Νίκος Εγγονόπουλος, ''Το τραγούδι ενού στρατιώτη'', Ποιήματα Β', Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 1977, σσ. 49-53.

    Κείμενο

    ο μαύρος αγέρας

    ξεκινάει τρελός

    από τα σκοτεινά

    λημέρια

    του

    μουγκρίζει

    Σα θεριό

    περνώντας

    απ' τα έρημα

    στενά σοκάκια

    κι' ορμά μέσ' απ' τις

    ξεχαρβαλωμένες

    πόρτες

    -που δεν

    τις μανταλώνουν πια

    τα σουγλερά

    καρφιά

    των πόθων μου-

    χιμάει αβάσταχτος

    από τις ξύλινες

    ερειπωμένες σκάλες

    που κλαινε

    γοερά

    -μ' ανθρώπινες φωνές

    σαν άρπα αιολικιά-

    ξεσπάει μέσ' στα

    πελώρια

    νεκρά δωμάτια

    σφυράει

    ξεφεύγοντας

    μέσ' από τις

    καπνοδόχες

    και

    τις

    ρωγμές του ταβανιού

    -αφού παρέσυρε μαζί του

    τον καπνό των ξύλων

    που καινε

    κάπου

    κρυφά

    μέσ'' στις χορταριασμένες

    άδειες

    αυλές-

    και ξεπετιέται

    ψηλά στα ουράνια

    κι' αναμαλλιάζει

    τα μαύρα σύγνεφα

    ταράζει

    αλλάζει

    στο άπειρο

    τις βουβές

    απειλές

    τους

    και

    ξανακατεβαίνει

    μ' ελιγμούς

    φιδίσιους

    προς

    την

    ακρολιμνιά

    κι' έρχεται

    η φριχτή ορμή

    του

    και σπα

    και τσακίζεται

    στη νικηφόρα

    αντίσταση

    στις

    λευκές

    τις λευκές

    τις ψηλόλιγνες

    με τις

    μυριάδες τις

    φωνές

    στα μαύρα

    τα θλιμμένα

    τα

    καβάκια

    τα

    σιωπηλά

    κι η μαύρη λίμνη

    μνήσκει

    ατάραχη

    με τα μαύρα

    τα κρεμάμενα

    νερά της

    τους μαύρους

    θρύλους της

    τις όχθες της

    τις μαύρες

    τις απόγκρεμνες

    τα έρμα

    της τζαμιά

    το γκρέμνιο

    το στρατώνα

    τα' άροτρα

    τους βράχους

    τις λευκές

    αρμονικές

    γυναίκες

    με το βλέμμα

    το πικρό

    της

    ικεσίας

    που γώ

    ξερίζωσα

    βαθιά

    τα μάτια τους

    σαν μ' ένα

    τέτοιον

    όμοιο καιρό

    εθαλασσόδερνα κάποτε

    μ' ενάντιον άνεμο-

    κάτω

    κατά

    τα

    μέρη

    της

    Μονεβασιάς