Σ Τ Α Υ Ρ Ο Σ

 

Οταν άρχισα που λές Σταύρο τα τραγούδια μου παιδί, ήξερα ότι δεν θα σταματούσα. Μόνο κάτι ανάπαυλες μεγάλες, με ενοχές για τον αποχωρισμό από τα χαρτιά μου και πάλι από την αρχή τραγούδι. Ξέρεις εσύ γιατί ομότεχνε. Το τραγούδι ήταν και είναι τόσο ζωογόνο, σαν νερό, σαν οξυγόνο, σαν αίμα, σαν φωτιά, σαν γή. Ως έρωτας. Μεγάλος κι ασίγαστος.

 

Τώρα,  είσαι βέβαιος πιά, ότι θα διηγούνται ως παραμύθια οι επίγονοι, για κάποιους προγόνους που αγαπούσαν, που προλάβαιναν τα δειλινά και ρούφαγαν τα σούρουπα με τα χέρια ανοιχτά σε αγκαλιά

 

Θα διηγούνται για προγόνους, που ένιωθαν την ανάσα της συντρόφου. Ενιωθαν την αφή ενός κορμιού κοντά και μέσα τους και το μύριζαν και το γεύονταν. Ολα. Το κορμί, το δέρμα, την ψυχή, το μέσα του άλλου. Παραδομένοι σε μιάν έκσταση επαναλαμβανόμενη, αλλά πάντα μοναδική.

 

Θα διηγούνται ιστορίες για μιά μπαγκέτα, ένα δοξάρι, ένα μολύβι, ένα πινέλο, ένα σκαρπέλο. Από τις αρχαίες εποχές.

 

Θα διηγούνται για γραμμόφωνα, χρωματιστά φουστάνια, όνειρα, απαντοχές, ελπίδες, αγώνες, συλλογικές αυταπάτες, κι οράματα πολλά.

 

Θα διηγούνται για βλέμματα που έσκιζαν στιγμές τον ουρανό. Για σημαίες πολύχρωμες υψωμένες στα αστέρια. Για παιδικές μνήμες τρυφερές, για φιλίες κι αυτοθυσίες. Για βλακώδεις, εκμεταλλεύσιμους ηρωϊσμούς.

 

Θα διηγούνται για γράμματα σε υγρούς φακέλους με ξεθωριασμένο όνομα αποστολέα, για κίτρινες φωτογραφίες, για κήπους και καρπερά δέντρα.

 

Θα διηγούνται για πολέμους - συμβατικούς τους έλεγαν τότε – για λιθόστρωτους δρόμους και σκοτεινά σοκάκια, για σπίτια νεοκλασσικά των επαϊόντων

 

Βέβαια δεν ήξερα, πού να το φανταστώ, ότι τα ποιήματα στον υπολογιστή χρόνια μετά, θα υμνούσαν εκπληρωμένους μόνο έρωτες. Η ότι τώρα, συνέχεια των δαχτύλων, πλήκτρα πλαστικά. Με το αλφάβητο ταξινομημένο αυστηρά. Είπαν για μεγαλεωφόρους της παγκόσμιας επικοινωνίας, μέσα από υπολογιστές της απομόνωσης.

 

Τώρα μεταλλαγμένα τρόφιμα και βρώμικος αέρας. Τώρα αποστάσεις και μυθεύματα. Τα βιβλία μακριά. Οι ανάσες γρήγορες τις νύχτες, από κάματο. Γιατί ο χρόνος δε φτάνει πιά. Εγινε πολυεθνικός και παγκόσμιος και χτυπάει μυαλό, καρδιά κι ανάσες. Δεν υπάρχει χρόνος γι αγκαλιές.

 

 

 

Η αγαπημένη βλέπει το χέρι σου απλωμένο κι ανέγγιχτη, βαδίζει χαμένη στις λεωφόρους τους. Τα χαρτιά σου τα πήρε ο άνεμος κι ας τα σφιχτοκλείδωσες στο συρτάρι. Αυτοί που διάβαζαν κείμενα πατεράδων και προγόνων, πήρανε το στίγμα του αφελούς. Αχρηστοι δηλαδή, χωρίς χρησιμότητα καμμιά, απασχολούν τους νυν εξουσιάζοντες, όπως εμάς κάποτε τα σκουπίδια που μόλυναν τον ορίζοντά μας.

 

Κι εγώ, ο ταξίδευτής σε χώρους άγνωστους τις νύχτες, δεν έχω πιά ούτε την οργή, που θα κινούσε το χέρι μου οπλισμένο τσεκούρια και σπαθιά, για να σπάσω σε χίλια κομμάτια τις οθόνες τους. Εκαναν εικόνες αυτά τα υπέροχα άυλα όντα που στήριζαν το αλφάβητο και τα τραγούδια μας. Οι λέξεις έγιναν πλήκτρα, οθόνες, δίκτυα που μπαίνουν στο μυαλό και το χωρίζουν σε τετράγωνα συμμετρικά κι ηλίθια της αποχάυνωσης. Και τα όνειρα ξεχασμένα σε προγονικές αποθήκες χωρίς συντηρητικά.

 

Τώρα, το βλέμμα σε βάθος μπροστά. Με ματιά σταθερή, καθαρή, προσηλωμένη σε καταγραφή αφανούς βίας με εκτενή παγκοσμιότητα.

 

Βλέπω τους χρήστες σε ταξείδια χαλεπά κι αστόχαστα να χάνονται όλο και πιό βαθειά στις αυταπάτες μιάς ζωής χαμένης από πριν, με την ψευδαίσθηση οδηγό και με την εκούσια ολική εξαπάτηση πέπλο.

 

Βλέπω στο δρόμο της οριστικής απώλειας, να χάνονται μέτρα, αξίες, καταβολές, κληρονομιές, αισθητικά πρότυπα, συναισθήματα, αιτούμενα, αγώνες, πλησιάσματα, διεκδικήσεις, θεμέλια και ήθη.

 

Βλέπω νέους κώδικες ηθικής σε ξέπνοους χρήστες, ρολόγια να δουλεύουν ακατάπαυστα χωρίς ελέγχους, συντηρήσεις. Τα παλιά ρολόγια δεν χρειάζονται πιά κι ο ρολογάς νεκρός από καιρό χωρίς όνομα, ιστορία, καταχωρημένος σε δισκέτες συμπύκνωσης πληροφοριακού υλικού, αρχείων.

 

Βλέπω όλη τη γη μιά αράδα, μιά ζωή, μιά λέξη. Κι η γλώσσα διαβρωμένη από ξένες εισβολές, χωμένη κι αυτή στο παιχνίδι της απώλειας μιάς εθνικής συνείδησης ήδη κατακερματισμένης.

 

Βλέπω ξεσηκωμούς, αγριέματα, διεκδικήσεις επιστροφών, όχλους πολύχρωμους και χέρια να σφίγγουν πάλι σε γροθιά.

 

Βλέπω παιδιά μεταλλαγμένα σε γέροντες και γυναίκες ένδεες, γυμνές, ακίνητες, χλωμές, να αρνούνται αναπαραγωγές κι επιβιώσεις. Με στήθια στεγνά, γεμάτα σιλικόνες, ανάμεσα σε δέντρα αποκαϊδια δάσους. Ογκοι τσιμέντου, ατσαλιού, γυαλιού, κλείνουν το δρόμο.

 

Τα βαρελότα της Ανάστασης σε λόφους μακρινούς, απρόσιτους, ερημικούς.

 

Τώρα, όλα τα γιατί έχουν μιάν απάντηση. Αδιαμφισβήτητη, μοναδική, μονόδρομο σε λεωφόρους εξειδίκευσης, ως και της ψυχής μας. Η αλήθεια τους μόνο μιά. Κι η αμφισβήτηση, αίμα.

 

Φόβος στους ισχυρούς κι υποταγή. Το τίμημα μικρό και μέγα, ολόκληρη ζωή χωρίς προορισμό.

 

Το νιώθω. Οι λίγοι γίναμε λιγότεροι. Κι αν βρούμε την απάντηση, θα είναι μετά. Τότε που κι η ίδια δεν θα έχει νόημα πιά, για να βεβαιώσουμε τους επιγόνους ότι είχαμε καλύτερες αυταπάτες. Με το χρόνο αμείλικτο να γράφει ιστορίες λαών, εθνών, μοναχικών ανθρώπων.Οριακή σύντμηση χρόνου και μεις εξαρτήματα άβουλα, μιάς μηχανής χωρίς πυξίδα. Οι στόχοι τώρα πουθενά.

 

Και φτάσαμε να περπατάμε με το βλέμμα στη γη. Ψάχνοντας αβέβαια το χώρο για το επόμενο βήμα. Και μετά, τεράστια η απόσταση της επιστροφής. Γιατί έχει συντελεστεί ο πηγαιμός. Κι η επιστροφή, πάντα μεγαλύτερη.

 

Θυμάμαι τώρα καθαρά, που είπες, πως αν η αλήθεια είναι άσπρο ή μαύρο δε θέλω να τη μάθω ποτέ.

 

Σταύρο των πολύτιμων στιγμών της ευαισθησίας, της ανημποριάς και της υπέρτατης δύναμης. Χαίρε τα ερέβη.

 

Πολύτιμε, ησυχία. Τώρα η νύχτα είναι βαθειά.

 

Ομως…

Για να υψώνεις το χέρι, γροθιά ή παλάμη ανοιχτή πάνω από τους ανθρώπους και τα ερείπια, θα πει ότι είδες ορίζοντες και το σύμπαν δεν άδειασε – γιατί χωρίς φως πώς θα φανούν γραμμές των οριζόντων – κι έπειτα, μαζί με το χέρι απλωμένο ή γροθιά, υψώνεσαι και συ αδερφέ μου. Τι κι αν κάτω είναι ερείπια ή ναοί. Υψώνεσαι κι αυτό μετράει σ αυτή την καταραμένη συνομοταξία μας. Κι αν όχι, πώς και γιατί αιωρούμαστε;