Α ν α ζ η τ ή σ ε ι ς

Πίσω απ' την άρρυθμη αναπνοή μου

και τις λέξεις μου

και τους ήχους των

παραμονεύει η αγωνία των αναζητήσεών μου

που τις παγίδεψαν ο χρόνος,

οι ελπίδες

κι οι διαψεύσεις των.

Κάπου με ξεγέλασαν τα ωραία χρώματα

η μέθη των άσπρων σύννεφων

τ' αρώματα των ανοιξιάτικων λουλουδιών

και παρασύρθηκαν οι επιθυμίες μου σ' ένα αχαλίνωτο κυνηγητό ονείρων

σαν να ’ταν ένα σμάρι πουλιών

που έτρεχαν ξοπίσω απ' τον άπιαστο άνεμο.

Κι όμως ξέρω πως στην καρδιά ενός άνθους λωτού τριγυρισμένου απ' το χαμένο παρελθόν

κι απ' το άγνωστο μέλλον

υπάρχεις πάντα εσύ

ένα όραμα φυλαγμένο απ' τ' αγέννητα ακόμα χρόνια

που πρέπει να το βρω οπωσδήποτε

για ν’ αποκαταστήσω τη χαμένη μου δικαίωση.

Γι’ αυτό ψάχνω αδιάκοπα

τρέχοντας σαν χρυσοθήρας ανερμάτιστος

πίσω απ' τις πλάνες μου

κι απ’ τ’ αλλοπρόσαλλα άλλοθί μου

ενώ η ζωή φεύγει για τ' ανεπίστροφο ταξίδι της,

ολόιδια όπως ένα καράβι φορτωμένο φώτα

και μάταιες ψευδαισθήσεις

που λάμπουν ξεγελαστικά

μες σ' ένα στρόβιλο απίστευτων αντικατοπτρισμών

στα όρια ανύπαρκτων οριζόντων...

Τ.Χ.

28.8.91


 

Α ν ε μ ώ ν ε ς

Κάτω, χαρούλες, κι όλο φως οι μυγδαλιές

τρελό χορό μέσα στους δρόμους αρχινίσαν

κι εδώ στους λόγους ανεμώνες αγκαλιές

μια πρώιμη άνοιξη, χιλιόχρωμη σκορπίσαν..

 

Μια πρώιμη άνοιξη!...Πώς φεύγουν οι καιροί...

Ήταν και τότε όπως και σήμερα ο λόφος

κι εσύ παιδούλα σαν αγάπη τρυφερή

μάζευες λούλουδα στο δειλινό χρυσόφως.

Σ' αναθυμούμαι όπως ερχόσουν ντροπαλά

με το μικρό μπουκέτο σου γλυκιά και μόνη

κι εστάθης δίπλα μου και μου 'δωσες δειλά

μιαν ανεμώνη.

Αθήνα, Άνοιξη 1952

Τάκης Χατζηαναγνώστου

 


 

Ε σ ύ

Είσαι ο τελευταίος ήλιος του καλοκαιριού

που χρύσισε αναπάντεχα τις κορυφογραμμές μου

κι εντούτοις βασιλεύει.

Είσαι το ήμερο φως των ώριμων χρόνων

που πλημμυρίζει ξέχειλα τον κόσμο μου

κι ωστόσο ακολουθεί τη μοίρα των δειλινών.

Είσαι το όνειρο το απίστευτο

που άναψε χίλιες αστραψιές στη νύχτα μου

κι όμως βυθίζεται στο χάος σαν διάττων.

Είσαι το κύμα μιας παιδικής θάλασσας

που άφησε αφίλητα

τα διψασμένα μου ακρόγιαλα.

Είσαι η ιστορία που δεν έζησα.

Είσαι η χαρά που φεύγει.

Είσαι το άλικο τριαντάφυλλο

που ξέσκισε με τ'αγκάθια του το στήθος μου

κι αιμοραγεί η καρδιά μου.

Τ.Χ.

15.9.91


 

O ι γ λ ά ρ ο ι

 

Λευκά πετάγματα, μηνύματα λυγρά,

βαθιούς σκοπούς έχουνε φέρει κι έχουν πάρει,

μέσ' απ' τ' ασάλευτά μου μάτια τα υγρά,

οι γλάροι.

 

Γαλάζιες ώρες δειλινές, στιγμές γλυκές,

κι ακόμα νύχτες κάτ' από χρυσό φεγγάρι

κι είν' ώρες, που 'ζησαν, δικές μου, μυστικές,

οι γλάροι.

 

Κι είναι κι ακόμα ιστορίες μακρινές

ντυμένες την αχνόθαμπη του ονείρου χάρη,

και τις στοχάζονται οκνά, μ' αργές φωνές,

οι γλάροι.

 

Κι απόψε, ως κομποδένεται θολή η βραδιά,

κάτι βαθύ έχουνε φέρει κι έχουν πάρει,

θλιβοί, μέσ' απ' τη νυχτωμένη μου καρδιά,

οι γλάροι.

1942 Τ.Χατζηαναγνώστου


 

Σε γυρεύω

Σε γυρεύω μες στην άνοιξη

τρέχω πίσω απ'τα πουλιά

σε ζητώ στους λόφους που άνθισαν

ψάχνω μες στη σιγαλιά.

Σε γυρεύω ακόμα αγάπη μου

με το καλοκαίρι

πήρες την καρδιά μου κι έφυγες

ποιος θα μου τη φέρει.

 

Σε γυρεύω μες στα σύννεφα,

στον αγέρα που φυσά.

Σε ζητώ μες στο φθινόπωρο

μες στα φύλλα τα χρυσά

 

Κι έρχεται ο χειμώνας ο άγριος

κι έρχονται τα χιόνια

κι εγώ ψάχνω ακόμα,αγάπη μου,

και περνούν τα χρόνια.

1954 ή 1955


 

Μπροστά στον καθρέφτη

Έχεις μιαν ιστορία στο πρόσωπο

δεν μπορώ να βρω την άκρη της

ούτε να θυμηθώ την καταγωγή της

αλλ' αυτή η θάλασσα που στραφταλίζει μέσα στα μάτια σου

τα φύκια που κρέμονται απ' τα μαλλιά σου

οι παιδικές αναμνήσεις που πεταλουδίζουν στο ραγισμένο σου μέτωπο

φέρνουν μια γεύση χαμένου καλοκαιριού

κάτι από μια σπάνια περιπέτεια

που δεν έζησα

ή που θα 'θελα πολύ να ζήσω.

Μη γελάς με τα πρόωρα ασπρισμένα μου μαλλιά

είναι μια κούραση

από εμφυλίους πολέμους

απελπισιές,

αγώνες,

επαναστάσεις,

δικτατορίες,

κατατρεγμούς,

δε θυμάμαι αν υπήρξε ποτέ ένα ήρεμο πρωινό σ' αυτόν τον κόσμο

να σκύψει κανείς στη γαληνή του επιφάνεια

και ν' αναζητήσει μες στον καθρέφτη της τον εαυτό του

γι' αυτό δεν το κατάλαβα πώς έγινε και μου άσπρισαν τα μαλλιά

κι έφυγαν οι καιροί σαν τα πουλιά από κοντά μου

κι έχασα την αίσθηση που μετρά

εσένα

εμένα

τις ιστορίες μας

τα πρόσωπά μας

και πια δεν ξέρω αν η ιστορία που έχεις στο πρόσωπο

είναι η δική μου

ή μήπως το δικό μου πρόσωπο

είναι που έχει αυτή τη δική σου ιστορία.

11.7.1970

Τάκης Χατζηαναγνώστου

 


 

K ό λ π ο ς

Νεκροί ! Νεκροί ! Νεκροί !

Γέμισαν πάλι χιλιάδες νεκρούς οι δρόμοι

κι η θάλασσα,

κι η έρημος,

ποτάμια το αίμα στην άνυδρη ψυχή μας

ίσα-ίσα για να πιει η φτωχή παπαρούνα

της χαμένης ειρήνης

και να υψώσει την απελπισία της

στο φουρτουνιασμένο μας στήθος..

Ως πότε θα δέρνονται οι καιροί στα πέλαγα

ως πότε θα χάνονται οι άνθρωποι

ως πότε θα βουλιάζει η καρδιά

χωρίς μια στάλα αυτογνωσίας.

Τόση άδικη μοίρα

γι' αυτό το καταπληγωμένο γένος

ως πότε

ως πότε.

Τ.Χ.

15.2.91


 

ο σ τ α υ ρ ό ς

Διαθέτω έναν σταυρό

είναι το μόνο μου κατάλοιπο από μια τεράστια περιουσία

γεμάτη ιδεολογίες, ιδανικά, οράματα,

γεμάτη πίστεις

κι επιδιώξεις

και προσδοκίες

κι αισθήματα

κι ανιδιοτέλειες

κι ευγενικές ευαισθησίες

κι ατέλειωτη τρυφερότητα.

Πού χάθηκαν όλα,

πού ασωτεύτηκαν,

πώς μου τα πήραν οι άνεμοι,

ποια σταυροδρόμια του κόσμου με ξεγέλασαν

και μου τα λεηλάτησαν,

και μένω τώρα μονάχα μ' αυτόν το σταυρό στους ώμους

ίσα-ίσα για να μαρτυρεί

ότι υπήρξα κάποτε κι εγώ ένας Χριστός

προδομένος απ' τον ίδιο τον εαυτό μου.

T.X.

10.5.91


 

Σ τ α θ μ ο ί

Μοιάζω μ’εκείνους τους σταθμούς

των έρημων τοπίων

ή με τις αυταπάτες

των ψεύτικων ωροσκοπίων


 

Η ά μ α ξ α

Έξω απ’ το σπίτι μας σταμάτησε προχτές μια άμαξα

Κανέναν δεν προσμέναμε

κανείς δεν ήταν να ’ρθει

όλα τ’ αγαπημένα πρόσωπα είχαν χαθεί από χρόνια

όλα τα ωραία μας όνειρα είχαν λησμονηθεί

κι όμως, σας λέω, την άκουσα

θαρρώ την είδα κιόλας

την έσερναν τέσσερα μαυροκόκκινα άλογα

ενώ στα πλάγια της είχε χρυσά φανάρια

-σβηστά ή αναμένα, δεν μπορώ να πω.

Κι οι πόρτες της, α ναι, οι πόρτες της ήταν κλειστές

κι ο αμαξάς

ήταν βουβός κι αγέλαστος και κοίταζε μακριάθε...

Περίεργο !...

Μια μέρα πριν ήταν που έφυγαν τα χελιδόνια

μια μέρα πριν ήταν που καβαλίκεψε τη θάλασσα

εκείνος ο άγριος άνεμος

εκείνη η ασήκωτη θλίψη....

Λοιπόν σας βεβαιώ

έξω απ’ το σπίτι μας σταμάτησε σίγουρα

εκείνη η παράξενη άμαξα

την άκουσα

την είδα.

Κι όμως κανείς δε σάλεψε να τη ρωτησει τι ήθελε

ποιον έφερε

ποιον σκόπευε να πάρει.

Μονάχα ένα μικρό κορίτσι του σπιτιού

έσκυψε απ’ το παράθυρο

ύστερα ξανακάθισε στη θέση του

μας κοίταξε

κι είπε σιγά, σαν ν’ αναστέναζε

τι έρημος -

τι έρημος που ήταν ο δρόμος....

1972

Τάκης Χατζηαναγνώστου


 

Δίχως τίτλο

Έλα να σε πάρω απόψε

να πάμε μαζί στην παιδική θάλασσα με τ’ αφρόντιστα

κύματα

εκεί όπου ακόμα πεταλουδίζουν

τρυφερά-τρυφερά

ίχνη μικρά απ’ την ιστορία των πρώτων μου χρόνων

΄Ελα να σε πάρω απόψε

να πάμε μαζί στους βράχους με τα παράξενα σχήματα

εκεί όπου ακόμα ανασαίνουν

πολύχρωμα ολοζώντανα κι ανάλαφρα

τα πρώτα-πρώτα μου όνειρα.

Δεν είχα και δεν έχω τίποτ’ άλλο πιο δικό

απ’ αυτόν τον ήλιο που θα δεις να βασιλεύει

απ’ αυτό τ’ άκρόγιαλο όπου θα γνωρίσεις τα πρώτα μου

βήματα

απ’ αυτήν την ώρα του βραδιού που είναι σαν παραμύθι.

΄Ελα να πάμε μαζί στα μέρη που αγάπησα

να βρούμε την καρδιά μου

την πρώτη μου την παιδική καρδιά

να σου τη δώσω φυλαχτό για όλη τη ζωή μας.

Καλοκαίρι 1955


 

Υψομετρία

Όταν τα σύννεφα σκεπάζουν τη μικρή σου πόλη

μην έχεις την εντύπωση πως έφυγεν ο ήλιος απ’ τον κόσμο η πως αυτή η αδιέξοδη ατμόσφαιρα

σου έγινε μοίρα και φραγμός.

Όταν τα σύννεφα σκεπάζουν το μικρός σου σύμπαν

μη λες πως έκλεισαν οι ορίζοντες γύρω σου

και μην αφήνεσαι στην ηττοπάθεια που πάει να σε περιζώσει

Αν μπορείς να πετάξεις πάνω απ’ τη γκρίζα τους σκεπή

θα δεις ξανά τον ουρανό ν’ άστράφτει απ’ το φως

τον ήλιο να λάμπει καταμεσής στο στερέωμα

την απεραντωσύνη του διαστήματος

να εκτείνεται ακόμα πιο απέραντη κι ακόμα πιο άσωστη

θα δεις

πως είναι πάντα δική σου η ελευθερία

να χώνεις σαν το πανάρχαιο δέντρο τα πόδια σου βαθιά στη γη

και να υψώνεις τις φουντωμένες σου κορφές ως το Θεό

αυτό το Θεό που η δική σου υπόσταση δικαιώνει.

Μόνο μάθε

ότι πάνω απ’ τα σύννεφα δεν υπάρχει ψυχή

ούτε ακόμα αυτά τα πουλιά που πάντα τραβούν του ύψους

μη σου φανεί παράξενο

η λάμψη απ΄ το φως είναι τόσο δυνατή που τυφλώνει

είναι σαν μια λεπίδα κοφτερή που αποκεφαλίζει

και βέβαια τα πουλιά μήτε το ένα μήτε το άλλο επιθυμούν

γνοιάζονται περισσότερο για τα σκουλήκια και τους σπόρους

που κρύβονται στο χώμα

ή αν είναι όρνια των βουνών

για τα ψοφίμια με τις ανοιγμένες κοιλιές

που κοίτονται στις έρημες πεδιάδες.

Ναι, πάνω απ’ τα σύννεφα δεν υπάρχει τίποτα

έξω απ’ το φως

απ’ την απόλυτη καθαρότητα του ύψους

κι απ’ τη μοναχική αίσθηση του απείρου.

Λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, τα σύννεφα είναι ένα σύνορο

του απάνω κόσμου που είναι μια άλλη περιοχή

και του κάτω που είναι η καθημερινότητά μας.

Το θέμα είναι αν μπορείς να τα ξεπεράσεις.

 


Όλα τελειώνουν κάποτε

Όλα τελειώνουν κάποτε

όπως τελειώνει ξαφνικά το καλοκαίρι

ή όπως ξεψυχά ένα πουλί

ή όπως φυλλορροούν τα τριαντάφυλλα στη σέρα.

Ούτε μια κίνηση διαμαρτυρίας απ’ τα χείλη σου

ούτε μια κραυγή απελπισιάς απ’ την ψυχή σου.

Μόνο ένας βόγκος στα έγκατα

που ωστόσο δεν τον άκουσε κανείς

γιατί η πληγή ήταν αθέατη

σαν την αθέατη πλευρά του φεγγαριού

-ένας κόσμος που χάθηκε

πίσω απ’ τα διακριτικά χαμόγελα της τυπικής ευγένειας

και της αφάνταστης μοναξιάς.

1983

Τάκης Χατζηαναγνώστου


 

Θεωρητικό

- Ταξιδεύεις ;

- Ναί, ανάμεσα στ’άστρα.

Εδώ, ξέρεις, είναι ένας άλλος κόσμος

μια άλλη πραγματικότητα πέρ’ απ’ τα όνειρα και τις

αυταπάτες

το νιώθεις ότι σε τριγυρίζουν άγνωστα πετρώματα εκατομμυρίων ετών

ανώνυμη ύλη που διασπάστηκε στα βάθη ανύπαρκτης

ιστορίας

μια πυκνή ερημιά δίχως όρια

μια μάζα απουσίας

μήτε πουλιά

μήτε ερπετά

μήτε θηρία

μήτε άνθρωποι

τίποτα δεν υπήρξε εδώ ποτέ

έξω απ’ αυτήν την ψυχρή άφωνη ύλη

προπάντων αυτό το τελευταίο : μήτε άνθρωποι !

Κι είναι μια γοητεία

ότι επιτέλους ανακαλύπτεις το χώρο της αλήθειας

όπου τίποτα δεν μπορεί να σε γελάσει

παρ’ εκτός ο εαυτός σου.

Καλοκαίρι, 1988

Τάκης Χατζηαναγνώστου


 

΄Ε ρ ω τ α ς

 

Ε ι σ α γ ω γ ι κ ό ε π ι μ ύ θ ι ο

 

Ίσως κάποτε

Ωριμάσει μέσα μας η

Αγουρη συνείδηση.

Να δεις ότι τότε θα μπορέσουμε

Να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα την

Απελπισμένη μας αλήθεια.

Μόνο

Ότι ίσως τότε θα’ναι πια αργά να ξανα-

Υπάρξει ο σημερινός μας κλήρος.

1.

Στέκομαι μπροστά σου

μ’ ένα κλωνάρι λυγαριάς στα δάχτυλα

μ’ εκείνη την αίσθηση του ώριμου καλοκαιριού στα χείλια

και σε κοιτώ

δειλός, αμήχανος, και πληγωμένος

παραδομένος στο μελτέμι που φυσά απ’ όλες τις μεριές

κι αναμετρώ το ήμερο φως του προσώπου σου

ενός προσώπου φερμένου από μιαν άλλη μακρινή εποχή

τότε που δεν ήξερα πως υπήρχα.

Στέκομαι μπροστά σου

μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι στην καρδιά

με μια βαθιά κόκκινη ιστορία στο στέρνο

και ψαύω τρεμουλιαστά

τη μοίρα μου

τη μοίρα σου

σαν έφηβος δεκαοχτώ χρονών

χαμένος μέσα στον άξαφνο κόσμο

που έστησε γύρω μου η παρουσία σου.

Στέκομαι μπροστά σου

και δε μιλώ

παντού ολογύρα μου πλέουν ψευδαισθήσεις

ενώ ο νους μου γέμισε ωραία φαντάσματα

εσύ

εγώ

η ευτυχία.

Τα όνειρα έγιναν σαν τα ενδημικά πουλιά

φώλιασαν μέσα μου κι ασώπαστα τιτιβίζουν

Δεν ξέρω πια τι είναι ψέματα

ή τι είναι αλήθεια

απ’ όλες τις μεριές ακούω τις φωνές της άνοιξης

μέθυσε ο κόσμος κι άλλαξε χρώματα

χορεύει γελαστός μέσα στο ατελεύτητο σύμπαν.

2.

 

Θα ΄θελα να σου γράψω ένα ποίημα με λέξεις απλές

μαζεμένες σαν τα βότσαλα

απ' τ' ακρόγιαλα των παιδικών μου χρόνων.

Ήταν μια εποχή που μέσα μου πρωτάνοιγε αλώβητο το

τριαντάφυλλο του κόσμου

κι ο ήλιος το φιλούσε ζεστός

ενώ πάνω στα πέταλά του γυάλιζαν

ένα πλήθος δροσοσταλίδες.

Έτρεχα τότε αλλοπαρμένος πλάι στη θάλασσα

σπρωγμένος από μυστικές φωνές

πάνω μου άστραφτε σαν κόψη ξυραφιού ο ουρανός

στο στήθος μου βομβούσε το τραγούδι των κυμάτων

μες στην καρδιά μου κατέβαινε ο ίδιος ο Θεός

η αίσθηση ότι υπάρχω.

Έσκυβα τότε και μάζευα βότσαλα

ζωγράφιζα πάνω τους μ' ανεξίτηλα δάκρυα

το ωραίο σου κι άγνωστο πρόσωπο

χωρίς να ξέρω αν θα γινόταν ποτέ να το βρω

χωρίς να ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να το εγγίσω.

Ύστερα με πήραν οι θύελλες κι οι άνεμοι

έγινα μια κοινή κι ανώνυμη ιστορία

δίχως πουλιά στα φυλλώματα των δέντρων μου

δίχως φωνές εντός μου

με μια χαλασμένη πυξίδα στα χέρια μου

ν' αναζητώ το ανεύρετο

στα πολύβουα σταυροδρόμια της γης μας

κι άξαφνα ανάτειλες μπρος μου απρόσμενα

καινούριος ήλιος τυλιγμένος χρυσές ανταύγειες

καινούριο τρυφερό φεγγάρι τ' ουρανού μου

και με κοιτάς πάνω απ’ το ματωμένο χάος των καιρών

μ' ένα βλέμμα τόσο ήμερο

μ' ένα χαμόγελο τόσο πράο

που αναρωτιέμαι

μην είσαι μια αυταπάτη μάταιων αντικατοπτρισμών

στην αξημέρωτη νύχτα της ερήμου.

3.

Βυθίζω μια κρυφή ευτυχία

στα ήσυχα νερά της λίμνης

που ορίζει το φωτεινό σου πρόσωπο

έχω την αίσθηση του απέραντου

που ακόμα δεν άρχισε

κι ίσως ποτέ δε θα τελειώσει

κι όμως μπροστά σου νιώθω πως εκτείνομαι

απ’ τη μια ως την άλλην άκρη του σύμπαντος

μια διάσταση άπειρη

γεμάτη τρυφερότητα κι ανέλπιδες προσδοκίες

δεν το ξέρεις

γιατί σου μιλώ για πράματα άσχετα

για καθημερινές ασημαντότητες χωρίς περιεχόμενο κανένα

κι όμως

πίσω από κάθε λόγο μου

μπορείς ν’ ακούσεις βομβίσματα μελισσών

ψίθυρους από μικρά δειλινά όνειρα

περιπέτειες πουλιών πάνω σ’ ανοιξιάτικα κλώνια

χαιρετίσματα απ’ τη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων

δεν την ξέρεις αυτήν τη θάλασσα

κι όμως σκέψου

ότι μες στα κοχύλια της τα κατάφερε και μάζεψε

όλες τις σιωπές και τις αγωνίες μου

όλες τις άναρθρες κραυγές μου στο χάος

τις μυστικές εξομολογήσεις μου για μιαν άλλη ζωή

άγνωστη κι απλησίαστη

που ποτέ μου δεν έζησα

κι ίσως ποτέ δε θα ζήσω.

Βυθίζω την κρυφή απελπισία μου

μες στο ανήξερο βλέμμα σου.

Βραδιάζει.

Θε μου, κάνε το επόμενο λεπτό

ξανά να ξημερώσει.

4.

Πορεύομαι ασταμάτητα μέσα στον έρημο χρόνο

και το πρόσωπό σου μ’ ακολουθεί παντού :

τα μάτια σου. τα χείλη σου, η αναπνοή σου.

Είσαι ένα σχήμα μαγείας που τρέχει αδιάκοπα ξοπίσω μου πετώντας πάνω στα φτερά των ανέμων

ή πάνω στις γραμμές που γράφουν οι ορίζοντες.

Κλείνω τα μάτια μου να λυτρωθώ

κι όμως σε βλέπω επίμονα μέσ’ απ’ τα βλέφαρά μου

φεύγω κρυφά να μη με βρεις

κι όμως συνέχεια λάμπεις μπροστά μου

άλλοτε πάνω στις μετώπες των βουνών

ξάφνου ανάμεσα στα στραφταλίσματα της θάλασσας

κάποτε πίσω από φτερά περιστεριών

ή κάτω απ’ τη σκιά έρημων βράχων.

Καμιά φορά σ’ ακούω

ν’ ανασαίνεις ανάμεσα σε ήχους και φλοισβίσματα

μου τραγουδάς με χίλιες άφωνες φωνές

ή σιωπάς όπως σωπαίνουν στις πλαγιές τα ελάτια.

Έρχονται ώρες που χάνεσαι

μα τότε βλέπω ολοφάνερα τ’ αποτυπώματα

των βημάτων σου πάνω στις πέτρες

ή πάνω στα πέταλα άγριων λουλουδιών.

Δεν ξέρω πότε η ανωνυμία της ομίχλης

θα μου πει τ’ όνομά σου,

δεν ξέρω τι είσαι, από πού ήρθες, τι σ’ έφερε ως εδώ.

Το μόνο που βαραίνει εντός μου

είναι αυτό το πρόσωπο, αυτά τα χείλη, αυτά τα μάτια,

δυο μάτια που μου γνέφουν συνέχεια

μέσ’ απ΄ τη διαφάνεια της πρώιμης βροχής

ή κάτω απ’ των σύννεφων τα ταξιδιάρικα σχέδια

πίσω απ’ τα σπασμένα κομμάτια τ ουρανού

ή μέσ’ απ’ των δειλινών την ασάλευτη θλίψη.

Έπειτα, καθώς τινάζεται στο διάστημα το ουράνιο τόξο

κι αρχίζουν να ξεφυτρώνουν απ’ ολόγυρα

χαμόγελα από φως

σε βλέπω να ξεπροβάλεις

μέσ’ απ’ τα ξεπλυμένα φυλλώματα

παίζοντας με τις νυφίτσες και τους σκίουρους

ή τρέχοντας στ’ ακροδάχτυλα πάνω απ’ τη νεροσυρμή

γυμνή

σιγοσφυρίζοντας άγνωστους σκοπούς

ανάμεσα στις κατακόκκινες ροδιές

και πλάι στο φράχτη με τα κυδώνια.

Έγινα ένας καθρέφτης όλο λάμψεις

και σ’ αντανακλώ

σαν αναπότρεπτη, σπαρακτική μοίρα.

Εσύ πια έγινες εγώ.

Εγώ είμαι εσύ

ως τη συντέλεια των αιώνων.

5.

Δεν ξέρω αν σ’ έχασα ή αν σε βρήκα

αν έφυγες ανεπίστρεπτα με τους γερανούς

που πήραν φέτος βιαστικά τα χελιδόνια

ή κρύφτηκες ερμητικά στα μέσα φύλλα της καρδιάς

όπως στο μεταξένιο τους κουκούλι οι νύμφες

σ’ αναζητώ ασταμάτητα παντού και μέσα μου και γύρω μου

στιγμές αισθάνομαι ότι ψάχνω μάταια

χαμένος μες στην πολυδιάστατη απουσία σου

άλλοτε πάλι εγκαρτερώ

μήπως γυρίσει επιτέλους ο κύκλος της αποδημίας σου

και βρεις το δρόμο της επιστροφής

βέβαια ξέμεινε ανολοκλήρωτο το πιο ωραίο μου καλοκαίρι

αφού τουφέκισες τόσο ανελέητα

τις τελευταίες μέρες πριν απ’ το φθινόπωρο

μα ωστόσο εγώ είδα κάπου φευγαλέα τα μάτια σου

να φεύγουν σαν κυνηγημένα πίσω απ’ τα σύννεφα

ή να δακρύζουν πλάι στις στάλες της βροχής

ύστερα μου φάνηκε πως έγειρε λοξά το πρόσωπό σου

όπως θλιμμένα γέρνουν καμιά φορά τα δειλινά

αφήνοντας ένα πικρό χαμόγελο πάνω απ’ τους λόφους

κι όμως υπήρξες κάποτε

όνειρο πλεγμένο από αληθινές ανταύγειες

μια ανέλπιστη προσδοκία φυτρωμένη ανάμεσα σε

τριανταφυλλιές

πώς έγινες τώρα σαν τον άνεμο

και φεύγεις κι έρχεσαι και πάλι χάνεσαι

και μένουν οι χούφτες μου αδειανές

και μένουν έρημες οι αισθήσεις μου

σαν ρούχο ξεραμένων τζιτζικιών

σ’ αναζητώ παντού σαν χώμα που διψά νερό

σαν δέντρο που πεινά τον ήλιο

πού είσαι και δεν ακούς τις παράξενες μουσικές

που ηχούν από μέρες τώρα στα δάση

κοίτα ότι έγινε αδιέξοδο το σταυροδρόμι όπου μ’ έφερες

ακόμα κι οι ορίζοντες βούλιαξαν μέσα στην καταχνιά

και το πούσι

πώς θες λοιπόν να βρω τα ίχνη σου

μονάχα με σταλαγματιές ζωής

ριγμένες τυχαία μες στον απέραντο ωκεανό

κι όμως παρ’ όλ’ αυτά ψάχνω, ψάχνω

ρωτώ όλα του κόσμου τα πουλιά

πού είσαι, γιατί ήρθες, γιατί έφυγες

γιατί με κάρφωσες απάνω στο σταυρό της πιο σκληρής

σιωπής

και πια κανείς δε μου απαντά

αν είσαι μακριά ή κοντά μου

αν σ’ έχασα για πάντα

ή αν για πάντα θα μείνω μόνο μ’ ένα είδωλο

στην απογυμνωμένη μου καρδιά.

6.

Το φθινόπωρο θα ρθει αναπόφευκτα

κάπου μακριά θαρρώ σημαίνει η ασάλευτή του ώρα

- δεν την ακούς ;

τα δάση άρχισαν να ετοιμάζουν τα κίτρινά τους χρώματα

κι οι λάμψεις του καλοκαιριού ήδη αποχωρούν

τώρα οι άνεμοι θα σηκωθούν ανελέητοι

να κυνηγήσουν το φως

ενώ ο κόσμος θα γεμίσει γκρίζα σύννεφα

μαζί με τρομαγμένα φτερά πουλιών

έπειτα θα ρθει απρόσμενα η βροχή

στην αρχή δυνατή σαν μαστίγωμα

ύστερα ήρεμη σαν μεταμέλεια

κάτω απ’ την υγρή της θλίψη

θα σβήσουν όλες οι ιστορίες που ξέμειναν ανολοκλήρωτες

κι όλα τα βήματα

που δεν πρόλαβαν να φτάσουν σε κάποιον προορισμό

τότε τα βράδια θα πνιγούν στις σκιές

κι οι σκιές θα χαράξουν τη βουβή τους απόγνωση

μέσα στα μάτια σου

μέσα στα μάτια μου.

Ω, ναι, είναι σίγουρο το φθινόπωρο θα ρθει

κι όμως εσύ έχεις ξεχαστεί κάτω απ’ το χρόνο που φεύγει

ολόιδια με την αιώνια πραγματικότητα

με την οριστική έννοια της ζωής

δε θέλω να ταράξω την ανέμελή σου αφαίρεση

ούτε τη σοφή σιωπή σου

ωστόσο

ακούω έξω απ’ την πόρτα μας τα μηνύματα των καιρών

κιόλας τα φαντάσματά τους γέμισαν ασφυκτικά την αυλή μας

από παντού φωνάζει η παρουσία τους

κρατημένη απ’ το χέρι με το άγνωστο Αύριο

- δεν τα βλέπεις ;

- δεν τ’ ακούς ;

Το φθινόπωρο θα ρθει χωρίς αναβολή

δος μου το χέρι σου

έχουμε πολύ αργήσει.

7.

Δε θα συναντηθούμε ποτέ !

Εσύ ένα όνειρο άπιαστο

που ανάτειλε ξαφνικά πάνω απ’ τους σκοτεινούς μου

ορίζοντες

κι εγώ μια μοναχική περίπτωση

δίχως φως και δίχως ελπίδα

με τις ρίζες μου βαθιά μπηγμένες στο τέλμα μου

σαν καλάμι ερημικό

ξεχασμένο ακόμα κι απ’ τον άνεμο.

Εσύ ένα άστρο αλαργινό

φερμένο απρόσμενα στο σκοτεινό ουρανό μου

γεμάτο λάμψη κι αστραποβόλημα

κι εγώ μια ταπεινή ικεσία δίχως προοπτικές

δεμένη για πάντα στο χώμα.

Εσύ μια ωραία μέθη από πνοές

διάχυτη στον αέρα που αναπνέω

κι εγώ ένα σχήμα ταπεινό και γήινο

παραδομένο από καιρό στην εγκατάλειψή του.

Σε κοιτάζω από μακριά

όπως κοίταζα κάποτε τα μεγάλα φεγγάρια

που έβγαιναν πάνω απ’ τη θάλασσα του νησιού μου

όπως κοίταζα τ’ άσπρα περαστικά πουλιά

ή τα ταξιδιάρικα σύννεφα

που κουβαλούσαν οι αγέρηδες στα φτερά τους

προσπαθώ να συλλάβω το νόημα της παρουσίας σου

γεμάτος λαχτάρα για μια καινούρια μοίρα

για έναν καινούριο Θεό

μα εσύ μένεις μια περιπέτεια απροσπέλαστη

άνθος εξωτικό κι απλησίαστο

δίχως φωνές

δίχως εκείνες τις γέφυρες

που ενώνουν τους κόσμους μεταξύ τους.

Τι κρίμα !

Δε θα συναντηθούμε ποτέ !

8.

(απομυθοποίηση)

Η απλανής ιστορία έσβησε

ολόιδια όπως σβήνει στο έρημο ακρόγιαλο

το ανώνυμο κύμα.

Βέβαια στην άμμο μένουν ακόμα σκόρπια πού και πού

κάποια επίμονα ίχνη της άδοξης περιπέτειας

αλλά στο τέλος θα χαθούν κι αυτά απ’ τη βροχή, τον άνεμο, και τις φουρτούνες του χειμώνα.

Τότε ο κόσμος θα βουλιάξει ξανά

στη φρίκη της καθημερινότητας

ενώ εσύ δε θα ’σαι πια παρά

ένα άστρο χαμένο πριν εκατομμύρια έτη φωτός

κι εγώ μια ξεχασμένη περίπτωση

με τις στερνές ανταύγειες απ’ τη λάμψη σου μέσα μου

και τούτο το αμφίβολο ερωτηματικό στα χείλη :

υ π ή ρ ξ ε ς π ο τ έ ά ρ α γ ε ;


 

Κ ύ ρ ι ε

1.

Ταξίδεψα στο διάστημα ανάμεσα στ’άστρα σου

με την αλαζονεία μιας ανθρώπινης νίκης στο μέτωπο

με τη σημαία του κατακτητή στην καρδιά μου

είδα τη γη ν’ανατέλει πίσω απ’το σκοτεινό ορίζοντα του

φεγγαριού

είπα πως είμαι ισχυρός

ότι μπορώ να σε παραμερίσω

μα περνούσε ο χρονος που έταξες να μετρά τη ζωή μου

κι άρχισα να νιώθω βαριά πάνω μου τη μάζα της μοναξιάς

που με κύκλωνε ολούθε

ένώ μέσα μου έσπερνε και θέριζε ο φόβος

και γίνονταν ολοένα και πιο δυνατές οι έλξεις απ’τις ρίζες μου

πίσω,

απ’ τη γη των πατέρων μου,

κι επέστρεψα

κι ησύχασα

κι ασφαλισμένος σήκωσα το κεφάλι ψηλά

να μετρήσω το δρόμο που διέτρεξα

κι είδα πως δεν έκανα τίποτ’ άλλο

πάρεξ να μεγαλώσω μέσα μου τα όρια του σύμπαντός σου

να μεγαλώσω την έκτασή σου και το νόημά σου

και να μικρύνω έτσι ακόμα πιότερο

την ασημαντότητά μου.

2.

Σκάβω βαθιά μέσα μου

μέσα στο χώμα στον πηλό και στη λάσπη

ψάχνω να βρω τις πηγές σου

αυτές τις πηγές που ξεδίψασαν τους προφήτες σου

και πότισαν το άνθος της ισορροπίας μέσα στο σύμπαν

πρέπει να βρω αυτό το νόημα της ισορροπίας

για να μπορέσω να σταθώ όρθιος πάνω στην έρημη πέτρα

χωρίς φόβο και χωρίς πάθος

με το λόγο της σιωπής στα χείλη μου

ήρεμος ταπεινός και περήφανος

που υπάρχεις

που υπάρχω

που υπάρχει ο κόσμος.

3.

Ο κόσμος η νύχτα κι εσύ

κι εκείνο το μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο

καρφωμένο στο στήθος σου

να φεγγαροπερπατεί σ’έναν απελπισμένο ουρανό

με το χρώμα του αίματος και της προδοσίας

και της ντροπής και της συμφοράς

στα κέρινά του πέταλα

και να στάζει φωτιά

πάνω στην καρδιά μου

σαν τιμωρία για τη μοναξιά της νύχτας

που ωστόσο εσύ ο ίδιος έσπειρες γύρω μου

ανερώτητα.

4.

Νά-την λοιπόν πάλι η φθορά της αμφιβολίας

ντυμένη την τυφλή αναζήτηση του σκουληκιού

ντυμένη την ανάγκη μιας στερεότητας

που την γυρεύει τόσο η σάρκα μου.

Φώναξα ότι υπάρχεις

και νόμισα ότι ηρέμησα.

Αλλά δεν ηρεμώ.

Πρέπει να μου πεις πού είσαι

να ρθω να εγγίσω την πλευρά σου

να ξεκουράσω πάνω στο απτό σχήμα σου τα χέρια μου

ν’ ακουμπήσω πάνω στο απέραντο βλέμμα σου την καρδιά

μου

ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων είναι μια περιπέτεια

άπιαστη

κι εγώ σε θέλω εδώ

μια ζωντανή συνείδηση για τις χούφτες μου

μια βεβαιότητα για τις διαμαρτυρίες μου

ένα παρόν δικό μου για πάντα

μη μου το αρνιέσαι

οι πόλεμοι είναι πολλοί πάνω στη γη

ο θάνατος σε νίκησε

κοίτα :

πρόσφυγες, σκοτωμένα παιδιά, τυφλοί γέροντες,

κουφάρια κάθε λογής στους δρόμους και τα μονοπάτια

και βόμβες, και αεροπλάνα, και φωτιές

κι άγρια πρόσωπα που στάζουν μόνο αίμα

πού είσαι, πού είσαι

γιατί μας άφησες μόνους κι αβοήθητους

γιατί μας εγκατέλειψες στο έλεος της απουσίας σου

άμαχος πληθυσμός είμαστε όλη η γη

αδέρφια είπες πως είμαστε κι εσύ ο πατέρας όλων

που είναι λοιπόν η πατρική σου προστασία ;

δεν είσαι πια ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται

άλλοι σου έκλεψαν την τέχνη

και τους ανέχεσαι να κομπορρημονούν αδιάντροπα

μπροστά σου και μπροστά μας

και δεν αρπάζεις το φραγγέλιο

να τους πετάξεις στις μαύρες θάλασσες

ξορίζοντάς τους στις πίσσες, στα σκοτάδια και στα τάρταρα.

Δε μιλάς καν.

Πού είσαι, πού είσαι

δε σε βλέπω όσο κι αν μαντεύω τις διαστάσεις σου

δε σ’ ακούω όσο κι αν βουίζει μέσα μου

η ηχώ απ’ την πανάρχαια φωνή σου.

Ω, αυτή η ασύλληπτη προαιώνια φωνή !

Πότε επιτέλους θα ξαναγίνει φλόγα πύρινη

να κατέβει απ’ τον μακρινό ουρανό σου

και να ’ρθει να τιθασέψει πάνω μας

την απαίσια ματαιότητά μας !


 

Απέραντη θάλασσα

Απέραντη θάλασσα των παιδικών ονείρων

απροσμέτρητη ζωή με τα χίλια χρώματα

που δεν ξέρεις από Μπιάφρες εσύ

κι από παιδιά σκασμένα πλάι σε σκουπίδια

μήτε από Βιετνάμ και Λάος και Καμπότζες

και βρώμικους πολέμους στις ζούγκλες της Ανατολής

μήτε από Σουδάν, και Κόσοβα, και Αφγανιστάν, και Πακιστάν

πνιγμένα στην απελπισία και το αίμα

μήτε από επαναστάσεις και δημοκρατίες και δικτατορίες

κι ανθρώπινα πάθη ανεβασμένα ως τον ουρανό

κι άλλα εξευτελισμένα να κολυμπούν στη λάσπη,

απέραντη ομορφιά του κόσμου

που κάποτε τ’ ακατάληπτά σου μηνύματα

γινόνταν στραφταλιστές πεταλούδες απ’ τον ήλιο

κι ερχόνταν κι έμπαιναν στα τρυφερά μου στήθια

μεθώντας-με με τη μαγεία σου,

σε κοιτάζω

τώρα που τα χρόνια μού άσπρισαν πια τα μαλλιά

έχεις πάντα στο πρόσωπο εκείνα τ’ άπειρα χρώματα

παίζεις πάντα με τ’ αγριεμένα σου κύματα

ή με τ’ άλλα, τα μικρά κι ανήξερα στις αμμουδιές

και δε λες τίποτα

μήτε για το χρόνο που κυλά πάνω σου χωρίς να σ’ αγγίζει

μήτε για το βάθος τ’ ουρανού που καθρεφτίζεται μέσα σου

κι όμως δε σε πονεί

μήτε για τους παλιούς σου φίλους σαν εμένα

που κάποτε ήρθαν κι ακούμπησαν τα δάκρυά τους

πλάι στα βράχια σου

μου μοιάζεις σαν να φεύγεις

σαν να με προσπερνάς

σέρνοντας πίσω σου την επιστήμη της αδιαφορίας σου

κι αφήνοντάς-με ξεγελασμένο στα πικρά ακρογιάλια σου

να μετρώ νικημένος τις προδομένες μου αυταπάτες.

Τ.Χ. Φθινόπωρο 1992

 


 

Π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

Αναζητήσεις Σελ. 1

Ανεμώνες « 2

Εσύ « 3

Οι γλάροι « 4

Σε γυρεύω « 5

Μπροστά στον καθρέφτη « 6

Κόλπος « 7

Ο Σταυρός « 8

Σταθμοί « 9

Η άμαξα « 10

Δίχως τίτλο « 11

Υψομετρία « 12

Όλα τελειώνουν κάποτε « 13

Θεωρητικό « 14

Έρωτας « 15-25

Κύριε « 26-30

Απέραντη θάλασσα « 31