O Mεξικάνος με τα μαργαριτάρια

του κ. Θράσου Καστανάκη

          Δεν του άρεζε καθόλου αυτός ο ήλιος του Παρισιού, τόσο
διακριτικός, μισοκρυμμένος πάντα πίσω από τα σύννεφα.  Ούτε οι άνθρωποι στο
δρόμο.  Τα γκαρσόνια του Μαζεστίκ που αμέσως κατάλαβαν πως ήταν Μεξικάνος,
την πολιτεία, το χωριό, την καταγωγή του, κι αρχίσανε να του μιλούν για τη
ζωή, τα ηφαίστεια της πατρίδας, τα μεταλλεία…  Του ενοχλούσαν τα νεύρα.
Αναγκάστηκε να κόψη τον καφέ και το τσάι.  'Ετρωγε λίγο.  'Επινε περισσότερο.
Τη νύχτα, μέσα στο κρεβάτι, άνοιγε ένα μεγάλο λεξικό, που θα το είχε ξεχάσει
στο δωμάτιό του κάποιος προηγούμενος πελάτης, το διάβαζε, μάθαινε απ’ έξω,
ένα-δυο σελίδες, χαιρότανε για τη μεγάλη φρεσκάδα της μνήμης του και
νύσταζε.  Τότε, μ’ έναν πήδο βρισκόταν από τα σκεπάσματα και χτυπούσε στη
διπλανή πόρτα όπου, συνοδευόμενος από κάποια βολική κυρία, εξημέρωνε τα
γαλλικά του ο νεαρός Μπένσων.
Ο Μπένσων ήτανε γιος ενός σκωτζέζου μεγαλοκτηματία.  Προ δύο χρόνων
εγκατέλειψε το σπίτι του, τα στενά νησιώτικα όρια της Αγγλίας κι έφυγε για
τη Νότια Αμερική, όπου άρχισε να γνωρίζεται με τη ζωή γενόμενος λούστρος.
Εκεί γνώρισε και τον Μεξικανό μας Ματέο Μπαρρέρα.  Από τότε δεν τον αφήνει:
γραμματικός, συνοδός, υπηρέτης και θαυμαστής του φανατικότατος.  Του
απαγγέλνει στίχους, του μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, το θάνατο μιας
αδελφής του που αγαπούσε ο πατέρας του.  Ο νεαρός Μπένσων είναι ανεξάντλητος
σε ευφυολογίες, μελαγχολίες, διηγήσεις κι ανεκδοτολογικά κάθε είδους.
Λατρεύει τον Μπαρρέρα, ιδίως έτσι τη νύχτα όταν του χτυπήσει την πόρτα και
πηγαίνει κι ανοίγει.  Τον βλέπει αντίκρυ του χαμογελαστό.  Είναι η μόνη
στιγμή όπου ο Μπαρρέρα χαμογελάει, ευχαριστημένος και ήσυχος, επειδή μπόρεσε
και νύσταξε!  Φουσκώνει από ευτυχία: η ικανότητα του ύπνου δεν τον έχει
ακόμη εγκαταλείψει.
Η βολική κυρία δεν ξέρει τι στάση να κάμη, ποιο ρούχο της να φορέση, ποιο
εσώρουχο της να πετάξη.  Αγαπώντας τις ευκολίες, τα πετάει όλα και
ξαπλώνεται στο ντιβάνι.  Από την πείρα της ξέρει ότι μπορούν να συμβούν τόσα
πράγματα, τόσα πολλά, ώστε αδυνατεί να μαντέψη τι ακριβώς θα συμβή.
Τι ακριβώς θα συμβή;  Το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, στάση αναμονής.  Τίποτε.
Σηκώνεται όρθια σε λίγο, κι αφήνει τις διάφορες απόψεις του κορμιού της,
κάτω από το φως του ηλεκτρικού, να προκαλέσουν τα τόσα διάφορα πράγματα που
είναι δυνατό να συμβούν…  Άκρα σιωπή.  Ο Ματέο Μπαρρέρα την κοιτάζει
αόριστα.  Θέλει να καπνίση.  Δεν έχει σπίρτα.  Εξακολουθεί να κοιτάζη την
εξελισσόμενη γυμνότητα.  Ολοένα πιο αόριστα.
Κατόπιν στρέφεται στον Μπένσων και με φωνή θριάμβου:
"Μπορώ ακόμη…"
Η κυρία παρεξηγεί αυτή τη διαπίστωσή του και ξαπολύει ένα γάργαρο γέλιο.  Ο
Μπαρρέρα συμπληρώνει:
"Μάλιστα, Μπένσων, αγαπημένε Μπένσων, μπορώ ακόμη να κοιμούμαι.  Να προ
τριών μόλις λεπτών ενύσταξα.  Νυστάζω και τώρα.  Ώστε μπορώ ακόμη…  Ζήτω η
ζωή!"
Η κυρία μένει με τα μάτια και τις σιαγόνες ορθάνοιχτες.  Τους βλέπει που
ντύνουνται και φεύγουν για «ένα μικρό γυράκι, τέτοια ωραία μέρα».  Είναι ώρα
τετάρτη πρωινή.
Στο δρόμο προσπαθούν να προκαλέσουν την προσοχή των αστυνόμων.  Οι αστυνόμοι
δεν τους προσέχουν.  Ο Μπαρρέρα μελαγχολεί, ο Μπένσων διηγέίται πως
αυτοκτόνησε ο κουρέας του πέρσι, τη μέρα της Αναλήψεως…
Ο Μπαρρέρα έχει βαρεθεί τη διήγηση του νεαρού.  Σε λίγες μέρες φεύγουν από
το Παρίσι.  Τώχει βαρεθεί.  Συλλογιέται, τη νύχτα, στο κατάστρωμα του
βαποριού.  Εκεί είναι καλύτερα.
"Ξέρεις, Μπενσων, συλλογιέμαι την ψυχολογία των τιμίων ανθρώπων.  Είναι
ενδιαφέρουσα.  Τι μπορεί να γίνη στη ζωή ενός τιμίου ανθρώπου;  Σχεδόν
τίποτε.  Απολύτως τίποτε.  Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.  Λόγου χάρι, ένας
πολύ μεγάλος κοσμηματοπώλης του Παρισιού, τίμιος όμως, τι μπορεί να έχη
γνωρίσει; Μερικές κυρίες, μερικούς κυρίους καθώς πρέπει.  Τους πελάτες
δηλαδή και τους συγγενείς του."
"Και μερικούς λωποδύτες."
" Μικρολωποδύτες, που τους συλλαμβάνει πάντοτε η αστυνομία και που δεν τον
ανησυχούν διόλου.  Δεν του τυχαίνει ποτέ να γνωρίσει έναν μεγάλον άνθρωπο.
Όταν γνωρίσεις έναν μεγάλον άνθρωπο, αγαπητέ μου, η ζωή σου πια είναι
σημειωμένη για πάντα.  Δε με πιστεύεις;"
"Εκ του στόματός σας η αλήθεια…"
" Οι τίμιοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν μεγάλους ανθρώπους.  Αλλά αν τύχη μια
μέρα και συναντηθούν…"
Με το στόμα κλειστό, έκανε μερικά βήματα.  Αναστέναξε:
"Στο Παρίσι έχει πάρα πολλούς τίμιους ανθρώπους!"
Αισθανόταν την αηδία δυνατή και μεγάλη όπως αυτά τα σπίτια, στις δυο μεριές
του δρόμου, που σιγά-σιγά τα ξεσκέπαζε το φως της αυγής.
Την παραμονή που θ’ αναχωρούσανε για το Χερβούργο, πήρε τομ Μπένσων και
γυρίσανε να κάνουν μερικές αγορές στα μεγάλα εμπορικά.
Δεν ήταν στα κέφια του.
Το απόγευμα, ζήτησε να περάσουν απ’ ένα-δυο διάσημα κοσμηματοπωλεία.  Το
μόνο που του έκανε εντύπωση ήταν του Υβ Γκωλ, εκεί σταμάτησε και θέλησε να
δη τις πολυτιμότερες συλλογές τους.
΄Ενα βραχιόλι, που το είχε πουλήσει την περασμένη εβδομάδα ο γιος του
Μαχαραγιά της Χιντανάρας, κράτησε λίγο την προσοχή του.  Κατόπι τάφησε
αδιάφορα.  Τους περιποιόντανε οι δυο μεγαλύτεροι υπάλληλοι του
κοσμηματοπωλείου.  Ο Μπαρρέρα τους είπε τ’ όνομα, τη διεύυθυνσή του στο
Παρίσι, τους εξήγησε πως ήθελε κάτι το εξαιρετικό.  Καταλάβαιναν πως είχανε
να κάνουν με πελάτη μεγάλης περιωπής, και σε λίγο ήρθε ο ίδιος ο Υβ Γκωλ να
προσφέρει τις υπηρεσίες του.  Ένα τέτοιο εκατομμυριούχο δεν έπρεπε να τον
αφήσουμε να φύγη χωρίς να ικανοποιηθή.  Αυτό φυσικά δεν εμπόδιζε τον μυστικό
αστυνόμο, που στεκόταν στη μια γωνιά του σαλονιού να επιβλέπη τους δυο
ξένους, τα χέρια τους.
Άνοιγαν οι βιτρίνες, η μια ύστερα από την άλλη, τα ωραιότερα είδη, οι
αγριότερες τιμές…  Ο Μπαρρέρα έμενε ασυγκίνητος.  Τάπαιρνε μέσα στο χέρι
του, τα χάιδευε, τ’ άφηνε.  Ψυχρός.  Ο Υβ Γκωλ άρχισε ν’ απελπίζεται, να
καταλαβαίνη καλύτερα τη σημασία του πελάτη και να πεισματώνεται να τον
θαμβώση.  Επιτέλους τα κατόρθωσε.
Εμπρός σ’ ένα πελώριο μαύρο μαργαριτάρι, ο Μεξικάνος άνοιξε τα μισόκλειστα
μάτια του:
"Πόσα;  ρώτησε κοιτάζοντας το αχόρταστα."
Ο Υβ Γκωλ ήταν τώρα βέβαιος για την επιτυχία.  Χωρίς κανένα δισταγμό.
"Τετρακόσιες χιλιάδες φράγκα."
Ο Μπαρρέρα το είχε βγάλει κιόλας το καρνέ του, υπέγραψε βιαστικά ένα τσεκ
και χωρίς να πει λέξει πήρε το μαργαριτάρι.  Πάντως ο Υβ Γκωλ κάτι φοβήθηκε,
τον έπιασε στα λόγια, να του δείξη κάτι ακόμη συλλογές του, να του πη πώς
προμηθεύεται κοσμήματα.  Και σ’ αυτό το μεταξύ ο ταμίας τηλεφωνούσε στην
τράπεζα να μάθη αν υπήρχε κατάθεσις στ’ όνομα του Ματέο Μπαρρέρα ικανή ν’
αντικρυστή μ’ ένα τσεκ τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων.  Η τράπεζα απήντησε
καταφατικά, ο ταμίας κατέβηκε κι έκανε το σχετικό σύνθημα στον Υβ Γκωλ.
Αυτός τότε όχι μόνο μετάνοιωσε για τη δυσπιστία του, αλλά φοβήθηκε μη κι
υποψιάστηκε ο εκατομμυριούχος το γιατί τον βάσταγε και τον φλυαρούσε τόση
ώρα.
Τους απόβγαλε ως έξω, με τη διαβεβαίωση πως περίμενε να του φέρουν σε λίγο
σπανιότερες σειρές μαργαριταριών.
Δεν μπορούσε να τον ξεχάσει τον καλό πελάτη του.  Περίμενε πως θα ξαναρχόταν
γρήγορα.  Ο καιρός περνούσε.  Από το Μαζεστίκ του είπανε πως ο Ματέο
Μπαρρέρα κι ο γραμματικός του είχαν φύγει, μα δεν έπαυε να αισιοδοξή.
Περίμενε.  Είχε μια παράξενη βεβαιότητα πως θα τον έβλεπε πάλι μέσα στο
σαλόνι του, κι έβαζε κατά μέρος κάθε μαργαριτάρι, κάθε πολύτιμο λίθο που
ξεπερνούσε τους συνηθισμένους.
Πέρασαν δυο, τρεις, τέσσερις μήνες.  Πέρασε το καλοκαίρι.  Πάει το
φθινόπωρο.  Ο Υβ Γκωλ πάντα περίμενε.
Και μια χειμωνιάτικη μέρα αναπήδησε από τη θάση του.  Είχε ανοίξει η πόρτα
και νάτος ο Μεξικάνος με τον ίδιο πάλι ακόλουθό του.  Υποδοχές χαρούμενες,
ρητορική φιλοφρονήσεις.
"Α!  Και είσθε τόσο καλά, σενιόρ Μπαρρέρα, έχετε παχύνει!.."
"Ναι, μπορώ και νυστάζω τώρα καλύτερα.  Θα ήθελα να δω…"
"Σας έχω κρατήσει τα σπανιότερα."
Και τον έφερε εμπρός στις συλλογές του.  Ο Μπαρρέρα τις κοίταξε λίγη ώρα.
Έμοιαζε στεναχωρημένος.  Με τρόπο του έγνεψε, ήρθε πιο σιμά του και του
ψιθύρισε:
"Θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως."
Ο Υβ Γκωλ τον έφερε ίσα στο ιδιαίτερο της διευθύνσεως.
"Είμαστε εντελώς μόνοι;"  ρώτησε ο Μπαρρέρα ανήσυχος.
"Εντελώς.  Σας ακούω."
"…Λοιπόν, εκείνο το μαργαριτάρι που μου πουλήσατε, θα θυμάστε, το πρόσφερα
της γυναίκας μου.  Όπως ήμουν βέβαιος κατενθουσιάστηκε.  Πρώτη φορά που
έβλεπα τόση ευτυχία στο πρόσωπό της.  Περάσαμε πέντε μήνες τους καλύτερους
πέντε μήνες της ζωής μου, αλλά κατόπι… την έπιασαν πάλι οι ιδιοτροπίες της,
το υποχόνδριο.  Θέλει ένα δεύτερο μαργαριτάρι, εντελώς το ίδιο, για να τα
κάνη σκουλαρίκια.  Η ζωή ξανάγινε ανυπόφορη.  Πρέπει να βρεθεί…"
Και χαμηλώνοντας τη φωνή του:
"Πρέπει να βρεθή γρήγορα… επειδή κάποιο πρόσωπο τη στιγμή αυτή γυρελυει το
ίδιο μαργαριτάρι για να της το προσφέρη.  Με καταλαβαίνετε…"
Ο Γκωλ τον καταλάβαινε.  Δεν ήταν η πρώτη φορά που μπερδευόταν σε τέτοιες
ιστορίες:
"Θα προσπαθήσω…  Θα βάλω σ’ ενέργεια όλους τους μεσίτες μου, επίσημους και
ανεπίσημους, αλλά σας προειδοποιώ πως είναι πολύ δύσκολο."
"Πρέπει να βρεθεί οσοδήποτε ακριβό κι αν είναι… Δεν θα με σταματήση τίποτε.
Και τριπλάσια τιμή ακόμη αν ζητήσουν και τετραπλάσια, πάλι θα δεχθώ.  Ζήτημα
ζωής ή θανάτου.  Θα δεχθώ και θα σας είμαι ευγνώμων."
Την τόνισε την τελευταία φράση του.  Ο Γκωλ έβλεπε να του προσφέρεται μια
από τις μςγαλύτερες ευκαιρίες.  Συλλογιζότανε.  Σχέδια, υπολογισμοί,
τεχνάσματα επί τεχνασμάτων.  Ο Μεξικάνος τον διέκοψε:
"Αυτή η υπόθεση θα μείνη μεταξύ μας.  Δεν θέλω να επισύρω την προσοχή του
άλλου προσώπου…  Φεύγω για τη Νίτσα, η διεύθυνσίς μου στο Νεγκρεσκό Παλάς.
Μόλις βρήτε το αναζητούμενο, μου τηλεγραφείτε συνθηματικά: ευρέθη ο
άνθρωπος.  Και δίπλα βάζετε την τιμή.  Γιατί επιτέλους πρέπει να ξέρω και
την τιμή."
Ο Γκωλ ήταν συγκινημένος και νευρικότατος.
"Σύμφωνοι, σενιόρ Μπαρρέρα, θα κάνω τ’ αδύνατα δυνατά."
Από την άλλη μέρα, όλοι οι υπάλληλοι, όλοι οι μεσίτες, όλοι οι πράκτορες του
οίκου Υβ Γκωλ αρχίσανε τη δράση τους.  Αποτέλεσμα μηδέν!  Πέρασαν τέσσερις
μήνες, και κάθε βράδυ ένα ανυπόμονο τηλεγράφημα από τη Νίτσα ρωτούσε να μάθη
το αποτέλεσμα των ενεργειών.  Ο Υβ Γκωλ πήγαινε να τρελλαθή, οι θεραπευμένοι
του ρευματισμοί ξαναβγαίναν στη μέση, το ήπαρ του κ.λ.π.
Ώσπου επιτέλους μια μέρα παρουσιάσθηκε ένας μεσίτης, ο κακόμοιρος από τους
πιο ασήμαντους, και του είπε πως ελπίζει να του βρη το μαργαριτάρι από μια
ξεπεσμένη ρωσσίδα χορεύτρια.  Πράγματι, σε λίγες ώρες μέσα του τόφερε, το
ίδιο κι απαράλλαχτο.  Μπήκαν οι φακοί σ’ ενέργεια.  Όλα εν τάξει.  Ο Υβ Γκωλ
ζήτησε την τιμή.
"Οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες φράγκα."
"Μα σ’ εμένα τα λές;  Η αξία του είναι μόλις τριακοσίων χιλιάδων."
"Έχετε δίκιο.  Αλλά μου έχουν ήδη προσφέρει οκτακόσιες.  Αν ως αύριο το πρωί
δε μου μετρήσετε τις οκτακόσιες πενήντα, θα αποφύγω να σας κάμω μια δευτέρα
επίσκεψη.  Ο καιρός πολύτιμος, αγαπητέ μου κύριε."
Ο Υβ Γκωλ είδε πως ήτανε ζήτημα ταχύτητος.  Έβρισε τους επίσημους μεσίτες
του που κοιμόντανε ολόρθοι, και τηλεγράφησε αυτοστιγμεί:  «Ευρέθει άνθρωπος
1.100.000».  Έκρινε πως η διαφορά των 250.000 μόλις και μετά βίας τον
αποζημίωνε για την τόση του αγωνία και τους θυμούς, και τα νευριάσματα.
Την ώρα που θάκλειναν, ήρθε ένα τηλεγράφημα:  «Είναι απολύτως ο ίδιος;».  Ο
Υβ Γκωλ θύμωσε, αποκρίθηκε:  «Απολύτως.  Περιμένουμε συγκατάθεσιν.
Επείγει».
Και το πρωί της επομένης, συγχρόνως σχεδόν με το μεσίτη, έφθανε και η
συγκατάθεση του Μεξικανού:  «Σύμφωνος.  Αγοράσατε αμέσως.  Φθάνω απόψε
Παρίσι».
Ο Υβ Γκωλ πήρε μια βαθυτάτη εισπνοή, πλήρωσε τις 850,000 και τοποθέτησε το
μαργαριτάρι στο βάθος του ταμείου τους..  Το βράδυ έμειναν ανοικτοί ως τις
οκτώ περιμένοντας…  Ο Ματέο Μπαρρέρα δε φάνηκε.  Ούτε την επομένη.  Ούτε κι
ο μεσίτης.
Μονάχα, ύστερα από ένα μήνα, ήρθε από την Καζαμπλάνκα, ένα σύντομο
γραμματάκι:  «Χάρηκα πολύ μαθαίνοντας ότι εσείς αγοράσατε εκείνο το μαύρο
μαργαριτάρι, που μου είχατε πουλήσει για 400,000.  Να με θυμάστε.  Θα σας
θυμούμε κι εγώ.  Αφότου έφυγα από τη Νίτσα μπορώ και κοιμούμαι έξοχα.
Κοιμούμαι κάποτε και το απόγευμα.  Έχω παχύνει τέσσερα κιλά.  Ο φίλος σας
Ματέο Μπαρρέρα».
Αν και ηλικιωμένος άνθρωπος ο Υβ Γκωλ δε δίνει ποτέ συμβουλές στους
κληρονόμους του.  Κάθε πρωτοχρονιά, τους παίρνει, τους εξιστορεί το
επεισόδιο του Μεξικανού και τους δείχνει στο τέλος κι αυτό το γραμματάκι από
την Καζαμπλάνκα.
(Εβδομάς, αρ. 115, 12/19/1929)

Θράσος Καστανάκης (1901-1967)

Αν και έχουνε περάσει τριάντα χρόνια από το θάνατο του, το σύνολο του έργου
του δεν έχει ακόμη συγκεντρωθεί κιαι, μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος του
παραμένει ανέκδοτο.  Σήμερα είναι κάπως γνωστός χάρη στην τηλεοπτική
μεταφορά του μυθιστορήματος του Χατζή Μανουήλ, που εκδόθηκε το 1956.
Πολύ νέος εμφανίστηκε στα γράμματα με το αξιοπρόσεχτο διήγημα του «Ο καθένας
μονάχος» στο περιοδικό της γενέτειράς του πόλης, ο Λόγος, αρ. 4, του 1921.
Υπήρξε από τους πιο γόνιμους πεζογράφους μας, με αρκετά μυθιστορήματα, πάνω
από εκατό διηγήματα, πολλές μελέτες και άρθρα.  Για την τέχνη του ο Βάσος
Βαρίκας στο Βήμα της 9/11/1957 γράφει:  «Οι ήρωες του Καστανάκη είναι από
τις γήινες μορφές που γνώρισε η λογοτεχνία μας.  Αν στο παρουσίασμά τους
λείπει συχνά η διάσταση του βάθους, είναι όμως τόσο έντονη η εξωτερική
δραστηριότητά τους, ξεχειλίζουν σε τέτοιο βαθμό από ζωικό δυναμισμό, ώστε το
κενό που δημιουργείται να μην αποσπά την προσοχή του αναγνώστη».