*    Κ. Π. Καβαφης

  Σημειωση!
  Τα ποιηματα που ακολουθουν ειναι βασισμενα στο εκαστοτε τελευταιο τυπωμα του 
Ποιητη τηρωντας οσο ειναι δυνατον την τυπογραφικη διαταξη. Παντου ακολουθηθηκε 
σχολαστικα η ορθογραφια του Ποιητη καθως και η πολυτυπια που παρουσιαζει απο 
ποιημα σε ποιημα ή ορισμενες ανορθοδοξες μα επιμονες γραφες.

       Η πολις

Ειπες:"Θα παγω σ'αλλη γη, θα παγω σ'αλλη θαλασσα.
Μια πολις αλλη θα βρεθει καλλιτερη απο αυτη.
Καθε προσπαθεια μου μια καταδικη ειναι γραφτη.
Κ'ειν'η καρδια μου-σα νεκρος-θαμενη.
Ο νους μου ως ποτε μες στον μαρασμον αυτον θα μεινει. 
Οπου το ματι μου γυρισω, οπου κι αν δω
ερειπια μαυρα της ζωης μου βλεπω εδω,
που τοσα χρονια περασα και ρημαξα και χαλασα#.
Καινουργιους τοπους δεν θα βρεις, δε θαβρεις αλλες θαλασσες.
Η πολις θα σε ακολουθει. Στους δρομους θα γυρνας
τους ιδιους. Και στες γειτονιες τες ιδιες θα γερνας
και μες στα ιδια σπιτια αυτα θ'ασπριζεις.
Παντα στην πολι αυτη θα φθανεις. Για τα αλλου-μη ελπιζεις-
δεν εχει πλοιο για σε, δεν εχει οδο.
Ετσι που τη ζωη σου ρημαξες εδω
στην κωχη τουτη τη μικρη, σ'ολην την γη την χαλασες.

    Η σατραπεια

Τι συμφορα, ενω εισαι καμωμενος
για τα ωραια και μεγαλα εργα
η αδικη αυτη σου η τυχη παντα
ενθαρρυνσι κ'επιτυχια να σε αρνειται.
Να σ'εμποδιζουν ευτελεις συνηθειες,
και μικροπρεπειες, κι αδιαφοριες.
Και τι φρικτη η μερα που ενδιδεις
(η μερα που αφεθηκες κ'ενδιδεις),
και φευγεις οδοιπορος για τα Σουσα,
και πιαινεις στον μοναρχην Αρταξερξη
που ευνοϊκα σε βαζει στην αυλη του,
και σε προσφερει σατραπειες και τετοια,
Και συ τα δεχεσαι με απελπισια
αυτα τα πραγματα που δεν τα θελεις.
Αλλα ζητει η ψυχη σου, γι'αλλα κλαιει.
Τον επαινο του Δημου και των Σοφιστων,
τα δυσκολα και τ'ανεκτιμητα Ευγε.
Την Αγορα, το Θεατρο, και τους Στεφανους.
Αυτα που θα στα δωσει ο Αρταξερξης
αυτα που θα τα βρεις στη Σατραπεια. 
Και τι ζωη χωρις αυτα θα καμεις.

     Τελειωμενα

Μεσα στο φοβο και στες υποψιες,
με ταραγμενο νου και τρομαγμενα ματια,
λυωνουμε και σχεδιαζουμε το πως να καμουμε
για ν'αποφυγουμε τον βεβαιο
τον κινδυνο που ετσι φρικτα μας απειλει.
Κι ομως λανθανουμε, δεν ειν'αυτος στον δρομο.
Ψευτικα ησαν τα μηνυματα
(ή δεν τ'ακουσαμε, ή δεν τα νοιωσαμε καλα).
Αλλη καταστροφη, που δεν την φανταζομεθαν,
εξαφνικη, ραγδαια πεφτει επανω μας,
κι ανετοιμους -που πια καιρος- μας συνεπαιρνει.

  Απολειπειν ο Θεος Αντωνιον

Σαν εξαφνα, ωρα μεσανυχτ', ακουσθει
αορατος θιασος να περνα
με μουσικες εξαισιες, με φωνες-
την τυχη σου που ενδιδει πια, τα εργα σου
που απετυχαν, τα σχεδια της ζωης σου
που βγηκαν ολα πλανες, μη ανοφελετα θρηνησεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που φευγει.
Προ παντων να μη γελασθεις, μην πεις πως ηταν
ενα ονειρο, πως απατηθηκεν η ακοη σου,
ματαιες ελπιδες τετοιες μην καταδεχθεις.
Σαν ετοιμος απο καιρο, σα θαρραλεος,
σαν που ταιριαζει σε που αξιωθηκες μια τετοια πολι,
πλησιασε σταθερα προς το παραθυρο,
κι ακουσε με συγκινησιν, αλλ'οχι
με των δειλων τα παρακαλια και παραπονα,
ως τελευταια απολαυσι τους ηχους,
τα εξαισια οργανα του μυστικου θιασου,
κι αποχαιρετα την, την Αλεξανδρεια που χανεις.

      Μονοτονια

Την μιαν μοτονονην ημερα αλλη
μονοτονη, απαραλλακτη ακολουθει. Θα γινουν
τα ιδια πραγματα, θα ξαναγινουν παλι-
η ομοιες στιγμες μας βρισκουνε και μας αφινουν.

Μηνας περνα και φερνει αλλον μηνα.
Αυτα που ερχονται κανεις ευκολα τα εικαζει.
Ειναι τα χθεσινα τα βαρετα εκεινα.
Και καταντα το αυριο πια σαν αυριο να μη μοιαζει.

      Ιθακη

Σα βγεις στο πηγαιμο για την Ιθακη,
να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος,
γεματος περιπετειες, γεματος γνωσεις.
Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
τον θυμωμενο Ποσειδωνα μη φοβασαι,
τετοια στον δρομο σου ποτε σου δεν θα βρεις,
αν μεν'η σκεψις σου υψηλη, αν εκλεκτη
συγκινησις το πνευμα και το σωμα σου αγγιζει.
Τους Λαιστρυγονας και τους Κυκλωπας,
τον αγριο Ποσειδωνα δεν θα συναντησεις,
αν δεν τους κουβαλεις μες στην ψυχη σου,
αν η ψυχη σου δεν τους στηνει εμπρος σου.
Να ευχεσαι ναναι μακρυς ο δρομος.
Πολλα τα καλοκαιρινα πρωϊνα να ειναι
που με τι ευχαριστησι, με τι χαρα
θα μπαινεις σε λιμενας πρωτοειδωμενους
να σταματησεις σ'εμπορ@εια Φοινικικα,
και τες καλες πραγματειες ν'αποκτησεις,
σεντεφια και κοραλλια, κεχριμπαρια κ'εβενους,
και ηδονικα μυρωδικα καθε λογης,
οσο μπορεις πιο αφθονα ηδονικα μυρωδικα,
σε πολεις Αιγυπτιακες πολλες να πας,
να μαθεις και να μαθεις απ'τους σπουδασμενους.

Παντα στο νου σου ναχεις την Ιθακη.
Το φθασιμον εκει ειν'ο προορισμος σου.
Αλλα μη βιαζεις το ταξειδι διολου.
Καλλιτερα χρονια πολλα να διαρκεσει.
και γερος πια ν'αραξεις στο νησι,
πλουσιος με οσα κερδισες στο δρομο,
μη προσδοκωντας πλουτη να σε δωσει η Ιθακη.

Η Ιθακη σ'εδωσε τ'ωραιο ταξειδι.
Χωρις αυτην δεν θαβγαινες στον δρομο.
Αλλα δεν εχει να σε δωσει πια.
Κι αν πτωχικη την βρεις, η Ιθακη δεν σε γελασε.
Ετσι σοφος που εγινες, με τοση πειρα,
ηδη θα το καταλαβες οι Ιθακες τι σημαινουν.

     Οροφερνης

Αυτος που εις το τετραδραχμον επανω
μοιαζει σαν να χαμογελα το προσωπο του,
το εμορφο, λεπτο του προσωπο,
αυτος ειν'ο Οροφερνης Αριαραθου.

Παιδι τον εδιωξαν απ'την Καππαδοκια,
απ'το μεγαλο πατρικο παλατι,
και τον εστειλανε να μεγαλωσει
στην Ιωνια, και να ξεχασθει στους ξενους.

Α εξαισιες της Ιωνιας νυχτες
που αφοβα, κ'ελληνικα ολως διολου
εγνωρισε πληρη την ηδονη.

Μες στην καρδια του, παντοτε Ασιανος
αλλα στους τροπους του και στην λαλια του Ελλην,
με περουζεδες στολισμενος, ελληνοντυμενος
το σωμα του με μυρον ιασεμιου ευωδιασμενο,
κι απ'τους ωραιους της Ιωνιας νεους,
ο πιο ωραιος αυτος, ο πιο ιδανικος.

Κατοτι σαν οι Συροι στην Καππαδοκια
μπηκαν, και τον εκαμαν βασιλεα,
στην βασιλεια χυθηκεν επανω
για να χαρει με νεον τροπο καθε μερα,
για να μαζευει αρπαχτικα χρυσο κι ασημι,
και για να ευφραινεται, και να κομπαζει,
βλεποντας πλουτη στοιβαγμενα να γυαλιζουν.
Οσο για μεριμνα του τοπου, για διοικησι-
ουτ'ηξερε τι γενονταν τριγυρω του.

Οι Καππαδοκες γρηγορα τον βγαλαν
και στη Συρια ξεπεσε, μες στο παλατι
του Δημητριου να διασκεδαζει και να οκνευει.

Μια μερα ωστοσο την πολλην αργια του
συλλογισμοι ασυνειθιστοι διεκοψαν.
Θυμηθηκε που απ'την μητερα του Αντιοχιδα,
κι απ'την παληαν εκεινη Στρατονικη,
κι αυτος βαστουσε απ'τη κορωνα της Συριας,
και Σελευκιδης ητανε σχεδον.
Για λιγο βγηκε απ'την λαγνεια κι απ'την μεθη,
κι ανικανα, και μισοζαλισμενος
κατι εζητησε να ραδιουργησει,
κατι να καμει, κατι να σχεδιασει,
κι απετυχεν οικτρα κ'εξουδενοθη.

Το τελος του καπου θα γραφηκε κ'εχαθη,
ή ισως η ιστορια να το περασε,
και, με το δικιο της, τετοιο ασημαντο
πραγμα δεν καταδεχθηκε να το σημειωσει.

Αυτος που εις το τετραδραχμον επανω
μια χαρι αφηκε απ'τα ωραια του νειατα,
απ'την ποιητικη εμορφια του ενα φως,
μια μνημη αισθητικη αγοριου της Ιωνιας,
αυτος ειν'ο Οροφερνης Αριαραθου.

    Φιλελλην

Την χαραξι φροντισε τεχνικα να γινει.
Εκφρασις σοβαρη και μεγαλοπρεπης.
Το διαδημα καλλιτερα μαλλον στενο,
εκεινα τα φαρδια των Παρθων δεν με αρεσουν.
Η επιγραφη, ως συνηθες, ελληνικα,
οχ'υπερβολικη, οχι πομπωδης-
μην τα παρεξηγησει ο ανθυπατος
που ολο σκαλιζει και μηνα στην Ρωμη-
αλλ'ομως βεβαια τιμητικη.
Κατι πολυ εκλεκτο απ'το αλλο μερος,
κανενας δισκοβολος εφηβος ωραιος.
Προ παντων σε συστεινω να κυτταξεις
(Σιθ@ασπη, προς Θεου, να μη λησμονηθει)
μετα το Βασιλευς και το Σωτηρ,
να χαραχθει με γραμματα κομψα, Φιλελλην.
Και τωρα που με αρχιζεις ευφυολογιες,
τα "Που οι Ελληνες?# και "Που τα Ελληνικα
πισω απ'το Ζαγρο εδω, απο τα Φραατα περα#.
Τοσοι και τοσοι βαρβαροτεροι μας αλλοι
αφου το γραφουν, θα το γραψουμε κ'εμεις.
Και τελος μη ξεχνας που ενιοτε
μας ερχοντ'απο την Συρια σοφισται,
και στιχοπλοκοι, κι αλλοι ματαιοσπουδοι.
Ωστε ανελληνιστοι δεν ειμεθα, θαρρω.

    Ευριωνος ταφος

Εις το περιτεχνον αυτο μνημειον,
ολοκληρον εκ λιθου συηνιτου,
που το σκεπαζουν τοσοι μενεξεδες, τοσοι κρινοι,
ειναι θαμενος ο ωραιος Ευριων.
Παιδι αλεξανδρινο, εικοσι πεντε χρονων.
Απ'τον πατερα του, γενια παληα των Μακεδονων,
απο αλαβαρχας της μητερας του η σειρα.
Εκαμε μαθητης του Αριστοκλειτου στην φιλοσοφια,
του Παρου στα ρητορικα. Στας Θηβας τα ιερα
γραμματα σπουδασε. Του Αρσινοϊτου
νομου συνεγραψε ιστορια. Αυτο τουλαχιστον θα μεινει.
Χασαμεν ομως το πιο τιμιο-την μορφη του,
που ητανε σαν μια απολλωνια οπτασια.

     Τα επικινδυνα

Ειπε ο Μυρτιας (Συρος σπουδαστης
στην Αλεξανδρεια, επι βασιλειας
αυγουστου Κωνσταντος και αυγουστου Κωνσταντιου.
Εν μερει εθνικος κ'εν μερει χριστιανιζων).
"Δυναμωμενος με θεωρια και μελετη,
εγω τα παθη μου δεν τα φοβουμαι σα δειλος.
Το σωμα μου στες ηδονες θα δωσω,
στες απολαυσεις τες ονειρεμενες,
στες τολμηροτερες ερωτικες επιθυμιες,
στες λαγνες του αιματος μου ορμες, χωρις
κανενα φοβο, γιατι οταν θελω-
και θαχω θελησι, δυναμωμενος
ως θαμαι με θεωρια και μελετη-
στις κρισιμες στιγμες θα ξαναβρισκω
το πνευμα μου, σαν πριν, ασκητικο#.

    Στην εκκλησια

Την εκκλησιαν αγαπω -τα εξαπτερυγα της,
τ'ασημια των σκευων, τα κηροπηγια της,
τα φωτα, τες εικονες της, τον αμβωνα της.
Εκει σαν μπω, μες σ'εκκλησια των Γραικων,
με των θυμιατων της τες ευωδιες,
με τες λειτουργικες φωνες και συμφωνιες,
τες μεγαλοπρεπεις των ιερων παρουσιες
και καθε των κινησεως τον σοβαρο ρυθμο-
λαμπροτατοι μες στων αμφιων τον στολισμο-
ο νους μου πιαινει σε τιμες μεγαλες της φυλης μας,
στον ενδοξο μας Βυζαντισμο.

     Πολυ σπανιως

Ειν'ενας γεροντας. Εξηντλημενος και κυρτος,
σακατεμενος απ'τα χρονια, κι απο καταχρησεις,
σιγα βαδιζοντας διαβαινει το σοκακι.
Κι ομως σαν μπει στο σπιτι του να κρυψει
τα χαλια και τα γηρατεια του, μελετα
το μερτικο που εχει ακομη αυτος στα νειατα.
Εφηβοι τωρα τους δικους του στιχους λενε.
Στα ματια των τα ζωηρα περνουν η οπτασιες του.
Το υγιες, ηδονικο μυαλο των,
η ευγραμμη, σφιχτοδεμενη σαρκα των,
με την δικη του εκφανσι του ωραιου συγκινουνται.

     Ζωγραφισμενα

Την εργασια μου την προσεχω και την αγαπω.
Μα της συνθεσεως μ'αποθαρρυνει σημερα η βραδυτης.
Η μερα μ'επηρεασε. Η μορφη της
ολο και σκοτεινιαζει. Ολο φυσα και βρεχει.
Πιοτερο επιθυμω να δω παρα να πω.
Στην ζωγραφια αυτη κυτταζω τωρα
ενα ωραιο αγορι που σιμα στη βρυσι
επλαγιασεν, αφου θ'απεκαμε να τρεχει.
Τι ωραιο παιδι! Τι θειο μεσημερι το εχει
παρμενο πια για να το αποκοιμησει.
Καθομαι και κοιταζω ετσι πολλην ωρα.
Και μες στην τεχνη παλι, ξεκουραζομαι απ'την δουλεψη της.

    Θαλασσα του πρωϊου

Εδω ας σταθω. Κι ας δω κ'εγω την φυσι λιγο.
Θαλασσας του πρωϊου κι ανεφελου ουρανου
λαμπρα μαβια, και κιτρινη οχθη, ολα
ωραια και μεγαλα φωτισμενα.
Εδω ας σταθω. Κι ας γελασθω πως βλεπω αυτα
(τα ειδ'αληθεια μια στιγμη σαν πρωτοσταθηκα)
κι οχι κ'εδω τες φαντασιες μου,
τες αναμνησεις μου, τα ινδαλματα της ηδονης.

      Ιωνικον

Γιατι τα σπασαμε τ'αγαλματα των,
γιατι τους διωξαμεν απ'τους ναους των,
διολου δεν πεθαναν γι'αυτο οι θεοι.
Ω γη της Ιωνιας, σενα αγαπουν ακομη,
σενα η ψυχες των ενθυμουνται ακομη.
Σαν ξημερωνει επανω σου πρωϊ αυγουστιατικο
την ατμοσφαιρα σου περνα σφριγος απ'την ζωη των,
και καποτ'αιθερια εφηβικη μορφη,
αοριστη, με διαβα γρηγορο,
επανω απο τους λοφους σου περνα.

     Μια νυχτα

Η καμαρα ηταν πτωχικη και προστυχη,
κρυμενη επανω απο την υποπτη ταβερνα.
Απ'το παραθυρο φαινοταν το σοκακι,
το ακαθαρτο και το στενο. Απο κατω
ηρχονταν η φωνες κατι εργατων
που επαιζαν χαρτια και που γλεντουσαν.
Κ'εκει στο λαϊκο, το ταπεινο κρεββατι
ειχα το σωμα του ερωτος, ειχα τα χειλη
τα ηδονικα και ροδινα της μεθης-
τα ροδινα μιας τετοιας μεθης, που και τωρα
που γραφω, επειτ'απο τοσα χρονια!,
μες στο μονηρες σπιτι μου, μεθω ξανα.

      Επεστρεφε

Επεστρεφε συχνα και παιρνε με,
αγαπημενη αισθησις επεστρεφε και παιρνε με-
οταν ξυπνα του σωματος η μνημη,
κ'επιθυμια παληα ξαναπερνα στο αιμα,
οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται,
κ'αισθανονται τα χερια σαν ν'αγγιζουν παλι.

Επεστρεφε συχνα και παιρνε με την νυχτα,
οταν τα χειλη και το δερμα ενθυμουνται'''

        Μακρυα

Θαθελα αυτην την μνημη να την πω'''
Μα ετσι εσβυσθη πια''' σαν τιποτε δεν απομενει-
γιατι μακρυα, στα πρωτα εφηβικα μου χρονια κειται.
Δερμα σαν καμωμενο απο ιασεμι'''
Εκεινη του Αυγουστου-Αυγουστος ηταν?-η βραδυα'''
Μολις θυμουμαι πια τα ματια. Ησαν, θαρρω, μαβια'''
Α ναι, μαβια, ενα σαπφειρινο μαβι.

        Ομνυει

Ομνυει καθε τοσο ν'αρχισει πιο καλη ζωη.
Αλλ'οταν ελθ'η νυχτα με τες δικες της συμβουλες,
με τους συμβιβασμους της, και με τες υποσχεσεις της,
αλλ'οταν ελθ'η νυχτα με τη δικη της δυναμι
του σωματος που θελει και ζητει, στην ιδια
μοιραια χαρα, χαμενος, ξαναπιαινει.

       Επηγα

Δεν εδεσμευθηκα. Τελειως αφεθηκα κ'επηγα.
Στες απολαυσεις, που μισο πραγματικες,
μισο γυρναμενες μες στο μυαλο μου ησαν,
επηγα μες στην φωτισμενη νυχτα.
Κ'ηπια πιο δυνατα κρασια, καθως
που πινουν οι ανδρειοι της ηδονης.

    Απ'τες εννια

Δωδεκα και μιση. Γρηγορα περασεν η ωρα
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
και καθισα εδω. Καθομουν χωρις να διαβαζω,
και χωρις να μιλω. Με ποιονα να μιλησω
καταμονος μεσα στο σπιτι αυτο.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου,
απ'τες εννια που αναψα την λαμπα,
ηλθε και με ηυρε και με θυμισε
κλειστες καμαρες αρωματισμενες,
και περασμενην ηδονη-τι τολμηρη ηδονη!
Κ'επισης μ'εφερε στα ματια εμπρος,
δρομους που τωρα εγιναν αγνωριστοι,
κεντρα γεματα κινησι που τελεψαν,
και θεατρα και καφενεια που ησαν μια φορα.

Το ειδωλον του νεου σωματος μου
ηλθε και μ'εφερε και τα λυπητερα.
Πενθη της οικογενειας, χωρισμοι,
αισθηματα δικων μου, αισθηματα
των πεθαμενων τοσο λιγο εκτιμηθεντα.

Δωδεκα και μιση. Πως περασεν η ωρα.
Δωδεκα και μιση. Πως περασαν τα χρονια.

       Νοησις

Τα χρονια της νεοτητος μου, ο ηδονικος μου βιος-
πως βλεπω τωρα καθαρα το νοημα των.
Τι μεταμελειες περιττες, τι ματαιες'''
Αλλα δεν εβλεπα το νοημα τοτε.

Μεσα στον εκλυτο της νεοτητος μου βιο
μορφονονταν βουλες της ποιησεως μου,
σχεδιαζονταν της τεχνης μου η περιοχη.
Γι'αυτο κ'η μεταμελειες σταθερες ποτε δεν ησαν.
Κ'η αποφασεις να κρατηθω, ν'αλλαξω
διαρκουσαν δυο βδομαδες το πολυ.

   Η διορια του Νερωνος

Δεν ανησυχησεν ο Νερων οταν ακουσε
του Δελφικου Μαντειου τον χρησμο.
"Τα εβδομηντα τρια χρονια να φοβαται#.
Ειχε καιρον ακομη να χαρει.
Τριαντα χρονω ειναι. Πολυ αρκετη
Ειν'η διορια που ο θεος τον διδει
για να φροντισει για τους μελλοντας κινδυνους.

Τωρα στη Ρωμη θα επιστρεψει κουρασμενος λιγο,
αλλα εξαισια κουρασμενος απο το ταξειδι αυτο,
που ηταν ολο μερες απολαυσεως-
στα θεατρα, στους κηπους, στα γυμνασια'''
Των πολεων της Αχαϊας εσπερες'''
Α των γυμνων σωματων η ηδονη προ παντων'''

Αυτα ο Νερων. Και στην Ισπανια ο Γαλβας
κρυφα το στρατευμα του συναθροιζει και το ασκει,
ο γεροντας ο εβδομηντα τριω χρονω.

    Εν πολη της Οσροηνης

Απ'της ταβερνας τον καυγα μας φεραν πληγωμενο
τον φιλο Ρεμωνα χθες περι τα μεσανυχτα.
Απ'τα παραθυρα που αφισαμεν ολανοιχτα,
τ'ωραιο του σωμα στο κρεββατι φωτιζε η σεληνη.
Ειμεθα ενα κραμα εδω. Συροι, Γραικοι, Αρμενιοι, Μηδοι.
Τετοιος κι ο Ρεμων ειναι. Ομως χθες σαν φωτιζε
το ερωτικο του προσωπο η σεληνη,
ο νους μας πηγε στον Πλατωνικο Χαρμιδη.

  Αιμιλιανος Μοναη, Αλεξανδρευς, 628-655 μ.Χ.

Με λογια, με φυσιογνωμια, και με τροπους
μια εξαιρετη θα καμω πανοπλια,
και θ'αντικρυζω ετσι τους κακους ανθρωπους
χωρις να εχω φοβον η αδυναμια.

Θα θελουν να με βλαψουν. Αλλα δεν θα ξερει
κανεις απ'οσους θα με πλησιαζουν
που κεινται η πληγες μου, τα τρωτα μου μερη,
κατω απο τα ψευδη που θα με σκεπαζουν.

Ρηματα της καυχησεως του Αιμιλιανου Μοναη.
Αραγε νακαμε ποτε την πανοπλια αυτη?
Εν παση περιπτωσει, δεν την φορεσε πολυ.
Εικοσι επτα χρονω, στην Σικελια πεθανε.

    Οταν διεγειρονται

Προσπαθησε να τα φυλαξεις, ποιητη,
οσο κι αν ειναι λιγα αυτα που σταματιουνται.
Του ερωτισμου σου τα οραματα.
Βαλ'τα, μισοκρυμενα, μες τες φρασεις σου.
Προσπαθησε να τα κρατησεις, ποιητη,
οταν διεγειρονται μες το μυαλο σου
την νυχτα ή μες την λαμψι του μεσημεριου.

        Ηδονη

Χαρα και μυρο της ζωης μου η μνημη των ωρων
που ηυρα και που κρατηξα την ηδονη ως την ηθελα.
Χαρα και μυρο της ζωης μου εμενα, που αποστραφηκα
την καθε απολαυσιν ερωτων της ρουτινας.

   Ετσι πολυ ατενισα

Την εμορφια ετσι πολυ ατενισα,
που πληρης ειναι αυτης η ορασις μου.

Γραμμες του σωματος. Κοκκινα χειλη. Μελη ηδονικα.
Μαλλια σαν απο αγαλματα ελληνικα παρμενα,
παντα εμορφα, κι αχτενιστα σαν ειναι,
και πεφτουν, λιγο, επανω στ'ασπρα μετωπα.
Προσωπα της αγαπης, οπως ταθελεν
η ποιησις μου''' μες στες νυχτες της νεοτητος μου,
μεσα στες νυχτες μου, κρυφα, συναντημενα'''

       Περασμα

Εκεινα που δειλα φαντ@ασθη μαθητης, ειν'ανοιχτα,
φανερωμενα εμπρος τους. Και γυρνα, και ξενυχτα,
και παρασυρεται. Κι ως ειναι (για την τεχνη μας) σωστο,
το αιμα του, καινουριο και ζεστο,
η ηδονη το χαιρεται. Το σωμα του νικα
εκνομη ερωτικη μεθη. Και τα νεανικα
μελη ενδιδουνε σ'αυτην.
Κ'ετσι ενα παιδι απλο
γινεται αξιο να το δουμε, κι απ'τον Υψηλο
της Ποιησεως Κοσμο μια στιγμη περνα κι αυτο-
το αισθητικο παιδι με το αιμα του καινουριο και ζεστο.

      Γκριζα
    (Αποσπασμα)

Κοιταζοντας ενα οπαλλιο μισο γκριζο
θυμηθηκα δυο ωραια γκριζα ματια
που ειδα. Θαναι εικοσι χρονια πριν'''

'''Για ενα μηνα αγαπηθηκαμε.
Επειτα εφυγε, θαρρω στην Σμυρνη,
για να εργασθει εκει, και πια δεν ιδωθηκαμε.

Θ'ασχημιζαν-αν ζει-τα γκριζα ματια,
θα χαλασε τ'ωραιο προσωπο.

Μνημη μου, φυλαξε τα συ ως ησαν.
Και, μνημη, οτι μπορεις απο τον ερωτα μου αυτον,
οτι μπορεις φερε με πισω απ@οψι.

    Το διπλανο τραπεζι

Θαναι μολις εικοσι δυο ετων.
Κι ομως εγω ειμαι βεβαιος που, σχεδον τα ισα
χρονια προτητερα, το ιδιο σωμα αυτο το απηλαυσα.

Δεν ειναι διολου εξαψις ερωτισμου.
Και μοναχα προ ολιγου μπηκα στο καζινο.
Δεν ειχα ουτε ωρα για να πιω πολυ.
Το ιδιο σωμα εγω το απηλαυσα.

Κι αν δεν θυμουμαι, που-ενα ξεχασμα μου δεν σημαινει.
Α τωρα, να που καθησε στο διπλανο τραπεζι
γνωριζω καθε κινηση που καμνει-κι απ'τα ρουχα κατω
γυμνα τ'αγαπημενα μελη ξαναβλεπω.

    Θυμησου, σωμα'''

Σωμα, θυμησου οχι μονο το ποσο αγαπηθηκες,
οχι μοναχα τα κρεββατια οπου πλαγιασες,
αλλα κ'εκεινες τες επιθυμιες που για σενα
γυαλιζαν μες στα ματια φανερα,
κ'ετρεμανε μες στη φωνη-και καποιο
τυχαιον εμποδιο τες ματαιωσε.
Τωρα που ειναι ολα πια μεσα στο παρελθον,
μοιαζει σχεδον και στες επιθυμιες
εκεινες σαν να δοθηκες-πως γυαλιζαν,
θυμησου, μες στα ματια που σε κυτταζαν
πως ετρεμαν μες στην φωνη, για σε, θυμησου, σωμα.

       Φωνες

Ιδανικες φωνες κι αγαπημενες
εκεινων που πεθαναν, ή εκεινων που ειναι
για μας χαμενοι σαν τους πεθαμενους.

Καποτε μες στα ονειρα μας ομιλουνε,
καποτε μες στην σκεψι τες ακουει το μυαλο.

Και με τον ηχο των για μια στιγμη επιστρεφουν
ηχοι απο την πρωτη ποιηση της ζωης μας-
σα μουσικη, την νυχτα, μακρυνη, που σβυνει.

     Επιθυμιες

Σαν σωματα ωραια νεκρων που δεν εγερασαν
και τακλεισαν, με δακρυα, σε μαυσωλειο λαμπρο,
με ροδα στο κεφαλι και στα ποδια γιασεμια-
ετσ'οι επιθυμιες μοιαζουν που επερασαν
χωρις να εκπληρωθουν, χωρις ν'αξιωθει καμια
της ηδονης μια νυχτα, ή ενα πρωι της φεγγερο.

       Κερια

Του μελλοντος η μερες στεκοντ'εμπροστα μας
σα μια σειρα κερακια αναμενα-
χρυσα, ζεστα, και ζωηρα κερακια.

Οι περασμενες μερες πισω μενουν,
μια θλιβερη γραμμη κεριων σβυσμενων.
Τα πιο κοντα βγαζουν καπνον ακομη,
κρυα κερια, λυωμενα, και κυρτα.

Δεν θελω να τα βλεπω, με λυπει η μορφη των,
και με λυπει το πρωτο φως των να θυμουμαι.
Εμπρος κυτταζω τ'αναμμενα μου κερια.

Δεν θελω να γυρισω να μη διω και φριξω
τι γρηγορα που η σκοτεινη γραμμη μακραινει,
τι γρηγορα που τα σβηστα κερια πληθαινουν.

    Το πρωτο σκαλι

Εις τον Θεοκριτο παραπονιουνταν
μια μερα ο νεος ποιητης Ευμενης.
"Τωρα δυο χρονια περασαν που γραφω
κ'ενα ειδυλλιο εκαμα μοναχα.
Το μονον αρτιον μου εργον ειναι.
Αλλοιμονον, ειν'υψηλη το βλεπω,
πολυ υψηλη της ποιησεως η σκαλα,
κι απ'το σκαλι το πρωτο εδω που ειμαι
ποτε δεν θ'ανεβω ο δυστυχισμενος#.
Ειπ'ο Θεοκριτος:"Αυτα τα λογια
αναρμοστα και βλασφημιες ειναι.
Κι αν εισαι στο σκαλι το πρωτο, πρεπει
να'σαι υπερηφανος κ'ευτυχισμενος.
Εδω που εφθασες λιγο δεν ειναι,
τοσο που εκαμες, μεγαλη δοξα.
Κι αυτο ακομη το σκαλι το πρωτο
πολυ απο τον κοινο τον κοσμο απεχει.
Εις το σκαλι για να πατησεις τουτο
πρεπει με το δικαιωμα σου να'σαι
πολιτης εις των ιδεων την πολι.
Και δυσκολο στην πολι εκεινην ειναι
και σπανιο να σε πολιτογραφησουν.
Στην αγορα της βρισκεις Νομοθετας
που δεν γελα κανενας τυχοδιωκτης.
Εδω που εφθασες, λιγο δεν ειναι,
τοσο που εκαμες, μεγαλη δοξα#.

      Θερμοπυλες

Τιμη σ'εκεινους οπου στην ζωη των
ωρισαν και φυλαγουν Θερμοπυλες.
Ποτε απο το χρεος μη κινουντες,
δικαιοι κ'ισιοι σ'ολες των τες πραξεις,
αλλα με λυπη κιολας κ'ευσπλαχνια.
Γενναιοι οσακις ειναι πλουσιοι, κι οταν
ειναι πτωχοι, παλ'εις μικρον γενναιοι,
παλι συντρεχοντες οσο μπορουνε.
Παντοτε την αληθεια ομιλουντες,
πλην χωρις μισος για τους ψευδομενους.

Και περισσοτερη τιμη τους πρεπει
οταν προβλεπουν (και πολλοι προβλεπουν)
πως ο Εφιαλτης θα φανει στο τελος,
κ'οι Μηδοι επιτελους θα διαβουνε.

  Che fece''' Il gran rifiuto

Σε μερικους ανθρωπους ερχεται μια μερα
που πρεπει το μεγαλο Ναι ή το μεγαλο Οχι
να πουνε. Φανερωνεται αμεσως οποιος τοχει
ετοιμο μεσα του το Ναι, και λεγοντας το περα

πηγαινει στην τιμη και στην πεποιθηση του.
Ο αρνηθεις δεν μετανοιωνει. Αν ρωτιουνταν παλι,
οχι θα ξαναελεγε. Κι ομως τον καταβαλλει
εκεινο τ'οχι -το σωστο- εις ολην την ζωη του.

       Τα παραθυρα

Σ'αυτες τες σκοτεινες καμαρες, που περνω
μερες βαρυες, επανω κατω τριγυρνω
για ναβρω τα παραθυρα. -Οταν ανοιξει
ενα παραθυρο θαναι παρηγορ@ια.-
Μα τα παραθυρα δεν βρισκονται, ή δεν μπορω
να ταβρω. Και καλλιτερα ισως να μην τα βρω.
Ισως το φως θαναι μια νεα τυραννια.
Ποιος ξερει τι καινουρια πραγματα θα δειξει.

         Τειχη

Χωρις περισκεψιν, χωρις λυπην, χωρις αιδω
μεγαλα κ'υψηλα τριγυρω μου εκτισαν τειχη.
Και καθομαι και απελπιζομαι τωρα εδω,
Αλλο δεν σκεπτομαι: τον νουν μου τρωγει αυτη η τυχη,

διοτι πραγματα πολλα εξω να καμω ειχον.
Α οταν εκτιζαν τα τειχη πως να μην προσεξω.

Αλλα δεν ακουσα ποτε κροτον κτιστων ή ηχον.
Ανεπαισθητως μ'εκλεισαν απο τον κοσμον εξω.

  Περιμενοντας τους βαρβαρους
-Τι περιμενουμε στην αγορα συναθροισμενοι?
Ειναι οι βαρβαροι να φθασουν σημερα.

-Γιατι μεσα στην Συγκλητο μια τετοια απραξια?
Τι καθοντ'οι Συγκλητικοι και δεν νομοθετουνε?

Γιατι οι βαρβαροι θα φθασουν σημερα.
Τι νομους πια θα καμουν οι Συγκλητικοι?
Οι βαρβαροι σαν ελθουν θα νομοθετησουν.

-Γιατι ο αυτοκρατωρ μας τοσο πρωϊ σηκωθη,
και καθεται στης πολεως την πιο μεγαλη πυλη
στον θρονο επανω, επισημος, φορωντας την κορωνα?

Γιατι οι βαρβαροι θα φθασουν σημερα.
Κι ο αυτοκρατωρ περιμενει να δεχθει
τον αρχηγο τους. Μαλιστα ετοιμασε
για να τον δωσει μια περγαμηνη. Εκει
τον εγραψε τιτλους πολλους κι ονοματα.

-Γιατι οι δυο μας υπατοι κ'οι πραιτορες εβγηκαν
σημερα με τες κοκκινες, τες κεντημενες τογες,
γιατι βραχιολια φορεσαν με τοσους αμεθυστους,
και δαχτυλιδια με λαμπρα, γυαλιστερα σμαραγδια,
γιατι να πιασουν σημερα πολυτιμα μπαστουνια
μ'ασημια και μαλαματα εκτακτα σκαλισμενα?

Γιατι οι βαρβαροι θα φθασουν σημερα,
και τετοια πραγματα θαμπωνουν τους βαρβαρους.

-Γιατι κ'οι αξιοι ρητορες δεν ερχονται σαν παντα
να βγαλουνε τους λογους τους, να πουνε τα δικα τους?

Γιατι οι βαρβαροι θα φθασουν σημερα
κι αυτοι βαρυουντ'ευφραδειες και δημηγοριες.

-Γιατι ν'αρχισει μονομιας αυτη η ανησυχια
κ'η συγχυσις. (Τι προσωπα τι σοβαρα που εγ@ιναν).
Γιατι αδειαζουν γρηγορα οι δρομοι κ'η πλατεες,
κι ολοι γυρνουν στα σπιτια τους πολυ συλλογισμενοι?

Γιατι ενυχτωσε κ'οι βαρβαροι δεν ηλθαν.
Και μερικοι εφθασαν απ'τα συνορα,
και ειπανε πως βαρβαροι πια δεν υπαρχουν.

Και τωρα τι θα γενουμε χωρις βαρβαρους.
Οι ανθρωποι αυτοι ησαν μια καποια λυσις.

      Απιστια

Σαν παντρευαν την Θετιδα με τον Πηλεα
σηκωθηκε ο Απολλων στο λαμπρο τραπεζι
του γαμου, και μακαρισε τους νεονυμφους
για το βλαστο που θαβγαινε απ'την ενωσι των.
Ειπε: Ποτε αυτον αρρωστια δεν θαγγιξει
και θαχει μακρυνη ζωη. -Αυτα σαν ειπε,
η Θετις χαρηκε πολυ, γιατι τα λογια
του Απολλωνος που γνωριζε απο προφητειες
την φανηκαν εγγυησις για το παιδι της.
Κι οταν μεγαλωνεν ο Αχιλλευς, και ηταν
της Θεσσαλιας επαινος η εμορφια του,
η Θετις του Θεου τα λογια ενθυμουνταν.
Αλλα μια μερα ηλθαν γεροι με ειδησεις,
κ'ειπαν τον σκοτωμο του Αχιλλεως στην Τροια.
Κ'η Θετις ξεσχιζε τα πορφυρα της ρουχα,
κ'εβγαζεν απο πανω της και ξεπετουσε
στο χωμα τα βραχιολια και τα δαχτυλιδια.
Και μες στον οδυρμο της τα παληα θυμηθη,
και ρωτησε τι εκαμνε ο σοφος Απολλων,
που γυριζεν ο ποιητης που στα τραπεζια
εξοχα ομιλει, που γυριζε ο προφητης
οταν τον υιο της σκοτωναν στα πρωτα νειατα.
Κ'οι γεροι την απηντησαν πως ο Απολλων
αυτος ο ιδιος εκατεβηκε στην Τροια,
και με τους Τρωας σκοτωσε τον Αχιλλεα.

  Ο ηλιος του απογευματος

Την καμαρην αυτη, ποσο καλα την ξερω.
Τωρα νοικιαζονται κι αυτη κ'η πλαγινη
για εμπορικα γραφεια. Ολο το σπιτι εγινε
γραφεια μεσιτων, κ'εμπορων, κ'Εταιρειες.

Α, η καμαρη αυτη, τι γνωριμη που ειναι.

Κοντα στην πορτα εδω ηταν ο καναπες,
κ'εμπρος του ενα τουρκικο χαλι.
Σιμα το ραφι με δυο βαζα κιτρινα.
Δεξια, οχι, αντικρυ, ενα ντολαπι με καθρεπτη.
Στη μεση το τραπεζι οπου εγραφε,
κ'η τρεις μεγαλες ψαθινες καρεγλες.
Πλαϊ στο παραθυρο ηταν το κρεββατι,
που αγαπηθηκαμε τοσες φορες.

Θα βρισκονται ακομη τα καϋμενα πουθενα.

Πλαϊ στο παραθυρο ηταν το κρεββατι,
ο ηλιος του απογευματος τωφθανε ως τα μισα.

'''Απογευμα η ωρα τεσσερες, ειχαμε χωρισθει
για μια εβδομαδα μονο''' Αλλοιμονον,
η εβδομας εκεινη εγινε παντοτινη.


     Να μεινει

Η ωρα μια την νυχτα θατανε,
ή μιαμισυ.
Σε μια γωνια του καπηλειου,
πισω απ'το ξυλινο το χωρισμα.

Εκτος ημων των δυο το μαγαζι ολως διολου αδειο.
Μια λαμπα πετρελαιου μολις το φωτιζε.
Κοιμουντανε, στην πορτα, ο αγρυπνισμενος υπηρετης.

Δεν θα μας εβλεπε κανεις. Μα κιολας
ειχαμεν εξαφθει τοσο πολυ,
που γιναμε ακαταλληλοι για προφυλαξεις.

Τα ενδυματα μισανοιχθηκαν-πολλοι δεν ησαν
γιατι επυρωνε θειος Ιουλιος μηνας.

Σαρκας απολαυσις αναμεσα
στα μισοανοιγμενα ενδυματα,
γρηγορο σαρκας γυμνωμα-που το ινδαλμα του
εικοσι εξι χρονους διαβηκε. Και τωρα ηλθε
να μεινει μες στην ποιησιν αυτη.


      Του πλοιου

Τον μοιαζει βεβαια η μικρη αυτη,
με το μολυβι απεικονισις του.

Γρηγορα καμωμενη, στο καταστρωμα του πλοιου,
ενα μαγευτικο απογευμα.
Το Ιονιον πελαγος ολογυρα μας.

Τον μοιαζει. Ομως τον θυμουμαι σαν πιο εμορφο.
Μεχρι παθησεως ηταν αισθητικος,
κι αυτο εφωτιζε την εκφρασι του.
Πιο εμορφος με φανερωνεται
τωρα που η ψυχη μου τον ανακαλει, απ'τον Καιρο.

Απ'τον Καιρο. Ειν'ολ'αυτα τα πραγματα πολυ παληα-
το σκιτσο, και το πλοιο, και το απογευμα.

  Νεοι της Σιδωνος (400 μ.Χ.)

Ο ηθοποιος που εφεραν για να τους διασκεδασει
απηγγειλε και μερικα επιγραμματα εκλεκτα.

Η αιθουσα ανοιγε στον κηπο επανω,
κ'ειχε μιαν ελαφρα ευωδια ανθεων
που ενωνονταν με τα μυρωδικα
των πεντε αρωματισμενων Σιδωνιων νεων.

Διαβασθηκαν Μελεαγρος και Κριναγορας και Ριανος.
Μα σαν απηγγειλεν ο ηθοποιος,
"Αισχυλον Ευφοριωνος Αθηναιον τοδε κευθει-#
(τονιζοντας ισως υπερ το δεον
το "αλκ@ην δ'ευδοκιμον#, το "Μαραθωνιον αλσος#),
πεταχθηκεν ευθυς ενα παιδι ζωηρο,
φανατικο για γραμματα, και φωναξε:

"Α δεν μ'αρεσει το τετραστιχον αυτο.
Εκφρασεις τοιουτου ειδους μοιαζουν καπως σαν λειποψυχιες.
Δοσε -κηρυττω- στο εργον σου ολην την δυναμι σου,
ολη την μεριμνα, και παλι το εργον σου θυμησου
μες στην δοκιμασιαν, ή οταν η ωρα σου πια γερνει.
Ετσι απο σενα περιμενω κι απαιτω.
Κι οχι απ'τον νου σου ολοτελα να βγαλεις
της Τραγωδιας τον Λογο τον λαμπρο-
τι Αγαμεμνονα, τι Προμηθεα θαυμαστο,
τι Ορεστου, τι Κασσανδρας παρουσιες,
τι Επτα επι Θηβας-και για μνημη σου να βαλεις
μονο που μες στων στρατιωτων τες ταξεις, τον σωρο
πολεμησες και συ τον Δατι και τον Αρταφερνη#.

       Η αρχη των

Η εκπληρωσις της εκνομης των ηδονης
εγινεν. Απ'το στρωμα σηκωθηκαν,
και βιαστικα ντυνονται χωρις να μιλουν.
Βγαινουνε χωριστα, κρυφα απ'το σπιτι. Και καθως
βαδιζουνε καπως ανησυχα στον δρομο, μοιαζει
σαν να υποψιαζονται που κατι επανω των προδιδει
σε τι ειδους κλινην επεσαν προ ολιγου.

Πλην του τεχνιτου πως εκερδισε η ζωη.
Αυριο, μεθαυριο, ή μετα χρονια θα γραφουν
οι στιχ'οι δυνατοι που εδω ηταν η αρχη των.

  Μελαγχολια του Ιασωνος Κλεανδρου, ποιητου εν Κομμαγηνη, 595 μ.Χ.

Το γηρασμα του σωματος και της μορφης μου
ειναι πληγη απο φρικτο μαχαιρι.
Δεν εχω εγκαρτερησι καμια.
Εις σε προστρεχω Τεχνη της Ποιησεως,
που καπως ξερεις απο φαρμακα,
ναρκης του αλγους δοκιμες, εν Φαντασια και Λογω.

Ειναι πληγη απο φρικτο μαχαιρι.-
Τα φαρμακα σου φερε Τεχνη της Ποιησεως,
που καμνουμε -για λιγο- να μη νοιωθεται η πληγη.

  Εκομισα εις την τεχνην

Καθομαι και ρεμβαζω. Επιθυμιες κ'αισθησεις
εκομισα εις την Τεχνην-κατι μισοειδωμενα,
προσωπα ή γραμμες ερωτων ατελων
κατι αβεβαιες μνημες. Ας αφεθω σ'αυτην.
Ξερει να σχηματισει Μορφην της Καλλονης,
σχεδον ανεπαισθητως τον βιο συμπληρουσα,
συνδυαζουσα εντυπωσεις, συνδυαζουσα τες μερες.

  Υπερ της Αχαϊκης συμπολιτειας πολεμησαντες.

Ανδρειοι σεις που πολεμησαμε και πεσατ'ευκλεως
τους πανταχου νικησαντας μη φοβηθεντες.
Αμωμοι σεις, αν επταισαν ο Διαιος κι ο Κριτολαος.
Οταν θα θελουν οι Ελληνες να καυχηθουν,
"Τετοιους βγαζει το εθνος μας# θα λενε
για σας. Ετσι θαυμασιος θαναι ο επαινος σας.

Εγραφη εν Αλεξανδρεια υπο Αχαιου,
εβδομον ετος Πτολεμαιου, Λαθυρου.


     Σ'ενα βιβλιο παληο

Σ'ενα βιβλιο παληο-περιπου εκατο ετων-
αναμεσα στα φυλλα του λησμονημενη,
ηυρα μιαν υδατογραφια ανευ υπογραφης.
Θα'ταν το εργον καλλιτεχνου λιαν δυνατου.
Εφερ'ως τιτλον, "Παρουσιασις του Ερωτος#.

Πλην μαλλον ηρμοζε, "-του ερωτος των ακρως αισθητων#.

Γιατι ηταν φανερο σαν εβλεπες το εργον
(ευκολα νοιωθονταν η ιδεα του καλλιτεχνου)
που για οσους αγαπουνε καπως υγιεινα,
μες στ'οπωσδηποτε επιτετραμμενον μενοντες,
δεν ηταν προωρισμενος ο εφηβος
της ζωγραφιας-με καστανα, βαθυχροα ματια,
με του προσωπου του την εκλεκτη εμορφια,
την εμορφια των ανωμαλων ελξεων,
με τα ιδεωδη χειλη του που φερνουνε
την ηδονη εις αγαπημενο σωμα,
με τα ιδεωδη μελη του πλασμενα για κρεββατια
που αναισχυντα τ'αποκαλει η τρεχαμενη ηθικη.


  Θεατρον της Σιδωνος (400 μ.Χ.)

Πολιτου εντιμου υιος-προ παντων, ευειδης
εφηβος του θεατρου, ποικιλως αρεστος,
ενιοτε συνθετω εν γλωσση ελληνικη
λιαν ευτολμους στιχους, που τους κυκλοφορω
πολυ κρυφα, εννοειται-θεοι!να μην τους δουν
οι τα φαια φορουντες, περι ηθικης λαλουντες-
στιχους της ηδονης της εκλεκτης, που πιαινει
προς αγονη αγαπη κι αποδοκιμασμενη.

  Πριν τους αλλαξει ο χρονος

Λυπηθηκαν μεγαλως στον αποχωρισμο των.
Δεν τοθελαν αυτοι, ηταν η περιστασεις.
Βιοτικες αναγκες εκαμνανε τον ενα
να φυγει μακρυα-Νεα Υορκη ή Καναδα.
Η αγαπη των βεβαιως δεν ηταν ιδια ως πριν.
Ειχεν ελαττωθει η ελξις βαθμηδον,
ειχεν ελαττωθει η ελξις της πολυ.
Ομως να χωρισθουν, δεν τοθελαν αυτοι.

Ηταν η περιστασεις. -ή μηπως καλλιτεχνις
εφανηκεν η Τυχη χωριζοντας τους τωρα
πριν σβυσει το αισθημα των, πριν τους αλλαξει ο Χρονος.
Ο ενας για τον αλλον θα ειναι ως να μενει παντα
των εικοσι τεσσαρων ετων τ'ωραιο παιδι.


  Ηλθε για να διαβασει

Ηλθε για να διαβασει. Ειν'ανοιχτα
δυο, τρια βιβλια, ιστορικοι και ποιηται.
Μα μολις διαβασε δεκα λεπτα,
και τα παραιτησε. Στον καναπε
μισοκοιμαται. Ανηκει πληρως στα βιβλια-
αλλ'ειναι εικοσι τριω ετων, κ'ειν'εμορφος πολυ.
Και σημερα το απογευμα περασ'ο ερως
στην ιδεωδη σαρκα του, στα χειλη.
Στη σαρκα του που ειναι ολο καλλονη
η θερμη περασεν η ερωτικη,
χωρις αστειαν αιδω για την μορφη της απολαυσεως'''

  Το 31 π.Χ. στην Αλεξανδρεια

Απ'την μικρη του, στα περιχωρα πλησιον, κωμη,
και σκονισμενος απο το ταξειδι ακομη

εφθασεν ο πραγματευτης. Και"Λιβανον!# και "Κομμι!#
"Αριστον Ελαιο!# "Αρωμα για την κομη!#

στους δρομους διαλαλει. Αλλ'η μεγαλη οχλοβοη,
κ'οι μουσικες, κ'η παρελασεις που αφινουν ν'ακουσθει.

Το πληθος τον σκουντα, τον σερνει, τον βροντα.
Κι οταν πια τελεια σαστισμενος. Τι ειναι η τρελλα αυτη? ρωτα,

ενας του ριχνει κι αυτουνου την γιγαντιαια ψευτια
του παλατιου-που στην Ελλαδα ο Αντωνιος νικα.

  Το 25ον ετος του βιου του

Πηγαινει στην ταβερνα τακτικα
που ειχανε γνωρισθει τον περασμενο μηνα.
Ρωτησε, μα δεν ηξεραν τιποτα να τον πουν.
Απο τα λογια των, καταλαβε πως ειχε γνωρισθει
μ'ενα ολως αγνωστο υποκειμενον.
Μια απ'τες πολλες αγνωστες κ'υποπτες
νεανικες μορφες που απ'εκει περνουσαν.
Πηγαινει ομως στην ταβερνα τακτικα, την νυχτα,
και καθεται και βλεπει προς την εισοδο,
μεχρι κοπωσεως βλεπει προς την εισοδο.
Ισως να μπει. Αποψ'ισως ναρθει.

Κοντα τρεις εβδομαδες ετσι καμνει.
Αρρωστησεν ο νους του απο λαγνεια.
Στο στομα του μεινανε τα φιλια.
Παθαινεται απ'τον διαρκη ποθον η σαρκα του ολη.
Του σωματος εκεινου η αφη ειν'επανω του.
Θελει την ενωσι μαζυ του παλι.

Να μην προδιδεται, το προσπαθει εννοειται.
Μα καποτε σχεδον αδιαφορει.-
Εξ αλλου, σε τι εκτιθεται το ξερει,
το πηρε αποφασι. Δεν ειν'απιθανον η ζωη του αυτη
σε σκανδαλον ολεθριο να τον φερει.

  Ιερευς του Σεραπιου

Τον γεροντα καλον πατερα μου,
τον αγαπωντα με το ιδιο παντα,
τον γεροντα καλον πατερα μου θρηνω
που πεθανε προχθες, ολιγο πριν χαραξει.

Ιησου Χριστε, τα παραγγελματα
της ιεροτατης εκκλησιας σου να τηρω
εις καθε πραξιν μου, εις καθε λογον,
εις καθε σκεψι ειν'η προσπαθεια μου
η καθημερινη. Κι οσους σε αρνουνται
τους αποστρεφομαι. -Αλλα τωρα θρηνω,
οδυρομαι, Χριστε, για τον πατερα μου
μ'ολο που ητανε-φρικτον ειπειν-
στο επικαταρατον Σεραπιον ιερευς.

    Μεσα στα καπηλεια

Μεσα στα καπηλεια και χαμαιτυπεια
της Βηρυτου κυλιεμαι. Δεν ηθελα να μενω
στην Αλεξανδρεια εγω. Μ'αφισεν ο Ταμιδης
κ'επηγε με του Επαρχου τον υιο για ν'αποκτησει
μια επαυλι στον Νειλο, ενα Μεγαρον στην πολιν.
Δεν εκανε να μενω στην Αλεξανδρεια εγω.-
Μεσα στα καπηλεια και τα χαμαιτυπεια
της Βηρυτου κυλιεμαι. Μες σ'ευτελη κραιπαλη
διαγω ποταπως. Το μονο που με σωζει
σαν εμορφια διαρκης, σαν αρωμα που επανω
στην σαρκα μου εχει μεινει, ειναι που ειχα δυο χρονια
δικο μου τον Ταμιδη, τον πιο εξαισιο νεο,
δικο μου οχι για σπιτι ή για επαυλι στον Νειλο.

     Μερες του 1896

Εξευτελισθη πληρως. Μια ερωτικη ροπη του
λιαν απαγορευμενη και περιφρονημενη
(εμφυτη μολοντουτο) υπηρξεν η αιτια:
ηταν η κοινωνια σεμνοτυφη πολυ.
Εχασε βαθμηδον το λιγοστο του χρημα,
κατοπι τη σειρα, και την υποληψι του.
Πλησιαζε τα τριαντα χωρις ποτε εναν χρονο
να βγαλει σε δουλεια, τουλαχιστον γνωστη.
Ενιοτε τα εξοδα του τα κερδιζεν απο
μεσολαβησεις που θεωρουνται ντροπιασμενες.
Κατηντησ'ενας τυπος που αν σ'εβλεπαν μαζυ του
συχνα, ηταν πιθανον μεγαλως να εκτεθεις.
Αλλ'οχι μονον τουτα. Δεν θατανε σωστο.
Αξιζει παραπανω της εμορφιας του η μνημη.
Μια αποψις αλλη υπαρχει που αν ιδωθει απο αυτην
φανταζει, συμπαθης. Φανταζει, απλο και γνησιο
του ερωτος παιδι, που ανω απ'την τιμη,
και την υποληψι του εθεσε ανεξεταστως
της καθαρης σαρκος του την καθαρη ηδονη.
Απ'την υποληψι του? Μα η κοινωνια που ηταν
σεμνοτυφη πολυ συσχετιζε κουτα.

    Μερες του 1901

Τουτο εις αυτον υπηρχε το ξεχωριστο,
που μεσα σ'ολην του την εκλυσι
και την πολλην του πειραν ερωτος,
παρ'ολην την συνειθισμενη του
στασεως και ηλικιας εναρμονισιν,
ετυχαιναν στιγμες-πλην βεβαια
σπανιοτατες-που την εντυπωσιν
εδιδε σαρκας σχεδον αθικτης.

Των εικοσι εννια του χρονων η εμορφια,
η τοσο απο την ηδονη δοκιμασμενη,
ηταν στιγμες που θυμιζε παραδοξα
εφηβο που-καπως αδεξια-στην αγαπη
πρωτη φορα το αγνο του σωμα παραδιδει.

   Μερες του 1909, '10 και '11

Ενος τυραννισμενου, πτωχοτατου ναυτικου
(απο το νησι του Αιγαιου Πελαγους) ηταν υιος.
Εργαζονταν σε σιδερα. Παληορουχα φορουσε.
Σχισμενα τα ποδηματα του της δουλειας κ'ελεεινα.
Τα χερια του ησαν λερωμενα απο σκουριες και λαδια.

Το βραδυνο, σαν εκλειε το μαγαζι,
αν ηταν τιποτε να επιθυμει πολυ,
καμια κραβατα για την Κυριακη,
ή σε βιτρινα αν ειχε δει και λαχταρουσε
κανενα ωραιο πουκαμισο μαβι,
το σωμα του για ενα ταλληρο ή δυο πουλουσε.

Διερωτωμαι αν στους αρχαιους καιρους
ειχεν η ενδοξη Αλεξανδρεια νεον πιο περικαλλη,
πιο τελειο αγορι απο αυτον -που πηε χαμενος:
δεν εγινε, εννοειται, αγαλμα του ή ζωγραφια,
στο παλιομαγαζο ενος σιδερα ριχμενος,
γρηγορ'απ'την απιπονη δουλεια,
κι απο λαϊκη κραιπαλη, ταλαιπωρημενη, ειχε φθαρει.

  Μυρης, Αλεξανδρεια του 340 μ.Χ.

Την συμφορα οταν εμαθα, που ο Μυρης πεθανε,
πηγα στο σπιτι του, μ'ολο που το αποφευγω
να εισερχομαι στων Χριστιανων τα σπιτια,
προ παντων οταν εχουν θλιψεις ή γιορτες.

Σταθηκα σε διαδρομο. Δεν θελησα
να προχωρησω πιο εντος, γιατι αντεληφθην
που οι συγγενεις του πεθαμενου μ'εβλεπαν
με προφανη αποριαν και με δυσαρεσκεια.

Τον ειχανε σε μια μεγαλη καμαρη
που απο την ακρην οπου σταθηκα
ειδα κομματι. Ολο ταπητες πολυτιμοι,
και σκευη εξ αργυρου και χρυσου.

Στεκομουν κ'εκλαια σε μια ακρη του διαδρομου.
Και σκεπτομουν που η συγκεντρωσεις μας κ'η εκδρομες
χωρις τον μυρη δεν θ'αξιζουν πια
και σκεπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραια κι ασεμνα ξενυχτια μας


να χαιρεται και να γελα, και ν'απαγγελει στιχους
με την τελεια του αισθησι του ελληνικου ρυθμου,
και σκεπτομουν που εχασα για παντα
την εμορφια του που εχασα για παντα
τον νεον που λατρευα παραφορα.

Κατι γρηες, κοντα μου, χαμηλα μιλουσαν για
την τελευταια μερα που εζησε-
στα χειλη του διαρκως τ'ονομα του Χριστου,
στα χερια του βαστουσ'εναν σταυρο.-
Μπηκαν κατοπι μες στην καμαρη
τεσσαρες Χριστιανοι ιερεις, κ'ελεγαν προσευχες
ενθερμως και δεησεις στον Ιησουν,
ή στην Μαριαν (δεν ξερω την θρησκεια τους καλα).

Γνωριζαμε, βεβαιως, που ο Μυρης ηταν Χριστιανος.
Απο την πρωτην ωρα το γνωριζαμε, οταν
προπερσι στην παρεα μας ειχε μπει.
Μα ζουσεν απολυτως σαν κ'εμας.
Απ'ολους μας πιο εκδοτος στες ηδονες,
σκορπωντας αφειδως το χρημα του στες διασκεδασεις.
Για την υποληψιν του κοσμου ξενοιαστος,
ριχνονταν προθυμα σε νυχτιες ρηξεις στες οδους
οταν ετυχαινε η παρεα μας
να συναντησει αντιθετη παρεα.
Ποτε για την θρησκεια του δεν μιλουσε.

Μαλιστα μια φορα τον ειπαμε
πως θα τον παρουμε μαζυ μας στο Σεραπιον.
Ομως σαν να δυσαρεστηθηκε
μ'αυτον μας τον αστεϊσμο: θυμουμαι τωρα.
Α κι αλλες δυο φορες τωρα στον νου μου ερχονται.
Οταν στον Ποσειδωνα καμναμε σπονδες,
τραβηχθηκε απ'τον κυκλο μας, κ'εστρεψε αλλου το βλεμμα.
Οταν ενθουσιασμενος ενας μας
ειπεν, Η συντροφια μας ναναι υπο
την ευνοιαν και την προστασια του μεγαλου,
του πανωραιου Απολλωνος -ψιθυρισεν ο Μυρης
(οι αλλοι ακουσαν) "τη εξαιρεσει εμου#.

Οι Χριστιανοι ιερεις μεγαλοφωνως
για την ψυχη του νεου δεονταν.
Παρατηρουσα με ποση επιμελεια,
και με τι προσοχην εντατικη
στους τυπους της θρησκειας τους, ετοιμαζονταν
ολα για την χριστιανικη κηδεια.
Κ'εξαιφνης με κυριευσε μια αλλοκοτη
εντυπωσις. Αοριστα, αισθανομουν
σαν ναφευγεν απο κοντα μου ο Μυρης,
αισθανομουν που ενωθη, Χριστιανος,
με τους δικους του, και που γενομουν
ξενος εγω, ξενος πολυ. Ενοιωθα κιολα
μια αμφιβολια να με σιμονει: μηπως κ'ειχα γελασθει
απο το παθος μου, και παντα του ημουν ξενος.-
Πεταχθηκα εξω απ'το φρικτο τους σπιτι,
εφυγα γρηγορα πριν αρπαχθει, πριν αλλοιωθει
απ'την χριστιανοσυνη τους η θυμηση του Μυρη.

  Αγε ω βασιλευ Λακεδαιμονιων

Δεν καταδεχονταν η Κρατησικλεια
ο κοσμος να τη δει να κλαιει και να θρηνει,
και μεγαλοπρεπης εβαδιζε και σιωπηλη.
Τιποτε δεν αποδειχνε η αταραχτη μορφη της
απ'τον καϋμο και τυραννια της.
Μα οσο και ναναι μια στιγμη δεν βασταξε,
και πριν στο αθλιο πλοιο μπει να παει στην Αλεξανδρεια,
πηρε τον υιο της στον ναο του Ποσειδωνος,
και μονοι σαν βρεθηκαν τον αγκαλιασε
και τον ασπαζονταν, "διαλγουντα#, λεγει
ο Πλουταρχος, "και συντεταραγμενον#.
Ομως ο δυνατος της χαρακτηρ επασχισε,
και συνελθουσα η θαυμασια γυναικα
ειπε στον Κλεομενη "Αγε ω βασιλευ
Λακεδαιμονιων, οπως, επαν εξω
γενωμεθα, μηδεις ιδη δακρυοντας
ημας μηδε αναξιον τι της Σπαρτης
ποιουντας. Τουτο γαρ εφ'ημιν μονον,
αι τυχαι δε, οπως αν ο δαιμων διδω παρεισι#.
Και μες στο πλοιο μπηκε, πιαινοντας προς το "διδω#.

    Στον ιδιο χωρο

Οικιας περιβαλλον, κεντρων, συνοικιας
που βλεπω κι οπου περπατω. Χρονια και χρονια.
Σε δημιουργησα μες σε χαρα και μες σε λυπες:
με τοσα περιστατικα, με τοσα πραγματα.
Κ'αισθηματοποιηθηκες ολοκληρο, για μενα.

    Μερες του 1908

Τον χρονο εκεινον βρεθηκε χωρις δουλεια,
και συνεπως ζουσεν απ'τα χαρτια,
απο το ταβλι, και τα δανεικα.

Μια θεσις, τριω λιρων τον μηνα, σε μικρο
χαρτοπωλειον του ειχε προσφερθει.
Μα την αρνηθηκε, χωρις κανενα δισταγμο.
Δεν εκανε. Δεν ητανε μισθος γι'αυτον,
νεον με γραμματ'αρκετα, και εικοσι πεντ'ετων.

Δυοτρια σελινια την ημερα κερδιζε, δεν κερδιζε.
Απο χαρτια και ταβλι τι να βγαλει το παιδι,
στα καφενεια της σειρας του, τα λαϊκα,
οσο και αν επαιζ'εξυπνα, οσο κι αν διαλεγε κουτους.
Τα δανεικα, αυτα δε ησαν κ'ησαν.
Σπανια το ταλληρο ευρισκε, το πιο συχνα μισο,
καποτε ξεπεφτε και στο σελινι.

Καμια εβδομαδα, ενιοτε πιο πολυ,
σαν γλυτωνεν απ'το φρικτο ξενυχτι,
δροσιζονταν στα μπανια, στο κολυμβι το πρωϊ.

Τα ρουχα του ειχαν ενα χαλι τρομερο.
Μια φορεσια την ιδια παντοτ'αβαζε, μια φορεσια
πολυ ξεθωριασμενη κανελια.

Α μερες του καλοκαιριου του εννιακοσια οκτω,
απ'το ειδωμα μας, καλαισθητικα,
ελειψ'η κανελια ξεθωριασμενη φορεσια.

Το ειδωμα σας τον εφυλαξε
οταν που ταβγαζε, που ταριχνε απο πανω του,
τ'αναξια ρουχα, και τα μπαλωμενα εσωρουχα.
Κ'εμενε ολογυμνος, αψογα ωραιος, ενα θαυμα.
Αχτενιστα, ανασηκωμενα τα μαλλια του,
τα μελη του ηλιοκαμενα λιγο
απο τη γυμνια του πρωϊου στα μπανια, και στην παραλια.

  Εις τα περιχωρα της Αντιοχειας

Σαστισαμε στην Αντιοχεια οταν μαθαμε
τα νεα καμωματα του Ιουλιανου.

Ο Απολλων εξηγηθηκε με λογου του, στην Δαφνη!
Χρησμο δεν ηθελε δοσει (σκοτισθηκαμε!),
σκοπο δεν τοχε να μιλησει μαντικως, αν πρωτα
δεν καθαριζονταν το εν Δαφνη, τεμενος του.
Τον ενοχλουσαν, δηλωσεν, οι γειτονευοντες νεκροι.

Στην Δαφνη βρισκονταν ταφοι πολλοι.-
Ενας απ'τους εκει ενταφιασμενους
ηταν ο θαυμαστος, της εκκλησιας μας δοξα,
ο αγιος, ο καλλινικος μαρτυς Βαβυλας.

Αυτον αινιττονταν, αυτον φοβουνταν ο ψευτοθεος.
Οσο τον ενοιωθε κοντα δεν κοταε
να βγαλει τους χρησμους του. Τσιμουδια.
(Τους τρεμουνε τους μαρτυρας μας οι ψευτοθεοι).

Ανασκουμποθηκεν ο ανοσιος Ιουλιανος,
νευριασε και ξεφωνιζε: Σηκωστε, μεταφερτε τον,
βγαλτε τον τουτον τον Βαβυλα αμεσως.
Ακους εκει? Ο Απολλων ενοχλειται.
Σηκωστε τον, αρπαξτε τον ευθυς.
Ξεθαψτε τον, παρτε τον οπου θετε.
Βγαλτε τον, διωξτε τον. Παιζουμε τωρα?
Ο Απολλων ειπε να καθαρισθει το τεμενος.

Το πηραμε, το πηγαμε το αγιο λειψανον αλλου.
Το πηραμε, το πηγαμε εν αγαπη κ'εν τιμη.

Κι ωραια τωοντι προκοψε το τεμενος.
Δεν αργησε καθολου, και φωτια
μεγαλη κορωσε: μια φοβερη φωτια:
και καηκε και το τεμενος κι ο Απολλων.

Σταχτη το ειδωλο, για σαρωμα, με τα σκουπιδια.

Εσκασε ο Ιουλιανος και διεδοσε-
τι αλλο θα εκαμνε-πως η φωτια ηταν βαλτη
απο τους Χριστιανους εμας. Ας παει να λεει.
Δεν αποδειχθηκε, ας παει να λεει.
Το ουσιωδες ειναι που εσκασε.

       Οσο μπορεις

Κι αν δεν μπορεις να καμεις την ζωη σου οπως την θελεις,
τουτο προσπαθησε τουλαχιστον
οσο μπορεις: μην την εξευτελιζεις
μες στην πολλη συναφεια του κοσμου,
μες στες πολλες κινησεις κι ομιλιες.

Μην την εξευτελιζεις πιαινοντας την,
γυριζοντας συχνα κ'εκθετοντας την
στων σχεσεων και των συναναστροφων
την καθημερινην ανοησια,
ως που να γινει σα ξενη φορτικη.

  Εν μεγαλη Ελληνικη αποικια, 200 π.Χ.

Οτι τα πραγματα δεν βαινουν κατ'ευχην στην Αποικια
δεν μεν'η ελαχιστη αμφιβολια,
και μ'ολο που οπωσουν τραβουμ'εμπρος,
ισως, καθως νομιζουν ουκ ολιγοι, να εφθασε ο καιρος
να φερουμε Πολιτικο Αναμορφωτη.

Ομως το προσκομμα κι η δυσκολια
ειναι που καμνουμε μια ιστορια
μεγαλη καθε πραγμα οι Αναμορφωται
αυτοι. (Ευτυχημα θα ηταν αν ποτε
δεν τους χρειαζονταν κανεις). Για καθε τι,
για το παραμικρο ρωτουνε κι εξεταζουν,
κι ευθυς στον νου τους ριζικες μεταρρυθμισεις βαζουν,
με την απαιτησι να εκτελεσθουν ανευ αναβολης.

Εχουνε και μια κλισι στες θυσιες.
Παραιτηθειτε απο την κτησιν σας εκεινη,
η κατοχη σας ειν'επισφαλης:
οι τετοιες κτησεις ακριβως βλαπτουν τις Αποικιες'''
Παραιτηθειτε απο την προσοδον αυτη,
κι απο την αλληνα την συναφη,
κι απο την τριτη τουτην ως συνεπεια φυσικη.
Ειναι μεν ουσιωδεις, αλλα τι να γινει?
σας δημιουργουν μια επιβλαβη ευθυνη.

Κι οσο στον ελεγχο τους προχωρουνε,
βρισκουν και βρισκουν περιττα, και να παυθουν ζητουνε
πραγματα που ομως δυσκολα τα καταργει κανεις.

Κι οταν, με το καλο, τελειωσουνε την εργασια,
κι ορισαντες και περικοψαντες το παν λεπτομερως,
απελθουν, παιρνοντες και την δικαια μισθοδοσια,
να δουμε τι απομενει πια, μετα
τοση δεινοτητα χειρουργικη.-

Ισως δεν εφθασεν ακομη ο καιρος.
Να μη βιαζομεθα, ειν'επικινδυνον πραγμα η βια.
Τα προωρα μετρα φερνουν μεταμελεια.
Εχει ατοπα πολλα, βεβαιως και δυστυχως, η Αποικια.
Ομως υπαρχει τι το ανθρωπινον χωρις ατελεια?
Και τελος παντων, να, τραβουμ'εμπρος.

      Στα 200 π.Χ.
"Αλεξανδρος Φιλιππου και οι Ελληνες πλην Λακεδαιμονιων#.

Μπορουμε καλλιστα να φαντασθουμε
πως θ'αδιαφορησαν πανταπασι στην Σπαρτη
για την επιγραφην αυτη. "Πλην Λακεδαιμονιων#,
μα φυσικα. Δεν ησαν οι Σπαρτιαται
Για να τους οδηγουν και για να τους προσταζουν
σαν πολυτιμους υπηρετας. Αλλωστε
μια πανελληνια εκστρατεια χωρις
Σπαρτιατη βασιλεα γι'αρχηγο
δεν θα τους φαινονταν πολλης περιωπης.
Α βεβαιοτατα "πλην Λακεδαιμονιων#.
Ειναι κι αυτη μια στασις. Νιωθεται.

Ετσι, πλην Λακεδαιμονιων στο Γρανικο,
και στην Ισσο μετα. Και στην τελειωτικη
την μαχη, οπου εσαρωθη ο φοβερος στρατος
που στ'Αρβηλα συγκεντρωσαν οι Περσαι,
που απ'τ'Αρβηλα ξεκινησε για νικην, κι εσαρωθη.

Κι απ'την θαυμασια πανελληνιαν εκστρατεια,
την νικηφορα, την περιλαμπρη,
την περιλαλητη, την δοξασμενη
ως αλλη δεν δοξασθηκε καμια,
την απαραμιλλη, βγηκαμ'εμεις.
ελληνικος καινουργιος κοσμος, μεγας.

Εμεις, οι Αλεξανδρεις, οι Αντιοχεις,
οι Σελευκεις, κι οι πολυαριθμοι
επιλοιποι Ελληνες Αιγυπτου και Συριας,
κι οι εν Μηδια, κι οι εν Περσιδι, κι οσοι αλλοι.
Με τες εκτεταμενες επικρατειες,
με την ποικιλη δρασι των στοχαστικων προσαρμογων.
Και την Κοινην Ελληνικη Λαλια
ως μεσα στην Βακτριανη την πηγαμεν, ως Ινδους.

Για Λακεδαιμονιους να μιλουμε τωρα!

  Για τον Αμμονη, που πεθανε 29 ετων, στα 610

Ραφαηλ, ολιγους στιχους σε ζητουν
για επιτυμβιον του ποιητου Αμμονη να συνθεσης.
Κατι πολυ καλαισθητον και λειον. Συ θα μπορεσης,
εισαι ο καταλληλος, να γραψης ως αρμοζει
για τον ποιητη Αμμονη, τον δικο μας.

Βεβαια θα πης για τα ποιηματα του-
αλλα να πης και για την εμορφια του,
για την λεπτη εμορφια του που αγαπησαμε.

Παντοτε ωραια και μουσικα τα ελληνικα σου ειναι.
Ομως την μαστορια σου οληνα την θεμε τωρα.
Σε ξενη γλωσσα η λυπη μας κι η αγαπη μας περνουν.
Το αιγυπτιακο σου αισθημα χυσε στην ξενη γλωσσα.

Ραφαηλ, οι στιχοι σου ετσι να γραφουν
που ναχουν, ξερεις, απο την ζωη μας μεσα των,
που κι ο ρυθμος κι η καθε φρασις να δηλουν
που γι'Αλεξανδρινο γραφει Αλεξανδρινος.

   Ηγεμων εκ Δυτικης Λιβυης

Αρεσε γενικως στην Αλεξανδρεια,
Τες δεκα μερες που διεμεινεν αυτου,
ο ηγεμων εκ Δυτικης Λιβυης
Αριστομενης, υιος του Μενελαου.
Ως τ'ονομα του, κ'η περιβολη κοσμιως ελληνικη.
Δεχονταν ευχαριστως τες τιμες, αλλα
δεν τες επιζητουσεν, ηταν μετριοφρων.
Αγοραζε βιβλια ελληνικα,
ιδιως ιστορικα και φιλοσοφικα.
Προ παντων δε: ανθρωπος λιγομιλητος.
Θαταν βαθυς στες σκεψεις, διεδιδετο,
κ'οι τετοιοι τοχουν φυσικο ναμη μιλουν πολλα'''

Μητε βαθυς στες σκεψεις ηταν, μητε τιποτε.
Ενας τυχαιος, αστειος ανθρωπος.
Πηρε ονομα ελληνικο, ντυθηκε σαν τους Ελληνας,
εμαθ'επανω-κατω σαν τους Ελληνας να φερεται,
κ'ετρεμεν η ψυχη του μη τυχον
χαλαση την καλουτσικην εντυπωση
μιλωντας με βαρβαρισμους δεινους τα Ελληνικα,
κ'οι Αλεξανδρινοι τον παρουν στο ψιλο,
ως ειναι το συνηθειο τους-οι απαισιοι'''

Γι'αυτο και περιωριζονταν σε λιγες λεξεις,
προσεχοντας με δεος τες κλισεις και την προφορα,
κ'επληττεν ουκ ολιγον εχοντας
κουβεντες στοιβαγμενες μεσα του.

     Τα βηματα

Σ'εβενινο κρεβατι στολισμενο
με κοραλλενιους αετους βαθεια κοιμαται
ο Νερων-ασυνειδητος, ησυχος κ'ευτυχης,
ακμαιος μες στην ευρωστια της σαρκος
και στης νεοτητος τ'ωραιο σφριγος.
Αλλα στην αιθουσα την αλαβαστρινη που κλεινει
των Αηνοβ@αρβων το αρχαιο λαραριο
τι ανησυχοι που ειν'οι Λ@αρητες του!
Τρεμουν οι σπιτικοι μικροι θεοι,
και προσπαθουν τ'ασημαντα των σωματα να κρυψουν.
Γιατι ακουσαν μια απαισια βοη,
θανασιμη βοη την σκαλα ν'ανεβαινει-
βηματα σιδερενια που τρανταζουν τα σκαλια.
Και λιγοθυμισμενοι τωρα οι αθλιοι Λ@αρητες
μεσα στο βαθος του λαραριου χωνονται,
ο ενας τον αλλονα σκουντα και σκουντουφλα,
ο ενας μικρος θεος πανω στον αλλον πεφτει,
γιατι καταλαβαν τι ειδους βοη ειναι τουτη,
τανιωσαν πια τα βηματα των Ερινυων.

  Κατα τες συνταγες αρχαιων Ελληνοσυρων μαγων

"Ποιο αποσταγμα να βρισκεται απο βοτανα
γητευματος#, ειπ'ενας αισθητης,
"ποιο αποσταγμα κατα τες συνταγες
αρχαιων Ελληνοσυρων μαγων καμωμενο,
που για μια μερα (αν περισσοτερο
δεν φθαν'η δυναμις του), ή και για λιγην ωρα
τα εικοσι τρια μου χρονια να με φερη
ξανα τον φιλον μου στα εικοσι δυ@ο του χρονια
να με φερει ξανα-την εμορφια του, την αγαπη του.

"Ποιο αποσταγμα να βρισκεται κατα τες συνταγες
αρχαιων Ελληνοσυρων μαγων καμωμενο
που, συμφωνα με την αναδρομην,
και την μικρη μας καμαρη να επαναφερη#.

      Αννα Δαλασσηνη

Εις το χρυσοβουλλον που εβγαλ'ο Αλεξιος Κομνηνος
για να τιμηση την μητερα του επιφανως,
την λιαν νοημονα Κυριαν Αννα Δαλασσηνη-
την αξιολογη στα εργα της, στα ηθη-
υπαρχουν διαφορα εγκωμιαστικα:
εδω ας μεταφερουμε απο αυτα
μια φρασιν εμορφην, ευγενικη
"Ου το εμον ή το σον, το ψυχρον τουτο ρημα ερρηθη#.