Βασίλης Βασιλικός, ''Η τελευταία ημέρα της Κατοχής'' (Εκτός των τειχών, Αθήνα, 1966), από τον τόμο: Η μεταπολεμική πεζογραφία: από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τ. Β΄, Αθήνα, εκδ. Σοκόλη, 1988, σσ. 371-374.

 

"Η μέρα ήταν σαν Κυριακή. 'Ολα τα καταστήματα κλειστά κι οι δρόμοι έρημοι. Απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μας, από το τέταρτο πάτωμα, γωνία Ερμού και Αριστοτέλους, έβλεπα ένα κομμά της ηλιόλουστης θάλασσας, ένα τμήμα απ' την τεθλασμένη του κυματοθραύστη, ενώ το καθαυτό λιμάνι, εκεί που τα μεγάλα πλοία άδειαζαν το φορτίο τους, δε φαινόταν. 'Ολα ακινητούσαν μες στην υπονομευμένη σιωπή, ανίδεα για το κακό που τα περίμενε.

Δώδεκα παρά πέντε: η αγωνία μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο. Στις δώδεκα θ' ανατιναχτεί το λιμάνι. Οι Γερμανοί που φεύγουν δεν έχουν σκοπό να τα' αφήσουν ανέπαφο στους συμμάχους. Αν κι οι σύμμαχοι το βομβάρδισαν όχι λίγο μέσα στην κατοχή, ωστόσο οι κατακτητές που τα μαζεύουν, ετοιμάζονται να του δώσουν τώρα τη χαριστική βολή. Τι κάνουν τα ψάρια σκέφτομαι, κοντά στα μπλόκια; Σαλιάρες και σπάροι και κωβιοί που περιτριγυρίζουν ανύποπτα τα θανατηφόρα υποβρύχια καλώδια; Παρ' όλες τις επίμονες παρακλήσεις της μάνας μου να μη βγαίνω και πολύ στο μπαλκόνι, εγώ κάθε τόσο σκύβω κάτω και βλέπω τον όρθιο Γερμανό με το γυαλιστερό κράνος που περιμένει ακίνητος σαν άγαλμα στη γωνία. Είναι ο μόνος άνθρωπος κι η παρουσία του τονίζει την ερημιά.

Δώδεκα παρά τέσσερα: Με μια χαρά ανάμεικτη με πολύ φόβο περιμένω, σαν από θεωρείο, να δω το μεγάλο θέαμα της παράστασης που τελειώνει. Ξένος στην πόλη αυτή, πρόσφυγας από τη βουλγαρική κατοχή, δεν την πονώ ίσως όπως οι ντόπιοι... Ξαφνικά, ο θόρυβος μιας στρατιωτικής μοτοσικλέτας έρχεται να κουρελιάσει την έγκυα σιωπή. Η μοτοσικλέτα, με τους δυο γκεσταπίτες που έχουν κρεμασμένα τ' αυτόματα στα πεταλωμένα στήθια τους, σταματά πλάι στον όρθιο Γερμανό χωρίς να σβήσει τη μηχανή της, κάτι φαίνεται να λεν κι έπειτα χάνεται σαν βολίδα προς την Πάνω Πόλη. Δυο στεγνοί πυροβολισμοί ακούγονται από κει. 'Εναν απ' τους δυο μοτοσικλετιστές, μαθαίνουμε αργότερα, τον σκότωσαν οι δικοί μας κι οι Γερμανοί, σε αντίποινα, καθάρισαν πενήντα ομήρους. "'Ελα μέσα, έλα μέσα", φωνάζει η μητέρα μου απ' την τραπεζαρία. Αλλά εγώ, σκυφτός, δε χορταίνω να παρατηρώ κάτω τον όρθιο Γερμανό που μια κοιτάζει το ρολόι του, μια ρίχνει ματιές τριγύρω και προς τα πάνω - τότε μόνο κρύβομαι για να μη με δει - και μια ξαναπαίρνει την στάση του αγάλματος. Μου φαίνεται απίθανος κι εξωπραγματικός έτσι που αστράφτει ολόκληρος στην πανδαισία του κυριακάτικου ήλιου, ον από άλλο πλανήτη, τοποθετημένος εκεί για να θρέψει την οργιώδη παιδική φαντασία μου.

Δώδεκα παρά τρια: όλα εξακολουθούν να είναι σαν υπνωτισμένα. Ούτε αέρας δε φυσά απ' τη μεριά του κόλπου, λες κι η θάλασσα από ένστικτο σταμάτησε ν' ανασαίνει. Τα σπίτια και οι δρόμοι που οι άνθρωποι με τα μαγαζιά τους τα ντύνουν πάντα μ' ένα επίστρωμα ζωντάνιας, τώρα είναι βουβά και έρημα όπως στα όνειρά μας. Ακούω ολοένα και πιο καθαρά τους χτύπους της καρδιάς μου. "Μα έλα μέσα, επιτέλους, έλα μέσα". 'Οχι δεν έρχομαι. Θέλω να δω, θέλω ν' απολαύσω το βαγνερικό φινάλε που θα φέρει μετά τη γαλήνη της διάλυσης. Τα όργανα θα μπουν στη θήκη τους σαν τα σπαθιά κι οι μουσικοί θα επιστρέψουν στα πληκτικά τους σπίτια... Και τότε ξαφνικά, σ' αυτή την τεντωμένη σιωπή, πλήθος εικόνες, σαν πουλιά που έρχονται για να κουρνιάσουν στο δέντρο της νύχτας, επιστρέφουν μέσα μου, ωσάν να βλέπω τα μέρη τούτα για τελευταία φορά, ωσάν να μην είναι μόνο το λιμάνι που πρόκειται να τιναχτεί στον αέρα, αλλά η πόλη ολόκληρη κι εγώ μαζί της. Να η αυλή της Αγίας Θεοδώρας όπου περάσαμε όλη την κατοχή παίζοντα μπίκο, αγιούτο ή χαρτόνια. Να όλοι οι φίλοι μου, εκτός από εκείνον που έφυγε με το καραβάνι των Εβραίων από την Εγνατία Οδό, πάνω στο κάρο, με το τεράστιο κίτρινο αστέρι στο μανίκι του, χωρίς να ξέρει ως την τελευταία στιγμή αν πήγαινε εκδρομή ή μακρινό ταξίδι. Τον έλεγαν 'Ινο και φορούσε πάντα γκολφ και μια τραγιάσκα κι είχε μάτια πράσινα, σχεδόν λαδιά. Να η στοά πλάι στο φαρμακείο Α. Τζηρίδη με τα διαλυμένα μυαλά ενός ανθρώπου πάνω στους τοίχους, σκόρπια εδώ κι εκεί, σαν να 'ταν εξογκώματα του ασβέστη. Να ο θεόρατος τοίχος, κεντημένος απ' τα βλήματα σαν περσικό χαλί, που έφερνε νωρίτερα τη νύχτα στην αυλή που παίζαμε. Να το μπαλκόνι απ' όπου κάθε απόγευμα ο Γερμαναράς για να ξυπνήσει καλύτερα απ' το μεσημεριανό του ύπνο, έριχνε κι από μια εκρηκτική χειροβομβίδα κάτω στο πεζοδρόμιο αδιαφορώντας για το ποιος περνά. Να το Καπάνι όπου ο μανάβης ο Μουσσός δεν πρόφτασε να φωνάξει μαζί με τους άλλους το "Βάστα Ρόμμελ". Κι εκείνη η γωνία που ήταν το στέκι του αυγουλά που του πουλούσα χαρτοσακούλες, παίρνοντας για χαρτί το περιοδικό "Το Σύνθημα" και κολλώντας τες με πολλή μπιζελόκομμα για να βαραίνουν στο ζύγι. Απ' το ίδιο αυτό μπαλκόνι ήταν που είδα τη νύχτα του μεγάλου βομβαρδισμού, τότε που κάηκε η φράγκικη εκκλησία κι η μισή πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, τον ουρανό βαμμένο κόκκινο μέσα σε σταχτιά σύννεφα καπνιάς και τέσσερις καλόγριες, στις μικρές ώρες της νύχτας, που τρέχαν κάτω στο δρόμο σαν γλάροι που χάσαν τη φωλιά τους. Να και το πεζοδρόμιο όπου αντίκρισα ανθρώπους να πεθαίνουν την εποχή που πρωτοήρθαμε σαν πρόσφυγες απ' την Καβάλα, ανθρώπους σκελετωμένους, αξύριστους, με κάτι τεράστια πόδια, κάτω ακριβώς από τη βιτρίνα του γωνιακού ζαχαροπλαστείου με τα σιροπάτα φοινίκια και τις βαριές τουλούμπες... Κι όλες αυτές οι μνήμες με βαραίνουν πολύ, σα να 'μια πολύ μικρός κι αδύναμος για να τις αντέξω.

Δώδεκα παρά δύο σ' όλα τα ρολόγια της πόλης: ο Γερμανός κάτω σιάζει το κράνος τους. Η κίνηση του αυτή με καθησυχάζει. Γυρίζω και βλέπω μέσα στην τραπεζαρία: όλοι είναι όρθιοι κι εκνευρισμένοι, χλομοί όπως μέσα στο καταφύγιο. Οι γυναίκες βουλώνουν από τώρα τ' αυτιά τους. Μπαίνω κι εγώ μέσα ή μάλλον με σέρνουν. Στους συναγερμούς δεν είχαμε αυτή την αγωνία. Οι μπόμπες πέφταν αναπάντεχα. Ενώ τώρα... Γιατί αργούν; Με τις χάρτινες εγγλέζικες σημαίες που είναι έτοιμες για να στολίσουν τα δάχτυλα και τα περβάζια των παραθυριών, κρυμμένες ακόμα πίσω απ' το καμουφλαρισμένο ράδιο, ενώ ο ήλιος έξω χαίρεται ακομμάτιαστος την όμορφη πόλη, δεν ξέρω πια τι σημαίνει εκείνη η πινακίδα απέναντι, στην κλινική Χαρπάντη, που γράφει "ΗΣΥΧΙΑ". Κάποιος συγκάτοικος έχει τη σωστή έμπνευση ν' ανοίξει την τελευταία στιγμή τα παράθυρα, για να μη σπάσουν απ' την πίεση του αέρα.

Δώδεκα παρά ένα: μην μπορώντας άλλο αυτήν την εκνευριστική αναμονή, διαλέγω ένα χοντρό μπιζέλι, απ' αυτά που χρησιμοποιούσα για την μπιζελόκομμα, και σε μια στιγμή που κανείς δε με προσέχει, σκύβω απ' το ανοιχτό παράθυρο και σημαδεύω τον ακίνητο Γερμανό. Περιμένω, ώσπου να πέσει, να δω αν τον πέτυχα, αν ένιωσε το βόλι κι αν θα σηκώσει μετά το αυτόματο και θ' άρχιζε σε αντίποινα να γαζώνει τα σπίτια - όπως το βράδυ του μεγάλου βομβαρδισμού, απ' τον εξοστρακισμό μιας τέτοιας σφαίρας, είδα να πέφτει στην ταράτσα νεκρός δίπλα μου ο κύριος Μοσκώφ - όταν, ακριβώς τότε που είχα ξεχαστεί, ακούστηκε ένα βαθύ μουγκανητό, λες κι η θάλασσα βόγκηξε απ' τα έγκατά της, ένας βάρβαρος αναστεναγμός που τέσσερα χρόνια δεν μπορούσε να ξεδώσει, ενώ κάτι σαν τεκτονικός σεισμός έκανε το σπίτι να λυγίσει πίσω - μπρος σαν κυπαρίσσι, τα μικρά αντικείμενα πάνω στα ράφια να πέσουν και να σπάσουν, οι κλασικοί του "Πάπυρου" - μόνοι που δεν έκαψαν οι Γερμανοί απ' όλο το σπιτικό μας στην Καβάλα - να τρίξουν τώρα μες στη νεκρόκασα της βιβλιοθήκης κι οι πόρτες να ξεμανταλωθούν. Ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη έκρηξη. Βρεθήκαμε πεσμένοι καταγής, δίνοντας τα χέρια μας όπως στο "γύρω γύρω όλοι". 'Ερποντας, μέσα απ' τις οιμωγές των γυναικών, φτάνω ως έξω στο μπαλκόνι κι ανασηκώνοντας το κεφάλι μου δειλά βλέπω, πάνω στη θάλασσα, ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο γεμάτο φλογισμένα ξύλα και σιδερικά που ο ήλιος τα 'κανε να μοιάζουν με αστραπές μες στη νύχτα. Σκύβω κάτω κι όπως στα παραμύθια ο Γερμανός με το γυαλιστερό κράνος είχε γίνει άφαντος. Πασπατεύω το σώμα μου για να δω αν υπάρχω κι εκεί ανακαλύπτω για πρώτη φορά στη ζωή μου, βράχηκα από το φόβο μου.

'Ολο το απόγευμα συνεχίστηκαν οι εκρήξεις. Μικρότερες σε ένταση βέβαια, αλλά χωρίς διακοπή. Βούλιαζαν τα πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα σ' όλο το μάκρος της παραλίας, απ' το λιμάνι ως το Λευκό Πύργο. Ο κόσμος ξεθαρρεμένος βγήκε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια κι εμείς, οι τολμηροί πιτσιρικάδες, είχαμε στήσει καρτέρι μες στα θάμνα της πλατείας Αριστοτέλους κι αρπάζαμε ότι ξέπεφτε κοντά μας. Την ίδια αυτή πλατεία που τη γνωρίζαμε έπειτα σαν τόπο χαράς όπου οι γκάιντες των Σκοτσέζων έπαιζαν στον ανοιχτό χώρο της που είχε γεμίσει με υπαίθριους κινηματογράφους, η ίδια αυτή παραλία της βόλτας και του νυφοπάζαρου απ' όπου ξεκινούσαν τα μικρά βαποράκια για τον Περαία και το Μπαξέ Τσιφλίκι, για μας, για τα μικρά παιδιά της Κατοχής, χρόνια κατόπι, ήταν ο τόπος όπου βλέπαμε τα μικρά σκάφη που ανατίναξαν οι Γερμανοί στο φευγιό τους ν' αλλάζουν σχήματα μες στη ρηχή θάλασσα που είχαν βουλιάξει. Κι οι δύτες μπορεί να τα απογύμνωσαν απ' όλα τους τα εξαρτήματα και τα ψάρια να τα νόμιζαν για βράχια, αλλά κανείς δεν έλεγε να τα μετακινήσει από κει. Μοιάζαν πολύ με τις πικρές εκείνες εμπειρίες που είχε ενσταλάξει η Κατοχή μέσα μας και που άλλαζαν σχήματα και μορφές μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά που ωστόσο ήταν πάντα εκεί, σαν να μην ενδιαφέρονταν ή σα να μην μπορούσε πια κανείς να τις ξεριζώσει.

 

(Από τη συλλογή διηγημάτων Εκτός των Τειχών, 1966.)