Η ΕΛΙΑ 

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι, 
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη 
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει 
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει. 

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι 
της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει 
στο κλαρί σου ερωτάρικο κυνήγι, 
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει. 

Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν, 
με τη μαγευτική βοή που κάνουν, 
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες 

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν ' 
ώ να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν 
και άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.