1.- ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ.




α.- Εννοιολογικός προσδιορισμός.

β.- Βασικά χαρακτηριστικά.

γ.- Αρχές για τη μελέτη.

δ.- Κοινωνιολογική θεώρηση των Κ.Π.

ε.- Αντιμετώπιση με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

στ.- Διερεύνηση.


α.- Εννοιολογικός προσδιορισμός.


Oταν γίνεται συζήτηση για τα Κοινωνικά

Προβλήματα,οι περισσότεροι από εμάς φέρνουμε στο νού μας

κάποιες από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών οι οποίες

αναφέρονται σε γεγονότα στα οποία θα ταίριαζε ο

χαρακτηρισμός αυτός.

Ποιά είναι τα γεγονότα αυτά; Μια μικρή βόλτα στα media

θα μας βοηθήσει να φτιάξουμε το σχετικό κατάλογο που θα

μπορούσε να περιλαμβάνει:

- το θάνατο ενός τοξικομανή από υπερβολική χρήση ηρωίνης,(το

Κ.Π. της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών),

- μια ληστεία Τράπεζας, (το Κ.Π. της εγκληματικότητας),

- τη διαμαρτυρία συνταξιούχων για το ύψος των συντάξεών τους,

(το Κ.Π.της κοινωνικής ασφάλισης),

- τη μόλυνση των ακτών μιας περιοχής από το ναυάγιο ενός

πετρελαιοφόρου,(το Κ.Π. της μόλυνσης του περιβάλλοντος)

- το ξυλοκόπημα από την αστυνομία ενός Αλβανού λαθρομετανάστη,

(τα Κ.Π. της βίας και των εθνικιστικών διακρίσεων),

- την κατάληψη ενός σχολείου, (το Κ.Π. της εκπαίδευσης),

- τις καταστροφές που προκλήθηκαν στις εγκαταστάσεις μιας πο-

λυεθνικής εταιρίας από τη βόμβα που έβαλε η "επαναστατική

οργάνωση Χ", (το Κ.Π. της βίας/τρομοκρατίας),

- τον θάνατο ενός ασθενούς που βρισκόταν σε απομεμακρυσμένη

περιοχή εξαιτίας της καθυστερημένης μεταφοράς του στο

πλησιέστερο νοσοκομείο (το Κ.Π. της υγείας),

- τους βανδαλισμούς νεαρών hooligans γιατί έχασε ή κέρδισε(!)

η ομάδα τους (το Κ.Π. της βίας στους αθλητικούς χώρους),

- την αναφορά στα αυξημένα ποσοστά των ανέργων νέων

πτυχιούχων κάθε ειδικότητας (τα Κ.Π. της ανεργίας

- το θάνατο του Ψ από ασιτεία (το Κ.Π. της φτώχειας) κλπ.

Ο κατάλογος μπορεί να συνεχισθεί και να εμπλουτισθεί και

με πολλά άλλα γεγονότα που βλέπουν καθημερινά το φως της

δημοσιότητας είτε στα πρωτοσέλιδα είτε και στα "ψιλά" των

εφημερίδων,είτε σαν πρώτη είτε σαν τελευταία είδηση των

σχετικών δελτίων των τηλεοπτικών και των ραδιοφωνικών

σταθμών.

Ποιό είναι όμως το κοινό γνώρισμα των καθημερινών αυτών

γεγονότων εξαιτίας του οποίου χαρακτηρίζονται όλα σαν Κ.Π.;

Αν ληφθεί υπόψη η από πρώτη άποψη διαφορετικότητά

τους,υπάρχει κοινός παρονομαστής κάτω από τον οποίο να

μπορούν να υπαχθούν συνολικά;

Αναφερόμενος στην έννοια των Κ.Π. ο R.Merton ( 1974,7)

διετύπωσε την άποψη πως για τον κοινωνιολογικό προσδιορισμό

της θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

- τα κριτήρια με τα οποία κάθε κοινωνία τα οριοθετεί,

- η κοινωνική τους προέλευση,

- οι αντιτιθέμενες απόψεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων

σχετικά με την έννοιά τους,

- οι σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα φανερά και

στα λανθάνοντα Κ.Π.,

- οι απόψεις της κοινής γνώμης γι'αυτά και

- η πεποίθηση πως δυσάρεστες και ανεπιθύμητες για μια

κοινωνία καταστάσεις υπάρχει ή όχι η δυνατότητα να αλλάξουν.

Ο ίδιος ο Merton διετύπωσε την άποψη πως "ένα Κ.Π.

αναφέρεται σε μια ουσιαστική διάσταση μεταξύ ευρέως

παραδεκτών κοινωνικών προτύπων και πραγματικών συνθηκών της

κοινωνικής ζωής", (1971:799).

Από άλλους κοινωνικούς επιστήμονες,

- οι Bassis,Gene και Levine, είπαν πως Κ.Π. είναι "μια

κοινωνική κατάσταση επιζήμια για το άτομο και για το

κοινωνικό σύνολο", (1982:15),

- ο Κυριακίδης θεωρεί το Κ.Π. σαν "μια ανεπιθύμητη κατάσταση

στις κοινωνικές σχέσεις των ατόμων,μια κατάσταση που από ένα

σημαντικό αριθμό ατόμων χαρακτηρίζεται ως μια απόκλιση από

κάποιο κοινωνικό θεσμό", (1981:136),

- o Tσαούσης το προσδιορίζει ως "μια κατάσταση που προκαλεί

δυσφορία σε ένα σημαντικό τμήμα του κοινωνικού συνόλου,γιατί

η κατάσταση αυτή δεν συμπίπτει με την επιθυμητή ενώ θα

μπορούσε να διορθωθεί και να προληφθεί η εμφάνισή της",

(1984:150-1) και τέλος

- ο Τάτσης το βλέπει σαν "κάθε κατάσταση η οποία

προσδιορίζεται (από το κοινωνικό σύνολο) και κρίνεται

επιβλαβής για την εύρυθμη λειτουργία των ανθρώπινων

κοινωνιών (1986:20).

Αποδεχόμενοι τους παραπάνω ορισμούς και λαμβάνοντας

υπόψη κάποια από τα επιμέρους στοιχεία τους θα επιθυμούσαμε

να ορίσουμε το Κ.Π. ως

"μια κατάσταση που οφείλεται σε ανθρώπινη συμπεριφορά και η

οποία προκαλεί τη δυσλειτουργία μιας κοινωνίας".

Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να διευκρινήσουμε πως

περιλαμβάνει μια σειρά παρόμοιων γεγονότων - π.χ. διάφορα

εγκλήματα ή πράξεις βίας -, τα οποία συνιστούν παραβάσεις

κοινωνικά αποδεκτών κανόνων. Η παραβίαση των κανόνων αυτών

συμβάλλει στην απορύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης με τελικό

αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της κοινωνίας που την υφίσταται.

Η ευρύτερη δε αναγνώριση του κοινωνικά επιζήμιου

χαρακτήρα της παραπάνω κατάστασης την χαρακτηρίζει κατά τη

γνώμη μας σαν Κ.Π. -

β.- Βασικά χαρακτηριστικά.


Τα σπουδαιότερα κατά τη γνώμη μας χαρακτηριστι-

κά των κοινωνικών προβλημάτων είναι:

α) η σχετικότητα και

β) η συλλογική εκτίμηση για την ύπαρξή τους.

Οσον αφορά τη σχετικότητα, θα πρέπει να σημειώσουμε την

παρουσία της στον τόπο,στο χρόνο και στην κοινωνική ομάδα.

Σαν γενική παρατήρηση στην προκειμένη περίπτωση θα

πρέπει να πούμε πως η οριοθέτηση ενός κοινωνικού προβλήματος

δεν έχει πάντοτε διατοπική,διαχρονική και δια-κοινωνική

ισχύ.

Ο εκάστοτε προσδιορισμός του εξαρτάται κάθε φορά από την

οπτική γωνία θεώρησής του. Η οπτική αυτή γωνία δεν είναι

πάντοτε η ίδια.Διαφέρει ανάλογα με τον τόπο,τον χρόνο,την

ευρύτερη κοινωνία ή την κοινωνική ομάδα ή τις αντιλήψεις

εκείνου που το προσδιορίζει.

Αυτό οφείλεται στο ότι τί απειλεί πραγματικά την

υπόσταση μιας κοινωνίας είναι ένα θέμα για το οποίο δεν

υπάρχει πάντοτε ομοφωνία.Οι απόψεις των ατόμων αν τις δούμε

διατοπικά,διαχρονικά και δια-κοινωνικά διαφέρουν πολλές φορές

σημαντικά.

Ετσι αυτό που θεωρείται ως ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα

σε μια περιοχή,σε μια δεδομένη χρονική στιγμή,στη

συγκεκριμένη κοινωνία ή κοινωνική ομάδα μπορεί να είναι

ασήμαντο ή εντελώς αδιάφορο σε μια άλλη περιοχή,σ'ένα άλλο

χρονικό σημείο ή σε μια άλλη κοινωνία ή κοινωνική ομάδα.

Η ρύπανση της ατμόσφαιρας λοιπόν από την εκπομπή των

καυσαερίων είναι πρόβλημα για μια μεγαλούπολη όπως είναι η

Αθήνα,το Λονδίνο,η Νέα Υόρκη όχι όμως και για μια οποιαδήποτε

μικρή επαρχιακή πόλη οπουδήποτε κι αν βρίσκεται αυτή.Φυσικά

και δεν αποτελούσε πρόβλημα πριν από την ανάπτυξη της

βιομηχανίας,πριν δηλ.από τον 20ο αιώνα.Και βέβαια θα αποτελεί

πρόβλημα και στο μέλλον εφόσον εξακολουθούν να επικρατούν οι

συνθήκες που το δημιούργησαν και σήμερα.Από την κατάσταση

αυτή πλήττονται κατά κύριο λόγο οι κοινωνικές ομάδες που

είναι υποχρεωμένες για λόγους οικονομικούς,επαγγελματικούς

κ.ά.να κατοικούν, να εργάζονται να επισκέπτονται συχνά τις

περιοχές αυτές. Για όλους αυτούς η ρύπανση της ατμόσφαιρας

στην οποία ζούν και κινούνται που οφείλεται σε ανθρώπινη

συμπεριφορά - παράλειψη τοποθέτησης φίλτρων στις βιομηχανίες

που ρυπαίνουν - αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.Για

όσους δεν ανήκουν σ'αυτούς το ενδεχόμενο ενδιαφέρον τους θα

μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν "ακαδημαικό".

Ανάλογες σκέψεις θα μπορούσαν να γίνουν και για,

α) τη χρήση ναρκωτικών, όπου η αντιμετώπισή τους στις

περισσότερες σημερινές κοινωνίες διαφέρει σημαντικά από την

αντίστοιχη αντιμετώπισή τους τον περασμένο αιώνα

β) ορισμένες μορφές εγκλημάτων,η μοιχεία π.χ. στη χώρα μας

έπαψε να θεωρείται έγκλημα από τις αρχές της περασμένης

δεκαετίας κάτι που δεν ισχύει ακόμη και σήμερα σε Ασιατικές

χώρες, ενώ οι ληστείες Τραπεζών είναι πολύ πιο συχνές σε μας

μετά το 1990 κλπ.,

γ) για την ανεργία, που πλήττει σήμερα κυρίως τους νέους,

δ) τον υπερπληθυσμό, που είναι σοβαρότατο πρόβλημα της Κίνας,

ε) την υπογεννητικότητα, που είναι πρόβλημα που απασχολεί τη

χώρα μας κλπ.

Με βάση το χαρακτηριστικό της σχετικότητας του

προσδιορισμού των κοινωνικών προβλημάτων θα πρέπει να

παρατηρήσουμε πως και ο χαρακτηρισμός αυτός είναι

υποκειμενικός.

Ο υποκειμενισμός αυτός λειτουργεί είτε σε ατομική είτε

σε συλλογική βάση.

Στην πρώτη περίπτωση ένα άτομο θεωρεί ότι μια κατάσταση

αποτελεί κοινωνικό προβλημα γιατί σχετίζεται αρνητικά με τον

τρόπο ζωής του,τα ενδιαφέροντά του,την ηλικία του,το φύλο

του,τον τόπο της κατοικίας του,τη μόρφωσή του,τις

θρησκευτικές του πεποιθήσεις και γενικά το

κοινωνικοοικονομικό του status.

Στη δεύτερη περίπτωση κοινωνικές ομάδες με κοινά

συμφέροντα που μοιράζονται κατά το μάλλον και ήττον τις ίδιες

απόψεις για διάφορα ζητήματα,είναι πιθανό ανάλογες με την

προηγούμενη καταστάσεις που τα πλήττουν οικονομικά,κοινωνικά

κ.ά. να τις χαρακτηρίζουν ως κοινωνικά προβλήματα. Οι θέσεις

αυτές μας οδηγούν στο δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό των

κοινωνικών προβλημάτων.

Το ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός θεωρούνται κοινωνικά

προβλήματα από ένα άτομο ή μια μικρή κοινωνική ομάδα αυτό δεν

σημαίνει πως αυτά είναι πράγματι κοινωνικά προβλήματα.Για να

θεωρηθούν σαν τέτοια θα πρέπει να επηρεάζουν σημαντικό αριθμό

ατόμων. Παράλληλα θα πρέπει να διαπιστώνεται μια γενικότερη

ευαισθητοποίηση γι'αυτά στη συγκεκριμένη κοινωνία.

Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλισθεί και η αντίδραση των

πληττόμενων αλλά και η παροχή βοήθειας σ'αυτούς μέσα στα

πλαίσια μιας πολιτικής αντιμετώπισης.Η συλλογική αυτή

εκτίμηση για την ύπαρξη ενός κοινωνικού προβλήματος που γεννά

και τη συλλογική αντίδραση για την αντιμετώπισή του αποτελεί

ένα ακόμη από τα βασικά χαρακτηριστικά του.

Οι σκέψεις αυτές μας υποχρεώνουν να θέσουμε ένα καίριο

ερώτημα: Με ποιό τρόπο στη σημερινή εποχή ευαισθητοποιείται

το κοινωνικό σύνολο για την ύπαρξη και τις συνέπειες ενός

κοινωνικού προβλήματος;

Πιστεύουμε πως η καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό

είναι το ότι αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.Με τη

σημερινή ιδιαίτερα μεγάλη ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής

Επικοινωνίας και την τεράστια αύξηση της επιρροής τους στο

κοινωνικό σύνολο, ο σπουδαιότερος, κατά τη γνώμη μας, από

τους παράγοντες αυτούς σχετίζεται με το μέγεθος της προβολής

που γνωρίζει ένα κοινωνικό πρόβλημα από αυτά.

Μια έντονη προβολή στον καθημερινό τύπο και στα τηλεο-

πτικά κανάλια η οποία σπάνια δεν περιέχει και το στοιχείο της

υπερβολής - εφόσον διαπιστωθεί ότι το θέμα "πουλάει"

-, αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο το ενδιαφέρον του κοινού για

το συγκεκριμένο θέμα και το καθιστά κοινωνικό πρόβλημα - όχι

βέβαια και χωρίς πράγματι να είναι - με διαστάσεις όμως πολύ

μεγαλύτερες από εκείνες που πιθανότητα έχει στην πραγματικό-

τητα.

Το γεγονός αυτό μπορεί να λειτουργεί και

αποπροσανατολιστικά για την κοινή γνώμη δεδομένου ότι άλλες

ανάλογες καταστάσεις,οι οποίες έχουν το μειονέκτημα να μην

"πουλούν", δεν προβάλλονται ανάλογα, παρά την αντίστοιχη

σπουδαιότητά τους.

Τί συμβαίνει, λοιπόν τελικά;

Μήπως κάθε κοινωνία αντιλαμβάνεται τα προβλήματά της

από τον τρόπο που προβάλλονται αυτά στη κοινή της γνώμη από

τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ή τα άτομα που έχουν

πρόσβαση στα ΜΜΕ; Συμβαίνει κι αυτό.Οχι όμως αποκλειστικά και

μόνο και σ'όλες τις περιπτώσεις,όπως θέλουμε να πιστεύουμε.

Τα ΜΜΕ έχουν τεράστια δύναμη στις σημερινές

αναπτυγμένες κοινωνίες και επηρεάζουν αρκετά την κοινή γνώμη

προς όποια κατεύθυνση θέλουν. Ο άνθρωπος όμως ακόμη και

σήμερα και παρά τις περί του αντιθέτου όχι αδικαιολόγητες

απόψεις που υπάρχουν,εξακολουθεί να σκέπτεται και σαν άτομο

και όχι μόνο σαν το απρόσωπο μέλος μιας ομάδας.

Με τον τρόπο αυτό βλέπει ποιά είναι τα πραγματικά

προβλήματα της κοινωνίας του και ρυθμίζει τη στάση του

απέναντι σ'αυτά. Το ζήτημα είναι πως το σχετικό ενδιαφέρον

του εξαρτάται βασικά από το πόσο κοντά βρίσκεται στο

συγκεκριμένο κοινωνικό πρόβλημα.Αλλη λοιπόν είναι η στάση

ενός θύματος εγκλήματος απέναντι στα μέτρα που λαμβάνονται

για τον περιορισμό της εγκληματικότητας και άλλη εκείνου που

διαβάζει στην εφημερίδα του για τα εγκλήματα που

γίνονται.Αλλοιώς βλέπει τα πράγματα κάποιος που έχει εργασία

και αλλοιώς κάποιος άνεργος, όσον αφορά το πρόβλημα της

ανεργίας.Διαφορετική είναι η θέση των γονέων παιδιών που

κάνουν χρήση ναρκωτικών από τους γονείς παιδιών που δεν είναι

τοξικομανείς,όσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης του

κοινωνικού αυτού προβλήματος κλπ.

Η γνώμη μας είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις η

εγγύτητα προς το πρόβλημα παίζει αποφασιστικό ρόλο στον

προσδιορισμό του από το ίδιο το άτομο σαν κοινωνικού ή

ατομικού.Η συχνότητα όμως και η ένταση της προβολής του από

τα ΜΜΕ καθορίζει τον χαρακτηρισμό του και από την ευρύτερη

κοινή γνώμη ως κοινωνικού.-

γ.- Αρχές για τη μελέτη.


Τα κοινωνικά προβλήματα επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα

τη ζωή όλων των ατόμων.Μερικά από αυτά προξενούν σοβαρότατες

ζημιές τόσο στα άτομα όσο και στην κοινωνία σαν σύνολο.Η

μελέτη τους με σκοπό των περιορισμό των δυσμενών συνέπειών

τους αποτελεί έργο των Κοινωνιολόγων αλλά και των άλλων

κοινωνικών επιστημόνων γενικά. Τα πορίσματα των μελετών αυτών

θα πρέπει να αποτελούν τον γνώμονα για τη χάραξη της πλέον

πρόσφορης κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπισή τους.

Κάθε μελετητής των κοινωνικών προβλημάτων στην

προσπάθειά του να κατανοήσει τη φύση τους θα πρέπει να έχει

υπόψει του τις παρακάτω αρχές που τα αφορούν:

α) Τα κοινωνικά προβλήματα δεν προέρχονται μόνο από κοινωνικά

μη αποδεκτή ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά και από συμπεριφορά

που αποτελεί πιστή εφαρμογή κάποιων κοινωνικών κανόνων.

Ετσι π.χ. ο υπερπληθυσμός μιας φτωχής χώρας η οποία αδυνατεί

να θρέψει τους κατοίκους της,είναι πολύ πιθανό να στηρίζεται

στον αποδεκτό σ'αυτή κοινωνικό κανόνα που απαγορεύει τη χρήση

μέσων αντισύλληψης και ευνοεί την ύπαρξη οικογενειών με πολλά

παιδιά. Οι κάτοικοι της χώρας αυτής δημιουργώντας πολυμελείς

οικογένειες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπακούουν σ'έναν

απόλυτα αποδεκτό στην κοινωνία τους κανόνα. Οι λόγοι που

επέβαλαν την τήρησή του - αραίωση π.χ.του πληθυσμού εξαιτίας

κάποιου πολέμου - μπορεί να έχουν εκλείψει αλλά αυτό είναι

κάτι που δεν λαμβάνεται πάντοτε υπόψη. Η ουσία βέβαια,είναι

πως η συμπεριφορά αυτή δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί stricto

sensu ως αντικοινωνική,με τη συνηθισμένη έννοια που δίνεται

στον όρο αυτό (Τσαούσης 1984 - 252),παρόλα αυτά δημιουργεί το

κοινωνικό πρόβλημα που συνεπάγεται την έλλειψη επαρκών πόρων

για τη διατροφή του "πλεονάζοντος" τμήματος ή και του συνόλου

του πληθυσμού της συγκεκριμένης χώρας.

Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ισχύει

και στην περίπτωση της ανεργίας των πτυχιούχων ΑΕΙ ή ΤΕΙ.Οι

συγκεκριμένοι πτυχιούχοι ακολούθησαν και εδώ έναν κοινωνικό

κανόνα - αυτόν που επιβάλλει ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο για

τους σημερινούς νέους - ευρύτατα αποδεκτό.

Η απόκτηση του πτυχίου τους όμως οδήγησε πολλούς από

αυτούς στην ανεργία εξαιτίας των περιορισμένων θέσεων

εργασίας που υπήρχαν στην ειδικότητά τους.Το γεγονός ότι

τήρησαν τον κοινωνικά αποδεκτό αυτόν κανόνα δεν τους εμπόδισε

να πληγούν από το πρόβλημα της ανεργίας.

β) Η δομή μιας κοινωνίας είναι εκείνη που ωθεί τα περισσότερα

άτομα στην νομιμότητα. Η ίδια όμως μπορεί να ωθήσει κάποια

από αυτά στην εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς που θα

προκαλέσει κάποιο κοινωνικό πρόβλημα.

Ετσι στις σημερινές αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες η

απόκτηση υλικών αγαθών κατέχει εξέχουσα θέση. Η απόκτηση όμως

αυτή πρέπει να γίνει με κοινωνικά αποδεκτά μέσα όπως είναι η

επίπονη εργασία,η υψηλή μόρφωση κλπ.

Τα άτομα που χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά δεν δημιουργούν

κανένα πρόβλημα. Υπάρχουν όμως και άλλα άτομα που για

διάφορους λόγους δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν

τα κοινωνικά αποδεκτά μέσα για να αποκτήσουν τα υλικά αγαθά

που επιθυμούν.

Ετσι για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους αυτή

εκδηλώνουν εγκληματική συμπεριφορά, κάνουν δηλ.κατα-

χρήσεις,απάτες,ληστείες κλπ., χρησιμοποιούν επομένως μέσα μη

κοινωνικά αποδεκτά, η γενικευμένη χρήση των οποίων θα

προκαλέσει το κοινωνικό πρόβλημα της εγκληματικότητας (Merton

1938 - 672 επ.).

γ) Η διαφορετική θεώρηση των κοινωνικών προβλημάτων από κάθε

άτομο ή ομάδα που εμπλέκεται με αυτά έχει ως συνέπεια την

πρόταση λύσεων για την αντιμετώπισή τους οι οποίες είναι στην

πλειονότητά τους διαμετρικά αντίθετες.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι λύσεις αυτές

εκφράζουν τα συμφέροντα εκείνων που τις προτείνουν. Το ζήτημα

που προκύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι το αν η λύση

που θα υιοθετηθεί τελικά θα είναι εκείνη που πραγματικά θα

συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου

προβλήματος. Αν πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο θα μπορούν στη

συνέχεια να γίνουν και οι απαραίτητες διορθωτικές παρεμβάσεις

που θα οδηγήσουν στον αισθητό περιορισμό των δυσμενών

συνεπειών του. -

Δ.- Κοινωνιολογική θεώρηση των Κ.Π.


Η μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων γίνεται από

την επιστήμη της Κοινωνιολογίας. Τα "Κοινωνικά Προβλήματα"

θεωρούνται ειδικότερος κοινωνιολογικός κλάδος.

Μέσα στα πλαίσια της οπτικής αυτής έχουν αναπτυχθεί έξι

θεωρητικές κατευθύνσεις για την σε βάθος ανάλυση της έννοιας,

των χαρακτηριστικών και της αντιμετώπισης των διαφόρων

κοινωνικών προβλημάτων (Rubington - Weinberg 1971, Janowitz

1978,Julian - Kornblum 1986).

Oι θεωρητικές αυτές κατευθύνσεις, σύμφωνα με τους

παραπάνω συγγραφείς, εντάσσονται στους χώρους:

α) της κοινωνικής παθολογίας (social pathology),

β) της κοινωνικής αποδιοργάνωσης (social disorganisation),

γ) της σύγκρουσης αξιών (value conflict),

δ) της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς (deviant behavior),

ε) της ετικέττας (labeling) και

στ) της θεσμικής λειτουργίας (institutional).

Η κατεύθυνση της κοινωνικής παθολογίας που αναπτύχθηκε

από τους παλαιότερους κοινωνιολόγους, έβλεπε την κοινωνία σαν

τον ανθρώπινο οργανισμό που μπορούσε να ήταν υγιής ή να

νοσούσε. Τα κοινωνικά προβλήματα ήταν το αποτέλεσμα της

αδυναμίας των μελών της κοινωνίας αυτής καθώς και των θεσμών

της να προσαρμοσθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές

συνθήκες. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού τα διάφορα τμήματα -

μέλη του κοινωνικού οργανισμού δεν μπορούσαν να συνεργασθούν

μεταξύ τους με συνέπεια η κοινωνία αυτή να "νοσεί",εξ ού και

η ονομασία της "κοινωνικής παθολογίας".

Σύμφωνα με τους πρώτους "κοινωνικούς παθολόγους" τα

κοινωνικά προβλήματα επαύξαναν το κόστος της διατήρησης της

κοινωνικής συνοχής,της "υγιούς" δηλ.κατάστασης του κοινωνικού

οργανισμού και έτσι δημιουργούσαν και σοβαρά οικονομικά

προβλήματα στη συγκεκριμένη κοινωνία.

Η πεποίθηση δε ότι τα κοινωνικά προβλήματα ήταν απόρροια

της "νοσηρής" διάθεσης εκείνων που τα προκαλούσαν οδήγησε

τους νεώτερους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής να διατυπώσουν

την άποψη ότι η καταπολέμησή τους θα ήταν εφικτή με την

παραμπόδιση της διάδοσης των "νοσηρών" απόψεων στις επόμενες

γενεές.

Οι σύγχρονοι δε "κοινωνικοί παθολόγοι" επικεντρώνουν το

ενδιαφέρον τους στις μεταβολές που επηρεάζουν τα άτομα και

τις κοινωνίες και συνιστούν την παιδεία σαν ένα τρόπο

επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων.

Η κατεύθυνση της κοινωνικής αποδιοργάνωσης που διαδέχθηκε

την προηγούμενη υποστήριξε την άποψη πως κάθε κοινωνία είναι

οργανωμένη στη βάση μιας σειράς προσδοκιών και κανόνων. Η

κοινωνική αποδιοργάνωση επέρχεται με την μη πραγματοποίηση

των προσδοκιών αυτών.

Το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό με τρείς τρόπους:

α.- με την απουσία κανόνων που θα προσδιορίζουν την κοινωνικά

αποδεκτή συμπεριφορά των ατόμων,

β.- με την ύπαρξη αλληλοσυγκρουομένων κανόνων από τους

οποίους το άτομο δεν γνωρίζει ποιούς θα πρέπει να ακολουθήσει

και γ.- με την υπακοή σε κανόνες η οποία όμως δεν έχει ως

αποτέλεσμα ούτε την ανταμοιβή ούτε την τιμωρία του ατόμου που

τους ακολούθησε.

Η ένταση που δημιουργείται στα άτομα - Θύματα της

κοινωνικής αποδιοργάνωσης είναι πιθανό να τα οδηγήσει και σε

μια μορφή "προσωπικής αποδιοργάνωσης" όπως θα μπορούσε να

χαρακτηρισθεί η στροφή τους προς τη χρήση ναρκωτικών ή προς

τη διάπραξη εγκλημάτων.

Εύλογο είναι πως στην περίπτωση αυτή και η κοινωνία σαν

σύνολο θα αισθανθεί τις δυσμενείς συνέπειες που θα προκύψουν

από μία τέτοια κατάσταση. Τί πρέπει επομένως να γίνει;

Η αλλαγή και η αποσαφήνιση του περιεχομένου των

κοινωνικών κανόνων συνιστάται από τη θεωρία αυτή για την

αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργούνται

εξαιτίας τους.

H κατεύθυνση της σύγκρουσης αξιών που εμφανίστηκε μετά

τις δυο προηγούμενες τις οποίες και απέρριψε,δέχθηκε βασικά

πως ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σαν προβληματικό για όλη την

κοινωνία σαν σύνολο μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο και

φυσιολογικό για κάποια από τα μέρη της.

Με τον τρόπο αυτό προσδιόρισε τα κοινωνικά προβλήματα σαν

καταστάσεις ασυμβίβαστες με τις αρχές μόνο κάποιων κοινωνικών

ομάδων. Τα προβλήματα αυτά τα δέχθηκε ως φυσιολογικά σε μια

κοινωνία στην οποία υπάρχουν πολλές ομάδες με διαφορετικές

αξίες και συμφέροντα.

Ετσι τα κοινωνικά προβλήματα παρουσιάζονται μέσα στα

πλαίσια του κλίματος ανταγωνισμού που επικρατεί στις σχέσεις

διαφόρων κοινωνικών ομάδων με αντιτιθέμενες αξίες. Η

σύγκρουση δε που θα επακολουθήσει θα καταλήξει σε λύση που θα

επιβληθεί είτε από το δίκαιο του ισχυροτέρου είτε μέσα από

σκληρές διαπραγματεύσεις είτε μετά από κοινή συναίνεση και

αμοιβαίες υποχωρήσεις των μερών.

Η κατεύθυνση της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς θεωρείται

ως η σπουδαιότερη προσέγγιση στη μελέτη των κοινωνικών

προβλημάτων. Η ανάπτυξή της ευνοήθηκε από το ότι έδωσε τη

δυνατότητα στους ειδικούς να κάνουν περισσότερες εμπειρικές

έρευνες στο συγκεκριμένο χώρο επειδή τα αντικείμενά τους

ήσαν πιό προσιτά.

Σύμφωνα λοιπόν, με τη θεωρία αυτή τα κοινωνικά προβλήματα

οφείλονται σε συμπεριφορά ή καταστάσεις με τις οποίες

παραβαίνεται το περιεχόμενο γενικά αποδεκτών κοινωνικών

κανόνων.

Η γεννεσιουργός αιτία των καταστάσεων ή της συμπεριφοράς

αυτής εστιάζεται στην αδυναμία επίτευξης από τα άτομα των

κοινωνικά αποδεκτών στόχων με τα κοινωνικά αποδεκτά μέσα

εξαιτίας των διαφορετικών ευκαιριών που έχουν. Αυτό βέβαια

δεν σημαίνει πως όλοι όσοι έχουν περιορισμένες ευκαιρίες θα

επιδείξουν και παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Αποτελεί ωστόσο ένα

σημαντικό κίνητρο γι'αυτούς.

Η αντιμετώπιση της παρέκκλισης που οδηγεί στη δημιουργία

κοινωνικών προβλημάτων θα πρέπει,σύμφωνα με τη θεωρία αυτή να

πραγματοποιηθεί με την επανακοινωνικοποίηση των

παρεκκλινόντων ατόμων. Παράλληλα θε πρέπει να ληφθεί μέριμνα

έτσι ώστε και η κοινωνία να παρέχει στο σύνολο των μελών της

ίσες ευκαιρίες για την επίτευξη των στόχων τους έτσι ώστε να

μην τους δίνει πλέον καμμία δικαιολογία ανυπακοής στους

κανόνες της.

Η κατεύθυνση της "ετικέττας" αποτελεί μια σχετικά

πρόσφατη προσέγγιση στη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων. Η

τοποθέτησή της απέναντι στην έννοια των κοινωνικών

προβλημάτων είναι διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των

προηγούμενων θεωριών.

Οι άλλες θεωρητικές κατευθύνσεις δέχονται ότι η χρήση

ναρκωτικών,η εγκληματικότητα,η φτώχεια,η υπογεννητικότητα

κ.ά. χαρακτηρίζονται ως κοινωνικά προβλήματα και μελετούν την

έννοια,τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

Η θεωρία της "ετικέττας" υποστηρίζει την άποψη πως ο

χαρακτηρισμός αυτός είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό.Οι

υποστηρικτές της θεωρίας αυτής ενδιαφέρονται να μάθουν τους

μηχανισμούς με τους οποίους οι καταστάσεις αυτές - δηλ. η

χρήση ναρκωτικών,η εγκληματικότητα κλπ. - χαρακτηρίσθηκαν ως

προβληματικές. Αυτό σημαίνει πως ο χαρακτηρισμός αυτός σε μια

τέτοια κατάσταση αποκαλύπτει περισσότερα για την κοινωνία που

τον αποδίδει παρά για την κατάσταση στην οποία αποδόθηκε.

Σύμφωνα λοιπόν, με τη θεωρία της "ετικέττας" τα

κοινωνικά προβλήματα είναι καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως

προβληματικές. Χαρακτηρισμός που θα γίνει από κάποιον που

στηριζόμενος σ' αυτόν θα αποκομίσει ο ίδιος κάποια προσωπικά

οφέλη σε βάρος εκείνων προς τους οποίους αποδίδεται ο

χαρακτηρισμός αυτός.

Φυσικά ο χαρακτηρισμός αυτός υποδηλώνει παρέκκλιση από

αρχές που επικρατούν στη συγκεκριμένη κοινωνία. Τα άτομα δε ή

οι ομάδες που τον δέχονται είναι πολυ πιθανό να ρυθμίσουν την

παραπέρα συμπεριφορά τους στηριζόμενες σ'αυτόν και να

υιοθετήσουν τα χαρακτηριστικά του νέου ρόλου τους. Ετσι,

κάποιος που χαρακτηρίζεται χρήστης ναρκωτικών υιοθετεί στη

συνέχεια και τον τρόπο ζωής του χρήστη

ναρκωτικών,απομακρύνεται δηλ. από το οικογενειακό του

περιβάλλον,την εργασία του, κλέβει για να βρεί χρήματα να

αγοράσει τη δόση του κλπ.

Οι εναλλακτικές λύσεις που έχει το άτομο αυτό είναι

περιορισμένες δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός του

το καθιστά κοινωνικά απόβλητο και το ωθεί στις τάξεις του

κοινωνικού περιθωρίου.

Η λύση των κοινωνικών προβλημάτων, σύμφωνα με τη θεωρία

της "ετικέττας", εναπόκειται στον περιορισμό τόσο των

καταστάσεων και των πράξεων που θεωρούνται παρεκκλίνουσες όσο

και στην εξάλειψη των οποιονδήποτε οφελημάτων προκύπτουν από

αυτές.Η αποποινικοποίηση π.χ. της χρήσης των λεγομένων

"μαλακών" ναρκωτικών θα περιορίσει αισθητά το πρόβλημα αυτό

ενώ παράλληλα θα αφαιρέσει ένα σημαντικό μέρος της

συγκεκριμένης "αγοράς" από τους εμπόρους.

Τέλος, η κατεύθυνση της θεσμικής λειτουργίας υποστηρίζει

την άποψη ότι τα κοινωνικά προβλήματα είναι προβλήματα της

λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών. Η απρόσωπη λειτουργία

αυτών των τελευταίων τα δημιούργησε στο παρελθόν και

εξακολουθεί να τα συντηρεί και μέχρι σήμερα.

Ετσι,π.χ.βλέπουμε τη διάκριση ανάμεσα στους άνδρες και στις

γυναίκες σχετικά με την αμοιβή τους για την παροχή της ίδιας

εργασίας,γεγονός που αποτελεί μία από τις εκδηλώσεις του

κοινωνικού προβλήματος της ανισότητας των δυο φύλων.

Το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε γιατί τότε που άρχισαν να

αναπτύσσονται οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί που

αφορούσαν την παροχή της εργασίας,η θέση της γυναίκας ήταν

έξω από την παραγωγική διαδικασία. Ο κοινωνικός της ρόλος την

ήθελε σύζυγο και μητέρα που θα παρέμενε στο σπίτι για να

ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών της. Από τη στιγμή όμως

που η γυναίκα διέσπασε τις προκαταλήψεις αυτές που ευνοούσαν

την αποχή της από την κοινωνική ζωή άρχισε να διεκδικεί τα

δικαιώματά της στο χώρο αυτό. Η αντίδραση των ανδρών που

έβλεπαν να χάνουν την κυρίαρχη κοινωνική τους θέση,ήταν το

λογικό επακόλουθο της γυναικείας "επανάστασης",το οποίο

αφορούσε την ανακατανομή των ρόλων στη λειτουργία των

κοινωνικών θεσμών όπως π.χ. στο θεσμό της οικογένειας. Το

τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας ήταν η γέννηση

προβλημάτων που οδήγησαν στη δυσλειτουργία των διαφόρων

θεσμών και κατ'επέκταση και της κοινωνίας που στηριζόταν

σ'αυτούς.

Η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων κατά τη

θεωρητική αυτή κατεύθυνση θα πρέπει να εντοπισθεί στην ειδική

και πολύπλευρη διερεύνηση των αιτίων της κρίσης των

κοινωνικών θεσμών η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί με την

άσκηση της κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής.-

E.- Αντιμετώπιση με την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.


Από τη στιγμή που θα παρουσιασθεί ένα κοινωνικό

πρόβλημα θα υπάρξουν προσπάθειες για την αντιμετώπισή του.

Δεν μιλούμε βέβαια, για την οριστική επίλυσή του δεδομένου

ότι κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα δύσκολο και σε πολλές

περιπτώσεις και ουτοπικό. Αυτό συμβαίνει γιατί και από την

ίδια την ύπαρξη του προβλήματος αυτού δημιουργούνται

οργανωμένα και ν ό μ ι μ α - βέβαια - συμφέροντα που

επωφελούνται από την παρουσία του. Η οριστική επίλυσή του θα

δημιουργήσει πιθανότατα ένα νέο πρόβλημα ή θα διευρύνει ένα

ήδη υφιστάμενο.

Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι από αύριο σε μια κοινωνία έπαυε

να υπάρχει έγκλημα,αυτόματα θα γεννιόταν ένα καινούργιο

πρόβλημα: η ανεργία όλων εκείνων που υπηρετούν στο σύστημα

της Ποινικής Δικαιοσύνης, από τους απλούς δεσμοφύλακες μέχρι

και τους δικαστές και τους δικηγόρους που ασχολούνται με

ποινικές υποθέσεις .

Το γεγονός αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να

επιδιώκεται η αντιμετώπιση των διαφόρων κοινωνικών

προβλημάτων,με βάση τη συλλογιστική ότι ο περιορισμός των

βλαβερών συνεπειών τους για εκείνους που πλήττουν άμεσα είναι

ενδεχόμενο να πλήξει κάποιους άλλους στη συνέχεια. Η

ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι η αντιμετώπιση δεν

αποτελεί και οριστική επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος.

Τα κοινωνικά προβλήματα αποτελούν καταστάσεις που

υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Θα ήταν ουτοπικό να πιστέψουμε πως

είναι δυνατό να υπάρξει κοινωνία χωρίς προβλήματα. Οι

κοινωνίες αποτελούν ζωντανούς οργανισμούς και η συνεχής

κίνησή τους στο χώρο και στο χρόνο έχει σαν συνέπεια την

αέναη δημιουργία προβλημάτων απειλητικών για την παραπέρα

επιβίωσή τους. Ο περιορισμός των επιβλαβών συνεπειών των

προβλημάτων αυτών δείχνει εξάλλου την αντοχή της

συγκεκριμένης κοινωνίας και την καθιστά ικανή να συνεχίσει

την πορεία της στον χρόνο.

Τα κοινωνικά προβλήματα δημιουργούν δυσάρεστες

καταστάσεις τόσο για τα μεμονωμένα άτομα όσο και για τις

κοινωνικές ομάδες αλλά και για μια κοινωνία συνολικά. Αυτό

κατά τη γνώμη μας,θα πρέπει να προυποθέτει τόσο την σε

ατομική όσο και σε συλλογική βάση λήψη μέτρων για την

αντιμετωπισή τους.

Δεν αρκεί δηλ. ο κάθε πολίτης να διαμαρτύρεται γιατί το

κράτος - η οργανωμένη κοινωνία με τους μηχανισμούς της - δεν

παίρνει μέτρα για να περιορίσει τη μόλυνση του περιβάλλοντος

ή την ανεργία. Θα πρέπει να εξετάσει και τη δική του

συμπεριφορά ως ατόμου για τα θέματα αυτά. Φροντίζει να μην

ρυπαίνει ο ίδιος τους χώρους στους οποίους κινείται; Κατά την

επιλογή του επαγγέλματός του ερεύνησε ή όχι τις δυνατότητες

που προσέφερε ή συγκεκριμένη αγορά εργασίας; Aν η απάντηση

του στα παραπάνω ερωτήματα είναι αρνητική και ανάλογη είναι

και η απάντηση σημαντικού αριθμού συμπολιτών του σ'αυτά,η

αποποίηση και της δικής του ευθύνης για τη δημιουργία των

σχετικών προβλημάτων είναι τουλάχιστον απαράδεκτη.

Μια όμως και μιλάμε για κοινωνικά και όχι για ατομικά

προβλήματα αν λάβουμε υπόψη μας την οργάνωση και τους πόρους

των σημερινών κοινωνιών,θα πρέπει να εναποθέσουμε σ'αυτές το

κύριο βάρος για την αντιμετώπισή τους. Εξάλλου η ζημιά που

προκαλείται στις σημερινές κοινωνίες από τις δυσμενείς

επιδράσεις των προβλημάτων τους στις σχέσεις των μελών τους

αλλά και στην οικονομία τους είναι πολλαπλάσιες από εκείνες

που προκαλούνται σε κάθε ένα άτομο ξεχωριστά.

Το κοινωνικό συμφέρον επιβάλλει τη λήψη μιας σειράς

μέτρων μέσα στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κρατικής πολιτικής

που θα ελαχιστοποιεί τις παρενέργειες των προβλημάτων αυτών

για το κοινωνικό σύνολο. Η πολιτική αυτή θα συνίσταται στη

λήψη συγκεκριμένων νομοθετικών σε πρώτη φάση μέτρων και στη

συνέχεια στην πιστή και σύμφωνα με το γράμμα και με το πνεύμα

των νόμων αυτών,εφαρμογή τους.

Σύμφωνα με τους Julian και Kornblum (ό.π.,σ.21) η

κοινωνική πολιτική αποτελείται από το σύνολο των μέτρων που

λαμβάνονται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την ιδιωτική

πρωτοβουλία για την θεραπεία των κοινωνικών προβλημάτων.

Εύλογη λοιπόν και συνάμα απαραίτητη είναι η συνεργασία

όλων των κοινωνικών δυνάμεων άσχετα από το χώρο της

προέλευσής τους προς την κατεύθυνση αυτή. Στις κοινωνικές

αυτές δυνάμεις ανήκει και η ιδιωτική πρωτοβουλία,που

εκδηλώνεται από οργανωμένες κοινωνικές ομάδες που έχουν

πληγεί από το συγκεκριμένο κοινωνικό πρόβλημα. Ετσι βλέπουμε

π.χ. να δραστηριοποιούνται για την καταπολέμηση του

προβλήματος των ναρκωτικών γονείς νεαρών χρηστών που θέλουν

με τον τρόπο αυτό να βοηθήσουν τα παιδιά τους.

Οι διαμορφωτές εξάλλου της κοινωνικής πολιτικής για την

αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων σε μια χώρα με

δημοκρατική διακυβέρνηση θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους

χωρίς να κάνουν διακρίσεις όλες τις προτάσεις που θα γίνονται

για τη λύση των προβλημάτων αυτών.

Η επιλογή των πλέον πρόσφορων από αυτές θα πρέπει να

είναι αμερόληπτη και να μην αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των

οποιονδήποτε συμφερόντων. Εξάλλου η σε πρώτη φάση,δοκιμαστική

και συνάμα προσεκτική εφαρμογή κάποιων μέτρων θα πρέπει να

έχει σαν αναγκαία προϋπόθεσή της την μέσα σ'εύλογο χρονικό

διάστημα επανεξέτασή τους για να διαπιστωθεί η

αποτελεσματικότητά τους.

Η επανεξέταση αυτή θα έχει σαν σκοπό της να δώσει ένα

πρώτο δείγμα της ορθότητάς τους ή μη και θα καταστήσει δυνατή

την αναθεώρησή τους στα σημεία εκείνα στα οποία αυτά

χωλαίνουν.-

Στ.- Διερεύνηση.


Η διερεύνηση των κοινωνικών προβλημάτων αναφέρεται

στην από κοινωνιολογική άποψη προσέγγισή τους με σκοπό τη

διαπίστωση των πραγματικών τους διαστάσεων και στόχο την

πρόταση μέτρων για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή τους.

Φορείς της προσπάθειας αυτής πρέπει να είναι κοινωνικοί

επιστήμονες δεδομένου ότι η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί θα

πρέπει να έχει βασικά κοινωνιολογικό χαρακτήρα.

Οπως παρατηρείται από τον Horton (1975) η επιστημονική

μέθοδος για τη διερεύνηση ενός κοινωνικού προβλήματος

περιλαμβάνει: "(1) τον προσδιορισμό του, (2) το σχέδιο

ανάλυσής του, (3) τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών που το

αφορούν, (4) την ανάλυση των παραπάνω και (5) την συναγωγή

των απαραίτητων συμπερασμάτων που θα προκύψουν από την

ανάλυση των στοιχείων και των πληροφοριών ".

Oσον αφορά δε τον σχεδιασμό της κατάλληλης κοινωνικής

πολιτικής που θα πρέπει να στηρίζεται στην ανάλυση των

κοινωνικών προβλημάτων ο Ιατρίδης (1990,σ.94) σημειώνει πως,

"τα στελέχη του Σχεδιασμού Κοινωνικής Πολιτικής διαπιστώνουν

κοινωνικά προβλήματα,φαινόμενα ή ευκαιρίες για ανάπτυξη,τα

διατυπώνουν σε τεχνικά πλαίσια,αναλύουν τα αίτια,που τα

προκαλούν και τις σχέσεις με το περιβάλλον,χαράζουν τη

στρατηγική παρέμβασης,την εφαρμόζουν,αξιολογούν τα

αποτελέσματα και με την ανατροφοδότηση επανεξετάζουν και

προσαρμόζουν τη διαδικασία ανάλογα με την επίτευξη των

αποτελεσμάτων".

Βασική εξάλλου αρχή, η οποία θα πρέπει,όπως πιστεύουμε,να

διέπει κάθε προσπάθεια διερεύνησης ενός κοινωνικού

προβλήματος είναι η αντικειμενικότητα εκείνου που την

επιχειρεί.

Ο τρόπος πραγματοποίησης μιας έρευνας αποτελεί

αντανάκλαση της προσωπικότητας του ερευνητή. Η οπτική γωνία

από την οποία εξετάζει το αντικείμενό του είναι απόρροια των

προσωπικών του απόψεων,προκαταλήψεων και γενικά του

επιστημονικού του υπόβαθρου. Η διερεύνηση όμως ενός

κοινωνικού προβλήματος δεν θα πρέπει να γίνεται με σκοπό να

δικαιώσει ή μη την α ή β θεωρία. Στις περισσότερες

περιπτώσεις τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής είναι ιδιαίτερα

κρίσιμα ακόμα και για την επιβίωση μιας ολόκληρης κοινωνικής

ομάδας.

Καθήκον επομένως του ερευνητή είναι να δεί το πρόβλημα με

τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα γιατί μόνον έτσι θα

μπορέσει να προτείνει τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπισή

του μέτρα.

Είναι όμως αλήθεια το ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα

αποτελεί ένα μύθο. Ο προσδιορισμός ενός κοινωνικού

προβλήματος ενέχει από μόνος του ένα ποσοστό αυθαιρεσίας. Με

τον τρόπο αυτό αναλύοντας το πρόβλημα της "φτώχειας" θα

μπορούσε ο ερευνητής να θέσει σαν βασικό του ερώτημα το

"Γιατί μερικοί άνθρωποι είναι φτωχοί και άλλοι όχι;" ή το

"Πώς το κοινωνικό σύστημα δημιουργεί και διατηρεί την

φτώχεια;".Ετσι στη μεν πρώτη περίπτωση το επίκεντρο του

ερευνητικού ενδιαφέροντος εστιάζεται στο ίδιο το άτομο και

αναζητούνται οι προσωπικές του ιδιότητες εξαιτίας των οποίων

έγινε φτωχό ενώ στη δεύτερη εξετάζεται η σχέση της φτώχειας

με τη δομή κάποιου κοινωνικού συστήματος,το οποίο θεωρείται

ότι τη δημιουργεί και τη διαιωνίζει.

Η άποψή μας είναι πως οποιαδήποτε κι αν είναι η οπτική

γωνία διερεύνησης ενός κοινωνικού προβλήματος θα πρέπει να

οδηγεί σε εποικοδομητικές και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις για

την αντιμετώπισή του. Πιστεύουμε δηλ. πως στη συγκεκριμένη

περίπτωση η κοινωνικά ωφελιμιστική διάσταση θα πρέπει να

είναι εκείνη που θα πρέπει να διαπνέει την όλη ερευνητική

προσπάθεια.-

Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η - Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α



1.- Ως Κοινωνικό Πρόβλημα θα πρέπει να θεωρηθεί μία

κατάσταση που οφείλεται σε ανθρώπινη συμπεριφορά και η

οποία προκαλεί τη δυσλειτουργία μιάς κοινωνίας.

2.- Σαν βασικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών προβλημάτων θα

πρέπει να δεχτούμε αφενός μεν τη σχετικότητά τους στον

τόπο, στο χρόνο και στην κοινωνική ομάδα και αφετέρου τη

συλλογική εκτίμηση για την ύπαρξή τους. Δεν θα πρέπει

εξάλλου να περνάει απαρατήρητη η συμβολή των ΜΜΕ στη

διαπίστωση της υπόστασης των προβλημάτων των σημερινών

κοινωνιών.

3.- Οι αρχές που διέπουν τη μελέτη των κοινωνικών

προβλημάτων έχουν να κάνουν με: α) το ότι αυτά

προέρχονται και από κοινωνικά αποδεκτή ανθρώπινη συμπεριφορά,

β) το ότι η ίδια κοινωνική δομή που ωθεί τα άτομα στο να

επιδείξουν κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά, αυτή η ίδια

συμβάλλει και στην ενδεχόμενη αντικοινωνικότητά τους και γ)

το ότι οι λύσεις για την αντιμετώπισή τους εξαρτώνται από τα

άτομα ή τις ομάδες που τα αφορούν.

4.- Οι θεωρητικές κατευθύνσεις που έχουν αναπτυχθεί για την

σε βάθος ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων εντάσσονται στους

χώρους της κοινωνικής παθολογίας, της κοινωνικής αποδιοργα-

νωσης, της σύγκρουσης αξιών, της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς,

της ετικέττας και της θεσμικής λειτουργίας.

5.- Τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπισθούν με

την άσκηση της κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής,η οποία

περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν

τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε επίπεδο ιδιωτικής πρωτοβουλίας

με σκοπό την απάμβλυνση του κόστους των επιζήμιων συνέπειών

τους.

6.- Τέλος,τα στάδια για την επιστημονική διερεύνηση ενός

κοινωνικού προβλήματος αφορούν τον προσδιορισμό του,το σχέδιο

ανάλυσής του,τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών γι'αυτό,την

ανάλυσή τους και την συνεπακόλουθη συναγωγή των απαραίτητων

συμπερασμάτων. -

Θ Ε Μ Α Τ Α Γ Ι Α Σ Υ Ζ Η Τ Η Σ Η



1.- Διαβάζοντας μια καθημερινή εφημερίδα για 3 - 4 ημέρες

φτιάξτε ένα κατάλογο των ειδήσεων που αναφέρονται σε

προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Στη συνέχεια να κάνετε

ένα Πίνακα κατάταξής τους με βάση τη σπουδαιότητα που αυτά

έχουν για σας. Αιτιολογείστε δε την κατάταξη αυτή.

2.- Σχολίασε τους παρατιθέμενους ορισμούς των Κ.Π.

Ποιόν από αυτούς θεωρείς ως περισσότερο ανταποκρινόμενο στα

πράγματα; Γιατί;

3.- Ποιός μπορεί να αποφασίσει για το εάν μία κατάσταση

συνιστά Κ.Π.; Η κοινή γνώμη, τα πολιτικά κόμματα,τα ΜΜΕ,οι

εταιρείες δημοσκοπήσεων,οι Κοινωνιολόγοι; Αιτιολογείστε

την απάντησή σας.

4.- Αναφερθείτε σε "καταστάσεις" που στη χώρα μας

θεωρείται ότι συνιστούν Κ.Π. ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο

και σ'άλλες χώρες και το αντίστροφο να θεωρούνται δηλ. Κ.Π.

σ'άλλες χώρες όχι όμως και στη δική μας.

5.- Ποιά ήταν τα σοβαρότερα Κ.Π.της Ελλάδας της πρώτης

μεταπολεμικής δεκαετίας (1950 - 59) και ποιά είναι τα

αντίστοιχα της τρέχουσας δεκαετίας (1990 - 99); Ποιά είναι

η φύση των μεταξύ τους διαφορών;

6.- Ποιά είναι τα τρία σπουδαιότερα Κ.Π. του τόπου της

κατοικίας σας; Ποιές είναι οι προτάσεις που έχετε να

κάνετε για τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών τους

στους συμπολίτες σας;

7.- Πόσο σημαντικός είναι κατά τη γνώμη σου ο ρόλος των

ΜΜΕ στην ανάδειξη μιάς κατάστασης σαν Κ.Π. και τη στη

συνέχεια ευαισθητοποίηση του κοινού γι' αυτό στη χώρα μας;

Αιτιολόγησε την άποψή σου.

8.- Αναφέρατε Κ.Π. που στηρίζονται σε πιστή εφαρμογή

κάποιων γενικά αποδεκτών κοινωνικών κανόνων.

9.- Ποιά πιστεύετε πως θα πρέπει να είναι η σπουδαιότερη

αρχή που θα πρέπει να λάβει υπόψη του εκείνος που μελετά τα

Κ.Π.; Γιατί;

10.- Ποιές είναι οι θεωρητικές κατευθύνσεις για την

ανάλυση των Κ.Π.; Ποιά από αυτές θεωρείτε σπουδαιότερη;

Γιατί;

11.- Χρησιμοποιώντας τη θεωρία της κοινωνικής αποδιοργά-

νωσης προσπάθησε να ερμηνεύσης το φαινόμενο του διαζυγίου

όπως αυτό παρουσιάζεται στη σημερινή ελληνική κοινωνία.

Η μεταβολή ποιών κοινωνικών κανόνων έχει συντελέσει στον

συνεχώς αυξανόμενο κατά τα τελευταία χρόνια αρθ. των διαζυ-

γίων στη χώρα μας;

12.- Αναφέρατε κάποιους γενικά αποδεκτούς κοινωνικούς

κανόνες. Εχετε παραβεί κάποιους από αυτούς; Γιατί; Είναι

δυνατό εξαιτίας της συμπεριφοράς σας αυτής να θεωρηθείτε

σαν "παρεκκλίνοντα" άτομα; Ποιές θα είναι οι συνέπειες

ενός τέτοιου χαρακτηρισμού σας;

13.- To να χαρακτηρίζει μία κοινωνία κάποια από τα μέλη

της σαν ναρκομανείς,εγκληματίες,πόρνες,ομοφυλόφιλους κλπ.

μπορεί να της προσπορίσει ή όχι κάποια οφέλη; Ποιά θα

μπορούσαν να είναι αυτά; Tί συμβαίνει στα άτομα που

προσάπτονται οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί;

14.- Πόσο επωφελής και για ποιό από τα δύο φύλα είναι ο

θεσμός της κοινωνικής τους ανισότητας;

15.- Τί είναι κοινωνική πολιτική; Η ιδιωτική πρωτοβουλία

περιλαμβάνεται στην πολιτική αυτή;

16.- Ποιές ενέργειες κάνετε εσείς οι ίδιοι για να

αντιμετωπίσετε τα διάφορα Κ.Π. που σας απασχολούν;

17.- Ποιά μέτρα πήρατε από χθές για να μην προστεθείτε και

σείς στις στρατιές των ανέργων πτυχιούχων του αύριο;

18.- Ποιά είναι τα στάδια της διερεύνησης ενός Κ.Π.;

19.- Πόσο αντικειμενικοί είσαστε στην εκτίμηση της

σπουδαιότητας ενός Κ.Π. οι επιβλαβείς συνέπειες του οποίου

αντανακλούν και στις δικές σας δραστηριότητες και

επιδιώξεις;

20.- Ποιό θα είναι τα σημαντικότερα κατά τη γνώμη σας

Κ.Π. που θα απασχολήσουν την ελληνική κοινωνία τον 21ο

αιώνα; Αιτιολογείστε τις προβλέψεις σας.

*****************