζί μου; Πώς την αγάπησα! Δεν έτρωγα πια το φαί μου αν δεν την είχα δίπλα μου, και πολλές φορές τώρα, μέσα στη νύχτα όπου ξυπνούσα, αιφνίδια και θυμόμουνα της μητέρας μου το γαλανό μάτι, επεταγόμουνα τώρα όξω από το κρεβάτι μου κι εγύρευα την Ανέζα για να τη νιώθω κοντά μου ώσπου και πάλι ν' αποκοιμηθώ. Σα χαδεμένη που ήμουνα, τρέχανε και τη φέρναν. Γρίνιαζε κείνη να τη σηκώνουν απ' τον ύπνο, όμως μια μέρα άκουσα να της λέει η μάνα της: "Το νου σου και τα μάτια σου δεκατέσσερα να μην το χάσουμε το πλουσιόσπιτο που μας έλαχε. Εγώ δουλεύω μέσα δω, σε ταϊζουνε εσένα, σε ντύνουνε, και κλωτσιές να σου δίνανε, να λες ευχαριστώ". Εγώ ποτέ δεν πίστευα ωστόσο την Ανέζα, πως θα καθόταν με δεμένα χέρια αν την κλοτσούσαν. Μάλιστα εκείνη ήταν πολύ πιο γερή από μένα που το κάθε ποδάρι μου έμοιαζε με σκουπόξυλο, γιατί κατά πως οι υπηρέτριες το λέγανε, δε μ' άφηνε να πάρω τ' απάνω μου η κακία. Και λοιπόν πόση όρεξη είχα να δοκιμάσω ποια θα 'τανε από τις δυό μας η πιο δυνατή! Μια μέρα εδοκίμασα. Η Ανέζα τυλίχτηκε τότε στα δυο, έκρυψε τη μούρη της μέσα στις δυο της παλάμες κι έμεινε ακούνητη. "'Ελα", της είπα, "έλα να παίξομε", κι επανέλαβα το παιχνίδι. Η Ανέζα ετάραξε λίγο τους ώμους της σα να κρύωνε και πάλι απόμεινε ασάλευτη, να περιμένει. Δύναμη θα μαζεύει, εσυλλογίστηκα, κι εξαναδοκίμασα πάλι. Οι ώμοι της ξανακουνήθηκαν λίγο ακόμη πιο σιγά, είπα - σαν που κουνιόταν το πετσί στη ράχη του σκυλιού του πατέρα μου, όσο που τ' άγγιζε να το χαιδέψει. "'Ελα Ανέζα να παίξομε, γιατί με περιφρονείς Ανέζα και δεν με παίζεις;" έβαζα πια τώρα όλη μου τη δύναμη, "ε, Ανέζα; Γιατί με περιφρονείς και δε με παίζεις;" Από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα από τη λύσσα μου γι' αυτή την περιφρόνησή της. Κι όλο εδοκίμαζα το παιχνίδι μας. Σε λίγο τη μάζεψαν από χάμω ξερή.

Είχα ξεχάσει τότε πια πως έπρεπε η δασκάλα να μοιάζει στη μανούλα μου. Κι ήταν πολύ καλύτερα αλήθεια που δεν το θυμόμουν, γιατί σίγουρα αμέσως τότε θα σιχαινόμουν εκείνη την τριχωτή ελιά στο δεξί της μάγουλο και τα μπράτσα της, σα σφυριά, νταπ και ντουπ στων παιδιών τα κεφάλια. 'Ολα τούτα ωστόσο δεν τα πρόσεξα στην αρχή. Επιθυμούσα πάντοτε να βλέπω χαρούμενη τη δασκάλα, και η καρδιά μου αιφνίδια σπαρτάριζε όταν ήξεραν όλες τις απαντήσεις τους τα παιδιά, κι εκείνη τους έλεγε "εύγε". Συλλογιζόμουνα, σήμερα, τι χαρούμενη θα 'ναι! 'Ανοιγα τα μάτια μου να την κοιτάζω, θαρρείς για να 'μπαινε μέσα τους η μορφή της δασκάλας σήμερα πιο βαθιά σ' ετούτη τη μοναδική στιγμή, κι όταν εσήμαινε το κουδούνι το τέλος για το μάθημά μας σήμερα, εγώ ελυπήθηκα πάρα πολύ. Εμάζευα αργά αργά, ένα προς ένα, τα πράγματά μου για να μη βγω τόσο γλήγορα σήμερα από την τάξη, κι όπως ακόμα εκεί βρισκόμουνα, σαν άνοιξε η μεσόπορτα κι εμπήκε η διπλανή δασκάλα του διπλανού δωματίου κι εκαρτερούσα αμέσως να της πει η δικιά μας τη σημερινή της ευτυχία, σαν εσαλέψανε τα χείλια της αράθυμα, άκουσα να λένε: "Τι βαρεμάρα, Χριστέ μου, τι βαρεμάρα! και να μετράς, και να χρειάζουνται τόσα χρόνια ακόμα να πάρεις τη σύνταξή σου και να συχάσεις..." 'Αρπαξα το τελευταίο μου τετράδιο τότε κι εβγήκα στο δρόμο. Η τριχωτή ελιά από κείνη τη μέρα και τα βαριά σφυριά που είχε η δασκάλα στα μπράτσα της ακολουθούσανε πάντα τώρα το διάβασμά μου.

Τις Κυριακές μ' επήγαιναν σ' ένα συγγενικό μας σπίτι. Είχε μιαν αυλίτσα με κόκκινα γιασεμιά κι ένα πηγάδι χτιστό γύρω γύρω με πέτρες. Οι τοίχοι του όλο βασιλιάδες και βασίλισσες, φορτωμένοι ζωγραφιές με μπούκλες και χρυσά φουστάνια. Τα παραθύρια του ποτέ δεν ανοίγανε, και μια βρώμα από μούχλα το σπίτι μέσα γεμάτο. Εκεί μέσα εκατοικούσαν, όλες ολόιδιες, κοντούτσικες κοντούτσικες και στρουμπουλές με κάτι γυαλιστερές χαντρίτσες στα ματάκια τους κι άσπρα χείλια, κάτι κυρίες. 'Ομως εμένα μ' άρεσε να πηγαίνω. "Καλώς το και καλώς το το κυραδάκι" μου λέγανε, κι έμπαινα μέσα σ' ένα σαλόνι το λέγανε, σκοτεινό. Γλήγορα γλήγορα έσερνα μια πολυθρόνα με ρόδες κι εσκαρφάλωνα στο παράθυρο. Σιγά σιγά με προσοχή μήπως μ' ακούσουνε, εξέμπλεκα το σίδερο που το βαστούσε σφαλιγμένο κι εκοίταζα τη θάλασσα. 'Εβλεπα τις βαρκούλες που στρίβανε αποδώ, γυρίζανε αποκεί με το πανάκι τους, κι εξεκινούσαν. Τότε, έβγαζα το άσπρο μου μαντιλάκι και τις αποχαιρέτιζα. Στο γυρισμό, τους έλεγα, να μην ξεχάσετε να φέρετε πάλι πίσω τη μανούλα, όπως είναι ντυμένη μες στα δαχτυλίδια και τα μαλλιά της, έλεγα - να της πείτε πως θα την περιμένω σκαραφλωμένη στο παραθύρι.... Αλλά το άνοιγμα που του 'χα κάμει τώρα, εκουβαλούσε το φως πολύ δυνατό μέσα στο σκοτεινό σαλόνι, και για να μην του ξεθωριάσει τις πράσινες βελούδιες του κουρτίνες, έτρεχε η μια απ' τις κοντούτσικες κυριούλες, και το 'κλεινε. Και λοιπόν ύστερα δεν έβλεπα πια τίποτα. Τι γίνηκε έλεγα το φως... Σίγουρα θα το ρούφηξε έλεγα η κοιλιά της σαβράδας μαζί με τ' ανασκελωμένα ποδάρια της στον αντικρινό τοίχο απάνω, ή και μπορεί να τρόμαξε γιατί το διώξαμε, και τότε σίγουρα θα τρύπωσε μέσα στις πέτρες όπου το χαμομήλι θα το φάει που ξετρυπώνει απ' τις χαραματιές. Πρώτη φορά μου φαίνονταν τέτοια σπουδαία πράματα, κι έτρεχα γλήγορα γλήγορα να τους διηγηθώ όσα είδα απάνω στον κόσμο. "Ψεύτικο παιδί" λέγανε, "δε βγαίνει αλήθεια απ' το στόμα του" και μου 'παιρναν τη χαρά μου μαζεμένη.

Παρατηρώ όμως ο πατέρας ετούτον τον καιρό όλο να λείπει από το σπίτι. Τα μανικέτια του κι ο γιακάς κι όλα του αστράφτουν και λαμποκοπούνε. Το πιο σπουδαίο όμως απ' όλα, που δεν προφταίνει πια να μη μ' έχει αποκοιμισμένη ο ύπνος τώρα, την ώρα που τις νύχτες σκύβοντας στο κρεβάτι μου με φιλεί. 'Υστερα μιαν ημέρα το σπίτι είχε γεμίσει με μαργαρίτες και τριαντάφυλλα, τότε που αναφτήκαν όλα τα κεριά και στα δυο μπρούτζινα καντηλέρια με τα γδυτά αγγελάκια κι απ' το ντουλάπι όπου ήτανε πάντα κλειδωμένα εκατεβήκαν τα ποτήρια αραχνιασμένα λίγο, με το μακρύ ποδάρι το μοναδικό, στρώθηκε και το ξέστρωτο κρεβάτι στου πατέρα την κάμαρα με σεντόνια κολλάτα και τρυπημένα με μακριά χρυσάνθεμα κεντητά, και ένας καινούργιος - που να βρέθηκε άραγες; - άις - Γιώργης πάλι μ' ένα φιόγκο καινούργιο εξαναμπήκε να τα χωρίζει στη μέση, κι όλοι ύστερα όλη μέρα γελούσαν, κι εμένα μου 'παν ότι τώρα θα'χω την καινούρια μου μαμά. 'Ητανε λέγανε πολύ ωραία. 'Ομως, δίχως κανένα μάτι γαλανό στο πρόσωπό της. Τώρα, πως μπορεί να 'ναι ετούτη η μητέρα μου! Από τη μέση του τετραδίου της γραμματικής ξερίζωσα ένα διπλό φύλλο, κι έγραψα στην ξανθιά μου μαμά ότι μόνο εκείνη εγώ θ' αγαπώ πάντοτε, για να μη φοβάται. Και το χαρτάκι το 'κλεισα μες στο συρτάρι, μαζί με το κουτί τις ζωγραφιές. Μόνο όταν μου 'πεσε μια μέρα στα χέρια το μαύρο μυτερό ψαλίδι της κουζίνας, κάνω μ' εκείνο δύο τρύπες τέεετοιες στα κεντητά σεντόνια του φρεσκοστολισμένου κρεβατιού... Κι εμένα με μαλώσανε πάρα πολύ θυμούμαι εκείνη την ημέρα, γιατί 'ταν λέει λινά, ναι, λέει λινό ολοκάθαρο, είπε η Ασημίνα. 'Ομως εμένα που δε μ' άρεσε καθόλου το λινό, τώρα, είμαι ευχαριστημένη.

Την εποχή εκείνη απάνω στο δικό μου πρόσωπο αρχίζανε να γίνουνται μεγάλες ανωμαλίες. "Κατά τον τρόπο όπου πας, δε θ' απομείνει τόπος στη μούρη σου για να φιλεί ο γαμπρός", λέγανε οι υπηρέτριες, και με θωρούσανε στραβά, "εξόν κι αν τα μαζώξει εκείνος όλα μες στα μουστάκια του... πάντα ξελαμπιρίζουν τα μουστάκια τα πρόσωπα τω κοριτσιώ...". Κι όσο τα λέγανε, γυαλίζανε τα δόντια τους και το μαυράδι τω ματιώ τους.

Της μεγάλης ντουλάπας της γιαγιάς ο καθρέφτης, έδειχνε το δίκιο τους καθαρά. Πώς ήθελα να είμαι ωραία κι εγώ! σαν όλα τα παιδιά του σκολειού... αλλά τι να 'κανα! 'Ενα διάστημα η σκέψη αυτή εγέμισε τους λογισμούς μου όλους κι ύστερα χάθηκε. Κι ύστερα, απάνω στο ψηλό της καρυδένιο κρεβάτι ανάμεσα στους τόσους πόνους της μια μέρα ξεψύχησε η γιαγιά, την επλησίασε ο πατέρας: "μεγάλη ησυχία τώρα", της λέει, "και γαλήνη". Κι ένα σωρό πράματα παράξενα. Και τέλος πάντων ένα πρωί όλα μαζί σκορπίσανε καπνός απ' το μυαλό μου. Δε νοιάστηκα τότε μήτε ν' ανησυχήσω αν καμία μέρα πάλι θα 'ρθει που να τα ξαναθυμηθώ. "Εκεί μέσα, ελπίζουνε πια να γίνω κι εγώ τώρα άνθρωπος", είπανε. Και με κλειδαμπαρώσανε σ' ένα σκολειό.