3. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Βακχικά.

Βάκχος

Α. Βαρελοθήκη

'Eξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξες, λόγοι, όλα κάτω.
τι του κάκου τα φυλάττω;
Τον Απόλλωνά τους ρίξε
και τες Μούσες όλες πνίξε.
Την πικρή τους δάφνη καύσε
κι απ' τους κόπους πλέον παύσε.
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Ο κισσός ας πρασινίσει
και το κλήμα ας ανθίσει,
να γλυκάνει το σταφύλι
τα πικρά μου τούτα χείλη.
Μη με λέγεις καλαμάρι,
μόν' κανάτα, μόν' πιθάρι.
Μη καντήλι. μόν' κροντήρι
και γαβάθα και ποτήρι.
Θέλω, θέλω να καθίσω,
να χαρώ να ευθυμήσω
με τον Βάκχον μου τον φίλον
στης βαρέλας μου τον τύλον.


Β. Κατάρα

Να μη φθάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν' εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
'Οπ' ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή 'ν' τη αληθεία
αιωνία τυραννία.


Γ. Μεθύσι

Να μεθύσω, να μεθύσω,
την καρδιά μου να δροσίσω
και τον νουν μου να ζαλίσω,
τα κακά ν' αλησμονήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
τες φροντίδες μου ν' αφήσω,
τες ελπίδες να σκορπίσω
κι αδιάφορος να ζήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
να χαρώ, να ευθυμήσω,
να χορέψω, να πηδήσω,
να φωνάξω, να λαλήσω.
Να μεθύσω, να μεθύσω,
εις τα κάλλη να ορμήσω,
τρυφερά να τα φιλήσω
και εκεί να ξεψυχήσω.


Δ. Μακαριότητα

'Οταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλισθεί,
τότ' αρχίζω και χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ' ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν' ανασαίνει, ν' αναπνεί.
Για τον κόσμον δεν με μέλει.
ας γυρίζει όπως θέλει.
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ' το πλάγι να μη λείψει,
ν' απεθάνομε μαζί!


Ε. Αταραξία

Δυσάρεστη ψυχή μου,
γαβάθιζε του κόσμου.
Ο κόσμος -μη σε μέλει-
ας κάμει όπως θέλει.
Αρχήθεν έτσ' εκτίσθη
και έτσ' εσχηματίσθη,
και δεν μπορεί ν' αλλάξει
την άτακτή του τάξη.
Λοιπόν παραίτησέ τον,
κουρεύου, κόσμε, 'πε τον.
και μόνον κέρνα, χύνε
και σφίγγε, ρούφα, πίνε.


ΣΤ. Βαθρακός

Εσύ, φίλε μουσικέ,
φωνακλά μου βαθρακέ,
νερό πίνοντας γλυκά
κελαηδείς το ακακά.
Κι εγώ πίνοντας κρασί
με την κούπα τη χρυσή
μες στα δέντρα τ' ανθηρά
τραγουδώ το τερερά.
'Ελ' ας πίνομε μαζί,
ο καθένας όσο ζει,
και τον κόσμον τον καλόν
ας γελούμε σαν λωλόν.
Τύφλες νά 'χουν τα πολλά
και μεγάλα του καλά,
και τα πλέον θαυμαστά
εις το πιει μας εμπροστά.