Η παπαδιά 

Η κυρά ενός παπά 
ένα διάκο αγαπά 
και πολύ μ' αυτόν τα έχει... 
και ο άντρας της κοιτά 
τα πολλά της χωρατά 
και για τούτον πέρα βρέχει. 

Επερνούσαν μια χαρά 
έως ότου μια φορά 
έγινε παπάς βαρβάτος 
και ο διάκος, ο αφράτος 

Κι ο παπάς της ο φτωχός 
διόλου δεν εφθόνησε, 
και ο ίδιος μοναχός 
τον εχειροτόνησε. 

Τίγκι, τουγκ!... μεγάλη σχόλη. 
"Αξιος !" φωνάζουν όλοι 
νέοι, γέροι και παιδιά. 
Μα με όλο της το νάζι 
"Υπεράξιος !" φωνάζει 
τρεις φορές κι η παπαδιά.