ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ

 

 

Στο καφενείο αργά

Κυκλοφορεί

Χλωμή και μικροσκοπική

Η Γαβριέλλα,

 

Μας εξηγεί για το χορό

Για τον καιρό

Για κάποιον άγριο πατριό

Κι από τα μάτια της

Βγαίνουν καπέλα και φτερά

Δύο ετοιμοθάνατα πουλιά

Καθώς κινείται ρυθμικά

Η Γαβριέλλα…

 

Δεν έχει δύναμη κι ορμή

Είναι χλωμή και μικροσκοπική

Κι αφήνει πάνω στο τραπέζι

Καθώς αδιάφορη μας προσπερνά

Λίγο ψωμί, ξερό ψωμί

Γιά να φάμε να μας δει

Να μας χαμογελάσει

Η Γαβριέλλα,

Κι ύστερα πάλι να χαθεί…

 

Γαβριέλλα

Με τα πόδια από καλάμι

Και με τ’ άγουρο κορμί

Τόσο μικρή όσο ένα γιασεμί

Δώσε μας πάλι ένα κομμάτι

Ξερό ψωμί, ξερό ψωμί

 

Μα κάποιο βράδυ

Ήρθαν τριάντα Ιρλανδοί

Σαν αστακοί, απ’ το πολύ κρασί

Με τη μεγάλη τη στολή

Ηλίθιοι από καταγωγή

Και χαυνωμένοι,

Τη στιγμή που η Γαβριέλλα…

 

Άρχισε πάλι να κινεί

Το καλαμένιο της κορμί

Πότε γυναίκα πότε πουλί

Φορώντας τα καπέλα με φτερά

Των Ιρλανδών

Χαρίζοντάς τους ψίχουλα

Από ξερό ψωμί,

Μα οι Ιρλανδοί…

 

Μες το μεθύσι εκστατικοί

Την είδαν μαύρο ξωτικό

Κι αρχίσανε όλοι μαζί

Να ψάλλουν της πατρίδας τους

Θρησκευτικό σκοπό.

Κι η Γαβριέλλα…

 

Ακίνητη

Απορημένη

Δακρυσμένη

Αρχίζει ξάφνου σαν τρελή

Να χάνεται

Να χάνεται παντοτινά

Μες το σκοτάδι

Ένα πουλί…

 

Γαβριέλλα

Με τα πόδια από καλάμι

Και με τ’ άγουρο κορμί

Δώσε μας πάλι ένα κομμάτι

Ξερό ψωμί, ξερό ψωμί.

 

 

 

Μάνος Χατζιδάκις, Μυθολογία Δεύτερη, 'Αγρα 1982