Κωστής Παλαμάς, "O Δωδεκάλογος του Γύφτου", 'Απαντα, τόμ. 3, β΄ έκδοση, Αθήνα, εκδ. Γκοβόστη, χ.χ.έ., σσ. 367-377.

ΛΟΓΟΣ Ζ'

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ

Λεύτεροι στίχοι, λεύτερα μιλείτε.

Α. Λασκαράτος (Στιχουργήματα).

Εμπρός! Θέλω για πατρίδα τον απέραντο

ροδοκοκκινισμένο ορίζοντα. Ζηλεύω εγώ κ' έχω

για τζάκι μου μονάκριβο μια ταξιδεύτρα του

ήλιου αχτίδα.

M. Guyau (Στίχοι ενός φιλοσόφου).

 

Κοντά στου Ρωμανού την Πύλη

πέφτει τ' απλόχωρο λιβάδι,

τ' ολόχλωρο, τ' ολανθισμένο,

κι από παντού το απαλοζώνουν

της άνοιξης τα περιβόλια.

και στ' Απριλιού του μήνα το έβγα

το κάστρο αγνάντια το μεγάλο

το τριπλοθεμελιωμένο,

κι' αυτό χλωρό κι' ολάνθιστο είναι.

κισσοί κι αγράμπελες και δάφνες

βραγιές τα κάνουν ως κι αυτά

τα πολεμόχαρα μουράγια

τα πυργωτά.

 

Βόσκουν κοπάδια στο λιβάδι,

πρόβατ', αλόγατα, γελάδια,

και κάποτε κοπάδια ανθρώπων

μαυρολογάν εκεί και βουϊζουν,

για να χυθούν ετοιμασμένα

στα μεθοκόπια ή στα σεφέρια.

 

Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας,

μπήκε με την Πρωτομαγιά του,

τη χαροκόπα θυγατέρα,

και να στ' απλόχωρο λιβάδι,

στ' ολόχλωρο, στ' ολανθισμένο,

μεθάει και σκούζει και φρενιάζει

της γυφτουριάς το πανηγύρι,

το πανηγύρι της Κακάβας.

Κ' η ρεματιά που το χωρίζει

το ένα τ' απλόχωρο λιβάδι

σε δυο αδερφάκια λιβαδάκια,

βλέπει απ' τη μια της άκρη, βλέπει

κι από την άκρη της την άλλη,

σε μια τριγύρω νερομάνα, γιορτή παράξενη μεγάλη

το χρόνο μια φορά,

στο έμπα του Μάη του μήνα,

στ' άνθια του Μάη και στη χαρά.

 

'Ερχονται οι γύφτοι, οι γύφτοι, οι γύφτοι!

Κ' έρχονται οι γύφτοι που κρατήσαν

για μια στιγμή το πλάνεμά τους,

κι αποκουμπήσαν σε καλύβια

σκεπής εκεί έναν ίσκιο νάβρουν,

να πουν πως είναι σπιτωμένοι,

και πως χαρήκανε τη ζέστα

γλυκοφερμένη από το ντζάκι

κι από την πόρτα την κλεισμένη,

και πως χαρήκαν και το δρόσος

που ανάλαφρα φυσάει και μπαίνει

απ' τ' ανοιγμένο παραθύρι.

κ' ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν

κι οι αρρίζωτοι ψεωτορριζώσαν,

και συγγενέψαν με τους ξένους,

με τους αλλόφυλους ταιριάσαν,

κ' οι ξένοι δεν τους αγαπήσαν,

τους αρνήθηκαν και οι δικοί τους,

και τους μισήσανε πιο απ' όλους,

το αίμα τους, οι άλλοι οι γύφτοι,

κ' ήρθαν οι καταφρονεμένοι

κι αυτών των καταφρονεμένων.

Κ' είναι οι καλύβες τους πιο έρμες

κι απ' τα ρημάδια τα καμένα,

κ' εκείνοι πιο δυστυχισμένοι,

γιατί τους διώχνει και το σπίτι,

και δεν τους θέλει ούτε κι ο δρόμος.

γιατί κ' η Λευτεριά η θεότη,

πόχει τη δύναμη και κάνει

και την κακία ακόμα θεία,

τους έλειψε κ' η λευτεριά,

στο μολεμένο αέρα μέσα,

στις πολιτείες και στα χωριά.

Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι.

κ' είναι η κακία τους χωρίς

φωτιά κι ανάστημα κι αέρα,

για χριστιανοί, για τούρκοι, για άθεοι,

και ζουν εδώ και ζουν εκεί,

και παραδέρνουν πάντα, γύφτοι

καθιστικοί.

 

Και να και οι γύφτοι, στερνολείψανα

μιας αρχοντιάς πόχει πεθάνει.

και ξεχωρίζουν απ' τον άλλο

γυμνό κουρελιασμένονε όχλο,

κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψεις τους,

λεπίδες καλοακονισμένες,

κι από τ' αλύγιστα κορμιά τους

κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα

ξέρουν ακόμα να οδηγάν,

ξέρουν ακόμα και προστάζουν.

Και τα δασά χυτά μαλλιά τους

σκιάδια πλατύγυρα τα ισκιώνουν,

κι απάνω τους αεροσαλεύουν

τούφες φτερών, και τριζολάμπουν

μαλλινομέταξα καφτάνια,

φέρμελες φλωροκαπνισμένες.

ξέχωροι απάνου στ' άλογά τους,

κ' ευγενικοί και καπετάνιοι,

και σαν ταφόπετρες φαντάζουν

τα μέτωπά τους, και θαμμένα

κάτω απ' αυτές ζωές και τύχες,

νιάτα, καιροί, μεγαλωσύνες.

Και θα μπορούσες να ξανοίξης

με κόπο και στα πρόσωπά τους

διαλεχτό κάτι και καθάριο,

που, πριν για πάντα να βουλιάξη

στα βάθια πέλαου ωργισμένου,

σπαράζει απάνου απάνου, και είναι,

στιγμή πικρότατη στερνή,

κ' είναι το σπάραγμα κι ο αγώνας

για γλυτωμό που δε θαρθή.

 

Κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι οι διαβασμένοι

κ' οι σκεφτικοί κ' οι βυθισμένοι

στ' αξήγητου το ξήγημα, ήρθαν,

κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι οι χτυπημένοι

από την πέτρα της μελέτης,

κ' οι μαντευτάδες κ' οι αστρολόγοι,

κ' οι γητευτές κ' οι ρουχολόγοι,

κ' οι ξηγητάδες των ονείρων.

Κι αυτοί που λεν, και δεν σωπαίνουν,

τα παραμύθια τα παράξενα,

τα παραμύθια τα φερμένα

κι αυτά σα μύρα και πετράδια

μέσ' απ' τις πρώτες τους πατρίδες

τις γιγαντόπλαστες που είν' όλα

άπνιχτα, ανέγγιχτα, περίσσια.

Κ' εκείνοι που διηγούνται κάποιες

μαύρες θλιμμένες ιστορίες,

κι ας τις φωτίζουν φωτοκαύτες

ήλιοι παντού σκληρά χυμένοι.

Κ' ήρθαν και οι γύφτοι που γνωρίζουν

των πλανητών τα κατατόπια

κι όλα τα μυστικά των άστρων,

και που μιλάνε με τ' αστέρια,

και που θωρώντας τα μαντεύουν

ζωές, αγάπες, μοίρες, χάρους.

Κ' ήρθαν οι γύφτοι όσοι μερεύουν

τα φίδια με τα εφτά κεφάλια

που χίλιους θάνατους σκορπίζουν.

κ' ήρθαν οι γύφτοι με τα φίδια

που τα μερεύουν και χορεύουν

και που βραχιόλια πλέκοντας τα

σφιχταγκαλιάζονται με κείνα.

Κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι που διαβάζουν

με τα σιβύλλικα τα μάτια,

των γυναικώνε τους τα μάτια,

στα χέρια απάνου, σ' όποια χέρια,

σα σε βιβλία και σε δεφτέρια,

της Μοίρας τα κρυφά γραμμένα.

Γύφτοι σοφοί και γύφτοι μάγοι,

φτάνει να θέλανε, μπορούσαν

σε κάθε τόπο να ριζώσουν,

σε κάθε γένος να φαντάξουν,

καρδιές και γνώμες να υποτάξουν.

Δε θέλουν, τίποτε δε θέλουν

μονάχα θέλουν να διαβαίνουν,

περήφανοι και πεισματάρηδες,

ξένοι, γυμνοί και αφωρισμένοι,

με τα κοράκια, με τα σύγνεφα,

και με τους γερανούς τους περατάρηδες.

δεν είναι ανήμποροι. Είναι οι γύφτοι.

 

Κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι, που τα κάμαν

σαν τη ζωή τους και τα σπίτια,

και τα θεμέλιωσαν απάνου

στ' αμάξια τους, κι αυτά κυλάνε,

και βόιδια σέρνουν τα ζεμένα,

κι απ' τους ελέφαντες κάτι έχουν

κ' έχουνε κάτι απ' τα καράβια.

και καθώς πάνε και περνάνε

στενά, κακοτοπιές και ρούγες

τριζοβολάνε και βογγάνε.

και κάποτε μπροστά στα σπίτια,

και πίσω οι γύφτοι λαχανιάζουν,

και κείνα δείχνονται σα νάναι

ιερό και μέγα κάτι τι.

σαν αϊπιτάφιοι, σαν κιβωτοί.

 

Να και οι τουρκόγυφτοι, οι σκηνίτες,

η αμάλαγη, η καθάρια γέννα!

Πάντα κι από παντού διαβαίνουν,

μαύρα σπαθόφτερ' αγριοπούλια

μέσ' τα πλατιά και μέσα στα έρμα,

κ' η ασύντριφτη κρατάει ψυχή τους

άσκυφτ' ολόισο το κορμί τους,

και της ψυχής τους η αγριάδα

μέσ' απ' τα μαύρα φωτερά τους

λυσσομανάει, κ' είν' αχαμνοί

και χειροδύναμοι, απ' ατσάλι

κι από κεντρί.

Χαρά οι χιονιές, χαρά η βροχή,

και πανηγύρι το λιοπύρι.

και πιο μεγάλο πανηγύρι,

στη γυμνή γη, καθώς σε βρίσκει

γυμνόνε ο Χάρος και σε πνίγει,

κι ο θάνατος μέσα στην τέντα,

στην ανεμόδαρτη και στη σκισμένη,

καθώς χυμάει και σε μαραίνει.

 

Γαντζάοι, Κατσίβελλοι, Νετότσοι,

Σίντηδες, Ρόμοι, Ζαπαράδες,

κάθε όνομα, κάθε γενιά!

κ' οι βουλγαρόγυφτοι απ' το Δούναβη,

κ' οι γύφτοι απ' τη Μολδοβλαχία,

κι από την Κύπρο κι απ' τον Καύκασο,

κ' οι γύφτοι από τα Δωδεκάνησα.

κ' οι μελαψοί κ' οι αρκουδοτρόφοι,

κ' οι ατσίγγανοι με τις μαϊμούδες,

κ' οι ζουρναχείληδες εδώ είναι

κ' εδώ είν' οι μπόιδες κ' οι φονιάδες,

κι αυτοί που πίστη μολογάνε

κάθε λατρεία, κάθε θρησκείας,

κ' είν' άπιστοι, κ' είν' άθεοι, κ' είναι,

ποτέ δεν είναι με κανένα,

κι απάνου απ' όλα αδιάφοροι είναι,

και κάτου απ' όλα ξεγλυστράνε,

κι απ' όλα σέρνονται πιο κάτου.

Κι αυτοί που ζούνε με τους λύκους

μέσα στα σπήλια και τις τρύπες,

άγριοι, μισόγυμνοι, έρμοι, πλάνοι,

κ' έχουν τα χέρια τους καμάκια,

κ' έχουν τα δόντια τους αρπάγια,

και θρέφονται με κρέατα γάτων,

με σάρκες ποντικιών και σκύλων,

κ' είναι σα γύπες και σα γρύπες

κι απ' όλα ελεύτεροι, και κάποτε

κι από τα σπήλια κι απ' τις τρύπες.

 

Κ' ήρθανε κ' οι καλαθοπλέχτες,

να κ' οι αλογοπραματευτάδες.

πεταλωτήδες, ξυλοκόποι,

γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες,

γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες,

κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι,

και που ποτέ δεν το ποθήσαν,

κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων

τα χαροκόπια και τις έγνοιες

και τα φιλιά και τις αμάχες,

και τον ιδρό του φαμελίτη

και τη ντροπή που της γυναίκας

τα δροσομάγουλα πυρώνει,

και τον καπνό που από το τζάκι

το σπιτικό γλυστράει και φεύγει,

την αρχοντιά, τη φτώχια κι όλα.

και τίποτε δεν τους ξαφνίζει,

κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν,

και κάθε νύχτα στα τσαντήρια,

γυρνούν, κ' ειν' ίδιοι, πάντα είν' ίδιοι.

 

Κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι που δουλεύουν

το χάλκωμα και το καλάγι,

κ' οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες,

κ' οι γύφτοι οι σφυροκόποι να τους!

με τα πανάρχαια σύνεργά τους,

με τα διπλά τους φυσητήρια,

γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα

τα χίλια μύρια,

ξεσκαλιστάδες της φωτιάς,

κρατώντας την πάντ' αναμμένη

και σα να παίρνουν από κείνη

πάντα όση δύναμη τους μένει.

 

Κ' ήρθαν κ' οι πλάστες οι μεγάλοι

που είναι τα έργα τους από ήχο

κι από ρυθμό κι από όνειρο είναι,

κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι οι λαλητάδες.

κ' ήρθαν οι γύφτοι που ξεχνάνε,

κι ως και τη γλώσσα τους ξεχνάνε,

από τη μια στην άλλη χώρα,

και την αλλάζουνε κι κείνη

καθώς αλλάζουν τα ραβδιά τους,

περπατητάδες, από τόνα

κι απ' τ' άλλο δέντρο κόβοντάς τα,

και η γλώσσα τους ποτέ δε στέκει,

μόνο κι απ' όπου κι αν περάσουν,

λόγια από κάθε λαό κλέβουν,

και στα δικά τους τα ταιριάζουν

τα ξένα λόγια, καθώς ζέβουν

τα ζα στα κάρρα τους απάνου,

που είναι μαζώματα κι κείνα

της αρπαξιάς, κ' είν' απ' ολούθε.

Κ' ένα μονάχα δεν αρπάζουν,

κ' ένα μονάχα δεν αλλάζουν,

κ' ένα ο καρπός της αμοιριάς τους,

κ' ένα της άκαρδης καρδιάς τους

το πλάσμα. Πλάσμα εσύ από ήχο,

πλάσμα ρυθμού και πλάσμα ονείρου,

εσ' είσαι η γλώσσα τους η μία

κ' η ασάλευτη και η μυστική!

Κ' ήρθαν κ' οι γύφτοι οι μουσικοί.

 

Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες

φανταχτερά γιορτής φουστάνια,

γύφτισσες ήθαν και κρεμάνε

χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια,

με κόκκινα φορέματα ήρθαν,

με κίτρινα μακριά μαντήλια.

ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια!

Κ' ήρθαν ανθοστεφανωμένες

μ' όλα τα λούλουδα του Μάη,

κι άνθια κρατώντας και στα χέρια,

ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια,

και κύκλους πλέκουν και χορεύουν

και τραγουδάν το Μάη το Μάη,

κι ανάμεσό τους αρχινάει,

ξεχωρισμένη από τις άλλες,

τρικυμισμένο ένα χορό,

λυγιέται, σέρνεται, πετάει,

κορίτσι δεκοχτώ χρονώ

στο μανιωμένο το χορό,

και του χορού βασίλισσα είναι,

κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα,

η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!.

 

Κ' ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες,

οι γύφτισσες που τραγουδάνε:

-Τώρα είν' η άνοιξη κι ο Μάης,

τώρα το καλοκαίρι, τώρα

κι ο ξένος βούλεται να πάη,

στον τόπο του να πάη, και τρέχει,

νύχτα σελώνει τ' άλογό του,

νύχτα το καλλιγώνει, βάνει,

χρυσά τα πέταλα τα βάνει,

βάνει και τα καρφιά ασημένια.

Καταραμένοι κ' εσείς γύφτοι,

που να γυρίσετε δεν έχετε

κανένα τόπο, και πατρίδα,

γύφτοι, καμιά δεν σας προσμένει,

ο Μάης ο μήνας σας προσμένει,

ο Μάης ο ρήγας σας καλεί,

ελάτε, γύφτοι από τη Δύση

και γύφτοι απ' την Ανατολή,

και μ' όλα του τα περιβόλια

σας κράζει ο Μάης ξεφαντωτής

στην τρίμερη και στη μονάκριβη

γιορτή της γύφτισσας ζωής!

Κι απ' την Κακάβα πόχει μέσα της

ανάκατα τα πολυσπόρια,

πικρό, σκληρό κι αρρωστημένο

το έρμο πιοτό και το φαϊ,

κ' έχει νερό απ' τη νερομάννα,

μέλι εσείς βγάλτε, βγάλτε γάλα,

βγάλτε ουρανόβροχο ένα μάνα,

κ' ένα παλιό γερό κρασί,

ω γύφτοι, ω μάγοι και σοφοί,

που σας δουλεύουν οι δαιμόνοι

μεσ' τα γητέματα, στα ξόρκια,

και μέσ' στη Σολομωνική.

Νύχτα σελλώστε τ' άλογά σας

και καλλιγώστε τα, και πάρτε,

και το χρυσάφι από τ' αστέρια,

κ' ελάτε πανηγυριστάδες,

οι αταίριαστοι, έρωτες και ταίρια,

τρίμερο ανάστα να χαρήτε,

και μέσ' στ' απλόχωρο λιβάδι

πατρίδα τρίμερη να βρήτε! -