Τίτος Πατρίκιος, ''Ο εντοιχισμένος'', στον τόμο: Αντικριστοί καθρέφτες, Αθήνα, εκδ. Στιγμή, 1988, σ. 43.

Απόλυτη ακινησία όπως σε παλιό φωτογραφείο

για να πετύχει ο εντοιχισμός

να μείνει το αρνητικό της τελευταίας έκφρασης

που γι' άλλους θα 'ναι η πρώτη

άμμος κι ασβέστης, νερό, χαλίκι

παχύ τσιμέντο που καλύπτει τα κυρτώματα

σκεπάζει την κάθε χαραγή.

'Επειτα λιώνοντας αργά μέσα στον τοίχο

πίσω από πλίθρες, κοτρώνια, τούβλα

πελεκημένες πέτρες, μαρμαρόπλακες

ή από την καλή μεριά πίσω απ' το κονίαμα

τις ριπολίνες, τους σαγρέδες, τα πλαστικά

φτάνεις να γίνεις όχι μια μαλακή φουσκάλα

σαν κι αυτές που σπάγαμε όταν φούσκωνε η μπογιά

μα ένα κενό κορμιού με χτιστό περίβλημα.

Υπάρχουμε έτσι σαν ανθρωπόμορφα κοιλώματα

στο εσωτερικό μαντρότοιχων, Μακρών Τειχών

ή μεσοτοιχιών διαμερισμάτων -το γκρέμισμά τους

αντί να μας ελευθερώνει μας εξαφανίζει.