Βαυκαλίζομαι λοιπόν, αυταπατώμαι, ξεγελώ τον εαυτό μου. Και ενεργητικό, βαυκαλίζω κάποιον, τον ξεγελώ, τον αποκοιμίζω με ψεύτικες υποσχέσεις, τον νανουρίζω. Αυτή ήταν η πρώτη σημασία της λέξης -κι η λέξη είναι αρχαία. Μάλλον πρόκειται για ηχοποιημένη λέξη, από τοβαυ βαυ που έκανε η αρχαία μαμά ή νταντά για να κοιμίσει το μωρό της. (Και βέβαια, δεν προφερόταν έτσι όπως σήμερα).
Από αυτό λοιπόν το μονότονο μπουρ-μπουρ της νταντάς, προήλθε [πώς και γιατί δεν είναι εντελώς σαφές] και μια άλλη αρχαία λέξη, η βαύκαλις, "δοχείο για υγρά", και ειδικότερα πήλινο δοχείο με στενό λαιμό που το χρησιμοποιούσαν για να κρυώνουν το κρασί. Ισως το γλουγλούκισμα, όταν χυνόταν το κρασί, να θύμιζε τον μονότονο νανουριστό ήχο...
Το βέβαιο είναι πως οι ρωμαίοι δανείστηκαν το σκεύος και μαζί και τ' όνομά του, και τό' παν baucalis. Αυτό μαρτυρείται στα ύστερα λατινικά, του 5ου μΧ αιώνα. Από κει η λέξη περνάει στα παλιά ιταλικά, και υπό την παρετυμολογική επίδραση του bocca (=στόμα) γίνεται boccale, που μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα. Το σκεύος έχει πια γίνει γυάλινο, το χρησιμοποιούν για οτιδήποτε υγρά, ναι, δεν είναι άλλο από το σημερινό μας μπουκάλι, που επιστρέφει και στα μέρη μας, χωρίς καθόλου να θυμίζει την αρχαία μάνα που ξενυχτούσε πάνω από το λίκνο νανουρίζοντας το βρέφος της!
© 1998 Νίκος Σαραντάκος
sarant@village.uunet.lu
This page has been visited times.