Ο γέρο Φριτς

Στου λιμανιού το μαγαζί που κάθε δειλινό
σμίγαμε για κανα ρακί και για κουβεντολόι
είχαμε μουσαφίρη κάποιον Γερμανό
μ' άσπρο μαλλί στον κρόταφο, μάλλον κοντό στο μπόι.

Μας κύτταε με χαμόγελο, μα τόσο πονεμένο
που, άθελα, τον λυπόμασταν. Δε θά' τανε Ναζί
Ποιος ξέρει πώς τον είχανε το δόλιο στρατευμένο...
κι όταν μπορούσε ξέφευγε, νά' ναι με μας μαζύ.

'Ετσι σε λίγο σ' όλους μας έγινε συμπαθής.
'Ηταν σεμνός, καλόβολος, σαν άνθρωπος εντάξει.
Μίλαγες μπρος του λεύτερα χωρίς να φοβηθείς
πως είναι δυνατόν να σε πειράξει.

Αλλά κι ο Φριτς, ο γερο-Φριτς (θα τά' χε τα σαράντα)
επήρε θάρρος γρήγορα και μας εμπιστευόταν
κι αφήνοντας κάθε επιφυλαξη στην πάντα
με κάτι σκοτωμένα ελληνικά μας εδιηγόταν:

-- Εγώ, άλλο πόλεμο Σολντάτ. Σάιζε πόλεμος. Νιξ γκουτ
ετούτο, πάλι, πόλεμο, πάλι σολντάτ εμένα.
Βίλελμ, εμένα γιο μου, Στάλινγκραντ καπούτ
Χωριό μου μπόμπες όλο σκοτωμένα!

Κι έβγαζε ο δόλιος τ' άχτι του: Πόλεμο, Χίτλερ, Σάιζε!
(αυτή' ναι η λέξη του Καμπρών στη γλώσσα τη γερμανική)
Εμείς τον σιγοντάραμε και τον κερνούσαμε ρακί
κι ο Μιχαλιός ο κάπελας μεζέδες τον ετάιζε.

Κάποτε ο Φριτς εχάθηκε και μάθαμε κατόπι.
Τον τουφεκίσαν οι Ναζήδες για δειλία.
Τι γύρευε ο φτωχός; Λίγη Φιλία...!
Μα ήταν κι ανάμεσά μας παλιανθρώποι.

This page has been visited times.