LACRIMAE RERUM

'Αμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμένη
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

'Εξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα
τα πράγματα, που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλιό ρολόι
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά φριχτά το μοιρολόι.

----------------------------------------------------

                     ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

'Ονειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,
λίγοι παλιοί σύντροφοι μου και κάποιες κοπέλλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλήνη, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακρυά στης χαράς το νησί.

Ούτ'ένα σύννεφο κι ούτ'ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.
Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγος, φως πέρα ως πέρα.
Μα ποιος επήγε ποτέ του μακρυά στης χαράς το νησί;

Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; Γελάει
όλ' η γλυκειά συντροφιά μου, γελά η θλιμένη ζωή,
στ' άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει:
Όπου και να 'ναι μακρυά θα φανεί της χαράς το νησί...

--------------------------------------------------------

              ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι' άκρη, τώρα π' άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιες το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ' ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.

Πιες το, η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθ' η μοίρα σου η κακιά, να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε, μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.