Τάκη Βαρβιτσιώτη, "Πένθιμη ωδή για το θάνατο του Πωλ Ελυάρ", Το πέπλο και το χαμόγελο, Θεσσαλονίκη, 1963, χωρίς σελιδαρίθμηση.

 

 

Πια δεν απόμεινε ούτ' ένα χαμόγελο σ' όλη τη γη

 

 

Σιδερόδρομοι σιδερόδρομοι

Φτάνουν αδιάκοπα απ' τα πέρατα του κόσμου

Φτύνοντας πάνω μας μαύρους καπνούς

Ξεφορτώνοντας μαύρα φεγγάρια μαύρα σύννεφα

Μαύρα διαμάντια μαύρους μενεξέδες

Σιδερόδρομοι σιδεροτροχιές

Που μας συνθλίβουν

Μας περισφίγγουν από παντού

Σιδερένια όπλα σιδερένιες μάσκες σιδερένιες καρδιές

Σιδερένια κλουβιά

(Ω πόσοι άγγελοι σε σιδερένια κλουβιά

Πόσα υγρά μάτια)

Το σίδερο έγινε ο αφέντης του κόσμου

 

 

'Εξω ο χορός του φθινοπώρου σέρνει

Πάνω στις καλαμιές τα' αρρωστημένα του βήματα

Οι λάμψεις σκουριάζουν

Τα δέντρα σκύβουν κάθε πρωί στο παράθυρό μας

Για να ξυπνήσουν τη δυστυχία μας

Και τη νύχτα οι οπλές αποκεφαλισμένων αλόγων

Αφήνουν πίσω τους τεφρούς κομήτες

Ο κόσμος έγινε μια κόγχη αδειανή

'Ονειρο ενός εγχειρισμένου

 

 

'Oμως εσύ αγαπούσες το φως

Τον ουρανό τους φτωχούς τις ανάλαφρες πλύντριες

Τα παρθενικά ερείπια με φτερά πεταλούδας

Τον έρωτα την ποίηση και την αυγή των πραγμάτων

'Ησουν πιστός στη ζωή κι αναρωτιόσουνα

Στου πεπρωμένου μου την ανατολή

Θάχω αύριο έναν αδελφό;

 

 

Μιλούσες απλά όπως μιλούν οι ερωτευμένοι

'Οπως μιλάει το ρυάκι μέσα στους κόρφους της άνοιξης

'Οπως κοιμούνται οι κοπέλες προτού να γίνουν άσπρα φτερά

'Όπως ανοίγει τα διάφανα πέπλα της η αρραβωνιαστικιά

'Όπως ανοίγει ένα δρόμο το αίμα ενός κόκκινου ρόδου

Για να τον διαβούν όλοι μαζί οι άνθρωποι

Για να μάθουνε πως ύστερα απ' τον θάνατό σου

Φοβόμαστε λιγότερο να πεθάνουμε

 

 

Πουλιά από πάχνη εσείς ελεύθερα πουλιά

Πουλιά από χιόνι δίχως βλέφαρα ευτυχισμένα

Που τ' όνομά σας είναι φως και δίχως ίσκιο η κατατομή σας

Μαζί μου ελάτε να τον στήσουμε νεκρό σε δυο ήλιους ανάμεσα

Για ν' αρχινούν του μέλλοντος οι μέρες

Από το αίθριο πρόσωπό του

Για ν' αρχινούν του μέλλοντος οι ελπίδες

Από την τρεμάμενη αθωότητα των χεριών του