ΤΟΠΟΣ ΤΟΠΕΙΟΥ

Από ένα σημείο που το ορίζει , δεξιά, ογκώδης και απορρώξ βράχος, και αριστερά, μιά μικροτέρα και ηπιωτέρα βραχώδης προεξοχή, χαίνει ένα διάστημα, εις τα κράσπεδα του οποίου γεννιέται και κατόπιν επεκτείνεται, κατά τρόπον πράον και εις σειράν αρμονικών πτυχώσεων του εδάφους, μιά ελαφρά κατωφέρεια, εν είδει κλιτύος, που σε πολλά σημεία είναι χλοερά, ενώ, σε άλλα, μοιάζει να αποψιλούται, διά να επενδυθή περαιταίρω πάλι, με χλόη και θάμνους πυκνούς ή φουντωτά δενδρύλλια.

Εις τα γυμνά μέρη, το χώμα είναι αλλού μεν παχύ και κοκκινωπό, αλλού δε λεπτότερο, σχεδόν σπειρωτό και σε απόχρωσιν ώχρας. Οι πτυχώσεις όμως δεν ποικίλλουν μόνο στο χρώμα, ααλά και στην διαμόρφωσι και στο σχήμα. Και έτσι, άλλοι μεν γήλοφοι ορθούνται σαν σφικτοί μαστοί, άλλοι δε παρουσιάζουν μιά παχουλή προπέτεια σφύζοντος εφηβαίου. Τόσον τα σύγκλινα και τα αντίκλινα, όσον και οι εναλλαγές των χλοερών και ακαλύπτων εκτάσεων, που δείχνουν εδώ γυμνή τη γη και εκεί ντυμένη, δίνουν μιά χάρη κυματισμού εις το τοπείον, που οφείλεται, αφ' ενός, στην διάπλασιν του εδάφους, και, αφ' ετέρου, εις την μετάπτωσην από την χλοερά στην αργιλώδη υφή, καθώς και στις εδώ και εκεί αυξομειώσεις της εντάσεως των χρωμάτων. Τούτο συμβαίνει τόσο πολύ, που, προς στιγμήν, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι βλέπει σε μία ριπή οφθαλμού, όχι μόνο το διαρκές και συγκεκριμένο θέαμα του τοπίου, μα και μιά φεγαλέα και αόριστη εικόνα χορεύτριας, με πλατύ και βαθύπτυχο φουστάνι, του οποίου ο ποδόγυρος διαγράφει ένα κυματιστό περίγραμμα πτυχώσεων, σε λικνιζόμενο ρυθμικά στρόβιλο περιστροφών χορού . 'Η, ακόμη, μπορεί να νομίσει κανείς, ότι αντικρύζει κύματα βαθύκολπα, κύματα που δεν σκάνε, μα που αποτελούν λείες, άνευ αφρού καμπυλωτές διογκώσεις και βαθουλώματα αλλεπάλληλα, σε μιά αλληλουχία, όπου το υγρόν στοιχείον έγινε ύλη στερεά, σαν τμήμα πελάγους πολύχρωμα αποκρυσταλλωμένου, σε στιγμήν γαληνεύσεως θαλάσσης κατόπιν ισχυράς τρικυμίας. Η εντύπωσις που δίνει το μέρος τούτο του τοπείου, είναι εντύπωσις κατευνασμού - ενός κατευνασμού, που διεδέχθει μίαν άκρως ταραχώδην περίοδον, ή μίαν οργιώδη και ευεργετικήν καταιγίδα, της οποίας, τα βασικά, τα ζωτικώτερα στοιχεία, δεν διελυθησαν, μα εξακολουθούν να υπάρχουν, εις τρόπον ώστε, να καθίσταται η γαλήνη, μιά σφριγηλή και δονουμένη αιθρία, καθώς ανάπαυλα εραστών ευρισκομένων μεταξύ δύο συμπράξεων, σε στιγμάς που συναντάται εις μεταίχμιον ευτυχίας, η ικανοποίησις ενός προγενεστέρου πόθου, με την παρακευήν και την ωρίμανσιν μιάς νέας, επερχομένης διεγέρσεως, προς επανάληψιν της συμπράξεως και επίτευξιν της ηδονής.

Η αιθρία εις την οποία εμβαπτίζεται ολόκληρο το τοπείον, συμπίπτει εντελώς με την αιθρίαν της παρομοιώσεως. Είναι δε τόσον διαυγής, που αντηχεί σαν ήχος καθαρής καμπάνας, και δύο-τρία νέφη ελαφρότατα, που πλέχουν στο γαλανόν στερέωμα, λες και αυξάνουν το απύθμενόν της βάθος.

'Ενα άλλο στοιχείον, που αποτελεί παράγοντα σημαντικόν του τοπείου, είναι το δένδρον, το οποίον υψούται εις μικράν απόστασιν και ολίγον χαμηλότερα από την αριστερά κειμένη βραχώδη προεξοχή, εις την ακμήν της ελαφράς κατωφερείας. Το δένδρον αυτό είναι τόσον μεγάλο, και το φύλλωμά του τόσον πυκνό, που μπορεί κανείς να το εκλάβη, εκ πρώτης όψεως, ως συστάδα περισσοτέρων δένδρων. 'Ενας εκ των χαμηλωτέρων κξάδων, κύπτει προς την γη, και τα έσχατα φύλλα του εμβαπτίζονται απαλότατα εντός ρυακίου, το οποίον φαίνεται μέχρι τινός, έπειτα χάνεται πίσω από μία από τις γυμνές πτυχές του εδάφους, και επανεμφανίζεται περαιτέρω, ελισσόμενον ήρεμα, εις το μέσον μιας εκ των χλοερών εκτάσεων.

'Aπλετο φως καταυγάζει τους θυσάνους του φυλλώματος, αλλά με δυσκολίαν εισδύει εις την εσωτερικήν πυκνότητά του, εις τρόπον που να εμφανίζεται η κάτω από την φουντωτή επιφάνεια απόχρωσις τόσον βαθεία, ώστε να αποτελεί άλλο χρώμα. Η άμιλλα μεταξύ του ανοικτού και του σκοτεινού πρασίνου είναι τόσον οξεία, που όχι μόνον βλέπομε την διάσταση των χρωμάτων, αλλά αισθανόμεθα, εν τω άμα, και την θαλπωρή του ηλίου, και την δροσιά της σκιάς. Και ενώ, εις την εξωτερική επιφάνεια του δένδρου, μέλπει και ενίοτε κραυγάζει το φως, σε παφλάζουσαν έξαρσιν έρωτος πασιφανούς, εις τα βάθη του φυλλώματος συσπειρούται η σκιά, σιωπηλή συλλέκτρια μυστικών και απορρήτων.

Και ιδού που η ενατένισις της εξωτερικής επιφανείας του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις αναπέτασιν σημαίας, εις έκρηξιν αλαλαγμού χαράς, ή εις αιφνιδίαν αναπήδησιν, εκ βαθέων, ορμητικής πηγής, κάθε φορά που το παιχνίδισμα του ηλίου επί των φύλλων απλώνει απανωτές μαρμαρυγές φωτός. Και ιδού που η διείσδυσις του βλέμματος εις την σκιάν της εσωτερικής, της βελουδένιας πυκνότητος του φυλλώματος, ισοδυναμεί με συμμετοχήν μας εις διείσδυσιν εντός σπηλαίου γιομάτου σταλακτίτες, εντός λαβυρίνθου εναγωνίου εξομολογήσεως, ή εντός καθεδρικού ναού, όπου αντηχεί το θρόισμα των προσευχών και ακούονται οι στεναγμοί ανθρώπων τεθλιμμένων.

Εντός αυτού του διπλού κλίματος, που εκπορεύεται από το δένδρο και το περιβάλλει, θα μπορούσε κάλλιστα να αναπνεύσει μια νεανίς, βαίνουσα ανεπιφυλάκτως, εν τη ελευθέρα αποδοχή του αισθήματός της, προς συνάντησιν φλογερού μνηστήρος, καθώς και μια μιχαλίς, οδεύουσα αγχωδώς και με χίλιες προφυλάξεις, προς συνάντησιν αμφιταλαντευομένου εραστού, εν πνεύματι ενοχής και φόβου.

Εις τα πέριξ μέρη του τοπίου αυτού, που δεν φαίνεται καθόλου να ευρίσκεται πλησίον του Ισημερινού, ή εντός μιάς διακεκαυμένης ζώνης, η χλωρίς ενθυμίζει, εν τούτοις, βλάστησιν τροπικήν. Εδώ, θα μπορούσε κάλλιστα να συναντήσει ένας εξερευνητής, μίαν αγέλη από αντιλόπες, που εις το άκουσμα βηχός, ή ξαφνικού τριξίματος ενός ξύλου ξηρού, που το σπάζει ένα πόδι, θα ετρέπετο σε γοητευτική φυγή, μέσα σε μιά αλληλουχία ποικίλων σκιρτημάτων, εξ εκείνων εις τα οποία ο τρόμος, που συνεχώς κατέχει τα λεπτοφυή αυτά ζώα, προσδίδει πάντοτε μία επιπλέον χάρι, αλήθεια εξαίσια. Και ο εξερευνητής αυτός, εμβαπτιζόμενος ολοένα περισσότερον εις το συναίσθημα που θα του γεννούσε η συμμετοχή του στο τοπείον, θα μπορούσε κάλλιστα να γράψη ή και να πη το ποίημα που περιλαμβάνω εις αυτό το κείμενον, ως αναπόσπαστο μέρος του τοπείου:

"Το δάσος φρίσσει στα περιπλοκάδια των όφεων που το συσφίγγουν και ο ισημερινός ζεσταίνει τις χαραμάδες μιάς πρόχειρης καλύβας. Μία κρεολή λιάζεται στο δώμα και σιγά-σιγά ασπρίζει και γίνεται γυναίκα λευκή που θέλει να μαυρίση.