Ειρήνη η Αθηναία, "Πανσέληνος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία, Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Γ΄, εκδ. Σοκόλη, 1998, σ. 403-405.

 

1

Απόψε μου φαίνεται πως θυμάμαι και όλες τις άλλες φωτολουσμένες βραδιές που έζησα. Πολλές, βέβαια, δεν επέρασαν ένδοξα. Αλλά μερικές...

Μια από κείνες έμεινε στη θύμησή μου γιατί είχε αρρωστήσει βαριά η μητέρα μου. "Κλείσε το παράθυρο, ψιθύριζε μέσα στο βύθισμά της, με εμποδίζει να ησυχάσω το πολύ φως". Κι ενώ ήθελα να ιδώ το μέγα αυγουστιάτικο φως, που τόσο μουσικά χυνόταν στον κόσμο, το έκλεισα το παράθυρο. 'Eνα άλλο βράδυ πάλι με πανσέληνο ο σύντροφός μου έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Μου είπε ότι πηγαίνει να κάνει την άσκησή του στο 'Oρος των Ελαιών. Εκεί που λιώνει το σώμα και η ψυχή δοκιμάζεται. Μα δεν ξαναγύρισε. Κάνει ακόμα την άσκησή του; Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την βραδιά. Πέρασε αργά στην αυλή, ενώ από πάνω του έσμιγαν τα κλωνάρια τους το αγιόκλημα με την δάφνη. Στην εξώπορτα, πριν την κλείσει από πίσω του, γύρισε και με κοίταξε που στεκόμουν στο πλατύσκαλο. 'Ενα πρόσωπο είδα αποθεωμένο στο φως, τίποτ' άλλο. Το φεγγάρι χύθηκε στην αυλή παχύ, βουβό, στοιβαχτό, σαν το χιόνι στον πόλο...

Μα κοντά σ' αυτές τις βραδιές με πανσέληνο, θυμάμαι και κάποια άλλη. Με πλησίασε μόνη της, ακάλεστη, αργοπάτητη, σα να ήθελε να αντικαταστήσει όσες πέρασαν μάταια. 'Εστησε επάνω μου η σελήνη το μάτι της, με τύλιξε με το βλέμμα της και έκανε καινούργιο το φόρεμα μου.

Πανσέληνος. Στο περιβόλι με τις ανθισμένες λεμονιές κελαηδεί ένα αηδόνι. Γαλήνη και ερημιά. Τα βρέφη ανοίγουν τα χέρια για να πιάσουν το όνειρο που αρχίζει να περνά από τα μισόκλειστα μάτια τους. Υπάρχει τόση τρυφερότης που δεν την αντέχει κανείς. Ο κόσμος είναι όπως τον είδαν οι προφήτες.

Αργά πάνε όλα, μουσικά. Αργά πάνε όλα, με το ιερατικό βήμα, που προχωρεί η ζωή, ώσπου να κλείσει τον κύκλο της.

2

Εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά, το δωμάτιο που έβλεπε στην αυλή ήταν γεμάτο φεγγάρι. Κι ενώ είχε περάσει η ώρα, δε μου ερχόταν να κοιμηθώ. Στεκόμουν στο παράθυρο και κοίταζα τα δέντρα και τον ουρανό. Κοίταζα και θυμόμουν. Δεν είχε έρθει ακόμα η στιγμή να νιώσω πως είναι για πάντα δικά μου όσα έχω αγαπήσει. Τότε έγινε κάτι περίεργο. Μου φάνηκε πως το φως της σελήνης χαμήλωσε, σαν να την πήρε το παράπονο, το ίδιο, σαν εμάς τους ανθρώπους. Αμέσως όμως ξανάγινε μέγα το φως. Είδα πάλι τον κόσμο καινούργιο, έρημο, ατραγούδιστο και τάχα έπρεπε να τον τραγουδήσω. Είναι δυνατόν; Μπορεί να δοθεί σε θνητό μια τέτοια εντολή; Τα δέντρα τραγουδούν, τα κύματα τραγουδούν, τα άστρα κάνουν το ίδιο. Η δημιουργία τραγουδιέται μόνη της. Είπα στον εαυτό μου απελπισμένη: "Δεν μπορώ, δεν ξέρω. Δεν έχω φωνή".

Στη σιωπή άκουσα τα αργά βήματα της μητέρας μου. Ερχόταν, ίσως, να δει γιατί δεν επήγα να καθίσομε μαζί στο πλατύσκαλο, όπως το συνηθίζαμε, όταν ήταν φεγγερές οι βραδιές. Πέρασε στο δωμάτιο και στάθηκε κοντά μου. Την κοίταξα. Το πρόσωπο, τα χέρια, ως και οι σούρες του φουστανιού της, μου φάνηκε ότι είχαν πάρει αλλιώτικη έκφραση. Κι ενώ οι γραμμές της έγερναν προς τη γη, η όψη της χαμογελούσε. 'Hταν ευτυχία να την βλέπει κανείς τόσο ηρωική. 'Eσκυψε από πάνω μου: "Τι κάνεις; Είναι αργά". Μου ήρθαν δάκρυα. Δε μπόρεσα να απαντήσω. Τότε έβαλε το χέρι της στο κεφάλι μου, που χτυπούσε σα να είχα πυρετό. Μητέρα, της είπα, με έκανες και γνώρισα την πανσέληνο. "Εγώ; μου απάντησε. 'Oχι, παιδί μου, δε θα ήμουν άξια". Και έδειξε τον ουρανό. Η μητέρα μου κρατεί από δέντρο βαθύριζο και ανθεκτικό. Βλέπει ελληνικά όνειρα και έχει την πίστη των προγόνων. Μεγαλομάτα αντικρίζει τα μυστήρια. Περιμένει το θάνατο σα να πρόκειται να την ταξιδέψει σε καινούργια ζωή. Συχνά μάλιστα τον φωνάζει με τον τρόπο που βγάζουν τα βρέφη τις πρώτες μικρές φωνές. "Ναι, μου ξαναείπε, εκείνος". Και έφυγε πάλι αργά. Εκείνη την νύχτα δεν καθίσαμε στο πλατύσκαλο να μιλήσομε.

3

 

Πανσέληνος. Μα τι θα γινόταν αν όλοι εμείς την περιμέναμε και κείνη δεν αποφάσιζε να βγει από το βουνό; Αν ο ουράνιος χορός σταματούσε στη θέση του, χωρίς ελπίδα να ξαναρχίσει την κίνησή του. Μια στιγμή θα διαρκούσε ο τρόμος. Κατόπιν όλα θα πάγωναν. Τα άστρα θα έπεφταν θρυμματισμένα στο χάος, τελευταίος γαλαξίας που δεν θα ζούσε κανείς να τον δει. Συντέλεια.

Η πανσέληνος ανέβηκε πάλι από το βουνό και προχώρησε στο διάστημα, ανάλαφρη, υπέρλαμπρη σφαίρα από φως. Ας ησυχάσει η ανθρώπινη καρδιά. Οι νόμοι που ακολουθεί είναι αιώνιοι. Δε θα αλλάξουν ποτέ. Είναι αιώνιοι.

4

Μα και αυτή η πανσέληνος, η αποψινή, έχει την ιστορία της. Μια μικρή, κοινή ιστορία, που θα μπορούσε κανείς να την βρει στα χαρτιά κάθε ανθρώπου. Γιατί όσο βαθαίνει η ζωή μας, τόσο μικραίνει η ιστορία μας. Στο τέλος θα μπορούσε να γίνει μια φράση, από κείνες που διαβάζαμε στα μνημεία. Δεν ξέρω αν είναι η τελευταία μου φεγγαροβραδιά, μα κρατεί τα ριγηλά δώρα μιας τελευταίας. Μυρωδιές, ήχους και νοσταλγίες. Ανάμνηση έγινε τώρα η αυλή με τα δέντρα και όλος εκείνος ο βίος. Τώρα είμαι σε άλλη πραγματικότητα, χωρίς καμιά διακόσμηση. Ω, ναι. 'Ερχεται μια στιγμή που όλα τα γύρω του τα θέλει κανείς αυστηρά και στεγνά. Μόνο από την καρδιά και από το νου προσδοκά βοήθεια για να εκφράσει την μεγάλη επιθυμία. Από την πείρα που απόκτησε τριγυρίζοντας σε τόπους και σε λαούς.

Το ταξίδι μου, εκεί κάτω, ήταν μια ακόμα σταγόνα στο ποτήρι της γνώσεως. Αφού πέρασα τις άγριες θάλασσες και τα περιγιάλια με τους ορθούς βράχους που χωρίζουν τις μεγάλες χώρες της Ανατολής, άραξα, επιτέλους, στις πολιτείες τους, όπου μεσοστρατίς λάμπει γυμνό το λεπίδι και τα δηλητήρια ρίχνουν αναίσθητα τα κορμιά καταγής. Σε μας, όχι. Κυβερνά ο Απόλλωνας. Απόψε όλοι θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Το φως δεν στέκει οδηγός στους άπιστους και σε κείνους που θέλουν να ακολουθήσουν τους δρόμους της αμαρτίας. Απόψε, που είναι μέγα το φως, όλοι θα γυρίσουν στα σπίτια τους με φτερωτό βήμα, γιατί όλοι είναι καλοί. Δεν υπάρχουν σε μας φονιάδες και συνωμότες, ούτε άντρες που να εγκαταλείψαν την γυναίκα τους και κείνη να κάθεται μόνη, προσμένοντας να ακούσει τον ήχο του ερχομού. 'Όταν περάσει η ώρα, πίσω από τις κλειστές πόρτες θα χυθεί το φεγγάρι παχύ, βουβό, στοιβαχτό, σαν μια κατάφαση, σαν μια βεβαίωση, ότι όλα είναι αρμονικά.

 

Απόψε θα καθίσω με τη μητέρα μου στο πλατύσκαλο. Γιατί παντού υπάρχει ένα μικρό, φιλόξενο μέρος στο ξέφωτο, που να χωράει εμάς τις δυο. Θα καθήσω μαζί της στο πλατύσκαλο που είναι κάτασπρο και φαιδρό, σα την πλάκα που θα μας σκεπάσει, για να τα πούμε.