ΚΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ
στον Γιώργο Χειμωνά



Να μην σκέφτεσαι
Να μην σκέφτεσαι τίποτα
Μόνο να κοιτάς το χέρι σου - κομμένο απ' τον καρπό
Να γράφει·
Μια κοπέλα μόνη σ' ένα λιβάδι· μαζεύει λουλούδια, τα μαλλιά της λυτά
Την λένε Λίλιθ και τραγουδάει

Όταν ποθείς πολύ κάτι δεν σ' ενδιαφέρει αν είναι αληθινό
Πεθαίναμε ο ένας την ζωή του άλλου
Ζούσαμε ο ένας τον θάνατο του άλλου
Ευτυχισμένοι στην χρονοτριβή 
Μου το' χε πει:
''Υπάρχει ένας κύκνος παγιδευμένος στο πηγάδι
Τον αφουγκράζομαι
Τα λόγια του φλέβες τεντωμένες που σπάνε
Μέσα απ'  το αίμα ανοίγει  χώρος για αίμα περισσότερο
Δεν υπάρχει λέει άλλη μέθοδος εκτός από σένα τον ίδιο
Με σχήματα λίγα κι ακριβά
Τίποτα να μη σε τέρπει παρά αναπαραστάσεις γενικές κι αναγνωρίσιμες
Τοπία που κυλούν κι ανοίγουν
Η θρησκεία της Φύσης είναι η ίδια της η ύπαρξη
Το πάντοτε Παρόν και αυταπόδεικτο''

Το κλάμα που άνοιξε τον κόσμο
Δεν φτάνει να τον κλείσει
Η υφή του ιστού
Είναι πιο σημαντική κι από την ίδια την παγίδα
Μέσα κι έξω απ' το παιχνίδι όποιος μπορεί
Για λίγο σώνεται
Οι καλύτεροι παγιδεύονται πρώτοι
Κι εξαφανίζονται
Oι άλλοι φωλιάζουν στο υφασμάτινο κουκούλι μέσα
Μαθαίνουν εκεί που ο κόσμος διαδραματίζεται
Στη κρύα επιφάνεια των εσοχών
Κι εσύ
'Ολα τα βιβλία τελειώνουν στην άκρη των χειλιών σου
Κι αρχίζουν πάλι όταν το φιλί τελειώνει
'Ομως δεν μου φτάνεις· θέλω να σ' αγγίξω
κι αδύνατον

Η χημεία της νύχτας απέδωσε τα λόγια
Πίσω στον αφηγητή
Η κοπέλα χάθηκε κι έμεινε μόνος
Ο ίδιος αφηγητής και ήρωας 
Που μόνο να δρα μπορεί κι όχι να υποφέρει

Παραγγέλλω λέξεις από την παρακαταθήκη του σώματος
Να ονομάσω - να σβήσω - να ξαναβρώ τα πράγματα
'Αφιλτρα κι άπλεχτα 
Φτιάχνω μια μορφή κι ύστερα με φτιάχνει εκείνη
Ανασαίνει μέσα μου όσο την σκέφτομαι
Κι αμέσως ξέρω πως η νόηση μου δεν είναι παρά ένα ατύχημα 
Μια λάθος συγχορδία
''Είμαστε περαστικοί'' λέει ο τυφλός στον τρελό βασιλιά 
Κι εκείνος απαντά
''Πόσο μακριά είναι το τέλος άμα δεν βλέπεις
Το κέντρο του κενού, εκείνη την κόρη την αιμάτινη που στάζει
'Οσο μαθαίνεις - το κενό αραιώνει κι ανοίγει
Η ζωή ένα μικρό πορτάκι
Και πίσω ένα αγκάθι βυσσινί με πάνω του ένα ασημί ζουζούνι
Ζω σ' ένα πένθος αιώνιο   
κι αδύνατον''

Σηκώθηκε 
Πήγε προς το παράθυρο
'Εξω, έβρεχε

Κάποιος μπήκε απόψε στη ψυχή μου
Χύτης ήτανε δαιμόνων
Με μάτια μελαγχολικά, παραπονιάρικα μάτια
Φοβότανε τη θάλασσα
'Ηταν πανέξυπνος και αφελής - βιαζόταν
Είναι δύσκολη υπόθεση 
Αυτή με τον χρόνο·
Πόσο βαριά είναι η αγωνία απ' την αρχή του κόσμου
Τόνοι και τόνοι κι ένα γραμμάριο με φυσαλίδες που σκάζουν
Εγκαταλείπω - σάρκα μία, ανωφελής -
Κάποιος, κάπου, μ' ακούει
Για αυτόν 
Ναι, για αυτόν
Που δεν υπάρχει
Εγκαταλείπω

Νεκροί πολλοί - τα πτώματα στο παγοδρόμιο-
Αφήνουν οι ψυχές τους ραγίσματα στο πάγο
Κι επάνω καθρεφτίζονται τα δήμια πέδιλα
Την τέχνη όμως αυτή εσύ την ξέρεις
Αφηγητής μαζί και ήρωας και γράφεις
Ξέρεις εσύ πως είναι όταν δεν είμαστε στον κόσμο

Κι αδύνατον




ΟΜΟΙΑ ΤΡΙΓΩΝΑ
Στην Λούλα Αναγνωστάκη

Είχα περπατήσει χρόνια·
σε μονοπάτια υδάτινα, χέρσους τόπους και σπηλιές κάθε λογής
ως του αιώνα την τελευταία μέρα
όταν έφτασα στo τόπο εκείνο
κι είδα στη σειρά τα τρία παγωμένα πουλιά 
την αγριόπαπια, την κουκουβάγια και το γλάρο
καθένα να φυλάει την παγωμένη ανάσα μου
στου αίματος του την πιο μύχια σφαιρίνη
και από πίσω τους ανοίγαν τα βουνά
και χυνόταν το νερό τους στη θάλασσα
καινούργιο πάντα σαν το χρόνο

Μπροστά, που κοίταζα, ήταν ένα παγόβουνο
που έλαμπε καταύγαστο
στο ερμητικό του τρίγωνο

Ξάφνου, μεταξύ λέξης και σιωπής
με μια βουή φοβερή
ανασηκώθηκε ο όγκος ο υποθαλάσσιος 
τεράστιος όπως ήταν σε σχέση με τον έξω
και γύρισαν ανάστροφα οι ραφές της ύπαρξης
με το σουλούπι της ψυχής
να αποσφραγίζεται δαιμόνιο
τα λέπια του να σπαρταρούν από την ποτισμένη αλμύρα
και να γλιστρούν από τον ορθό τώρα πυθμένα
μυστικά χιλιοσφράγιστα 
από το αίμα των προγόνων ως το μικρό το 
				ανεξήγητο πετάρισμα στα βλέφαρα

Τότε, πρόσεξα στη βάση 
τη βρωμισμένη απ' το πλαγκτόν κι από το χρόνο
εγκιβωτισμένο στον πάγο 
ένα μικρό όγκο κόκκινο που μου' μοιαζε±
δεν τόλμησα ούτε να σκεφτώ τι ήταν 
μόνο πραγματικότητα έβλεπα 
Γεωμετρία
όμοια τρίγωνα
το ένα τ'ουρανού και τ' άλλο του θανάτου.




ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

'Ηταν κι η εποχή δίγλωσση 
και μια μεσόγειο μίλαγε μια βορινά μονολογούσε
σε καμβά πουαντιγιστικό
με ψηφίδες από όνειρο και χιόνι
ο κάθε κόκκος φτιαγμένος από έντομα ανάγλυφα
και μυριστικούς της φαντασίας φθόγγους

Κι ήταν που' βρεχε κι η βροχή ανάποδα
μουσκεύοντας ο ουρανός
απ' τις σταγόνες που έβαλλε το χώμα
έτσι όπως άλλαζε κατεύθυνση η επιθυμία 
και στη πλάστιγγα βάραινε  το ακατάληπτο
καθώς υψώνονταν ηττημένα τα βαρίδια του νου 

Κι έβλεπα τότε κάτι ζωγραφιές ζώων 
που για κεφάλια είχαν λουλούδια
κι ο αιθέρας πύκνωνε τα νοήματά τους
κι έλεγα μόνο ένας παραπληγικός μπορεί να ζωγραφίζει έτσι
να κυκλοφορεί στο ισοδύναμο του ζώου
ή στης ανθοφορίας μέσα το ηδύ μυστήριο

Πάνω στο τραπεζομάντιλο το κεντημένο με ιδεογράμματα
γευμάτιζα στη λέξη φως 
ύψωνα το ποτήρι από την ιδέα θάνατος
και το κρασί πάνω στον έρωτα χυνόταν
και ξανάφτιαχνε το κουτσό του πόδι
με το σάλιο εκείνο που τα συντρίμμια ενώνει

Κι όλη την ώρα κοίταζα το κρουστό σώμα απέναντι 
απαλλαγμένο απ' το δέρμα του
σαν ψεύτικο να αντηχεί 
και μεσα στην υγρασία ένιωθα τον Άλλον
φαινόμενο μακρινό κι άφταστο
που διαρκώς απέδραμε





ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

Γύρισα του αιώνα τη σελίδα 
και βρέθηκα σε τόπο άγνωστο 
oλόκληρον ένα λευκό καταύγαστο
που να μην έχεις από πουθενά να πιαστείς
λέξη ή εικόνα αναγνωρίσιμη

Στον τόπο αυτό
ο χρόνος σα να' χε παγώσει
και βάρος ασήκωτο
ακουμπούσε πάνω μου το χιόνι των στιγμών του

Πλησιάζοντας το άσπρο πύκνωνε 
κι από τις χαραμάδες είδα κάτι ν' αναμοχλεύεται
μια κίνηση  
και πλησίασα κι άλλο και διέκρινα 
πως ήταν μέλη 
μέλη ήταν ανθρώπινα
μικροσκοπικά ποδαράκια, στηθάκια αστεία και ροδαλά μπρατσάκια λιλιπούτεια 

Κάπου ο τοίχος έκανε κάτι σαν εξοχή
πλησίασα κι άλλο
κι είδα ένα πρόσωπο να φυλλομετράται εμπρός μου
και πεθύμησα το σπίτι μου
κι όσα θεωρούσα εντός μου κεκτημένα
τους φίλους, τους γονείς και τις αγάπες μου
κι ένιωσα μια ανάγκη να τους φέρω εμπρός μου

Μα όσο και να πιεζόμουν δεν μπορούσα 
δεν κατάφερνα να τους ορίσω 
παρά μόνο κοίταζα εκείνα τα θραύσματα 
να ξεβράζονται από το φως
ώσπου κατάλαβα πως τούτες είναι οι μνήμες μου του κόσμου
μικρά κομμένα ανθρωπάκια στην χαραμάδα 
στην κόψη του λευκού
να  ψιθυρίζουν




ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ

Από τη χούφτα μας γλύφει ο χρόνος την δυναμή του
κι η γλώσσα σιωπά

Σιωπά η γλώσσα± δε βρίσκει λέξεις
Ούτε λέξη±ούτε υπαινιγμό

Κρύβεται το μαύρο μέσα στον ύπνο
στο λήθαργο κρύβεται
νίπτει ο χρόνος τις στιγμές του 
κι αποκοιμιέται στη μικρή μας επιθυμία

Κοιμάται ο χρόνος μέσ' τη συνήθεια
στα αχανή παλάτια της μνήμης
όσο η σβούρα καταπίνει το καινουργιομένο αίμα

Το χέρι άνοιξε τυχαία το βιβλίο. 
Πάρε, διάβασε :
Τίποτα ± η γλώσσα είχε φύγει
κι έμενε το μαύρο, στενό σαν την λήθη± αδίστακτο