Τέλλος Άγρας




Καθημερινές

Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,

έρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,

που, σε μουδιασμένη Κυριακή,

στέκει και σας κλαίει θλιμμένη μουσική!

Προσωπάκια που έφεξαν, δειλά

στόματα που η πίκρα τα σφαλά,

που δεν ξέρουνε ποτές φιλί θερμό

άλλο από τον ύστατο ασπασμό,

χέρια κέρινα, παρακαλεστικά

ζητιανεύοντας ανάξια ψυχικά,

και κομμένα μάτια κι ισκιερά-

ω σκουντήματα ως θανάτου θλιβερά!

Θάνατο κι εσύ ζωσμένο, μοναχό,

άμοιρο, αψηλό Τριαντάφυλλο φτωχό,

που αντίς να ’φεγγες τη ρόδινη χαρά,

μοιάζει ν’ άγιασες από τη συμφορά,

γέρνει η όψη σου, γέρνει και προσκυνά

τα Επιτάφια τα καθημερινά...




Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,

καμωμένες για τις μαύρες παγωνιές,

καμωμένες για τις άταφες ψυχές,

καθημερινές ψυχές και μοναχές,

για τα λείψανα και για τις Κυριακές

της ψυχής μου, εσείς πατρίδες μυστικές!

Της ψυχής μου που είναι κρύα, και μοιάζει σα

δίσκος με σταυρό και κόλλυβα χρυσά

και στη μέση έν’ αγιοκέρι, ταπεινά,

στης Αγάπης τα μνημόσυνα αγρυπνά.





 

Τριαντάφυλλα μιανής μέρας

Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας τ’ Άη Γιωργιού,

στα κοριτσίστικα τα χέρια ενός παιδιού,

τριαντάφυλλα δικά σου και να τα κρατείς,

σαν αναπάντεχο καλό μεσοστρατίς!

Τα πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,

πολύδιπλα, πολύφυλλα, ανοιχτά!

τ’ αγέρι τα συγκρούει, τ’ αγέρι το ψιλό,

και για ξεφύλλισμα τ’ ανοίγει απατηλό...

Άνοιξη η γειτονιά κι η μέρα ζωγραφιά!

Πολύ ήταν ν’ αξιωθώ παρόμοιαν ομορφιά,

-τριαντάφυλλο το στόμα μου τριανταφυλλί

τ’ άνθια τ’ αμαρτωλά στο στόμα να φιλεί.

(Γίνεται να χωρείς τριαντάφυλλο, χωρίς

τριαντάφυλλο και συ στο στόμα να φορείς;

Κι αν γεύτηκες ποτέ πιοτό δροσιστικό,

για στόμα είχες κι εσύ τριαντάφυλλο γλυκό).

Ποτές τα μάτια μου στα μάτια σου μπροστά

δε με μαρτύρησαν όσο στα ρόδα αυτά,

-γιατί ήσουν ένα εσύ, μ’ αυτά, κι εσύ μαζί,

και γιατί απάνω τους μεγάλωνες κι εσύ.

Γιατί το μάντεψα ποιαν είχαν αφορμή

στο δρόμο οι πηγαιμοί, στο δρόμο κι οι ερχομοί,

τα εύκαιρα γόνατα-για τρέξιμο γοργά-

τα εύκαιρα που έπαιζαν τα γόνατα ζυγά,

στο δρόμο ή σ’ αψηλό μπαλκόνι αντικρυνό-

-ω αγάπη των δεκάξι μου χρονώ.

 

Της ζωής τα ρόδα

Να το, αψηλά κι από μακρυά,

το παραμύθι του βορριά!

μες τα τετράγωνα τα μόνα

το παραμύθι του χειμώνα.

Κι εγώ του δρόμου το θολό

το μαύρο σύννεφο φιλώ

κι είμαι, στα τρίστρατα τα μόνα

το παραμύθι του χειμώνα.

Να το αψηλά, να το μακρυά

το παραμύθι του βορριά!

Πού θα ’βρω εδώθε, αχ! πες μου ξένε,

τη ζέστα, αγάπη που τη λένε;

Εγώ που χρόνια κατοικώ

τον δρόμο τον αγερικό,

πρώτη φορά είναι που φοβάμαι

με το χειμώνα απόψε να ’μαι...

πρώτη να φορά να πιστευτώ

τέτοιο ακριβό, τέτοιο γραφτό

το πώς η μοίρα μ’ έχει κάμει

μια πεταλούδα για το τζάμι.

Μα ιδές: Γοργό κι αληθινό

κορίτσι βγήκε απ’ το στενό

μες το φουστάνι οπού αναδεύει

τα δυο της πόδια ανακατεύει,

γυμνά δυο πόδια και χυτά

και με τι τέχνη είναι χτιστά,

καθώς ο αγέρας τα ξεντύνει,

με τι χαρά κι εμπιστοσύνη!

Σαν το πουλί που αναπηδά

από κλαδί σ’ άλλα κλαδιά,

εχάθηκε ως να ξεπροβάλλει

από μια θύρα σε μιαν άλλη!

-Σκέτο χαρούμενο παιδί,

πού σ’ έχω βρει; πού σ’ έχω ιδεί;

δεν είσαι η ασταχτομαλλούσα

που χλώμιαζα όταν σου μιλούσα;

Ρόδα και μήλα μάγουλα,

μάγουλα ακέρια και καλά,

πώς σας λαχτάρησεν ο τόπος

κι ο γερασμένος στρατοκόπος!

Γέλασε ο τόπος μονομιάς

ως την καρδιά της ερημιάς

κι ακέρια φούντωσε η μαυρίλα

της ζωής τα ρόδα και τα μήλα!