Δημοσθένης Βουτυράς, "Κακές μέρες", 'Aπαντα, τόμ. Γ' Εισαγωγή-Επιμέλεια: Βάσιας Τσοκόπουλος, Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1995, σ. 335-341.

Κρατώντας ο Φάρης το πακέτο του, έφτασε μόνος σπίτι του. Ο αδελφός του είχε μείνει πίσω πολύ, τον ενοχλούσε τό 'να του παπούτσι και τον έκανε να πηγαίνει κουτσαίνοντας.

Είδε πως δεν είχε φως το δωμάτιο της μάνας του και, γρήγορα ανοίγοντας την πόρτα, είπε με κάποιον τρόμο:

"Μάνα!"

"Τί 'ναι παιδί μου;" άκουσε την αδύνατη φωνή της να του λέει.

"Μα πώς σκοτεινά;"

"Δεν ήρθε κανείς, παιδί μου, ποιος να τ' ανάψει!... Ο Μίμης τι έγινε;"

"Έρχεται, έρχεται!"

Ακούμπησε, ψάχνοντας για να βρει ελεύθερο μέρος, σ' ένα τραπέζι το κρέας κι ύστερα ζήτησε τα σπίρτα του στην τσέπη του και άναψε φως. Και, μόλις φωτίστηκε το δωμάτιο, γύρισε και κοίταξε τη μάνα του. Την είδε πιο μαραμένη, πιο κίτρινη...

"Πώς είσαι;" τη ρώτησε.

"Πώς νά 'μαι, παιδί μου, τα ίδια και τα ίδια!..."

"Όχι τα ίδια, δα!"

"Τα ίδια, τα ίδια, για να μην πω χειρότερα!..."

"Ίσως τώρα που νύχτωσε... Πάντα βαραίνουν οι άρρωστοι τη νύχτα!"

Αυτή δεν είπε τίποτε, κούνησε μόνο ελαφρά το κεφάλι της.

"Α, να σου πω κι ένα ευχάριστο!" της είπε ο γιος της. "Πιστεύω, άμα τ' ακούσεις, θα γίνεις καλά!"

"Για λέγε το, παιδί μου, ν' ακούσομε επιτέλους κι ένα ευχάριστο!"

"Ιδού το!"

Σταμάτησε, γιατί άκουσε τον αδελφό του να έρχεται.

"Ο Μίμης..."

"Πώς είναι; ρώτησε αυτός μπαίνοντας."

"Πώς νά 'ναι! Κάτι καλύτερα!..."

"Ε, μάνα!"

"Κάτι καλύτερα", έκανε αυτή μ' ένα μικρό χαμόγελο. Κι ύστερα στον μεγάλο γιο της: "για λέγε λοιπόν το καλό..."

"Ναι", είπε αυτός, ρίχνοντας μια ματιά στον αδελφό του, "το καλό και το ευχάριστο είναι αυτό, άκουσέ το! Βρήκα μια θέση καλούτσικη, ο μισθός καλός, αλλά το πιο καλό είναι ότι δε θα μπορούνε να με πετάξουν οπόταν τους καπνίσει! Είναι ισόβια θέση!..."

"Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός! Και πότε, παιδί μου, τη βρήκες, πώς;..."

"Σήμερα! Ήταν από μέρες, αλλά σήμερα τελείωσε και επήγα μάλιστα και ορκίσθηκα! Δε στό 'πα, γιατί μπορούσε και να μην γίνει!"

Ο αδελφός του, αμίλητος τον κοίταζε καλά.

Η μάνα του ρώτησε:

"Και μ' αυτά τα ρούχα πήγες, παιδί μου; Δεν είναι τα σταχτιά σου, ή μου φαίνεται;..."

"Ναι, τα σταχτιά μου! Τι να φορέσω, τα καλά; Ίσα ίσα, να δείξω πως είμαι φτωχός!"

Που γύρισε το κεφάλι του προς το τραπέζι, είδε εκεί ένα μπουκάλι κι ένα κουτάλι κοντά του.

"Πήρες φάρμακο;" ρώτησε τη μάνα του.

"Ποιος να μου το δώσει;"

"Μα δεν ήρθε κανείς;"

"Κανείς!"

"Ορίστε!" έκανε ο Φάρης στον αδελφό του. "'Aλλοτε δεν πρέπει να την αφήνουμε μόνη!..."

Και πλησίασε στο τραπέζι.

"Πάρε το κρέας", είπε, "και πήγαινέ το μέσα και, αν θέλεις, άναψε φωτιά!"

Ο αδελφός του, χωρίς να μιλήσει, το πήρε κι έφυγε. Ο Πέτρος, πάλι, πήρε το μπουκάλι και το ξεβούλωσε.

Κείνη τη στιγμή η πόρτα χτύπησε και τον ανάγκασε ν' αφήσει το μπουκάλι και να πάει ν' ανοίξει.

Ήταν ένα φτωχό αντρόγυνο, οι μόνοι άνθρωποι πού 'χανε δείξει ενδιαφέρο στην ασθένεια της μάνας του. Η γυναίκα χοντρή, κόκκινη, με το κεφάλι τυλιγμένο σ' ένα άσπρο πανί, και πιο πίσω ο άντρας της ξεσκούφωτος, αδύνατος με μουστάκια χοντρά και τα μάτια ολοστρόγγυλα και φουσκωτά.

"Νά 'μαστε!" είπε η γυναίκα, και το χαμόγελο της έσκαψε δυο μικρά λακκάκια στα μάγουλα.

"Θά 'ναι καλύτερα, πιστεύω!" μίλησε και ο άντρας της, γουρλώνοντας τα μάτια σα να τα ετοίμαζε ν' αρπάξει την απάντηση μ' αυτά.

"Τα ίδια..." είπε σιγά η μάνα του Φάρη.

"Τα ίδια!"

Η χοντρή γυναίκα μπήκε, χώθηκε μέσα με τα πλάγια κι έτρεξε αλαφριά σα να μην είχε πάχος αλλ' αέρα και πλησίασε τη μάνα του Φάρη.

"Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω!" έλεγε γελαστά. "Καλέ, έτσι το κάνει, χαϊδεύεται!"

Και ο άντρας της, αφού έκλεισε την πόρτα σιγά, είπε σα νά 'ταν ηχώ των λόγων της γυναίκας του:

"Έτσι είναι, το κάνει για να χαϊδεύεται!..."

Η ματιά του πήγε ξαφνικά στο τραπέζι κι είδε το μπουκάλι ξεβουλωμένο...

"Της έδωσες γιατρικό;" ρώτησε.

"Βρε!" έκανε ο Πέτρος. "Το λησμόνησα!..."

Και πλησίασε στο τραπέζι και πήρε το μπουκάλι και το κουτάλι. Ο άντρας όμως της χοντρής τον εμπόδισε.

"'Aφησέ με εμένα να το δώσω!" του είπε.

"Όχι, όχι..."

"'Aφησέ τον, κύριε Πέτρο, έχει καλό χερικό ο Λούκας!"

Ο Πέτρος τον άφησε. Ο Λούκας πίστευε ότι θα της κάνει καλό, όχι το φάρμακο τόσο, όσο που θα τό 'δινε αυτός με το χέρι του!

Αυτό τό 'χε από καιρό πιστέψει, ή ανακαλύψει, στον εαυτό του. Και τό 'χε μυστικό, ούτε στη γυναίκα του τό 'λεγε, ίσαμε μια μέρα που, πάνω σε χαρά μεγάλη, γιατί έγινε καλά αυτή από αρρώστια, κι είχε θαυματουργήσει και τότε το χέρι του, της τό 'πε.

Και από τότε η γυναίκα του, που το πίστεψε, το φώναζε, τό 'λεγε παντού, όπου στεκόταν και βρισκόταν, και προσπαθούσε να το πιστέψουν κι άλλοι.

Και έτσι ο κυρ Λούκας, με ύφος επίσημο, έδωσε το φάρμακο στη μάνα του Φάρη, λέγοντας σιγά και κάτι λογάκια...

Η γυναίκα του σήκωσε κι έσιαξε καλά ένα σκέπασμα που κρεμόταν κάτω στο πάτωμα και έπειτα κάθισε κι αυτή σε μια άκρη του κρεβατιού.

"Πάρε μια καρέκλα", είπε στον άντρα της.

Αυτός πήρε μια καρέκλα και κάθισε χωρίς να δίνει προσοχή στους τριγμούς της και το λύγισμά της.

Ο Πέτρος τους άφησε και πήγε να δει τι έκανε ο αδελφός του. Τον βρήκε μέσα σε καπνούς, με μάτια να τρέχουν...

"'Aναψε", του είπε αυτός, "αλλά μού 'βγαλε την πίστη!... Τώρα, για πες μου, τί 'ναι αυτά πού 'λεγες στη μάνα μας;"

"Τι της έλεγα;... Α, για τη θέση; Ναι βρήκα!... Αλήθεια είναι!..."

Αυτός τον κοίταξε με τα δακρυσμένα απ' τους καπνούς μάτια του.

"Μα τι θέλεις να μου πεις!" του είπε. "Τώρα, τώρα, τα ξεπούλησες, πάνε ρολόγια, ρούχα!..."

"Ε, και;... Τι θα πει αυτό; Όσο να πάρω το μισθό, μήπως τον δίνουνε μπροστά;... Έλα, έλα, η φωτιά άναψε! Βάλε το κρέας και άφησέ τα αυτά!..."

Ο αδελφός του πήρε το κρέας, τό 'πλυνε, έπειτα έβαλε νερό σ' ένα τσουκάλι, όπως έβλεπε τη μάνα του να κάνει, και τό 'ριξε μέσα.

"Και κρεμμύδι!" του είπε ο Πέτρος, που κοίταζε.

"Σιγά, σιγά, ντε!..."

Έκοψε και κρεμμύδι, τό 'ριξε μέσα και τ' ακούμπησε στη φωτιά.

"Τίποτα άλλο θα βάλουμε;" ρώτησε στρέφοντας στον αδελφό του.

"Ξέρω γω! Τι άλλο ρίχνουνε; Α, αλάτι, πιπέρι..."

"Να τα ρίξω τώρα;"

"Ξέρω γω! Να ρωτήσουμε! 'Aνοιξε όμως κείνο το πορτέλο καλά, για να παίρνει αέρα η φωτιά..."

Κινήσανε να πάνε έπειτα μαζί μέσα. Δεν είχανε όμως περάσει το δωμάτιό τους και ακούνε τη φωνή της μάνας τους να λέει αλλαγμένη:

"Τι θέλει αυτό το μαύρο σκυλί εδώ! Κείνο, κάτω απ' το τραπέζι, δικό σας είναι;"

"Ποιο σκυλί; Εμείς δεν έχουμε σκυλί!"

"Χριστός και Παναγία!"

Ο Φάρης βρέθηκε μέσα κίτρινος. Σκυλί δεν είδε πουθενά. Αγριοκοίταξε το αντρόγυνο για να σωπάσει και χωρίς και χωρίς να χάσει καιρό:

"Έξω, καταραμένο, έξω!" φώναξε ο Πέτρος.

Και με μια ορμή άγρια, άρπαξε ένα ραβδί και με φωνή μανίας έσκυψε κάτω απ' το τραπέζι χτυπώντας.

"Έξω, έξω, καταραμένο!" φώναξε.

"Να, φεύγει! Αχ!"

"Λιγάκι ξύδι!" είπε αυτός στον αδελφό κοιτάζοντάς τον με μάτια αναμμένα.

"Πού είναι;" ρώτησε η χοντρή και κινήθηκε.

Ο αδελφός του έφυγε γρήγορα και πίσω η γυναίκα. Ο Πέτρος έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε.

"Έξω, καταραμένο!"

"Πάει!"

"Καταραμένο!"

Κι έκλεισε την πόρτα.

"Τρέξε!" του φώναξε ο Λούκας κατακίτρινος.

Η μάνα του μ' ένα στεναγμό είχε λιποθυμήσει.

'Aμα την έφεραν στις αισθήσεις της, βυθίστηκε στον ύπνο.

Το αντρόγυνο έφυγε σιγά πατώντας.

 

 

Μετά μέρες μέσα στο σπίτι τους, έρημο από μάνα, έλεγε ο Πέτρος στον αδελφό του!

"Ένα πράγμα έχω που μ' ευχαριστεί και μου δίνει κάποια ανακούφιση! Η μάνα μας πέθανε νομίζοντας ότι εγώ έχω θέση ισόβια, ότι αφήνει τα παιδιά της ευτυχισμένα! Αυτό ζητούσα κι εγώ!"