<<Τις προάλλες ήρθαν να προσκυνήσουν κάτι 'Ελληνες από τη νότια Ιταλία. Μας είπαν πως οι πρόγονοί τους ήταν από τα μέρη
 μας κι ότι μετανάστεψαν στα 1740 στην Καλαβρία. Τους είχε αλαλιάσει η πείνα, ξεκληρίζονταν ολάκερα σόγια, ήρθε κι από πάνω
 ένα θανατικό και θέρισε κάμποσους. Οι υπόλοιποι, καμιά διακοσαριά νομάτοι, έκαναν πέτρα τη καρδιά, πήραν τα μάτια τους 
και ξενιτεύτηκαν. Πριν κινήσουν, πήγανε στο κοιμητήρι και ξεχώσανε τα κόκαλα των πατεράδων και των παππούδων
 τους, τα' βαλαν σ'ένα σεντούκι για να τα θάψουν στην καινούργια τους πατρίδα... 

Εκεί στην Καλάβρια που πήγαν κατάφεραν και ρίζωσαν, χτίσανε ολόκληρο χωριό, πρόκοψαν. Την πατρίδα όμως δεν την ξέχασαν,
 δεν αρνήθηκαν ούτε τη θρησκεία ούτε τη γλώσσα τους. Σέβονταν τους ντόπιους που τους είχαν δεχθεί στη γη τους, αλλά απόφευγαν
 τα πολλά πάρε δώσε μαζί τους, δεν παντρολογιούνταν με τους ξένους. 'Εκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην αφήσουν τον ξένο τόπο
 να τους χωρίσει, για να μη διαλυθούν και γίνουν σκορποχώρι. Αλλά ποιό τ'όφελος; 'Αμα υποψιάζεσαι το ψωμί που τρως, δεν το 
φχαριστιέσαι, δε γίνεται να μασάς και να φοβάσαι συνέχεια μπας και τ'αλεύρι έχει μέσα καμιά πέτρα και σπάσεις τα δόντια σου. 
Τι να'καναν κι αυτοί; Όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο και λιγότερο εξέταζαν την κάθε μπουκιά που'βαζαν στο στόμα... 

Η πατρίδα δεν είναι άρωμα για να το βάζεις σε μπουκαλάκι και να το παίρνεις μαζί σου όπου πας, για να το'χεις και να το ασφραίνεσαι 
όταν θέλεις... 

Προσκύνησαν πρώτα στην εκκλησία, ύστερα ήρθαν εδώ στη βιβλιοθήκη 
και με ρώτησαν αν υπάρχει κάνα παλιό κατάστιχο από κείνα που κράταγαν οι παπάδες κι
 οι μοναχοί για τις γεννήσεις και τους θανάτους, κάποιο βιβλίο που να γράφει κάτι για τους προγόνους τους και 
για το παλιό τους χωριό. Τους βρήκα μια διήγηση γραμμένη από'ναν ηγούμενο δικό μας που'ταν από τα μέρη τους. 
Μόλις έβρισκαν κει μέσα κάποιο περιστατικό ή ένα όνομα που τους ενδιέφερε, τους έπνιγε η χαρά, έκαναν σαν τα μικρά 
παιδιά, έκλαιγαν. 'Εκλαιγα κι εγώ αλλά γι'άλλο λόγο. 'Εκλαιγα γιατί τους άκουγα που μίλαγαν συναναμετάξυ τους μια γλώσσα 
περίεργη, μπάσταρδη, με λίγες λέξεις ελληνικές, λίγες ιταλιάνικες. Ποιός ξέρει τι να'ταν οι άλλες...>> 

'Αρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, 
5η έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1993, σελ. 104-5.