Τα τριάντα χρόνια να φοβάσαι

Το χέρι μου φοβάμαι το φτωχό
που μήνες τώρα σαγηνεύει μια μπερέτα
φοβάμαι της κουρτίνας τη δαντέλα
το σκρίνιο ακόμα που ανοίγει σιωπηλό
μα πιο πολύ τον λύκο αυτόν φοβάμαι
που ελλοχεύει σκοτεινός
στα μάτια μου το βράδυ
τα νύχια του που ξύνουνε επίμονα
την καρυδένια πόρτα του μυαλού
με τζιν και βότκα μάταια
προσπαθώ να τον μεθύσω
στην τράπεζα στο μπαρ στο σινεμά
το θειάφι της ανάσας του
καίει το πρόσωπό μου
παίρνω ταξί στο σπίτι να κρυφτώ
και στο ημίφως μέσα κάτωχρος
την αποκρουστική μουσούδα αντικρίζω
ζωγραφισμένη έναν σαρκασμό
στου οδηγού το καθρεφτάκι.