Ο κύριος Τάκης


ΒΙΑΣ ΤΕΥΤΑΜΟΥ ΠΡΙΗΝΕΥΣ
ΣΥΜΠΛΕΩΝ ΠΟΤΕ ΑΣΕΒΕΣΙΝ
ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΝΕΩΣ
ΚΑΚΕΙΝΩΝ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΩΝ
ΣΙΓΑΤΕ, ΕΦΗ, ΜΗ ΑΙΣΘΟΝΤΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ
ΗΜΑΣ ΕΝΘΑΔΕ ΠΛΕΟΝΤΑΣ.

'Hταν υπάλληλος μικρός εν τη κυριολεξία,
με τις μικροφροντίδες του και τους μικροκαϋμούς του,
όμως σαν ήρθε ο Μεταξάς με την Τετάρτη Αυγούστου,
άξαφνα ο Τάκης ο μικρός βρέθηκε νάχει αξία.

Επίλεκτο των τσιρακιών του Μεταξά τσιράκι,
πρόκοβε σαν υπάλληλος και σα χαφιές συγχρόνως,
έγινε τύπος κοσμικός, πήγαινε για μασσόνος
και τον ελέγαν τώρα κύριο Τάκη.

'Ατεγκτος πάντα κι αυστηρός στα υπηρεσιακά,
εμίλαγεν αφ' υψηλού με κύρος, το οποίον
ισούται με τα στρογγυλά μηδενικά,
που σοβαρότητος βαρύ καλύπτει προσωπείον.

Αριστερός στης Κατοχής τα χρόνια. Λόγια κούφια.
Νόμιζε πως αριστερά θα γείρει η ζυγαριά.
'Ομως αργότερα πετά την κόκκινή του σκούφια
κι ολοταχώς στην άλλη τη μεριά.

Κι αρχίζει πάλι σθεναρώς την εθνική του δράση
κι ιδανικά μεγάλα υπηρετών,
εκάρφωνε και κείνονε κι αυτόν,
με τέτοια μέσα ελπίζοντας πολύ ψηλά να φτάσει.

'Ηταν και στο Στρατόπεδο. Εις άκρον φοβιτσιάρης.
Είχε ένα οβάλ εικόνισμα της Παναγιάς στην τσέπη
να τονε προστατεύει και να τονε σκέπει.
Σκέψου τι δούλεμα από μας τραβούσε ο φουκαριάρης.

Κι όταν παραπονιότανε "γιατί δεν προσκυνάτε;"
και τράβαγε το κόνισμα και το φιλούσε κλαίοντας,
θυμόμουν την παλιά παραίνεση: "Σιγάτε,
μη αίσθονται οι θεοί ημάς ενθάδε πλέοντας."

Τώρα τον ευυπόληπτο μάς παρασταίνει αστό
έχει μια σύνταξη καλή, παίρνει και κάτι νοίκια,
τον απανταίνω πού και πού και τονε χαιρετώ
με τη μεγάλη υπόληψη, που αρμόζει σε σκουλήκια.

Επιστροφή
This page has been visited times.