3.- Η Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Σ Η


α.- Προσδιορισμός - Φύση του προβλήματος.

β.- Κοινωνιολογική προσέγγιση.

γ.- Η ελληνική πραγματικότητα.

δ.- Κοινωνική πολιτική.



α.- Προσδιορισμός - Φύση του προβλήματος.


Η εκπαίδευση αποτελεί ένα σημαντικότατο

κοινωνικό θεσμό από τον οποίο εξαρτάται πολλές φορές

ακόμα και η υπόσταση ενός ολόκληρου έθνους.

Ο Τσαούσης (1984) την προσδιορίζει σαν,

"μορφή εξειδικευμένης κοινωνικοποίησης που ασκείται

κατά κανόνα από φορείς που βρίσκονται έξω από την οι-

γένεια και έχει ως περιεχόμενο της τη μετάδοση γνώσε-

ων,δεξιοτήτων και μορφών ενέργειας ή συμπεριφοράς."

Με βάση τον ορισμό που έχουμε δώσει για την έννοια των

Κ.Π. θα πρέπει να θεωρήσουμε την εκπαίδευση σαν Κ.Π.

δεδομένου ότι αποτελεί μία κατάσταση που οφείλεται σε

ανθρώπινη συμπεριφορά (προερχόμενη από όσους εμπλέκονται

σ'αυτή) και η οποία εφόσον δεν τεθεί στις σωστές της βάσεις

δημιουργεί μία σειρά ειδικότερων προβλημάτων απόρροια των

οποίων είναι η μη επίτευξη των στόχων που επιδιώκει.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι τα φαινόμενα δυσλειτουργίας

της κοινωνίας στην οποία παρουσιάζεται η κατάσταση αυτή.


β.- Κοινωνιολογική προσέγγιση.


Όπως είναι αναμενόμενο υπάρχουν διϊστάμενες

απόψεις ανάμεσα στις διάφορες θεωρητικές κατευθύνσεις για τη

φύση του κοινωνικού θεσμού της εκπαίδευσης και για τα

προβλήματα δυσλειτουργίας που αυτός παρουσιάζει.

Έτσι οι οπαδοί του δομικού λειτουργισμού δίνουν

ιδιαίτερη έμφαση στη σταθερότητα και στη συναίνεση που θα

πρέπει να διέπει και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού θεσμού.

Κατά την άποψή τους η εκπαίδευση είναι ή θα πρέπει να

είναι ένα σύνολο αλληλλοεξαρτώμενων τμημάτων τα οποία

συνεργάζονται ομαλά μεταξύ τους με σκοπό να δημιουργήσουν μία

κοινωνία όλα τα μέλη της οποίας θα μοιράζονται τις ίδιες

αξίες και θα έχουν τα ίδια "πιστεύω".

Αντίθετα οι οπαδοί της κατεύθυνσης της σύγκρουσης

επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον διαχωρισμό που

επιχειρείται με αυτή. Με το τρόπο αυτό πιστεύουν πως η

κοινωνία χωρίζεται σε ανώτερες και κατώτερες τάξεις και πως

οι πρώτες χρησιμοποιούν την εκπαίδευση για να προωθήσουν τα

δικά τους συμφέροντα μαθαίνοντας ταυτόχρονα μέσω αυτής στις

δεύτερες να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη δική τους κατώτερη

κοινωνική θέση.

Τέλος οι οπαδοί της κατεύθυνσης της κοινωνικής

αλληλεπίδρασης υιοθετούν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση:

εξετάζουν το εάν και κατά πόσο η απόδοση των εκπαιδευομένων

κατά την εκπαιδευτική διαδικασία αντανακλάται σε

χαρακτηρισμούς που τους δίνονται και οι οποίοι καθορίζουν στη

συνέχεια το μέλλον τους.

Μέσα στα πλαίσια των γενικών αυτών θεωρητικών

κατευθύνσεων κινούνται και οι απόψεις των ειδικότερων θεωριών

- τις θέσεις των οποίων για τα Κ.Π. έχουμε ήδη αναπτύξει -

για το Κ.Π. της εκπαίδευσης.

Έτσι σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης,

η οποία στηρίζεται στις απόψεις της κατεύθυνσης του δομικού

λειτουργισμού, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι με τέτοιο τρόπο

διαρθρωμένο που δεν μπορεί να δεχθεί εύκολα στους κόλπους του

άτομα τα οποία έχουν προβλήματα με το οικογενειακό τους

περιβάλλον. Τα προβλήματά τους αυτά έχουν σαν συνέπεια τη

αδυναμία προσαρμογής τους στις αυξημένες απαιτήσεις του

σχολείου τους με συνέπεια την πολύ χαμηλή τους απόδοση. Σ'

ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα τα άτομα αυτά δεν έχουν

Θέση,σύντομα αποβάλλονται από αυτό και καταλήγουν να γίνουν

μέλη ομάδων με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά όπως π.χ.

εγκληματικών συμμοριών υιοθετώντας με το τρόπο αυτό αρνητική

στάση απέναντι στο σχολείο.

Ποιά είναι η λύση στο πρόβλημα αυτό; Οι υποστηρικτές της

παραπάνω άποψης συνιστούν μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα στο

σχολείο και στη οικογένεια και ζητούν από το πρώτο να πάρει

ακόμα και τη θέση της δεύτερης εφόσον διαπιστώσει την

αδυναμία της να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα της απέναντι στα

παιδιά της.

Σχέση επίσης με το δομικό λειτουργισμό έχει και η θεωρία

της κοινωνικής παρέκκλισης η οποία πιστεύει πως τα διάφορα

επιμέρους προβλήματα που παρουσιάζονται στο εκπαιδευτικό

σύστημα έχουν την αφετηρία τους στη μη τήρηση των όσων

επιτάσσουν οι γενικά αποδεκτοί κοινωνικοί κανόνες.

Κατά την άποψη αυτή με το σχολείο ασκείται κοινωνικός

έλεγχος και με αυτό επιδιώκεται η αποδοχή των κοινωνικών

αξιών και ο έλεγχος της παρέκκλισης των διδασκομένων,μέσω της

πειθαρχίας. Τα προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα στην

περίπτωση αυτή ξεκινούν από την παράβαση των γενικά

αποδεκτών κανόνων για την επιτυχή φοίτηση των διδασκομένων

και μπορούν να αντιμετωπισθούν με την άσκηση μεγαλύτερης

πειθαρχίας και με διορθωτική παρέμβαση στην εκπαίδευση όσων

εμφανίζουν χαμηλή απόδοση.

Η θεωρία της σύγκρουσης αξιών πιστεύει ότι τα

προβλήματα της εκπαίδευσης ξεκινούν από τις

αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που υπάρχουν σχετικά με τους

σκοπούς που θα πρέπει αυτή να επιδιώκει. Οι απόψεις δε

αυτές εκφράζονται βασικά από κάθε κατά περίπτωση

ισχυρότερη κοινωνική ομάδα που θα έχει σαν στόχο της την

επιδίωξη των σκοπών που θα ικανοποιούν τα δικά της

συμφέροντα σε βάρος των αντίστοιχων συμφερόντων άλλων ομάδων.

Η λύση στα προβλήματα που θα παρουσιασθούν με το τρόπο

αυτό στην εκπαίδευση θα έχει να κάνει με το συγκερασμό όλων

των αντιτιθέμενων σκοπών πράγμα που θα εμποδίσει τον

αποκλεισμό των κοινωνικά αδύνατων ομάδων από τη διαμόρφωση

του τελικού στόχου το οποίον αυτή θα πρέπει να επιδιώκει.

Σύμφωνα με τη θεωρία της "ετικέττας" - η οποία ανήκει

στην κατεύθυνση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης - μέσω της

διαδικασίας της εκπαιδευτικής αξιολόγησης οι διδασκόμενοι

χαρακτηρίζονται σαν "επιτυχημένοι", "αποτυχημένοι", " μετριό-

τητες" κλπ.,ταμπέλες που επιδρώντας στον ψυχισμό τους τους

ακολουθούν και σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους διαμορφώνοντας

έτσι το μελλοντικό πλαίσιο κίνησής τους. Έτσι η εκπαιδευτική

διαδικασία προσδιορίζει,με τρόπο μάλιστα όχι πάντοτε απόλυτα

αντικειμενικό, το μέλλον κάποιων ατόμων με βάση την απόδοσή

τους σε ηλικία που χαρακτηρίζεται από τη απειρία εκείνων που

τη διανύουν.

Τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν (εγκατάλειψη του

σχολείου, πιθανή επαγγελματική αποτυχία κλπ.) είναι δυνατό να

αποφευχθούν με περιορισμό της συγκεκριμένης πρακτικής της

"ετικεττοποίησης" στα απολύτως αναγκαία πλαίσια για να

θεωρηθεί αυτή αποδοτική.

Η θεσμική τέλος θεωρία προσπαθώντας να προσδιορίσει τα

στοιχεία που συνιστούν το Κ.Π. της εκπαίδευσης συγκεντρώνει

το ενδιαφέρον της στα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει

κάθε κοινωνία προκειμένου να εναρμονίσει το εκπαιδευτικό της

σύστημα με τις συνεχείς οικονομικές και πολιτιστικές

εξελίξεις που διαμορφώνονται στο χώρο της. Το βασικό πρόβλημα

που υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τους

οπαδούς της είναι η προσαρμογή της θεωρίας με την πράξη δηλ.η

σύμπτωση των όσων παρέχει η εκπαίδευση με τα όσα ζητάει η

παραγωγή.

Η λύση του προβλήματος αυτού θα έχει να κάνει με την

προσαρμογή στις απαιτήσεις της παραγωγής των εκπαιδευτικών

προγραμμάτων και το ξεπέρασμα κάθε γραφειοκρατικού εμποδίου

για την πραγματοποίησή τους. -

γ.- Η ελληνική πραγματικότητα.


Η δυσλειτουργία του ελληνικού εκπαιδευτικού

συστήματος οφείλεται κατά πολύ στην ανυπαρξία συγκεκριμένης

εκπαιδευτικής πολιτικής με βραχυπρόθεσμους,μεσοπρόθεσμους

και μακροπρόθεσμους στόχους. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια

της απουσίας μιάς συγκεκριμένης ιδεολογίας στα πλαίσια της

οποίας θα προσδιοριζόντουσαν οι παραπάνω στόχοι.

Το Α και το Ω της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής

έχει να κάνει, ανεξάρτητα από πολιτικές παρατάξεις και

πρόσωπα με επί μέρους ζητήματά της,από την προσωρινή και με

εντυπωσιακό τρόπο προβαλλόμενη από τα ΜΜΕ ρύθμισή τους,οι

ενδιαφερόμενοι θα αγρεύσουν τους ψήφους που τους χρειάζονται

για την επανεκλογή τους στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Το γεγονός ότι η οποιαδήποτε ρύθμιση για οποιοδήποτε

ζήτημα για να έχει πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να γίνει

μέσα στα πλαίσια της εκπλήρωσης μιάς γενικότερης πολιτικής

γραμμής η οποία θα αφορά το σύνολο των εκπαιδευτικών

ζητημάτων, απ'ότι δείχνει η ελληνική εκπαιδευτική εμπειρία

της τελευταίας τουλάχιστον τριακονταετίας, είναι από όσο

γνωρίζουμε κάτι το άγνωστο στους αρμόδιους.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για να περιορίσει στο

ελάχιστο τα προβλήματα που τόσα χρόνια το ταλανίζουν θα

πρέπει να αποκτήσει κάποια "φιλοσοφία",κάποιες δηλ. βασικές

αρχές πάνω στις οποίες θα συμφωνήσουν όσοι εμπλέκονται

σ'αυτό και με βάση τις οποίες θα εκπονηθούν τα διάφορα

εκπαιδευτικά προγράμματα. Η εκτίμηση δε των αποτελεσμάτων

αυτών των τελευταίων δεν θα πρέπει να γίνεται σε σύντομο

μετά την εφαρμογή τους χρόνο και αποσπασματικά αλλά στο

απαραίτητο για την εξαγωγή επιστημονικά τεκμηριωμένων

συμπερασμάτων, χρονικό διάστημα και συνολικά.

Από τη στιγμή που θα υπάρξει μία γενικότερη "φιλοσοφία"

με βάση τις αρχές της οποίας θα ρυθμίζονται όλα τα

εκπαιδευτικά ζητήματα η ελληνική πολιτεία θα μπορεί να

απαντήσει στο "πού","πώς" και κυρίως στο "γιατί" κάνουμε

αυτό και όχι κάτι άλλο σε όλα τα εκπαιδευτικά

ζητήματα.Διαφορετικά όλοι ή σχεδόν όλοι θα διαφωνούμε και θα

ψάχνουμε να βρούμε την αιτία της καθυστέρησής μας

αναπαυόμενοι στις δάφνες του ένδοξου πολιτιστικού μας

παρελθόντος και αναρωτούμενοι γιατί το μέλλον βρίσκεται τόσο

μακριά από εμάς και τόσο κοντά στους άλλους.

Απόρροια της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί με βάση το

παραπάνω πλαίσιο είναι τα επιμέρους προβλήματα που

παρουσιάζονται και στις τρείς βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Ανάμεσα σ'αυτά πιστεύουμε πως ξεχωριστή θέση κατέχουν

εκείνα τα οποία αφορούν:

για την τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση (ΑΕΙ,ΤΕΙ).

Στη συνέχεια θα θέλαμε να παραθέσουμε κάποιες σκέψεις

μας για καθένα από τα ζητήματα αυτά.

Η υ λ ι κ ο τ ε χ ν ι κ ή υ π ο δ ο μ ή αφορά την

ύπαρξη αιθουσών,εργαστηρίων, οργάνων κλπ. που είναι απαραί-

τητα για την εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι κοινοτυπία να

ισχυριστούμε πως οι ελλείψεις στο συγκεκριμένο τομέα τόσο

στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση - που

τα πράγματα είναι και πιο σημαντικά μια και οι

εκπαιδευόμενοι θα είναι οι αυριανοί επιστήμονες - είναι

σοβαρές σε αρκετές περιπτώσεις.

Έτσι συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της έναρξης

λειτουργίας νέων τμημάτων σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ χωρίς να

υπάρχουν από πριν οι απαραίτητες για τη φιλοξενία των νέων

φοιτητών εγκαταστάσεις - τόσο σε αίθουσες διδασκαλίας όσο

και σε εργαστηριακό εξοπλισμό - με συνεπακόλουθο όλα τα

προβλήματα που απορρέουν από μια τέτοια προχειρότητα.

Σχετικά με τους δ ι δ ά σ κ ο ν τ ε ς έχουν παρατηρηθεί

περιπτώσεις:

κατάληψη κυβερνητικής θέσης και συνεπακόλουθης "δικαιολογη-

μένης"αποχής από τα διδακτικά - ερευνητικά καθήκοντά τους,

για τα οποία η Πολιτεία τους εξέλεξε στη συγκεκριμένη

θέση,κλπ.

Οι χαμηλοί μισθοί των καθηγητών κάθε εκπαιδευτικής

βαθμίδας αποτελούν κατά τη γνώμη μας μία ελάχιστα πειστική

δικαιολογία για την μη εκπλήρωση στο ακέραιο των καθηκόντων

τους που απορρέουν από το λειτούργημα που ασκούν.

Όσον αφορά τους δ ι δ α σ κ ό μ ε ν ο υ ς και σε

σημαντικό μάλιστα αριθμό από αυτούς έχουν παρατηρηθεί:

- μία τάση να ζητούν πολλά προσφέροντας ελάχιστα (= υψηλή

βαθμολογία σε γνώσεις ανύπαρκτες),

- παραμέληση των εκπαιδευτικών υποχρεώσεών τους προς χάρη

της διασκέδασής τους, η οποία δεν θα πρέπει να απουσιάζει

από τις ενασχολήσεις τους βέβαια αλλά και δεν θα πρέπει να

αποτελεί και το "σκοπό" των σπουδών τους,

- διατύπωση απαιτήσεων για ευννοιοκρατική και μη ισότιμη

μεταχείρησή τους με τους συναδέλφους τους από τους

διδάσκοντες κλπ.

Η δικαιολογία που προβάλλεται για τα παραπάνω είδη

εκπαιδευτικά παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και η οποία έχει

να κάνει με τις εγγενείς αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας

συστήματος για να αντιμετωπίσει τέτοια εκφυλιστικά

φαινόμενα δεν είναι επαρκής. Το σύστημα δεν είναι δυνατό να

βελτιωθεί από μόνο του. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι

εκείνοι που με τις ενέργειές τους θα προσπαθήσουν να το

οδηγήσουν στο σωστό δρόμο.

Σχετικά με τα π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α σ π ο υ δ ώ ν θα

πρέπει να παρατηρήσουμε πως η μη συχνή και γραφειοκρατικά

κωλυόμενη αλλαγή τους εμποδίζει την προσθήκη νέων μαθημάτων

ή ανανέωσης της ύλης ήδη υφισταμένων μαθημάτων. Το γεγονός

αυτό έχει σαν άμεση συνέπεια να παρέχονται άχρηστες ή

ξεπερασμένες γνώσεις σε βάρος άλλων χρήσιμων και άμεσα

ζητούμενων από την παραγωγή.

Η δημιουργία τμημάτων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ χωρίς να έχει γίνει

προηγούμενη εκτίμηση και των δυνατοτήτων απορρόφησης των

πτυχιούχων τους από την αγορά εργασίας συνιστά το επόμενο

σημαντικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι οι απόφοιτοί τους

να μένουν άνεργοι ή να ετεροαπασχολούνται και η επένδυση σε

χρόνο και σε χρήμα που έκαναν για τις σπουδές τους να μην

έχει καμμία σχεδόν προοπτική απόσβεσης όχι μόνο βραχυχρόνια

αλλά και μακροχρόνια.

Όλες σχεδόν οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία

περίπου 30 χρόνια όταν μιλούν για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

αναφέρονται στον ....τρόπο εισαγωγής των αποφοίτων της

δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη τριτοβάθμια.

Ο λόγος είναι απλός. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση παρόλα τα

έντονα προβλήματα λειτουργίας της που αντιμετωπίζει

εξακολουθεί να διατηρεί το "μύθο" της. Στο ευρύ κοινό αυτός

που περνάει στις πανελλήνιες - ή όπως αλλοιώς κι αν

λέγονται - εξετάσεις κατέχει υψηλή θέση. Κανείς βέβαια

εκτός από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον δεν

ασχολείται και με το εάν ο συγκεκριμένος επιτυχών

ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αν με βάση τις σπουδές αυτές

αποκαταστάθηκε επαγγελματικά. Το θέμα είναι οι εξετάσεις

και η επιτυχία σ'αυτές και όχι το τί - που είναι και το

σπουδαιότερο για τους γνωρίζοντες τα πράγματα - επακολουθεί

μετά από αυτές.

Έτσι λοιπόν και οι εκάστοτε "μεταρρυθμιστές" δίνουν το

βάρος τους στο θέμα αυτό που μια και απασχολεί και το ευρύ

κοινό είναι πιθανό να τους αποδώσει και κάποιους ψήφους.Για

το λόγο αυτό και η προβολή που του γίνεται από τα ΜΜΕ είναι

ιδιαίτερα υψηλή,πράγμα που αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό

φαινόμενο.

Με τον τρόπο αυτό βλέπουμε να προβάλλονται στον τύπο και

στη τηλεόραση νέα παιδιά που μόλις αρχίζουν τη φοιτητική

τους σταδιοδρομία - που κανείς δεν ξέρει αν ποτέ θα την

τελειώσουν - ενώ δεν αναφέρονται οι νέοι επιστήμονες και

μάλιστα και εκείνοι που έχουν ολοκληρώσει και τις

μεταπτυχιακές τους σπουδές και οι οποίοι δείχνουν και σε

τελική ανάλυση και το επίπεδο σπουδών στη χώρα μας.

Είναι μάλλον ακατανόητο το πόσο θα λειτουργήσει

παιδευτικά - αν υποτεθεί ότι γίνεται γι'αυτό το λόγο - η

συνέντευξη του "πρώτου των πρώτων" στις πανελλήνιες

εξετάσεις στο τύπο από μία αντίστοιχη συνέντευξη ενός νέου

διδάκτορα που θα αναφερθεί τόσο στη φοιτητική του

σταδιοδρομία όσο και στο αντικείμενο της διατριβής του.

Επόμενο λοιπόν είναι μια και οι εξετάσεις μετάβασης από

τη δευτεροβάθμια στη τριτοβάθμια εκπαίδευση "πουλούν" να

δίνεται έμφαση σ'αυτές. Η άποψή μας είναι ότι η όλη υπόθεση

ευνοείται γιατί λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Είναι μία

βιτρίνα πίσω από την οποία καλύπτονται όλα τα πραγματικά

προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Έτσι δίνεται

πολύ μεγάλη σημασία στο εάν είναι "δίκαιο" ή όχι στο

σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και υπάρχει δυσανάλογη

αδιαφορία μεταξύ άλλων ζητημάτων και για το εάν:

- οι επιτυχόντες γράφτηκαν και στη συνέχεια φοίτησαν στην

σχολή που πέτυχαν, είχαν αξιόλογη,μέτρια ή κακή επίδοση

στις σπουδές τους,τις διέκοψαν ή έγιναν "συνταξιούχοι"

φοιτητές,παρότι με τον τρόπο αυτό θα φανεί το εάν και κατά

πόσο έπιασαν τόπο τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών που

διατέθηκαν γι'αυτούς,

- η σχολή υποδοχής είχε την κατάλληλη υποδομή τόσο σε

διδακτικό προσωπικό όσο και σε αίθουσες,εργαστηριακό

εξοπλισμό για να μορφώσει επαρκώς τους αυριανούς

επιστήμονες,

- οι επιτυχόντες προηγούμενων ετών αποφοίτησαν και ή

συνέχισαν τις σπουδές τους ή απορροφήθηκαν σε μικρό ή σε

μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αποφοίτησή τους από την

παραγωγή. Εφόσον γίνεται μία επένδυση σ'αυτούς δεν είναι

λογικό να μάθουμε και κατά πόσο και πότε απέδωσε αυτή;

Με βάση όλα τα παραπάνω και για να χρησιμοποιήσουμε μια

έκφραση που συνηθίζεται τελευταία, η όψη του εκπαιδευτικού

μας συστήματος εμφανίζεται μάλλον "χλωμή".

Aποψή μας είναι πως στο χέρι όλων των εμπλεκομένων σ'αυτό είναι να πάψει να

υφίσταται η "χλωμάδα" αυτή και να αντικατασταθεί μ'ένα

χρώμα που θα υπόσχεται τον περιορισμό στο ελάχιστο όλων των

προβλημάτων που τόσα χρόνια το άγουν και το φέρουν χωρίς

τελικά να το οδηγούν πουθενά. -

δ.- Κοινωνική πολιτική.


Η λύση και του Κ.Π. της εκπαίδευσης είναι

θέμα που θα πρέπει να επιλυθεί με την άσκηση της κατάλληλης

κοινωνικής πολιτικής.

Η πολιτική αυτή αφορά το συντονισμό των ενεργειών της

Πολιτείας με τις αντίστοιχες ενέργειες των κατά κύριο λόγο

εμπλεκομένων στο εκπαιδευτικό σύστημα - διδασκόντων και

διδασκομένων - προκειμένου να βρεθούν οι καλύτερες κατά

περίπτωση λύσεις.

Για να είναι όμως εφικτή η άσκηση της πολιτικής αυτής

θα πρέπει όλοι οι ενδιαφερόμενοι να συμφωνήσουν πάνω σ'ένα

πλαίσιο γενικών αρχών, μιας "φιλοσοφίας", μιας "ιδεολογίας"

που θα οριοθετεί τους στόχους που θα επιδιώκει το

εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Έτσι και με βάση το πλαίσιο αυτό θα καταστεί δυνατός ο

προσδιορισμός των μέσων και των μεθόδων που θα βοηθήσουν

αποτελεσματικά στη βελτίωση του επιπέδου των σπουδών καθώς

και στην επίλυση των διαφόρων επιμέρους εκπαιδευτικών

προβλημάτων. -

Α Ν Α Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ω Σ Η - Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α


1.- Η εκπαίδευση αποτελεί "μορφή εξειδικευμένης κοι-

νωνικοποίησης που ασκείται κατά κανόνα από φορείς που

βρίσκονται έξω από την οικογένεια και έχει ως περιεχόμενό της

τη μετάδοση γνώσεων,δεξιοτήτων και μορφών ενέργειας ή

συμπεριφοράς".

2.- Η εκπαίδευση συνιστά Κ.Π. γιατί αποτελεί μια κατάσταση

που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις συμβάλλει στη

δυσλειτουργία μιάς κοινωνίας.

3.- Κοινωνιολογικά ενδιαφέρουσες απόψεις για την

εκπαίδευση διατυπώνονται από τους οπαδούς του δομικού

λειτουργισμού, και των κατευθύνσεων της "σύγκρουσης" και της

"κοινωνικής αλληλεπίδρασης". Μέσα στα πλαίσια αυτά κινούνται

και οι θέσεις των ειδικότερων θεωριών της "κοινωνικής

αποδιοργάνωσης",της "κοινωνικής παρέκκλισης", της "σύγκρουσης

αξιών", της "ετικέττας" και της "θεσμικής".

4.- Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διαπιστώνεται η

απουσία μιας συγκεκριμένης "φιλοσοφίας" με βάση την οποία θα

καθορισθούν οι στόχοι και οι επιδιώξεις του. Τα επιμέρους δε

λειτουργικά προβλήματα που παρουσιάζει εντοπίζονται μεταξύ

άλλων και στην υλικοτεχνική του υποδομή, στους διδάσκοντες

και στους διδασκόμενους,στα προγράμματα σπουδών, στην

απορρόφηση των αποφοίτων από την παραγωγή και στην επιλογή

των αποφοίτων της Β/βάθμιας για την Γ/βάθμια εκπαίδευση.

5.- Η λύση των προβλημάτων της εκπαίδευσης εξαρτάται από

την άσκηση της κατάλληλης κοινωνικής πολιτικής. -


Θ Ε Μ Α Τ Α Γ Ι Α Σ Υ Ζ Η Τ Η Σ Η


1.- Για ένα χρονικό διάστημα 15 περίπου ημερών από δυο

ημερήσιες εφημερίδες, μια κυβερνητική και μια

αντιπολιτευόμενη, καταγράψτε τις ειδήσεις που αφορούν την

εκπαίδευση. Στη συνέχεια συγκρίνατε τον τρόπους προβολής των

σχετικών θεμάτων.

2.- Γιατί η εκπαίδευση αποτελεί Κ.Π.;

3.- Aναφέρατε τις απόψεις των κατευθύνσεων του δομικού

λειτουργισμού,της σύγκρουσης και της κοινωνικής

αλληλεπίδρασης. Ποιά από αυτές θεωρείται ως περισσότερο

ανταποκρινόμενη στα πράγματα; Γιατί;

4.- Ποιά/ές από τις παρατιθέμενες θεωρίες μπορούν να

ερμηνεύσουν και ποιό/ά από τα προβλήματα του ελληνικού

εκπαιδευτικού συστήματος;

5.- Ποιά θα πρέπει να είναι τα επίπεδα του κοινωνικού

ελέγχου που θα πρέπει να ασκείται στην τριτοβάθμια

εκπαίδευση; Ποιός θα πρέπει να τον ασκεί;

6.- Κατά πόσο μπορεί να ισχύει η θεωρία της σύγκρουσης

αξιών στη διαμάχη που υπάρχει για δημόσια ή ιδιωτική

τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας; Εσείς ποιά από τις δυο

θεωρείτε καλύτερη; Γιατί;

7.- Πόσο έχει επιδράσει στον ψυχισμό σας ο οποιοσδήποτε

χαρακτηρισμός σας από τους εκπαιδευτικούς σας στο παρελθόν;

8.- Πιστεύετε πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι

προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής; Ποιές

είναι οι προσωπικές σας εμπειρίες πάνω σ'αυτό το θέμα;

9.- Υπάρχει ή απουσιάζει συγκεκριμένη ιδεολογία στο

ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Αν υπάρχει ποιά είναι αυτή και

πως την έχετε διαπιστώσει εσείς; Αν πάλι απουσιάζει ποιούς

σκοπούς νομίζετε ότι εξυπηρετεί η απουσία αυτή;

10.- Ποιές είναι οι μέχρι σήμερα εμπειρίες σας από την

υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων που έχετε φοιτήσει;

11.- Ποιό θα πρέπει να είναι κατά τη γνώμη σας το κοινωνικό

και το εκπαιδευτικό προφίλ του καθηγητή της τριτοβάθμιας

εκπαίδευσης;

12.- Ποιό θα πρέπει να είναι το αντίστοιχο προφίλ του

αντίστοιχου φοιτητή;

13.- Ποιό θα πρέπει να είναι το πλαίσιο των σχέσεων

διδασκόντων και διδασκομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;

Αιτιολογείστε την άποψή σας με βάση τις μέχρι σήμερα

εμπειρίες σας.

14.- Πιστεύετε στην αναγκαιότητα του ενός ή των πολλών

συγγραμμάτων; Ποιά πιστεύετε πως είναι τα πλεονεκτήματα και

τα μειονεκτήματα καθενός από αυτά;

15.- Πόσο θεωρείτε έτοιμο τον εαυτό σας να παρακολουθήσει

διδασκαλία μαθημάτων με τη χρήση σύγχρονων εποπτικών μέσων

(multimedia computers, films κλπ); Είχατε στο παρελθόν

ανάλογη εμπειρία; Περιμένετε να την αποκτήσετε την εμπειρία

αυτή σ'ένα ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Γιατί;

16.- Αν διαπιστώσετε ότι το πρόγραμμα σπουδών της σχολής

σας είναι ξεπερασμένο ποιές ενέργειες θα κάνετε στους

αρμόδιους για την αλλαγή του;


17.- Ποιά είναι κατά τη γνώμη σας τα πλεονεκτήματα και τα

μειονεκτήματα του συστήματος των πανελληνίων εξετάσεων που

ισχύει σήμερα; Ποιές βελτιώσεις θα πρέπει να γίνουν; Γιατί;

18.- Θεωρείτε σωστή την προβολή που γίνεται από τα ΜΜΕ για

το θέμα των πανελληνίων εξετάσεων; Μήπως έχουμε και στην

περίπτωση αυτή ένα οδυνηρό για πολλούς νέους φαινόμενο

"ετικεττοποίησής" τους;

19.- Νοσεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Αν ναι,τότε γιατί

του εμπιστευτήκατε το μέλλον σας; Τί σκοπεύετε να κάνετε

εσείς προσωπικά για τη θεραπεία του;

20.- Αναφέρατε τα μέτρα που θα παίρνατε αν είσαστε Υπουργός

Παιδείας σήμερα για την αποδοτική λειτουργία του ελληνικού

εκπαιδευτικού συστήματος στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.