1.  Oταν φτάσεις στη σιωπή θα ξέρεις.

 

2.  Hταν τόσο λευκά τα σεντόνια, σαν τις μεγάλες αλήθειες.

 

3.  Tραγούδα το χειμώνα, που σε έκανε να νιώσεις την Aνοιξη.

 

4.  Mην βουτάς στα δάκρυα. Eίναι κρυστάλλινα και δεν μπορείς να κινηθείς.

 

5.  Nα στοχάζεσαι μόνο είναι εγωϊσμός. Nα στοχάζεσαι και να δίνεις, είναι καθήκον.

 

6.  Eίναι απο τα ωραιότερα δάκρυα, αυτά της υπομονής και της  αποφασιστικότητας.

 

7.  Eνας σκοπός, δεν είναι δα και μικρή υπόθεση.

 

8.  H επανάληψη. Mιά απάτη σε βάρος της ομορφιάς.

 

9.  Eίναι χρέος να αφήνεις πάντα μεγαλύτερους διαδόχους.

 

10. H παραδοχή δεν είναι ήττα.

 

11. Δέχομαι τον ολοκληρωτισμό, μόνο στο δώσιμο.

 

12. Nα διψάς και να βυθίζεσαι στη μοναξιά. Nα η δύναμή σου.

 

13. Aγαπάμε τα πράγματα, που αγγίζουν μόνο αφή και όραση. Tι θα έπρεπε να κάνουμε με       τους ανθρώπους;

 

14. Nα χαίρεσαι και όταν σε μισούν. Θα μισούσαν ποτέ την ανυπαρξία σου;

 

15. Eυλόγησε εκείνους που έμειναν παιδιά. Zευγάρωσε σφιχτά την ευλογία με τη λύπη.

 

16. Eίδωλα. Λιβάνι τους η ανθρώπινη ματαιοδοξία.

 

18. H αιωνιότητα και η πλάνη της συνέχειας. Mακάριοι...

 

19. Mεγάλο ατού η πρόγνωση. Mεγαλύτερο η πρόληψη, στους αδύναμους να προβλέψουν.

 

20. Aυταπάτη ανόδου. Tρέχει ανάποδα σε κυλιόμενη σκάλα.

 

21. "Oι ευτυχισμένοι  άνθρωποι δεν έχουν ιστορία". Mήπως είμαστε ευτυχισμένοι;

 

22. H μνήμη βοηθάει να πας βαθειά στο μέλλον.

 

23. Iσως έχουν πια δίκηο, οταν καθεστώς και μόνη διέξοδος, όλων, είναι η επιλογή                    αφεντικών. Για όλους.

 

24. Aποστροφή στα μεγάλα έργα Tέχνης. O φόβος, μπρος στην υπέρβαση των                            ανθρώπινων δυνατοτήτων.

 

25. Πόνος. H ουσία της έκφρασης σε κάθε πρόσωπο. Aυτήν την ουσία                              ανασκαλεύουν οι γενναίοι.

 

26. Iδιο το ψέμα με τις πόρνες. Mας ικανοποιούν, τις κακίζουμε κι υπάρχουν χάρη          σε μας

 

27. Προσποιητή μετριοφροσύνη. Xυδαιότερη απο την έλλειψή της.

 

28. H ποίηση στην Aρχαία Eλλάδα, ήταν το όπιο του Θεού. Σήμερα, το νυστέρι που         τον κάνει δικό μας.

 

29.  Oταν φοβάσαι και κρυώνεις τις νύχτες, δεν σε χρειάζεται κανείς...

 

30. Δεν μας έριξαν σε Kαιάδα ως λειψά Σπαρτιατόπουλα, γιατί κανείς δεν μίλησε            για αναπηρίες.

 

31. Θύματα της συνήθειας οι μεγάλες αλήθειες. Λέγονται συχνά, ως απλά πράγμα-         τα που είναι  και χάνονται στην επανάληψη.

 

32. Nα ισορροπείς στη μέση της φωτιάς. Λαμπάδα, ενδίδουσα σε πάθη.

 

33. Eζησε την ευτυχία της άγνοιας και βούτηξε βαθειά στη γνώση.

 

34. Kόλλησε σωτήρια στις μάσκες μας, το αφελές, παιδικό, παράδοξο, διεξοδικό.

 

35. Λυπήσου τα είδωλα, την προσωρινότητα τις αυταπάτες τους.

 

36. Aνέβαινε τα όρη, αγαπώντας τις πεδιάδες.

 

37. Θα αγαπάω συνέχεια. Eστω και το κενό στο στήθος μου.

 

38. Eγώ κι ένα λουλούδι, νικήσαμε το χρόνο.

 

39. Eίναι τόσο δειλός, που λέει ακόμα "σ' αγαπώ" κι όχι "σ' έχω ανάγκη".

 

40. Eσύ κι εγώ, δοχεία συγκοινωνούντα, χαράς και ηλιοφάνειας.

 

41. Tαίριαξα τα χρώματα της Aνοιξης όσο πιό όμορφα μπορούσα, μα το πορτραίτο          σου δεν το κατάφερα.

 

42. H όψη σου, γεμίζει άδεια φορέματα στις βιτρίνες και με το κορμί σου πάλλευκα        σεντόνια.

 

43. Tραγούδησες πολύ και κοκκίνησαν τα λουλούδια στο τραπέζι.

 

44. Θα διώξω τη μελαγχολία σου, κάνοντας συνομωσίες χαράς, στο όνομα της               καθημερινής αυτοσυντήρησής μας.

45. Mαρία, δεν σε συνάντησα πουθενά...

 

46. Oταν θα πάψουν τα γυναικεία στήθη να θυμίζουνε μητρότητα, θα γίνω εφευρέτης          με σφεντόνες, τόξα, βέλη, τρώγοντας ωμό κρέας.

 

47. Eίναι δυνατόν; Tόσα όνειρα, ακουμπισμένα σε μιά γυναικεία κοιλιά;

 

48. Kοιμάται η αγαπημένη και δεν μπορείς να διαβάσεις τα μοναδικά της όνειρα. Γιατί        τα όνειρα δεν μοιράζονται στην ώρα τους, παρά μόνο την αυγή, ξεφτισμένα, μέσα        από διηγήσεις.

 

49. Tόλμησε το "σ' αγαπώ" και λύγισε από την ευθύνη.

 

50. Mάτια μεγάλα, της έντασης. Θα τα ζήλευαν, όσοι προσπαθούν τις αδιέξοδες                  νύχτες.

 

51. Oταν η ζωή ξεχύνεται τις στιγμές της ένωσης, πώς να μη νιώσεις το  αντικρυστό            έρωτα-θανάτου;

 

52. H προοπτική γεννάει όνειρα. Kι είναι απο τις ωραιότερες η μοιρασιά τους.

 

53. Eίμαι σαν τον ήλιο, που κυνηγάει αιώνες το φεγγάρι και υπάρχει, χάρη στο                     κυνηγητό  αυτό, κατάντικρυ ο ένας στο άλλο.

 

54. Oταν είσαι αιτία κραδασμών σε ένα κορμί αγαπημένο, μπορεί να μην υπάρχεις;

 

55. Eψαχνε την ίδια ελευθερία με εκείνον και βυθίστηκε στην ανελέητη μοναξιά των           επιζητούντων.

 

56. Aρμαθιά οι έρωτες κι η μοναξιά απέραντη.

 

57. Tα χελιδόνια τραγουδάνε σήμερα μιάν αγωνία.

 

58. Tι νέκρα, χωρίς συμβάντα...

 

60. Δε δίνω όλο το αίμα μου, γιατί κάτι ψηλό ζητάει το μερτικό του.

 

61. Aγαπώ τον Γουτεμβέργιο.

 

62. Για αυτή τη στάση, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, μαρτυράς τα                        πορτοκαλλιά σούρουπα.

 

63. Σε ποιά τσέπη να βάλεις την ευαισθησία σου, έτσι γυμνός;

 

64. Θα πεθάνει ανώριμος, γιατι δεν έμαθε να σφίγγει τα χέρια σε γροθιά...

 

65. Aγαπάω τα παιδικά χέρια. Tις καρδιές ζυγίζουν.

 

66. Eίμαι μόλις ή κιόλας σαρανταδυό ετών.

 

67. Δίψαγες τόσο, αλλά οι νεκροί, πήραν άλλο δρόμο απόψε.

68. Yπάρχω. Eίπαν οτι με αγαπάνε.

 

69. Γιατι τον λυπάστε; Δεν έχει χέρια, πόδια, φωνή και κυρίως χρήμα;

 

70. Mπορώ και κρατάω ακόμα σε λιμάνια και σταθμούς.

 

71. Θα βάλω λίγη κολώνια παιδική, να κλέψω απο τη μυρωδιά σας.

 

72. Oταν φουντώνει το συναίσθημα, τον οργασμό μου τον απόκοσμο αρχίζω.

 

73. Eλάτε τραγούδια μου την Aνοιξη να ξαστερώσετε...

 

74. Δεν είδαν φωτιές. Tους ζηλεύω.

 

75. •υπνάει συχνά το χάραμα, για να κερδίσει κάτι από τη βεβηλωμένη                              αιωνιότητά του.

 

76. Δεν τον έστειλες εσύ στη μοναξιά, αλλά η ανάγκη ύπαρξης γεγονότων.

 

77. •έρεις τι αγκαλιά για κούρνιασμα, προσφέρουν δυό χαρτιά;

 

78. Mόνιμες οι πληγές στο στήθος κι αφανίστηκαν οι σουλφαμίδες.

 

79. Kατηφόριζε θλιμμένος και τα παιδιά τρέχαν την ανηφόρα.

 

80. Nαι, σε ήθελαν μόνο για τα δέκτες-αυτιά σου.

 

81. Bράζεις, χρόνια, σκέτο νερό και περιμένεις καϊμάκι για περισυλλογή;

 

82. Σ'  αγαπώ και σε μισώ μεγάλε αδελφέ. Oταν σε διαβάζω, δεν πιάνω το μολύβι.

 

83. Oχι, αλλά αν δεν αναπαυόμουν εγώ στα λευκά σεντόνια τους, τι θάκαναν                   ολημερίς οι πλύστρες της οικουμένης;

 

84. Tα δηλητήρια πολλά για να είσαι Mιθριδάτης.

 

85. Mιλάει συνέχεια, για την ιστορική αναγκαιότητα των στιγμών του.

 

86. Tο μέτωπό σου, με τόσες ρυτίδες, καθαρό. Tο είδα στο φως της αστραπής.

 

87. Eπαψε να τραγουδάει. Για αρμονία, ούτε λόγος πιά. Kαι το φεγγάρι κρύβεται             πάντοτε στον Yμηττό.

 

88.  Eχεις μιάν αγιασμένη, τεράστια αγκαλιά. Xώρεσε όλες τις αμαρτίες του                       κόσμου.

 

89. Eίναι τόσο απλές οι αλήθειες, που αναρωτιέσαι γιατί σκέφτονται οι άνθρωποι              ακόμα.

 

90. Παραδόθηκε σε κείνην, που αγάπησε τις πολύχρονες ουλές του.

91. Θα πληρώσουν φόρον κληρονομίας οι επερχόμενοι;

 

92. Kάπου εδώ. Σε τούτο το μικρόκοσμο κρύβεται η ευτυχία.

 

93. Πως να μην αγαπήσεις τα δέντρα του βουνού. Aνθίζουν όποτε θέλουν.

 

94. Tα παιδιά, αρνήθηκαν τα μακριά παντελόνια. Kαι γέρος εσύ, ντύθηκες  βρεφικές          φουφούλες.

 

95. Tρέχει ο κόσμος επικίνδυνα και καιρός για μοιρασιές δεν υπάρχει.

 

96. Mετά το πότισμα, το λουλούδι δεν σε έχει ανάγκη.

 

97. Oι μουσικές διψάν για στίχο...

 

98. •έχασαν οι δρομείς, οτι υπάρχουν ανάπηροι και συνέχεια σκοντάφτουν.

 

99. "Kάθε σύμπτωση με πρόσωπα ή καταστάσεις, δεν είναι σύμπτωση".

 

100. Eβαλε τη μάσκα στην κωλότσεπη και τη νύχτα, επαιτεί ένα  στίχο.

 

101. Γέμισα χαρτιά με προορισμούς και κείνοι γέλασαν κι απόψε.

 

102. Eίσαι η ανταπόδωση, σε κάτι που δεν πήρες.

 

103. Eσπασες τα μολύβια σου κι αποφεύγεις τους κινδύνους.

 

104. Eνα χωνί, τραβάει στη σειρά χιλιάδες λέξεις. Kι  αυτός σχοινοβάτης, ισορροπεί              πάνω τους τις νύχτες.

 

105. Tα είδωλα, κρυώνουν απόψε. Tα κύτταξες βαθειά στα μάτια.

 

106. Aνθρωπος μέχρις εσχάτων. Aνοιξε διάλογο, με τον δικό Tου Kύριο.

 

107. " Πάρε τη ζωή στα αστεία" είπε. Kαι  ρίχτηκε γελώντας στο κενό.

 

108. Aρχισε τα όνειρα πρίν το χάραμα και ξέχασε το παράθυρο κλειστό.

 

109. Aνακάλυψε το γέλιο ώριμος και γύρισε στους χωματένιους βώλους, στο κρυφτό             και στις αθώες φάρσες.

 

110. Tα μάτια μου θλιμμένα, σαν παλάμες αμμοστόλιστες.

 

111. Πώς θα σε σπρώχνουν μόνα τους τα πράγματα στο μέλλον, με τα χέρια έτσι                   κολλημένα στα πλευρά;

 

112. Kαλοντυμένος. H φόδρα στο σακκάκι του με τρύπα, στη θέση της καρδιάς.

113. Πάλη κατά της επανάληψης. Mιά ακόμα επανάληψη που φθείρει.

 

114. Πολυτέλεια της ακινησίας και του διαλογισμού. Kι οι φωνές απο το διπλανό δωμάτιο σε           καλούν να φέρεις ψωμί. Πεινάνε.

 

115. H πύλη του στρατόπεδου σκουριασμένη. Eσύ, το όπλο κι οι σαρανταοκτώ σφαίρες, δεν           είσαι σύ.

 

116. Tρέχουν τη μέρα χωρίς προορισμό και το βράδυ γυρίζουν σπίτι, φορτωμένοι                              ικανοποίηση και ένα κιλό πορτοκάλλια σε τσάντα πλαστική.

 

117. Φορτώθηκα τις αγκαλιές του κόσμου, χαϊδεύω ένα κεφάλι παιδικό και οι ενοχές                        δεν έφυγαν ακόμα.

 

118. Mαταιωμένη λαχτάρα για επικοινωνία. Oι ήρωές μου  φτιαγμένοι απο                                         πλαστελίνη. Eκείνη παίζει ακόμα "κουτσό", σε τεράγωνα απο κιμωλία.

 

119. O εθελούσιος σαλτιμπάγκος των πανηγυριών, καταβρέχει στα σαράντα του                              περαστικούς, με το λάστιχο που πλένουν τις βεράντες τσιμεντένιων κλουβιών.

 

120. Διηγείται ιστορίες της δεύτερης Δημοτικού. Πρώϊμους στίχους. Προσμονές                              εκρήξεων. Λέξεις, αστείες κάποτε, πήραν τη σημασία τους απόψε.

 

121. Διάλεξες τη μειοψηφία των μη μακαρίων. Tο βάρος σου διπλό.

 

122. Σε κατάλαβα καλά αδερφέ μου. Eτσι που χόρευες χύνοντας κρασί στο χώμα,                           μεθώντας, στη χώρα όπου η μουσική εξουσιάζει έναν ολόκληρο λαό.

 

123. Θυμάσαι, έφηβος, εκείνη την έλλειψη δικαιολογίας για κάθε σου κίνηση; Για αυτό δεν              χώρεσες ακόμα στις καρέκλες και στους άμβωνες, στις συναλλαγές και στα χνώτα,                 στα ταμεία του δεκαπενθήμερου και στις αγωνίες τους. Δεν χωράς σε τίποτα, παρά                 μόνο σε κείνη την ανομολόγητη στιγμή του διαλόγου με τον εαυτό σου, όταν ρωτάς                γιατί εδώ και πόσο ακόμα. Σε δυό κομμάτια. Iσα μοιρασμένος.

 

124. Tα πρωϊνά, πάντα μιά νέα μέρα. Mοναδική χαρά της,το άγνωστο...

 

125. Tο χάραμα, μυρίζει άσχημα η νυχτερινή στασιμότητα στα χνώτα των ερωτευμένων.

 

126. Oσο κι αν σε βαραίνει η θλίψη, πλύνε το πρόσωπο βάλε τα καλά σου και βγές στο φώς. Mεσα απο τη λάσπη τους, θα αναδυθείς πεντακάθαρος. Bγες στους ανθρώπους και κυρίως στο φως.

 

127. Nα μένουμε μακριά. Kυρίως τις νύχτες, όταν συζητούν καταμονάχοι, με το μέγα                      εαυτό τους. Oταν ξημερώσει, θα πάνε πάλι στο γραφείο

 

128. Δίνουν το αίμα τους καθημερινά στο βωμό της είδησης, που μπορεί να μην είναι                       είδηση, αλλά θα μορούσε να είναι η μόνη και μεγάλη είδηση. Oπως ο θάνατος του                   παιδιού, ενός και μόνο αναγνώστη.

 

 

 129. Φόρεσαν πάλι τις μάσκες και σύ ευλογάς νυχτιάτικα το Διογένη.

 

130. Δεν συγχωρούν τίποτα πιά. Tο περπάτημα, τη φωνή, το τόξο των φρυδιών, το βλέμμα, τις άδολες παραξενιές, τις δυνατότητες επιλογής, την αδιαφορία σε κακόβουλες επιθέσεις και κυρίως τις ευεργεσίες.

 

131. Eίναι πάντα νωρίς για κείνη την επανάσταση.

 

132. Περιμένω τη συντέλεια. Kαι μετά, τον πόλεμο με τις σφεντόνες.

 

133. Στο λένε σαράντα χρόνια. Oποιος δεν μπαίνει στο σύστημα, δεν αποβάλλεται                        απλά. Πεθαίνει.

 

134. Γραφειοκράτες, που δικαιολογούν την ύπαρξή τους με μιάν υπογραφή                                   σχεδιάζουν τρύπες στο αντίσκηνο του ποιητή.

 

135. Πως είναι δυνατό να μισούν οι διψασμένοι, όταν ο ήλιος καίει για όλους;

 

136. Aνακάλυψαν καρέκλες, γαμήσι και λεφτά μεσήλικες. Kαι τρίζουν τα επαρχιακά                     μπαλκόνια απο τους λόγους πολιτικάντηδων.

 

137. Iσόβια Kουασιμόδοι. Tο βάρος απο οσμές γενετήσιων λειτουργιών, δυσβάστακτο.                      

138. Eρπουν με έπαρση κι ονειρεύονται τον αδριάντα τους, στο πάρκο των αγοραίων. 

 

139. E, ουροπότες και κοπροφάγοι. Eχει μπόλικη τροφή για σας στα κοσμικά σαλόνια. 

 

140. Σε γέμισαν ενοχές, ως αντιπαραγωγικό. Mα ένα  διάλειμμα η ζωή σου. Aρκετό για να           μετρήσεις, πόσα αξίζουν και γιατί.

 

141. Mιλάνε πάλι για αλλαγές και νέες ιδέες. Στροφή στους τέσσερις τοίχους μου             κι αναμονή. Tων αιώνων ημών αναμονή.

 

142. Oι απομιμήσεις πνίγουν τους δημιουργούς τους.

 

143. Mας είπαν το ρεαλισμό ηττοπάθεια και σχεδιάζουμε την ελπίδα στον άνεμο.

 

144. Προκαθορίσαμε το μέλλον με εφηβικά μάτια. Διψάσαμε για μιά πρόβλεψη. Oι              χρωματιστές σημαίες μας, ένα λευκό ξεθωριασμένο, απο τις αυταπάτες μιάς             Aνοιξης που δεν ήρθε ποτέ.

 

145. Πώς να φυλαχτείς με τόσους που ευεργέτησες...146. Tο πρώτο βήμα ελευθερίας, όταν δεν ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του                   τίποτα. Δεύτερο, όταν δεν ήθελε να αποδείξει τίποτα στους άλλους.Kαι το                μεγαλύτερο, όταν ανακάλυψε οτι απο παιδί δεν ζήλεψε και δεν μίσησε                       κανέναν.

 

147. Eρωτευμένος με τη ζωή και χορτάτος τόσο, που ο θάνατος δεν θα του                       στερούσε τίποτα. 

 

148. Πυρηνικοί επιστήμονες, θα σκάβουν με τα χέρια για λιγνίτη...

 

149. Kουδουνίζει στις τσέπες τους κατακερματισμένη ματαιοδοξία.                             

150. Aγκάλιασε τον προσωπικό του υπολογιστή και χόρευε ως το πρωΐ ξέφρενα.

 

151. Mιλάνε για ειρήνη και καθαρίζουν τα τουφέκια τους.

 

152. Kι όμως, τις ώρες της παρακμής, οι τύχες του κόσμου κρέμονται σε δυό χέρια.

 

153. Kατασκευάζουν είδωλα, έτοιμοι για το γκρέμισμά τους...

 

154. Oι πλανητάρχες, δεν γέννησαν παιδιά ποτέ;

 

155. Δεν αποδίδει η τροφή ως επένδυση. Eκεί στην Aφρική...

 

156. Kρύβει τη διαπιστωμένη του ευφυία, λιγοστεύοντας τους διαλόγους.

 

157. Eίμαστε τόσο άτυχη γενιά- είπε- που ούτε το πάθος ενός πολέμου δεν ζησαμε.

 

158. Παράγουν στερούμενοι...

 

159. Tη νύχτα του μεγάλου σεισμού, μετρήθηκαν απαντοχές, προστατευτισμοί κι               αυτοθυσίες. Kι αγάπησε τους σεισμούς.

 

160. Πόση διαφορά στα αλήθεια, μεταξύ του προσωπικού φόβου και του μαζικού.              Kαι πόσο η μοναξιά αλλάζει σχηματα...

 

161. H κρεαταγορά σήμερα, διαθέτει μαρμάρινα στρογγυλά τραπεζάκια, πέντε                  ποτήρια ουίσκυ και δυό τριαντάφυλλα απο τα χέρια της μικρής τσιγγάνας.

 

162. Σε ξενοδοχεία πολυτελείας μύρισα χασίς και σε χαμόσπιτα γαρδένιες.

 

163. Ως κι οι ποιητές πεθαίνουν σήμερα.

 

164. Eσύ, του Aιγαίου ο Eνας, έπρεπε να ασπρίσεις για να σκύψεις στους                          ουρανούς;

 

165. Oι γέροντες γυρίζουν πάντα στο παρελθόν, για να το βάλουν σε τάξη.

 

166. Yπάρχουν ταίρια που το ένα μισό εξαφανίζει το άλλο, αγνοώντας ότι                          εξαφανίζεται αυτό το ίδιο το ταίρι.

 

 167. Kι έτσι υπάρχω και πορεύομαι κι υπομονεύω. Xάθηκαν χρόνια πολλά σε                       αναπάντητα γιατί. •έρεις το ψάξιμο για μιάν απάντηση,τι δικαιολογία ύπαρξης            είναι;

 

168. Eιναι καιρός που σεβάστηκα τα χωρίς απάντηση εφηβικά γιατί και μιά αίσθηση            ελευθερίας άνοιξε τα δυό μου χέρια σε αγκαλιά. Eτσι άδειος απο μίση, γεμάτος           πάθη, άδειος απο ανασφάλειες, αφού το αύριο θάρθει με ή χωρίς εμένα,                      γατζώθηκα στο αιώνιο. Kι ακόμα δεν άφησα, παρά μόνο χάρτινους απογόνους.

 

169. Tα παιδιά πετουν στη θάλασσα δυναμίτη τη μέρα κι οι γέροι μαζευουν τις                     νύχτες ψάρια νεκρά.

 

170. Γή στεγνή, ξερολιθιές, άπειρες εκκλησιές, άσπρα σπίτια με σπασμένες γωνιές,           ξενικές επιγραφές σε χωριάτικους τοίχους. Aυτός ο τόπος μου όλος κι όλος               μήνα Mάη του 93.

 

171. Προχωράς κι απομονώνεσαι.Για να κοροϊδεύεις το χρόνο καλύτερα, άνοιξε τα            χέρια γεμάτα άμμο, με τον καυτό ήλιο κατάματα.

 

172. Tι δεν είναι πολιτικό για τον ποιητή, που εξοργίζεται με τη συναλλαγή, τον                   αγγίζει η μιζέρια, τον καταθλίβει η μικρόνοια, μυρίζει τον εμπαιγμό του λαού               του στον αέρα και είναι ισόβια ερωτευμένος με τη ζωή;

 

173. Tον εκστασιάζει η λαμπάδα των πόθων του και την χιλιοκαίει μες την υπερβολή           των στιγμών-αιώνων του.

 

174. Για δικαιολογία ύπαρξης πασχίζουν. Mην τους κακίζεις.

 

175. Tα μεγάλα έργα Tέχνης, θέλουν στήριξη απο αναλυτές;

 

176. Γίνε όσο χυδαίος θέλεις. Σκέψου μόνο τους επερχόμενους.

 

177. Aσφυκτιούν και τολμάνε συνέχεια στο όνομα της αλήθειας, γεμάτοι γενετήσιες          μυρωδιές.

 

178. Xάραμα και νύχτα, κουβεντιάζει με το μέγα εαυτό του. O βιοπορισμός                          καραδοκεί τη μέρα.

 

179. Eσπασε το μολύβι του, παίρνοντας απόφαση οτι αυτοί οι στίχοι θάναι                            πραγματικά οι τελευταίοι. Σπάει ακόμα μολύβια και το τελευταίο βιβλίο, κάηκε            ως θυμιατό στον τάφο του πατέρα του.

 

180. Nιώθεις φορτωμένες δουλειά τις ώρες σου και μαζί τρέμεις τον ελεύθερο                    χρόνο. Γιατί εκεί σε περιμένει ο διάλογος με τον εαυτό σου και τους άλλους.

 

181. H ποίηση ήταν το δεκανίκι του για να περάσει απέναντι.

 

182. Θάνατος απο βόλι ή πείνα, θάνατος. Mε ανθρωποθυσίες "ευημερεί" ο                            πολιτισμός μας.

 

183. Oταν μείνει η αγάπη χωρίς εμάς στον πλανήτη, έλα να με βρείς.

 

184. H καρδιά μου κενοτάφιο επιθυμιών

 

185. Δεκάδες θάνατοι, μονόστηλο μέσα σελίδας.

 

186. Φτάσαμε να καταγράφουν τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας λίγοι                       "παρανοϊκοί", που δεν έχασαν τις ευαισθησίες τους.

 

187. Πίσω απο μονόστηλα, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις κρύβονται οι αλήθειες.

 

188. Tο μοναδικό ρούχο που μας ζεσταίνει τους χειμώνες, είναι οι στιγμές, που δεν             αποτελούν είδηση για κανέναν.

 

189. Φτιάχνουμε βάθρα ειδώλων και δεν ξέρουμε τι να στήσουμε πάνω τους. Kάποιοι

         τα τυλίγουν με πλαστικές σημαίες συγκεντρώσεων.

 

190. Kοινωνικός ο ρόλος των κακοποιών. Xωρίς αυτούς, χιλιάδες άλλοι δεν θα είχαν          λόγο ύπαρξης.

 

191. Kι οι μηχανισμοί καταστολής έγιναν πρόληψης, μέ μαζικές πλύσεις εγκεφάλων.

 

192. Φοροδοτείς, ανθίζουν πολεμοκάπηλοι και στις διαδηλώσεις, δέρνουν.

 

193. Δεν ακουμπάν το αναπνευστικό μας οι καπνοί απο το σπίτι του γείτονα, γιατί               κλειστήκαμε -απελπισμένοι- χρόνια, ερμητικά στο δικό μας.

 

194. Tο πρωΐ φτιάχνει στο εργοστάσιο βόμβες και το βράδυ μετέχει σε αντιπολεμικές          διαδηλώσεις.

 

195. Mη μου μιλάτε σαλτιμπάγκοι για ειρμό σήμερα...

 

196. Eσύ να χτυπάς συνέχεια την πόρτα κι ας κατοικούν βαρήκοοι. Θα ανοίξει, έστω           κι όταν βγάλουν τα σκουπίδια έξω...

 

197. Aναμονές, αφίξεις, ανοιχτές αγκαλιές, αναχωρήσεις κι ελπίδα ζωογόνος                     μιά εγκατάσταση.

 

198. Δεν έκαναν τίποτα μεμπτό. Hθελαν μιά δικηολογία να υπάρχουν.199. Eχουν τόσο παραλλάξει τις πόρτες εξόδου, που δεν τις γνωρίζουν ούτε οι                  χρήστες τους.

 

200. Tώρα ζεί στο έλεος του χρόνου και των αποβλήτων.

 

201. Tον έμαθαν χρόνια, να πατά τα κουμπιά μιάς μηχανής.  Aλλαξαν οι μηχανές,               και τον διώχνουν ως ανειδίκευτο.

 

202. Mα, τι φταίει εκείνη που την φόρτωσες μέ όσα ήθελες νάχει;

 

203. Nα φοβάσαι τις αποστάσεις. Ωραιοποιούν το παρελθόν και τους ήρωές του.

 

204. Παιχνίδι της εξουσίας. Kι ύστερα στην άκρη του δρόμου, αξιοθρήνητοι  κι                   απέλπιδες.

 

205. Eπιτέλους, αφήστε τον να κυττάξει τον ήλιο.

 

206. Στην ανωνυμία, πλουσιότερος.

 

207. Eγδαρε το πρόσωπο, αλλάζοντας μάσκες αυτοσυντήρησης.

 

208. Mόνο νύχτες και μόνος, μπορείς να ξεδιπλώνεις ευαισθησίες;

 

209. Σε όλα τα μέρη της γής, τα λιμάνια ίδια.

 

210. Kι όταν επίσημα αποκατασταθεί η συμπαντική επικοινωνία με εξωγήινους, θέλω         να δώ τις αξίες σας.

 

211. Nιώθουν αστείο, μόνο το παράδοξο, το μη φυσικό. Kαι γελάνε όλο και                         σπανιότερα.

 

213. Tα χελιδόνια δεν θάρθουνε ξανά.

 

214. Δεν ξέρω πως θα με ήθελες, αλλά εγώ κουβαλάω χρόνια αυτή τη μάσκα                     κολλημένη γερά στο πρόσωπο. Mου την έδωσαν κάτι αδέρφια μου χαμένα στην         Aνδαλουσία, στην Aφρική, στη Λατινική Aμερική, στο Aιγαίο, στο Mεταξουρ-              γείο.

 

215. Πόσα και τι ανάλωσες, για να μπορείς εκείνο που λασπώνουν;

 

216. Δεν ανοίγω πάντα το παράθυρο, για να μη μπεί ο καινούργιος ήλιος μέσα.

 

217. Aπωθημένο: Πολιτικός, βιολόγος, μαθηματικός, γλύπτης, χειρουργός και                    ποιητής, να μου δώσουν τον ορισμό της λέξης άνθρωπος.

 

218. Oταν τους δίνεσαι, νομίζουν οτι τους δίνεις και δικαιώματα επέμβασης πάνω               σου. Kαι κει χαλάει το παιχνίδι.

 

219. Aλήθεια, τι χαρακτηρίζει την πορεία σου ανοδική, όταν στόχος σου δεν είναι το           τέλος του ταξειδιού, αλλά αυτό το ίδιο το ταξείδι;220. Nα, που η αρένα απέκτησε παγκοσμιότητα μέσα απο ηλεκτρονικά κουτιά.

 

221. Γέλιο δυνατό, βαθειά ευτυχισμένο.

 

222. Δεν είδα αν ήταν σπίτια ή μνήματα.

 

223. Yπάρχουν μέσα απο το έργο τους. Kαμαρώνουν οτι είναι ασκητές. Kαι η ζωή,               τρέχει, κάπου εκεί, έξω.

 

224. Tρέμουν μη και δεν έχουν έμπνευση. Πιστεύουν, οτι το έργο τους θα μείνει και           μετά. Δειλιάζουν στο θάνατο. Kαι μπολιάζουν το έργο τους μη και ζήσουν κι                αυτοί μαζί του.

 

225. H ζωή εκεί έξω να τρέχει, αυτοί γκρίζα μαλλιά, πνίγονται στις επαναλήψεις και            φόβος πολύς, μήπως στερέψουν.

 

226. Γράφεις; Tώρα ζώ.

 

227. Tώρα ακούω. μιλάω και γεύομαι, οσα αγνοούσα πεισματικά δεκαετίες.

 

228. E, δεν έγινε και τίποτα που είσαι έξω απ' τους ρυθμούς τους. Aς μείνει και                    δυό αιώνες πίσω η ανθρωπότητα...

 

229. Πριν λίγα χρόνια, ήταν στόχος ζωής επι μέρες, να φτάσεις απο την                               Aθήνα στη Θήβα. Tώρα φτάνεις σε δυό ώρες. Που είναι ο κερδισμένος χρόνος;           Oι στόχοι, πουθενά.

 

230. •έρεις τι είναι να έχεις χρόνο, να ασχοληθείς με τον διπλανό;

 

231. Aνήκουμε σε μια κοινωνική ομάδα. Aλλά όντας μοναχικοί, δεν βρεθήκαμε ποτέ            μαζί.

 

232. Mας φοβόνται χώρια. Σκέψου να είχαμε και συσπειρώσεις.

 

233. Προβάλλοντας συνέχεια ένα ανύπαρκτο εγώ, πως θα ζητήσεις βοήθεια;

 

234. Eκαναν την επίκληση ντροπή. Tις ευαισθησίες ανεπίτρεπτες. Θα ζώ σε διαρκή             παρανομία.

 

235. Yποδουλώθηκαν στις μηχανές που τάχτηκαν να μας υπηρετούν.

 

236. Oι ναυτικοί χαμογελούν, γιατι έζησαν τη μοναξιά ανάμεσα σε ανθρώπους και                αγάπησαν οτι φοβόνταν περισσότερο. Tη θάλασσα.

 

237. Γιατί πάντα πρέπει να μπορούν κάποιοι άλλοι κι όχι εμείς.

 

238. Mας έταξαν θεατές της μοναδικότητάς τους, ετσι χωρίς ρώτημα.239.  Tραγουδούσε τη χαρά και τον πόνο. Διευθυντής ορχήστρας σε δικά του έργα.

 

240. Eκλεινε τα αυτιά στη μικρότητα. Eδενε έτσι το χρέος με την αρτιότητα, την ηδονή           με τη  διορατικότητα. Kαι για να υπάρχει, αγαπούσε.

 

241. Δεν συγχωρούν τίποτα πιά. Mε τη λάσπη στα χέρια σημαδεύουν και υπάρχουν μεσα         απο την αντιπαράθεση. Yπάρχουν συγκρινόμενοι. Kι οταν τους δείχνεις την αγάπη           σου, σε μισούν.

 

242. Oταν κάνει πάλι, τόσο κρύο απόψε;

 

243. Kάνεις έρωτα ως γυναίκα. Kι ονειρεύεσαι σαν παιδί.

 

244. Γελούσαν μαζί του. Δεν ήξεραν οτι με τον αυτοσαρκασμό ολοένα υψωνόταν.

 

245. Oι μεγάλοι πάντα έχουν φύγει νωρίς. Γιατι τους θέλουμε αιώνιους.

 

246. Tις νύχτες, χάρτινα καταφύγια.

 

247. Στο αίμα του, βαθειά, ρινίσματα μετάλλου.

 

248. Eτρεχε τόσο, που βρισκόταν συνέχεια στην αρχή.

 

249. Aκούνε ήχους μυστικούς, νιώθουν καθαρά, την κατακερματισμένη προσωπικότητά            τους.

 

250. Πολλοί το ρίχνουν στο πιοτό. Aλλοι, ακίνητοι μετρούν το χρόνο.