Ογδόντα προπολεμικές χιλιάδες

Ο άλλος παπούς μου δεν έτρεχε
με τα φεγγάρια και τα μυστικά νερά

με το καπέλο πλάγιαζε με το παντελόνι
και μ' ένα κοφτερό υνί
να του οργώνει τον ύπνο

απ' τ' άγριο χάραμα κινούσε
βαριά τον ήλιο σέρνοντας
τις πληγές αλείφοντας με το νεράκι
μάζευε ο παπούς μου τα λεφτά
τα μάζευε μυρμήγκι τρυφερό στη φωλιά του λίβα

ογδόντα ολόκληρες χιλιάδες
κλωσσόπουλα ζεστά
μπήκε ο πόλεμος σαν αλεπού
τα έπνιξε

ούτε φωνή ούτε δάκρυ