<Α ΝΑΜΕ = "#agg1"> δεν δίνει του αγγέλου του νερό

Φιλάργυρος σε υπέρτατο βαθμό, ταυτόχρονα δε δύστροπος και εγωιστής, άνθρωπος που δεν κάνει καλό σε κανέναν, ούτε καν στον φύλακα άγγελό του, έστω κι αν δεν του κοστίζει σχεδόν τίποτε, όπως το νερό.

Δεν χάλαγε, δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν τίποτα. (...) Τώρα, γιατί του κολλήσανε και τον είπανε "σπάγγο", άλλη κουβέντα. Σπάγγο, τσιγγούνη, δηλαδή, και να μη δίνει του αγγέλου του νερό.
Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, σ. 251


<Α ΝΑΜΕ = "#agk1"> πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια;

Γιατί εκτίθεσαι σε κινδύνους χωρίς προφυλάξεις; ή, πώς αναλαμβάνεις δύσκολο έργο χωρίς τα απαραίτητα μέσα ή προσόντα, χωρίς προοπτικές επιτυχίας;

Κι ύστερα, σάμπως είχα καμιά δουλειά στα χέρια μου, δικιά μου, σίγουρη, για να τους πολεμήσω; Εκτακτος ήμουν στο λιμάνι, κι έκτακτος θα πει ότι κάθε μέρα μπορούσες να πάρεις πασαπόρτι. Και κόρη βρέφος, τόσα έξοδα! Πού να πας ξυπόλυτος στα αγκάθια;
Β. Βασιλικος, Ζ, σ. 255



<Α ΝΑΜΕ = "#agr1"> αγρόν ηγόρασε

αδιαφόρησε εντελώς, ιδίως σε προειδοποιήσεις, συμβουλές, παραινέσεις, κτλ. Από το Ευαγγέλιο στην παραβολή του "μεγάλου δείπνου", ο πρώτος προσκαλεσμένος αρνείται την πρόσκληση με τη δικαιολογία ότι μόλις αγόρασε ένα χωράφι και πρέπει να το φροντίσει: "ο πρώτος είπεν αυτώ αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με παρητημένον" (Λουκ. 14.18). Το μοτίβο αυτό σχολιάστηκε πολύ από τους Πατέρες της εκκλησίας ώσπου έγινε παροιμιακό. Ενδιαφέρον είναι ότι σχεδόν πάντοτε διατηρείται στη χρήση η παρωχημένη χρονική αύξηση στο "ηγόρασε".

"Να προσέχεις", τον συμβούλεψε η Βάνα. Αλλά αυτός... αγρόν ηγόραζε. Τι είχε να φοβηθεί άλλωστε.
Β. Μπούτος, Ο Ιωάννης Μαρία του φθινοπώρου, σ. 78



<Α ΝΑΜΕ = "#adeia1"> ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα

προσποιούμενος τον αθώο, προσπαθώ με εύστοχες και δήθεν ανώδυνες ερωτήσεις να εκμαιεύσω μυστικά από τον συνομιλητή μου κοινώς, τον ψαρεύω. Η εικόνα παραπέμπει στους ψαράδες που ρίχνουν τα δίχτυα.

-- 'Ερχεστε εδώ δήθεν να μου πείτε μια καλησπέρα... Να σας πω εγώ τι ήρθατε να κάνετε. 'Ηρθατε να ρίξετε άδεια, για να πιάσετε γεμάτα.
-- Να πιάσουμε γεμάτα περί τίνος θέματος;
-- Για να μάθετε τι συμφωνίες έχει κάνει ο Στρατηγός με τον αρχηγό.
Κεχαΐδης-Χαβιαρά, Δάφνες και πικροδάφνες, σ. 31



<Α ΝΑΜΕ = "#akr1"> στην (άλλη) άκρη του κόσμου

σε πολύ μακρινό μέρος ή, απλώς, σε απόκεντρη συνοικία της πόλης. Η "άκρη" του κόσμου είναι το ομηρικό "πείρατα γαίης" (Θ478-9, Ξ 301, δ 563). Αλλά και η σημασία της πολύ μακρινής συνοικίας απαντά στα Ειδύλλια του Θεοκρίτου (15.8), όταν μια γυναίκα βρίζει τον άντρα της που διάλεξε να πιάσει σπίτι "επ' έσχατα γας".

Εγώ το στρίβω, αλλά πού να πάω και από πού; Εδώ, αδελφέ, ο σταθμός είναι στην άλλη άκρη του κόσμου! 'Εχουμε δρόμο και δρόμο. Ας τραβώ!...
"Λίγο απ' όλα" <1894>, Η αθηναϊκή επιθεώρηση, Τόμ. 2, σ. 60



<Α ΝΑΜΕ = "#ala1"> έμεινε στήλη άλατος

έμεινε εμβρόντητος, άφωνος και ακίνητος από τη μεγάλη έκπληξη. Αρχή είναι η βιβλική ιστορία του Λωτ και της γυναίκας του, η οποία, παραβαίνοντας τη θεϊκή εντολή, στράφηκε να δει τα φλεγόμενα Σόδομα και Γόμορα: "και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός" (Γέν. 19.26). 'Οπως φαίνεται και από την ελαφρά μεταβολή, η φρ. εισήχθη στην κοινή γλώσσα από το σχολείο και όχι από την εκκλησία.

'Οταν κατέβηκα, ανύποπτη, με το πέτσινο πανωφόρι στα χέρια, κι είδα τα κρεβάτια μας γυμνά, απόμεινα σα στήλη άλατος.
Κ. Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, σ. 209






<Α ΝΑΜΕ = "#amer1"> μοιάζω για αμερικανάκι; για αμερικανάκι με πέρασες;

Δεν είμαι αφελής, δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Η φράση, που έχει ήδη παλιώσει κάπως, γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950, όταν το λιμάνι του Πειραιά πλημμύριζε από αμερικανούς ναύτες που έπεφταν εύκολα θύματα των αετονύχηδων της πιάτσας.

Κοίτα ρε άνθρωπος που πάει να δουλέψει εμένα... Ρε κύριε, για κοίταξέ με καλά -όχι, να με κοιτάξεις! Δε μου λες, μοιάζω για αμερικανάκι;
Λουντέμης, Οδός Αβύσσου αριθμός μηδέν, σ. 29




<Α ΝΑΜΕ = "#amet1"> το έχει / το έβαλε αμέτι μουχαμέτι
έχει σκοπό αμετάτρεπτο, έχει πάρει απόφαση αμετάκλητη στην οποία επιμένει με πείσμα. Από τα τουρκικά, προφανώς, αν και τέτοια έκφραση δεν υπάρχει στη σημερινή τουρκική γλώσσα, ούτε καν λέξη amet άλλωστε. 'Εχει προταθεί το παλαιό amd = σκοπός, ίσως με επίδραση του adet = συνήθεια -αυτό είναι πιθανό, καθώς βρίσκω σαντορινιά παραλλαγή "τό' χει αντέτι μουχαμέτι".
Ο γερο-Μαρής, ο Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, είχε κατέλθει εις τον εκλογικόν αγώνα και το είχεν αμέτ-Μωαμέτ, να γίνη δήμαρχος.
Παπαδιαμάντης, "Τα δύο τέρατα", 'Απαντα, 4.317




<Α ΝΑΜΕ = "#amp1"> έφαγε / ήπιε τον άμπακο
Πάρα πολύ. 'Αμπακος (αντιδάνειο μέσω του ιταλ. abbaco) είναι ο αρχαίος άβαξ, το πινάκιο για τους λογαριασμούς. 'Αμπακος ονομάστηκε επίσης, από τον λαό, το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Εμμ. Γλυνζωνίου, που τυπώθηκε επί τουρκοκρατίας και εθεωρήθη ότι περικλείει το άπαν της σοφίας, εξ ου και η παλιά έκφραση "ξέρει τον άμπακο". Σιγά-σιγά, η λ. άμπακος προσέλαβε τη σημασία της μεγάλης ποσότητας γενικώς (π.χ. "του έψαλε τον άμπακο") και τελικά περιορίστηκε στη μεγάλη ποσότητα φαγητού ή πιοτού.

Τί ήρθες να κάμεις, μωρέ αρχοντογούρουνο, και συ στον κόσμο; 'Εφαγες τον περίδρομο, ήπιες τον άμπακα <...> Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 225



© 1997-1998 Νίκος Σαραντάκος
sarant@village.uunet.lu
This page has been visited times.