Στη μικρή μας πόλη είχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Εβραίους - περισσότερους, όχι λιγότερους. Είταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ' τη Συναγωγή τους - το Συναγώι, που το λέγανε και κείνοι και μεις, μέσα στο παλιό Κάστρο της πόλης και σε μερικούς δρόμους, ολόγυρά του. Οι χριστιανοί, που καθόντανε μέσα στο Κάστρο και σ' αυτούς τους οβραίικους δρόμους ολόγυρα, είχα στην οξώπορτά τους ένα σταυρό ζωγραφισμένο μ' ασβέστη. Είταν όμως λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, τόσο πολύ, που σ' αυτούς τους δρόμους είτανε συνήθειο παλιό να βγαίνει την Παρασκευή το βράδυ άνθρωπος της Συναγωγής, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τελαλούσε δυνατά:

-         Ώ...ω...ρα για Σαμπά!... Ώ...ρ...ααα για Σαχρί!... Τελαλούσε πως έπεσε ο ήλιος κι άρχισε Σάββατο και κανένας τους να μη πιάνει φωτιά μες στα σπίτια τους ως τ' άλλο το βράδυ. Παναπεί δηλαδή πως είταν πέρα για πέρα οβραίικοι δρόμοι. Είταν ο δικός τους μαχαλάς - τα οβραίικα.

Ταπεινοί, τόσο ταπεινοί σαν νά' τανε φοβισμένοι και φουκαράδες είταν οι πλιότεροι - οι πιο φουκαράδες μέσα στην πόλη μας είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ' οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ' οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν απ' τους πιο βρώμικους και τα παιδιά τους απ' τα πιο αρρωστιάρικα - όλο σπυριά. Κάνανε το χαμάλη, το λούστρο, το μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Και δουλεύαν και τα παιδιά τους από μικρά, μαζί τους ή κάναν θελήματα κ' οι γυναίκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στα ξένα τα σπίτια, ακόμα και στα πορνεία της πόλης - τόσο μικρή και τέσσερα - πέντε τα είχε - αυτές καθαρίζανε, τόσο είτανε φτωχές. Εργάτες ωστόσο να πάνε, να μάθουνε τέχνες, ραφτάδες να πούμε, μαραγκοί, σιδεράδες - τέτοια πράγματα - κανένας δεν πήγαινε. Δεν θέλανε, λέγαν, να σκλαβωθούν με το μεροκάματο και την τέχνη. Μερικοί τενεχτσήδες - δηλαδή τενεκετζήδες - τσαγκαράδες - και καλύτερα να πως μερεμετιτζήδες των παπουτσιών - κ' ένας - δυο χασάπηδες, που δεν πούλαγαν ποτές γουρουνίσιο κρέας, είχαν κάτι μικρομάγαζα. Μα στα οβραίικα μέσα κι αυτοί - δεν πηγαίνανε παραπέρα.

Είταν ύστερα οι γυρολόγοι του δρόμου, πραματευτάδες δηλαδή, μεταπράτες και παλιατζήδες, το δικό τους το οβραίικο είδος, το πάππου προς πάππου. Δεν είτανε και πολλοί μα γιομίζαν όλη την πόλη με τη μεγάλη φασαρία που κάνανε. Γυρνούσαν τους μαχαλάδες από το πρωί ως το βράδυ με μια τάβλα κρεμασμένη μπροστά στην κοιλιά τους ή μια μεγάλη σακούλα στην πλάτη, κάνε σέρνοντας το μικρό καροτσάκι τους και φωνάζαν ακούραστα - τελαλούσανε την πραμάτεια τους μ' ένα τρόπο ξεχωριστό και δικό τους, κάπως σαν τραγουδιστά, σα να σέρνανε τη φωνή τους στο τέλος των λέξεων - καθώς συνήθαγαν όλοι τους.

-         Ουβριέ, τον φώναζαν οι γυναίκες στους μαχαλάδες, σκύβοντας απ' το παράθυρο - ακόμα κι αν το' ξεραν τ' όνομά του.

Αυτός άκουγε, δεν κακοκαρδιζόταν που τον φώναζε Οβραίο, ακουμπούσε την πραμάτεια στο πεζούλι της πόρτας ή πάνω στο δρόμο, έπαιρνε μιαν ανάσα και την περίμενε να κατέβει για ν' αρχίσουν εκεί παζάρεμα ατέλειωτο για ένα μασούρι κλωστή ή μια πήχη λάστιχο για βρακοζώνα που το χρησιμοποιούσαν και για καλτσοδέτα.

Τα παιδιά καμιά φορά τρέχαν πίσωθέ του και φωνάζανε τραγουδιστά και τον κοροϊδεύαν:

            Σπίρτα, ράμματα, βιλόνια,

            τ' Ουβριού τα παντελόνια.

Αυτός δεν κακοκαρδιζότανε με τα παιδιά και τραβούσε τον ανήφορο, σκύβοντας το κεφάλι του πάνων στην πανάκριβη πραμάτεια του, που την αβγάτιζε μέρα με την ημέρα, μες στο λιοπύρι και τη βροχή, την καταφρόνια και τον περίγελο, όσο να τον αξιώσει ο Θεός ν' ανοίξει κι αυτός το δικό του το μαγαζί στο παζάρι μαζί με τους άλλους.

Στο παζάρι της πόλης θα' τανε καμιά εκατοπενηνταριά - διακόσιοι Εβραίοι με μαγαζιά - τόσοι απ' τις τέσσερις χιλιάδες. Αλλοι με μικρά μαγαζιά και καμπόσοι με βαρβάτα εμπόρια - όσο βαρβάτα μπορούσανε νά' ναι τα εμπόρια σε μια πόλη που την έτρωγε το σαράκι, είδος γεροντοχτικιό. Πουλούσανε πανικά, γυαλικά, σιδερικά, τέτοια εμπόρια, είδος έτοιμο, απ' έξω φερμένο, όχι στάρια, τροφίματα, εγχώρια είδη - τέτοια πράματα δεν είχε κανένας τους. Τα μαγαζιά τους είταν ανακατωμένα με των χριστιανών, δεν είχαν παράξενο τίποτα, γένια ή στο ντύσιμο, όπως αλλού, και τη φωνή τους ακόμα πασκίζαν αυτοί και τη σουλουπώνανε να μη σέρνεται - ξεχωρίζαν ωστόσο κι αυτοί με το πρώτο πως είταν Εβραίοι.

Τέλος - είτανε και κάτι λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, σπουδαγμένοι, ένας - δυο γιατροί, φαρμακοποιοί, ένας - δυο δικηγόροι και κάτι δάσκαλοι των ξένων γλωσσών, όχι άλλες επιστήμες, μηχανικοί, γεωπόνοι, να πούμε τεχνικοί γενικά, που και σ' όλη την πόλη δεν είταν πολλοί - δεν τους σήκωνε ο τόπος.

Αυτοί που' χανε τους παράδες ζούσανε βέβαια καλύτερα από τους άλλους - σε καλύτερα σπίτια, είχαν και δούλες - Οβριές - κ' είχανε φκιάξει έξω απ' το Κάστρο ένα - δυο οβραίικους δρόμους, πού' ταν κι από τους καλύτερους της πόλης. Αυτοί το βράδυ ανεβαίνανε και στα καφενεία στην πλατεία της πόλης, είχαν νταραβέρια με καλούς νοικοκυραίους και καθόντανε μαζί τους και παίζανε τάβλι. Όποιος έχανε πλήρωνε και για τους δυο μας.

Πλούσιοι και φτωχοί είταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ' τη Συναγωγή τους, είταν όλοι θρήσκοι, κανένας δεν έπιανε φωτιά το Σάββατο και κανένας δεν δούλευε το Σάββατο. Πλούσιοι και φτωχοί, είταν όλοι τους ταχτικοί στη ζωή τους, παντρευόνταν από μικροί κ' είχαν όλοι τους ένα δεύτερο ρούχο, καλύτερο, για να το φοράνε το Σάββατο, να πάνε το πρωί στη Συναγωγή τους και να βγούνε τ' απόγευμα να κάνουν περίπατο. Οικογενειακώς. Όσοι μπορούσανε καθόντανε και στο καφενείο, πάλι οικογενειακώς. Πίνανε καφέ ή μια γκαζόζα, οι γυναίκες τους τρώγανε μια βανίλια και τα παιδιά μοιραζόντανε το λουκούμι που κοβόταν στα δυο - δεν ντρεπόνταν που τους κοιτούσαν απ' τα γύρω τραπέζια. Την Κυριακή τ' απόγευμα ξαναβγαίνανε περίπατο, πάλι οικογενειακώς ή πηγαίνανε στο καφενείο και χασμουριόνταν ώσπου να περάσει κι αυτή - μια μέρα ακόμα χαμένη.

Τέτοια ταπεινή, φρόνιμη και συμμαζεμένη είταν η ζωή ολονών τους.

Κι ωστόσο μέσα στην πόλη λέγανε γι' αυτούς πολλά και διάφορα πράγματα. Τους φορτώναν ένα σωρό κουσούρια, κακίες κι αδυναμίες, που τάχα εμείς δεν τις είχαμε - και πρώτα-πρώτα για τους παράδες που τους μαζώνανε δεκάρα-δεκάρα και που τάχα εμείς τους σκορπούσαμε. Γενικά τους παρασταίνανε σαν ανθρώπους παρακατιανούς, ράτσα τιποτένια και βρώμικια. Τους λέγανε παλιόβριους και τσιφούτιδες. Οι μεγάλοι δεν τους το φωνάζαν μπροστά τους, μα σαν τύχαινε Εβραίος να βρεθεί μια φορά έξω απ' το παζάρι και τα οβραίικα, στους μακρινούς μαχαλάδες της πόλης και τον γνωρίζανε τα παιδιά, τρέχανε πίσω του και του φωνάζαν τραγουδιστά!

            Ουβριέ, παλιόβριε,

            που' ν' η κότα πόκλεψες...

Ανοησίες δηλαδή των παιδιών και των μεγάλων που τα βγάζαν αυτά, γιατί οι Εβραίοι πού' χαμε μεις στη δική μας την πόλη δεν κλέβαν και προπαντός δεν κλέβανε κότες. Μα αν όλοι το πίστευαν πως οι Εβραίοι κάνουνε τόσα και τόσα, δεν πειράζει φυσικά να φωνάξει και το μαξούμι - το παιδάκι δηλαδή - πως κλέβαν και κότες. Δεν είτανε μάλιστα και παράξενο πως στο τέλος το' χανε και οι ίδιοι πιστέψει πως κάπως έτσι πρέπει να' ταν τα πράματα, αφού κι αναμεταξύ τους ακόμα μπορούσαν να βρίζονται ή να χαϊδεύονται φωνάζοντας ο ένας στον άλλον παλιόβριο.
Λέγαν ακόμα γι' αυτούς και πολλές μικρές ιστορίες που τις είχαν ακούσει μονάχα, μα τις παράσταιναν όλοι σα να' ταν αλήθεια και νά' χανε γίνει στη δική μας πόλη από δικούς μας Οβραίους. Και είταν έτσι καλοφκιαγμένες, νόστιμα κι ομορφούτσικα ταιριασμένες, που δεν είταν παράξενο πάλι να τις ακούσει κανένας κι από τους Οβραίους τους ίδιους να τις λένε και να γελούνε - τις βρίσκανε δηλαδή κι αυτοί ταιριασμένες.

Οι μανάδες λέγανε κι αυτές στα παιδιά τους να μην αργούνε το βράδυ να γυρίσουνε σπίτι, γιατί έξω απ' τα τζίνια - τα φαντάσματα που βγαίνουν άμα πέσει το σκοτάδι - είναι κι Οβραίοι που πιάνουνε τα μικρά τα παιδιά και τα βάνουνε στα βελόνια κι από το αίμα τους φκιάχνουνε τα ματσόθ - τ' άζυμα δηλαδή. Πάλι ανοησίες φυσικά γιατί παιδί κανένα δε χάθηκε ποτές απ' αφορμή τους Οβραίους. Και το ξέρουν όλοι. Και το Πάσχα, την Πρωτοχρονιά και τα Καλύβια, τη γιορτή της Σκηνοπηγίας - αυτές τις τρεις μεγάλες γιορτές τους, οι γειτόνοι τους οι χριστιανοί, κι άλλοι τους γνώριμοι μέσα στην πόλη, τα δεχόνταν απ' αυτούς τ' άζυμα που τους στέλνανε, δηλαδή τα ματσόθ. Και δεν φοβόντανε πως είναι ζυμωμένα με το αίμα. Και τους στέλνανε και κείνοι στο δικό μας το Πάσχα κουλούρια και πορτοκάλια στο μαντίλι - πασχαλιές που τα λέγανε - μονάχα τα κόκκινα αυγά δεν τους στέλνανε.
Είταν δηλαδή τα πράματα μπερδεμένα λίγο με τους Εβραίους. Όσο και να τους καταφρονούσαν, είχαν όλοι τους μέσα στην πόλη κάθε λογής καλά νταραβέρια μαζί τους, και ψωνίζαν απ' αυτούς και δανείζονταν, οι πλούσιοι συνεταιριζόνταν στα εμπόρια κ' οι φτωχοί τραβούσαν τα ίδια με τη φτώχεια και με τα βάσανα. Και μ' όσα κακά κι αν τους φόρτωναν, κανένας ποτέ δεν ακούστηκε να πειράξει Εβραίο μόνο και μόνο γιατί είταν Οβριός, ποτές μήτε τη Μεγάλη την Πέμπτη - όχι, δεν τους πειράζαμε εμείς.

Δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από μας. Κι ωστόσο, παραλήδες ή ζητιάνοι, σπουδαγμένοι ή δουλευτάδες, από κει, από τα οβραίικα τα δικά τους, κανένας δεν ξέκοβε, δεν πήγαινε παραπέρα, δεν χώριζε από τους άλλους.

-         Εδώ είναι η κλώσσα, τους έλεγε ο Σαμπεθάι Καμπιλής.

Και το' βρισκαν όλοι σωστό και σοφό με την κλώσσα του - που να πας και να χάνεσαι μέσα στους ξένους; Και κανένας δεν έφευγε από την κλώσσα. Μήτε για όρκο δεν είταν Εβραίος που να κάθεται σ' άλλον μαχαλά μέσα στην πόλη.

Γρήγορα-γρήγορα τρέχαν το βράδυ να μαζωχτούνε γύρω στην κλώσσα τους - σα να ξύπναγε μέσα τους ένας φόβος παλιός. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι ο μαχαλάς τους ερημωνόταν κι ο ίσκιος του Κάστρου απλωνόταν πάνω του, κάθιζε πάνω του. Αμπαρώναν τις πόρτες, κλεινόντανε μέσα και κάναν πολλά παιδιά σαν τους χωριάτες. Μερικοί μέσα στην πόλη θέλανε να λένε πως οι Οβριές με τα παχιά τους τα χείλια είτανε γρήγορες στον έρωτα σαν τις περιστέρες κ' εύκολες στην γέννα σαν τις κουνέλες - και γι' αυτό τα πολλά τα παιδιά τους.

Τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες ο δυτικός άνεμος ερχόταν από τη λίμνη που βρίσκεται δίπλα στην πόλη και ξεσπούσε στον οβραίικο μαχαλά βουίζοντας μέσα στα σκοτεινά χαγιάτια και τις σαραβαλιασμένες στέγες, γιομάτος όνειρα ταραγμένα. Τις ήμερες νύχτες, μέσα στην ησυχία, ακουγόνταν οι καλαμιές που τραβούσανε σ' ατελείωτο μάκρος το πνιγμένο τους αργοσάλεμα, κάτι σα θρήνος για μια χαμένη ζωή. Κι από τις αρχές της άνοιξης ως το τέλος του καλοκαιριού, ο ύπνος του μαχαλά λικνιζότανε μέσα στην ατέλειωτη συναυλία των βατράχων που δίπλα στο μαχαλά διαλαλούσαν από τη λίμνη το χορτασμό και τους έρωτές τους πάνω στην πράσινη, βρώμικη λάσπη της όχτης.

Η εβραίικη κοινότητα σ' αυτή την πόλη πρέπει νά' ταν καμωμένη από χρόνια πολύ παλιά. Γι' αυτό τα οβραίικα είτανε μέσα στο Κάστρο της. Και γι' αυτό κ' η Συναγωγή της είχε αρχιραβίνο κι όχι ραβίνο. Και λέγανε κιόλας πως είταν Μητρόπολη της Συναγωγής της Νέας Υόρκης ή του Σικάγου - δεν τα θυμάμαι τώρα καλά.

Ο Σαμπεθάι Καμπιλής έλεγε σχετικά πως αυτοί δεν είταν Ισπανοεβραίοι σαν της Θεσσαλονίκης, μα βρισκόνταν εκεί από τους πρώτους διωγμούς των Ρωμαίων κ' έφτασαν γραμμή από την Παλαιστίνη και στάθηκαν εκεί και κονέψαν και δεν το κούνησαν ύστερα. Δηλαδή κάπου δυο χιλιάδες χρόνια βρισκόνταν εκεί - αυτό έλεγε.

Διαβασμένος κανένας θα μπορούσε να του παρατηρήσει πως ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν ο Τουδέλας, που γύρισε όλη την Ελλάδα στα μέσα του δωδέκατου αιώνα και πήγε σ' όλες τις οβραίικες Συναγωγές και τις αναφέρει μία προς μία, δεν γράφει τίποτα για Οβραίους σ' αυτή την πόλη μήτε καν την αναφέρει. Ο Σαμπεθάι Καμπιλής είχε αμέσως ν' αντιπροβάλει τα αναγκαία επιχειρήματα και να τον κολλήσει στον τοίχο.

Έλεγε δηλαδή πως ο άλλος περιηγητής του ίδιου καιρού, ο Αραβας Εδρισή, γράφει πως η πόλη αυτή, η δική μας, είναι καμωμένη πάνω σε νερά. Αυτό βέβαια δεν είναι και καμιά σπουδαία ανακάλυψη αυτουνού του Εδρισή, αφού δίπλα στην πόλη βρίσκεται η λίμνη. Έλα όμως που το ίδιο γράφουνε και τα πανάρχαια χαρτιά των Οβραίων της πόλης αυτής, πως είναι «γκιώδ» - κάπως έτσι, πάλι δεν θυμάμαι καλά - δηλαδή πόλη πάνω σε νερά. Και πως αυτό λογαριαζότανε πάρα πολύ από τους Οβραίους του παλιού καιρού, να του γράφουνε δηλαδή σε τι μέρος το φκιάξανε το καινούργιο το Συναγώι τους. Και πως τέλος αυτό θα μπορούσε κανένας να το βρει να ταιριάζει μια χαρά και με του Προκόπιου όσο γράφει για την Εύροια στο βιβλίο του για τα χτίσματα του Ιουστινιανού - «ύδασι κατακορής»... Αρα «γκιώδ» ίσον Εύροια και Εύροια, η δική μας η πόλη. Όπερ έδει δείξαι.

Όλο αυτό είταν ένα ζήτημα που δεν φαίνεται να τους σκότιζε και πολύ τους ξυπόλυτους Εβραίους της πόλης μας και τις Οβραίες που ξενοδούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Μήτε τους βοηθούσε σε τίποτα, να το ξέρουνε δηλαδή αν είχανε φτάσει κει πέρα κυνηγημένοι από τους Ρωμαίους στην Παλαιστίνη ή την Ιερή Εξέταση στην Ισπανία. Παραδεχόνταν ωστόσο κι αυτοί πως για να κάθεται ο Σαμπεθάι Καμπιλής ο δικός τους και να χάνει τον καιρό του με χαζοπράματα τέτοια παναπεί πως δεν θά' τανε χαζοπράματα και θά' χε βέβαια κάποιο χρήσιμο λόγο - γι' αυτόν τον ίδιο - κι αν είτανε γι' αυτόν, είτανε σίγουρα και γι' αυτούς, για όλους τους. Λέγανε μάλιστα πως είχε καθίσει κ' είχε γράψει κ' ένα σημείωμα για το ζήτημα αυτό και το' δωσε κάποτε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στα μεγάλα κεφάλια. Και τους έγραψε στο σημείωμα, πως για να βρίσκονται εκεί - σίγουρα πράματα κι ας μην το γράφει αυτός ο Τουδέλας - δύο χιλιάδες χρόνια οι Οβραίοι παναπεί πως κι η πόλη και το Κάστρο της βρισκόταν από τότες, δυο χιλιάδες χρόνια. Και, φως φανάρι, λοιπόν, αποκλείεται να χτιστήκαν από βαρβάρους που κατέβηκαν υστερότερα, αν είναι αλήθεια πως πατήσανε ποτές το ποδάρι τους στην Ελλάδα οι βάρβαροι. Και το δεχτήκανε, λέγανε, με τιμή και χαρά οι σοφοί της Αθήνας το σημείωμα αυτό για να το χρησιμοποιήσουν αυτοί επιστημονικώς - όπως είναι η δουλειά τους - αφού έτσι όμορφα-όμορφα, μαζί με την παλαιότητα της ισραηλιτικής κοινότητας σ' αυτή την πόλη - ζήτημα όχι και τόσο σπουδαίο - αποδειχνόταν κι από το Σαμπεθάι Καμπιλή η αιωνιότητα της ελληνικής φυλής - ζήτημα σπουδαιότατο, καθώς ξέρουμε όλοι μας. Και προπαντός, η συνέχεια των πολιτισμών της.

Ο Σαμπεθάι Καμπιλής δεν είχε καμιά επίσημη ιδιότητα. Δεν είταν χαχάμης στο Συναγώι ούτε σύμβουλος στην Κοινότητα των Εβραίων ούτε επίτροπος σε λεφτά ούτε τίποτα. Δεν ανακατευόταν σε τίποτα, δεν πήγαινε πουθενά, ούτε στο νομάρχη για ζήτημα της κοινότητας ούτε στους βουλευτές για ρουσφέτια ούτε στο δήμαρχο για παράπονα ούτε σε κανένα. Μια φορά το χρόνο μονάχα, μαζί με τον πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητος και τον ραβίνο της Συναγωγής έμπαινε σ' ένα αμάξι ανοιχτό και πηγαίνανε το Πάσχα στο Μητροπολίτη μας να του ευχηθούνε τα χρόνια πολλά. Αλλη μια φορά το χρόνο, στη γιορτή του Μπαϊραμιού, έτσι πάλι με τους άλλους δυο, πήγαινε και στο Μουφτή.

Αυτός ο Μουφτής δεν εκπροσωπούσε κανέναν πια, μήτε στην πόλη μήτε στην περιοχή - δεν υπήρξε πελατεία. Είταν ένας γέρος άνθρωπος που βαρέθηκε να φύγει στην Τουρκιά του Κεμάλ με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Παρακάλεσε και πλήρωσε, Τούρκους και Ρωμιούς, και τα κατάφερε να βγάλει ψεύτικα χαρτιά πως είταν αλβανικής καταγωγής και τέλος το γλύτωσε το ξερίζωμα που ξεσήκωσε τότε θρήνο στους τούρκικους μαχαλάδες.

Ένα χτηματάκι είχε όλο κι όλο και μ' αυτό ψευτοζούσε. Είχε και δυο κοριτσάκια που μεγάλωσαν και δεν ήξερε με ποιόνε να τα παντρέψει κι αρχίσαν και κείνα - τι να κάνουν τα έρημα; - και τα παίζανε με κάτι μόρτες Ρωμιούς. Και θέλανε να λένε μέσα στην πόλη πως αυτοί τα τρόμαζαν τη νύχτα και ξεφώνιζαν έτσι ξαφνικά τα τρία παγώνια που φύλαγε στην αυλή του ο Μουφτής - οι μόρτες πηδούσαν τον τοίχο.

Αυτός πέρναγε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στους παλιούς καφενέδες της πόλης και καθότανε δίπλα στους ταβλαδόρους κι όλο κούναγε το κεφάλι του από το πρωί ως το βράδυ. Μερικοί λέγανε πως συλλογιζόταν το μεγάλο τούρκικο ντοβλέτι που χάθηκε - όμως είχε πια ξεκαρφωθεί πίσω στο λαιμό του και γι' αυτό το κούναγε.

Όπως και να πεις, είταν μια φορά κι αυτός θρησκευτικός αρχηγός. Αλλες δέκα θρησκείες νά' χαν αρχηγούς μέσα στην πόλη - κι ας είταν και τέτοιους, δίχως πελατεία - σ' όλους τους θα πήγαινε ο Σαμπεθάι Καμπιλής μια φορά το χρόνο στη μεγάλη γιορτή τους να τους ξαναπεί με ταπεινοσύνη το ίδιο:

-         Ένας είναι ο Θεός. Και με το φόβο του ζούμε.

Είταν δηλαδή ένας άνθρωπος του Θεού. Ήξερε να διαβάζει οβραίικα, μελετούσε στα σοβαρά τη γραφή και πλιότερο το Ταλμούτ και βοηθούσε το ραβίνο της Συναγωγής να κρατιέται πιστά η θρησκευτική τάξη που την ήξερε στην εντέλεια. Το Λευιτικόν είτανε τ' αγαπημένο του βιβλίο και τό' ξερε απόξω και στην ελληνική του μετάφραση.

Κοντούτσικος, στρογγυλούτσικος, φόραγε πάντα ένα στενό μαύρο κουστούμι το καλοκαίρι κ' ένα το ίδιο στενό, μαύρο πάλι, παλτό το χειμώνα, με τρία κουμπιά, στιβάλια με κουμπιά και μια γκρίζα ρεπούμπλικα, φίνο μπορσαλίνο, όμως τόσο άσχημα πατημένη στο στρογγυλό του κεφάλι που θαρρούσες πως τώρα θα πέσει.

Ίδιο σαν αυτόν είταν και το μαγαζί του - η άκρα ταπεινοσύνη. Είτανε σ' ένα δρομάκι της αγοράς με μια πόρτα θολωτή, χαμηλή, έπρεπε να σκύψεις για να μπεις. Μέσα - φάτσα, είταν ένα τραπεζάκι με τη σκουριασμένη κόπια πάνου και δίπλα, στ' αριστερά, μια μιρκή κάσα για τα λεφτά. Στα ράφια είτανε μονάχα κάτι λίγα τόπια πανί - δεύτερο πράμα, για τους χωριάτες και για τη φτώχεια, χασέ - χομαΐ που το λέγανε - ντρίλι, ρετσίνα, τέτοια πράματα.

Για να ψωνίσει κανένας μια πήχη πράμα είχε καταντήσει σιγά-σιγά και δεν πατούσε κει μέσα, όξω κι αν ερχότανε για πρώτη φορά στο παζάρι της πόλης. Μα και πάλι δεν θα ξεγελιότανε να μπει σ' ένα τέτοιο παλιομάγαζο. Από την αρχή του παζαριού θα τον είχανε τραβήξει στα δικά τους μαγαζιά οι εμπόροι που στεκόνταν στην πόρτα - Οβραίοι και Ρωμιοί - και φωνάζανε, καν εκείνοι καν οι παραγιοί τους, και τραβούσαν τους χωριάτες από το μανίκι - να μπεις, να ιδείς και να μην αγοράσεις...

Μέσα στο μαγαζί το δικό του ο μικρότερος αδερφός του ο Σιέμος και τα δυο τα παιδιά του, όταν δεν είχαν δουλειά δεν καθόντανε - δεν τους άφηνε αυτός να καθίσουν ούτε βγαίναν στην πόρτα - δεν ήθελε αυτός να βγαίνουν στην πόρτα. Ακουμπούσανε βαρύθυμοι στους άδειους μπάγκους, χασμουριότανε κρυφά και μουρμουρίζανε σιγά-σιγά μην τους ακούσει. Αυτός καθότανε σκυμμένος σε κείνο το τραπέζι, όλο θά' γραφε κάτι, κάτι λογάριαζε, από το πρωί ως το βράδυ που κλειούσαν και τους έπαιρνε και φεύγαν κ' οι τέσσερις, γραμμή για το σπίτι, αυτός μπροστά με το Σιέμο, τα παιδιά παραπίσω.

Τέτοιο, λοιπόν, είτανε και το μαγαζί του - μια τρύπα. Κι αυτός ζούσε κει μέσα χωρίς καμιά από τις χαρές πόχουν οι ανθρώποι, χωρίς φως και χωρίς στολίδι κανένα, με ψωμί και νερό μονάχα - καθώς λέγανε.

-         Αφησέ μας κ' εμάς να κάνουμε κάτι, μουρμούριζε κάποτε ο Σιέμος ... Μήτε σκλάβοι... Τι κάνουμε εμείς εδώ μέσα;

Αυτός σήκωνε τα μάτια του και τους κοίταζε και τους τρεις.

-         Μαθαίνετε να τυραννιέστε... Αυτό είναι το πρώτο... Πώς αλλιώς θα το κρατήσετε το μαγαζί;

Ο Σιέμος κατέβαζε τότες το κεφάλι του και το κατεβάζανε και τα παιδιά του Σαμπεθάι. Αλήθεια πως θα το κρατούσανε; Ο κόσμος όλος το' ξερε μέσα στην πόλη πως αυτό το μαγαζί είτανε το μεγαλύτερο στο παζάρι μας. Πίσω από κείνο το τραπέζι που καθόταν ο Σαμπεθάι Καμπιλής άνοιγε μια πορτούλα κ' έμπαινες από κει σ' ένα πράμα σκοτεινό και μακρύ, που δεν είταν μήτε μαγαζί μήτε κι αποθήκη - είταν και τα δυο. Πάνω σε μπάγκους και σε κάσες μεγάλες, πνιγμένο στη ναφθαλίνη, στοιβαζόταν εκεί τ' άνθος της πραμάτειας, από τσόχα, καμπαρντίνα και φανέλα εγγλέζικη ως τους χασέδες και τα λινά και τα κάμποτα κι ούτε πρόφταινε να σταθεί. Πάνω από εκατό μαγαζιά σ' όλη την περιοχή απ' τον Καμπιλή θέλανε να πάρουν κι όχι απ' άλλον. Η αποθήκη άνοιγε πίσω, με μια πόρτα σιδερένια σ' ένα στενό του οβραίικου μαχαλά. Από κει έμπαινε κ' έβγαινε το εμπόρευμα, χωρίς μπούγιο και φασαρία, σα να γινόταν λαθρεμπόριο. Και παράς, μετρητά, λιανοπούλι στην κάσα, τίποτα - δούλευε συναλλαγματική με την τράπεζα.

Αν κανένας από τους καλούς-καλούς νοικοκυραίους της πόλης ήθελε μια προίκα ολάκερη για την θυγατέρα του, όλα τα πανικά, τό' ξερε κι αυτός πως μονάχα στο Σαμπεθάι Καμπιλή μπορούσε να πάει. Αν κανένας άλλος ευυπόληπτος συμπολίτης είχε το μεράκι για ένα εγγλέζικο «τίγκερ» - ξιουράφι, λέγανε, για εκατό χρόνια - και νά' ναι και παλιακότερο κάπως, γκαραντί δηλαδή, όχι πράματα ψεύτικα του παρόντος καιρού, τό' ξερε κι αυτός πως μονάχα το Σαμπαθέι Καμπιλή θα μπορούσε να παρακαλέσει για να γράψει στην Αγγλία. Ακόμα κι αν ο νομάρχης, ο δήμαρχος ή άλλος κανένας από τους μεγάλους, να πούμε, της πόλης, χρειαζόταν ένα φίνο κασμίρι για τη ζακέτα που θα φορούσε στη δοξολογία της Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου, ή άλλη καμία, επίσης σπουδαία, ανάγκη, πάλι σε κείνον θα πήγαινε. Θά' σκυβε το κεφάλι για να περάσει τη θολωτή πόρτα του μαγαζιού και θα τον παρακαλούσε να το βάλει μέσα στην πρώτη του παραγγελιά στην Αγγλία.

Ο Σαμπαθάι Καμπιλής σημείωνε ήμερα-ήμερα την παραγγελιά. Μήτε βαριόταν μήτε ξιπαζόταν που τον παρακαλούσαν οι μεγάλοι, μόνο μουρμούριζε σα να μίλαγε μονάχος του:

-         Δεν μας λογαριάζουν, αγαπητέ μου κύριε... Τι να λογαριάσουν από μας, τόσο-τόσο μικρούς;...

Είναι σίγουρο ωστόσο πως έγραφε πάντα κ' η παραγγελιά ερχόταν στην ώρα της και παραδινότανε μαζί με τα χαρτιά της, την τιμή, τα εμβαστικά, τελωνείο, όλα. Και μαζί, το δικό του το κέρδος, τιποτένιο μα γραμμένο πάντα κι αυτό - τέτοια πράγματα ταχτικότατα.

-         Αγαπητέ μου κύριε... Δε μου χρωστάτε καμιά ευχαριστία, έλεγε σ' όλους. Όπως βλέπετε το' καμα για να κερδίσω κ' εγώ κατιτίς.

Όχι. Αυτός δεν ήθελε να γελάσει κανέναν. Δεν είχε ανάγκη να τους πουλήσει ευγένειες, δεν καταδεχότανε να καλοπιάσει κανέναν απ' αυτούς τους ισχυρούς της ημέρας κι από τους άλλους που το κουτάλι τους έπαιρνε κάποτε μια στάλα νερό και σφιγγόντανε να φανούν μεγαλύτεροι - έρχονται και παρέρχονται, ξαναπέφτανε. Πίσω από κείνο το δικό του το τραπεζάκι είταν κάτι παραπάνω από μια δύναμη. Είτανε μια εξουσία. Το πώς αυτός τον έβγαζε τον πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας, και το ραβίνο της Συναγωγής αυτός τον διόριζε, δεν είτανε ίσως σπουδαίο. Μα ο καθένας μπορούσε να ξέρει - και καλά θά' κανε να το ξέρει - πώς τους οβραίικους ψήφους αυτός τους κανόνιζε κάθε φορά, σ' όλες τις εκλογές, πόσοι πάνω-κάτω θα ψηφίσουν Βενιζέλο, πόσοι τους βασιλικούς. Εκείνοι μάλιστα που ξέραν τα πράματα λέγανε πως αυτός ο Σαμπεθάι Καμπιλής είταν από τους πολύ λιγοστούς ανθρώπους που ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας - άλλη μόνιμη εξουσία - του μιλούσε λόγια παστρικά. Και πως κι ο Σεβασμιότατος ο Μητροπολίτης μας είτανε πάλι από τους πολύ λιγοστούς ανθρώπους που ο Σαμπεθάι Καμπιλής δεν του κρυβότανε. Οι δυο τους είταν ενωμένοι με το φόβο ενός Θεού. Και η Κοινότητα των Οβραίων είταν ένα από τα κύρια στηρίγματα της φατρίας του Μητροπολίτη, στα δημοτικά ζητήματα, στις εκλογές, σε όλα, όπως από τ' άλλο μέρος ο Μητροπολίτης είταν ένα από τα κλειδιά του Σαμπεθάι Καμπιλή για να συμμαζεύονται πίσω στην οβραίικη κλώσσα τους τα κλωσσόπουλα που θα θέλαν να ξεμακρύνουν.

Είταν δηλαδή ο Σαμπεθάι Καμπιλής ένα σοβαρό, υπεύθυνο και σίγουρο πρόσωπο μέσα στην ιεραρχία της πατροπαράδοτης τάξης σ' αυτή την πόλη. Και μόνιμο.

 

Δεύτερο μέρος