Η'
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια # δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω # καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου,είπα # ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ'ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι # μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα # και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες # κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο # φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η ακτίδα του ήλιου # γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες # με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση # δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλωv
'Ελαχε να δώσει # και σε σας ο Χάρος
τη φούχτα του γέματη
Μες άπ'τα πηγάδια # τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν # η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι # στα ψηλά καμιόνι
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια # πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει # στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα # σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας # όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει # μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν # οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Γύρισα τα μάτια # δάκρια γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες # κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο # φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Μες η αχτίδα του ήλιου # γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!