α
Ιερουσαλήμ, η αμείλικτα αποκτείνουσα τους προφήτας,
η θρασυδείλως αιματοκυλίουσα τους εντίμους και τα νήπια,
η ασύστολα ποδοπατούσα το μειδίαμα και την ελεύθερη σκέψιν,
Ιερουσαλήμ, η πάντοτε ανέντιμη και ανοχύρωτη,
πόλη αστόχαστη που απεχθάνεσαι κάθε επιστήμη,
τρέμεις τα οράματα και λοιδορείς την αλήθεια,
στα λούσα κολυμπάς και στην αλαζονεία, χορτάτη,
βάρβαρη, νεόπλουτη, ασυλλόγιστη
και διεστραμμένη,
πόλη αθυρόστομη και ακόλαστη,
τα κρίματά σου αμέτρητα.
Κι ούτε υποψία δεν σου περνά για τα φρικτά δεινά
που σε προσμένουν στη διπλή στροφή του δρόμου.

β
Ιερουσαλήμ, αμαρτωλή, μικρόψυχη πολιτεία, μουρλή,
σ' έχουν μεθύσει τ' άμετρα πλούτη
κι η υπεροψία σε τύφλωσε,
μπροστά σου χάσκει η άβυσσος κι εσύ ούτε που την βλέπεις,
ούτε το φοβερό ξυράφι αισθάνεσαι, όπου κάθεσαι γυμνή
και ανέμελα γλεντοκοπάς συνεπαρμένη από ψευδοπροφήτες.


γ.
Για πόσο ακόμη ελπίζεις 
ότι θα σε λυπούνται οι δράκοντες;
Καίνε τα δάση σου, αλλά συ δος του φιέστες
και λαθρεμπόριο.
Φτειασιδωμένη πόρνη πολυτελείας, ξεμωραμένη,
πόσο θα προκαλής ακόμη
τους ακόρεστους εμπόρους των εθνών
με τ' ανοικτά σου σκέλια;

δ. 
Δεν ακούς τα τσακάλια;
Προχωρούν ουρλιάζοντας,
θα σε κατασπαράξουν
και θα χορτάσουν πάλι με την αφράτη σάρκα σου
διακόπτοντας
τ' ασελγή υπερθεάματά σου,
τις άκαρπες δεξιώσεις,
και τις υπεράκτιες αυταπάτες σου.

ε.
Ιερουσαλήμ, όσο πολύ σε αγάπησα,
τόσα φαρμάκια μου έδωσες,
θρασύδειλη σκληρή αλεπού,
μωρή και αλλοπαρμένη.

στ.
Παρασημοφορείς τους δόλιους δίχως τύψεις,
κατασκευάζεις δόλιους όταν λείπουν,
στεφανώνεις τους κλέφτες, και τους δίνεις τις μεγάλες θέσεις.
Σύμβολά σου οι κόλακες και οι καιροσκόποι,
κι' όλοι οι ασυνάρτητοι και οι ασυνείδητοι,
που απείρακτοι σκάβουν τον τάφο σου
καγχάζοντας μέσ' στο σκοτάδι.
Και σύ, θαρρείς πως βρίσκεσαι στον έβδομο ουρανό,
πετάς στα σύννεφα,
το μάτι σου αλλοιθώρισε από τα μεγάλα ψεύδη,
σαράκια αμίλητα, που σιγοτρώνε το ρηχό μυαλό σου.

ζ.
Για ελευθερία πολέμησες κι έμεινες πάντοτε σκλάβα,
κι ωστόσο παράλογη
και μεγαλομανής,
έτοιμη για αδελφοκτόνον πόλεμον
ενώ τη γή σου ακόμη την πατούν οι ξένοι.
Ποτέ δέν θέλησες να μάθης τί σημαίνει Ελευθερία και Δίκαιο.
Τίποτε δέν σε δίδαξαν τα παθήματα,
κι είσαι αθεράπευτα πάντοτε δούλη
της μικρής ψυχής και των παθών σου.

η.
Ταπεινά αποκαλύπτομαι
μπρος στους υπέροχους μάταιους αγώνες σου,
Ιερουσαλήμ, η ενδοξοτέρα των εθνών.
Όμως πάντοτε οικοδομείς στην άμμο
κι ό,τι κτίζεις το παίρνουν τα κύματα.
Τόσο που εγέρασες, δεν έμαθες πώς να μή χάνης
την αιματοβαμμένη ελευθερία σου, δυστυχισμένη.
Κι όλο αυτή γίνεται φάντασμα.
Θρηνώ και οδύρομαι για την απαράμιλλη τέχνη σου
κάθε λίγο αδιάκοπα να ξαναγίνεσαι σκλάβα.
Κι η Ελευθερία σαν επιδέξιο χέλι
πάντα γλιστράει μεσ' απ' τα χέρια σου.
Μακρά άλυσος σφαλμάτων,
ανατομία σφαλμάτων
η μεγάλη ιστορία σου, μου σπαράζει την καρδιά
χιλιάδες χρόνια.

Θ.
Πάντα όπου κι αν βρεθώ με κυνηγούν οι μνήμες των λαθών σου,
τι όλα τα κάμνεις πάντα ανάποδα
κι ύστερα πικρά ολοφύρεσαι
και θρηνείς γοερά
για τις συμφορές που εσύ προκάλεσες
με τα ασυνάρτητα παραμιλητά σου.

ι.
Ιερουσαλήμ, πάντα ανιστόρητη και αφιλοσόφητη,
δέν υποπτεύεσαι τη ζούγκλα που σε περιβάλλει
και τις παγίδες που δόλια σου στήνουν
καθώς χορεύεις μεθυσμένη στα πολιορκημένα αστραφτερά σαλόνια.
Ματαιόδοξη, ματαιόφρων και ολιγόνους,
με τα κυνηγετικά σου λεονταρίζεις
όταν οφείλεις να διαπραγματεύεσαι,
και οικοδομείς ανάκτορα όταν σου χρειάζονται όπλα σύγχρονα
και πνεύμα πολυμήχανο για να προλάβη
την επόμενη πτώση σου,
που μπορεί νά 'ναι και η στερνή σου.
Πολιορκημένη από παντού σφικτά, ασφυξία σε πνίγει,
κι εσύ γλεντάς αμέριμνα, αποφεύγοντας
να μελετήσης την σκληρή σου μοίρα,
κι ανελέητα ν' ανακρίνης την ψυχή σου.
Τι τους ήθελες τόσους εμφυλίους πολέμους
πάντα σε δύσκολους καιρούς,
όταν σ' όλα τα μέτωπα σε βάλλουν με βαριά κανόνια;
Ιερουσαλήμ, ψυχή μου, σ' εξορκίζω,
δέν υπάρχει άλλο σκαλί στην κλίμακα του ολέθρου,
δέν βλέπεις πώς κατρακυλάς;
Ούτε πιά θα φυτρώσουν φτερά από το πτώμα σου
σαν θα το θάψουν σε άλλη γή.

ια
Μητέρα αγαπημένη και αφιλόστοργη,
τα λάθη σου αναρίθμητα, από πού νΆ αρχίσω,
κι ό,τι κι΄αν πώ ούτε θα τ' ακούσης,
έπαυσες πλέον ν' ακούης ό,τι δυσάρεστο. Και υπνωτισμένη
με κλειστά μάτια ακροβατείς
στο τεντωμένο σκοινί της μοίρας.

ιβ
Κρημνοβατείς αστόχαστα
ντυμένη ατλάζι και χρυσάφι.
Τρέμω και αλγώ
και με κομμένη ανάσα παρακολουθώ τα βήματά σου
και όσους τριγύρω σου καραδοκούν
σαρκάζοντας με ακονισμένα δόντια.

ιγ
Ιερουσαλήμ, σφαδάζω από κρυφούς λυγμούς
και αλλοφροσύνη -
πού στρέφεις το βλέμμα σου, Ιερουσαλήμ;
Κάτω είναι θάλασσα άβυσσος,
κι ούτε κολύμπι εφρόντισες να μάθης,
δυστυχισμένη και απερίσκεπτη,
μητέρα λατρεμένη μου,
Ιερουσαλήμ.

Παρίσι 24/9/1989 - Βόννη 28/9/1989 _ Λευκωσία 1996, 1997
Από τη συλλογή Ανατομία - Αιρετικά αντιποιήματα