Αργυρώ Μαντόγλου, Βιρτζίνια Γουλφ Cafe, μυθιστόρημα, αποσπάσματα, εκδ. Απόπειρα, Αθήνα 1999, σ. 15-23, 97-104, 112-116.

Περναω πολλες ωρες την ημέρα εδώ. Έρχομαι κάθε πρωί στη βιβλιοθήκη και φεύγω μόλις αρχίσει να νυχτώνει. Από τα παράθυρα παρακολουθώ την κίνηση του δρόμου, βλέπω το φανάρι ν' αλλάζει χρώμα, τους ανθρώπους ν' αλλάζουν πεζο- δρόμιο, τους κάδους να γεμίζουν σκουπίδια, ενώ πλάι μου βι- βλία στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι να περάσει η κοπέλα να τα μαζέψει και να τα βάλει πίσω στο ράφι τους. Εγώ μαζεύω πληροφορίες για το βιβλίο που θέλω να γράψω. Το θέμα μου είναι η γυναικεία έκφραση. Ο γυναικείος λόγος και οι ανερμήνευτες σιωπές του. Είναι μήνες τώρα που έχω σχεδόν βυθιστεί μέσα σε ζωές ανεκπλήρωτες και σε έργα ανολοκλήρωτα. Περιφέρομαι ανάμεσα σε βιογραφίες και σε δείγματα γραφής. Ήμουν αποφασισμένη να αποκαταστήσω τους χαμένους κρίκους της αλυσίδας χωρίς ακριβώς να γνωρίζω πώς βρίσκει κανείς ένα χαμένο κρίκο. Γυρίζει πίσω και ψάχνει, αυτόν τον τρόπο μόνο γνώριζα, και η αναζήτηση μου περιοριζόταν μονάχα μέσα στα βιβλία. Συνήθως κάθομαι πλάι στο παράθυρο· η επαφή με το δρόμο πάντα με βοηθάει.

Τα βιβλία ανοιχτά. Σήμερα η θέση μου ήταν κατειλημμένη. Μια κοπέλα με ασυνήθιστα κόκκινα μαλλιά που μοιάζανε με το κόκκινο του σάπιου κρέατος με είχε προλάβει. Η μοναδική άδεια θέση ήταν μια θέση μπροστά στον τοίχο. Από εδώ διακρί- νω το δρόμο και τα χρώματα της μέρας από μακριά. Μπροστά μου, πολύ κοντά στο πρόσωπο μου-ο τοίχος. Προσπαθώ να τον απομακρύνω. Στηρίζω το κεφάλι μου με τα χέρια πάνω απ' το βιβλίο. Κάθε φορά που κοιτάζω μπροστά, βλέπω κάποια ακανόνιστα σχήματα που πότε μοιάζουν με σύννεφα και πότε με λουλούδια. Αν όμως το βλέμμα μου επιμείνει τρέπονται σε μουντζούρες. Όλα είναι θέμα ερμηνείας λοιπόν, γι' αυτό καλύ- τερα να "βλέπω" λουλούδια. Να βάλω και χρώμα. Κόκκινο λα- μπερό. Δεν στέκεται όμως για πολύ, αμέσως ξεθωριάζει, τρέπε- ται σε άχαρο ροζ, υπορόζ, λες και τα μάτια μου που βάζουνε το χρώμα, την ίδια στιγμή να το ρουφάνε πίσω και μένει πάλι εδώ μπροστά μου το λευκό, το υπόλευκο του τοίχου. Τα σχήματα πλέον δεν μοιάζουν με λουλούδια, ούτε με σύννεφα. Μείνανε εδώ στον τοίχο -γιατί τον τοίχο αντίκριζα- μόνο τον τοίχο αντίκριζα, οι μουντζούρες, γραμμές μπλεγμένες η μια μέσα στην άλλη. Κάποιος είχε καθίσει ακριβώς στην ίδια θέση πριν από μένα. Κάποιος δοκίμαζε το μολύβι του. Ματαιωμένες από- πειρες απεικόνισης. Ίσως κάποια πριν από μένα...

Το πράσινο μολύβι μου. Αν το φέρω στον τοίχο, μπορώ να σχηματίσω ένα πράσινο φύλλο; Δεν πρόλαβα όμως γιατί το λουλούδι έσβησε. Κάνω μια αόριστη κίνηση να ακουμπήσω τον τοίχο, μετανιώνω και το φέρνω με δισταγμό στο βιβλίο. Χωρίς δεύτερη σκέψη υπογραμμίζω μια φράση που φάνηκε συνέχεια της κίνησης μου.

Το σώμα είναι η ουσία. Η περιγραφή. Το σώμα χαρίζεται να διαβαστεί και να ξαναγραφεί.

Με πράσινο μολύβι περιγράφω τη φράση που αφορά παράξενα τη δική μου ύπαρξη. Τι περιγράφει ένα σώμα; Πώς το διαβάζεις;

Με τα δάχτυλα. Με τα δέκα αλάνθαστα μάτια. Και με αυτά το πλάθεις ξανά. Όταν αναχωρεί, τι μένει; Η ικανότητα να το συ- ναντάς και να το αναγνωρίζεις μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Η ανάγνωση ενός σώματος είναι η μύηση στην όρα- ση των τυφλών. Η εξερεύνηση των αισθήσεων.

Αρχίζει να τρέμει η πράσινη γραμμή. Ν' απλώνεται. Πρασι- νίζει η σελίδα και το λουλούδι -το κατακόκκινο- ήρθε και φύτρωσε εδώ, κι ήρθε και δεύτερο, και τρίτο. Λιβάδι ανθισμένο. Ακούω θροΐσματα, αέρας περνάει ανάμεσα από δέντρα που δεν βλέπω, με φτάνουν χαρούμενες φωνές παιδιών που δεν συ- νάντησα ποτέ και μυρίζει, μυρίζει ο αέρας άνοιξη που δεν ήρθε ακόμα. Πώς να συγκεντρωθώ; Πώς να επαναφέρω εδώ αυτό που ονομάζουν νου; Υπογραμμίζω:

Πρώτα πεθαίνει. Μετά αγαπάει. Είναι νεκρή. Υπάρχει μια άβυσσος και το ρίσκο. Η κυοφορία του εαυτού της-τρομερή. Όταν σχίζεται η σάρκα, συστρέφεται, κομματιάζεται, αναγεν- νιέται και αναγνωρίζει στο δικό της πρόσωπο τη νεογέννητη γυναίκα. Τότε αρχίζει η οδύνη πως κανένα κείμενο δεν είναι αρκετά τρυφερό και δυνατό να τη συνοδεύσει μ' ένα τραγούδι. Και έτσι πεθαίνει και καθώς πεθαίνει, γεννιέται -σιωπή.

Μια άβυσσος κι ένα λιβάδι. Η νεογέννητη γυναίκα χρειάζεται την άβυσσο. Να την πρασινίσει. Όμως δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι εδώ και πρέπει να εργαστώ. Να ασκήσω τα μέσα μου. Είμαι εδώ. Πλάι σ' ένα σκυμμένο κεφάλι που δεν ξέρω αν είναι αντρικό ή γυναικείο. Όλοι εδώ μελετούν. Η σιωπή ανάμεσα μας, στερεοποιημένη. Ιερή. Πηχτή. Μπροστά μου ο άχρωμος τοίχος κι ένα σκονισμένο βιβλίο. Το πήρα από το τε- λευταίο ράφι. Στο εξώφυλλο, ένα γυναικείο χέρι κρατάει την πένα με τρόπο διφορούμενο. Απαλό χέρι. Σαστισμένο. Λείπει ο κάθετος, σχεδόν επιθετικός τρόπος που έρχεται το αντρικό χέρι σε επαφή με το χαρτί. Καμία αμφιβολία για όσα θ' αφήσει εκεί. Το κατακτά. Όπως κατακτά και μια γυναίκα...

Το γυναικείο χέρι γέρνει ελαφρά. Απαλά. Να το πείσει, να είναι επιεικές. Μ' όσα θα ακούσει. Μ' όσα θα γράψει. Λες και αυτό ακόμα την κρίνει. Όλοι την κρίνουν. Γνώσεις ατελείς. Έλ- λειψη επαρκούς εμπειρίας. Ατέλειες στο ύφος.

Στον καρπό η μανσέτα δηλώνει φόρεμα περασμένου αιώνα. Τρυφερό χέρι. Μαθημένο να θωπεύει παιδιά και πληγές. Να κε- ντάει. Ν' ακουμπάει τα πλήκτρα του πιάνου με χάρη. Όταν θυ- μώνει, η έκφραση στο πρόσωπο παραμένει αναλλοίωτη, το χέρι της όμως γίνεται γροθιά. Τώρα τολμάει τη γραφή. Το χέρι της που είναι η απόληξη της ουσίας της, ουσίας γυναικείας, γράφει το κρυμμένο σώμα της. Το σώμα της περιγράφει.

Πάνω απ' το χέρι, κάθετος και επιβλητικός, ο τίτλος-ο τιτλοσ: Η τρελη τησ σοφιτασ, δηλώνει τώρα πια χωρίς προσχήματα πως η κάτοχος του χεριού έμενε ψηλά. Στον αέρα. Μακριά από τους θορύβους του ισογείου. Υψωμένη εκεί με τα πλάσματα μιας αιθερικής διάστασης. Εξόριστη αυτή και το σώ- μα της στη σιωπή. Στη σιωπή που παράγει γλώσσα.

Εξόριστη. Φόβιζε. Τους φόβιζε. Δεν έσπαζε γυαλικά. Δεν απαιτούσε φροντίδα. Όμως τους φόβιζε. Στην ανάσα της, υπήρ- χε κάτι στην ανάσα της, κάτι σαν φωτιά. Λες και μέσα της ανά- σαινε και κάποια άλλη. Κάποια που έθρεφε και συντηρούσε το σώμα της. Το νιώθανε αυτό. Νιώθανε αυτόν τον άνεμο της τρέ- λας που την κύκλωνε όταν ασκούσε τη γραφή στη σοφίτα.

Και από εκεί κοίταζε πέρα, πέρα απ' το μικρό παράθυρο, κοίταζε τα λιβάδια, τα κύματα ή το απέναντι ταπεινό μπαλκόνι. Και συχνά έβλεπε λουλούδια μέσα στο καταχείμωνο και άλογα λευκά να καλπάζουνε στην πόλη. Αυτή λοιπόν ήταν η "τρελή", παράξενο ζώο, μιας άλλης μορφής κατοικίδιο, ακατανόητη ακό- μα και σήμερα. Έφερνε τα πάθη της ψηλά. Δεν τ' άφηνε στον άνεμο να τα καταπιεί και να τα σκορπίσει. Τα ελευθέρωνε στο χαρτί, για να υπάρξουν. Το χέρι που τολμούσε τη γραφή, με προκαλούσε να προχωρήσω και να δω το πρόσωπο.

Μορφές από πίνακες, εικόνες από ταινίες, θολές γυναικείες φιγούρες άρχισαν να αναδύονται μέσα από ένα νεφέλωμα και να περνάνε μπρος μου. Πρόσωπα αυστηρά, εμπύρετα βλέμματα, σώματα αργόσυρτα πλησίαζαν... Ανέβαιναν τις σκάλες κρατώ- ντας ένα κηροπήγιο, πλησίαζαν το παράθυρο ή έριχναν μυστικές ματιές πίσω από κουρτίνες. Τις "έβλεπα" να παραφυλάνε στις γωνιές κρατώντας στα χέρια ένα τσαλακωμένο γράμμα ή ένα μουσκεμένο μαντίλι. Έβλεπα χέρια λευκά, απαλά. Γυναικεία.

Να κεντούν. Να χαϊδεύουν τα πλήκτρα του πιάνου. Να κρα- τούν γεμάτα δισταγμό την πένα. Έβλεπα πρόσωπα να ανασηκώνονται αργά πάνω από ένα εργόχειρο, πρόσωπα χλομά, με ένταση πυρετική στο βλέμμα να κοιτάζουν πέρα...

Το βλέμμα τους τρυπάει το χρόνο και με φτάνει.

Το χέρι μιας "τρελής" έσπασε το δίχτυ της στέρησης. Βγήκε και κατέγραψε το ταπεινό τους σύμπαν.

***

"Ελα, έλα, θα σε πάω εκεί που γράφω". (Το χέρι της μεσ' στο δικό μου. Τρέχουμε.)

"Να! εκεί πάμε. Βλέπεις εκείνο το σπίτι στο βάθος, βλέπεις το παράθυρο στη δεξιά πλευρά πάνω απ' την κορυφή της βελανιδιάς, εκεί είναι το δικό μου δωμάτιο".

Το χέρι της λεπτό και τρυφερό. Ο τρόπος που έσφιγγε το δικό μου σταθερός και επίμονος.

"Λείπουνε όλοι αυτή την ώρα. Έλα, τρέξε. Σε λίγο θα είμαστε εκεί".

Τρέχουμε. Τα σγουρά μαλλιά της ίσα που τα κρατάει μια μοβ κορδέλα, και όλο και ξεχώριζε μια μπούκλα και έπεφτε με χάρη στο λευκό γιακά από το γκρίζο φόρεμα. Τρέχει και τρέχω πίσω της. Βλέπω πότε το παράθυρο, τα μαύρα της παπούτσια με τη λάσπη στο τακούνι, και πότε τις μπούκλες της που τινάζονται στον ίδιο ρυθμό με το βηματισμό της.

"Ελα, πέρασε". Μου κράτησε την πόρτα σκουπίζοντας ταυτοχρόνως τη λάσπη απ' τα παπούτσια της.

Περάσαμε στο δωμάτιο υποδοχής και ανεβήκαμε τη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. Στο τέλος του διαδρόμου, μια δεύτερη μικρή σκάλα έβγαζε στη σοφίτα. Μ' άφησε να περάσω πρώτη. 'Aνοιξε τη μοναδική πόρτα. Ήτανε σκοτεινά και τράβηξε τις κουρτίνες. Βρέθηκα σ' ένα ευχάριστο δωμάτιο μ' ανθισμένα υφάσματα πάνω σε όλα τα καθίσματα. Πώς βρέθηκα εδώ; Πώς να διαπραγματευθώ αυτή τη συνάντηση; Τι περιμένει ν' ακού- σει από μένα; Αν μπορούσε να δει για λίγο από πού έρχομαι! Να με δει για μια στιγμή μονάχα την ώρα που στριμώχνομαι στο τρένο με τόσα άλλα κορμιά, όταν μας πάει κάτω απ' τη γη. Κά- τω απ' τη γη είμαι εγώ, γλυκιά μου. Εγώ είμαι κάτω απ' τη γη.

Μ' έβαλε να καθίσω στο μικρό καναπέ πλάι στο παράθυρο. Πήρε ένα κλειδί από ένα ξύλινο κουτί, με γρήγορες κινήσεις άνοιξε κάποιο συρτάρι και έσυρε ένα δερματόδετο τετράδιο. Κάθισε πλάι μου και το έφερε στα πόδια μου. Το τετράδιο στα πόδια μου και η καρδιά μου γλιστρούσε εκεί. Τη συμπάθησα αυ- τή την κοπέλα. Ο κόσμος της άγραφος ακόμα. Το δέρμα της διά- φανο. Στα μάτια της έπλεε η αγωνία. Στο λαιμό μια μικρή φλεβί- τσα χτυπούσε ακατάπαυστα.

"Εδώ είναι όλες μου οι απόπειρες γραφής", είπε και το άνοι- ξε. Οι σελίδες πυκνογραμμένες, με μικρά πλάγια γράμματα, ίχνη από ένα ιδιωτικό σύμπαν που άρχιζε εκεί κι έφτανε στο δικό μου χρόνο.

"Πότε γράφεις;" ρώτησα.

"Όταν λείπουν, και ευτυχώς λείπουν συχνά. Όταν είναι στο σπίτι, κρύβομαι εδώ ή στο σπιτάκι στη λίμνη. Τις νύχτες παρα- φυλάω και όταν όλοι αποκοιμηθούν τρέχω εδώ με το κερί και γράφω. Τα πρωινά κρύβω το τετράδιο κάτω από το εργόχειρο μου. Όταν κάποιος πλησιάσει κάνω ότι κεντάω. Κανένας δεν το ξέρει. Κανένας".

"Πώς σε λένε;"

"Όχι, σήμερα δε θα σου πω", είπε, παραμερίζοντας μια μπούκλα που έκοβε στα δυο το πρόσωπο της. Έσκυψα πάνω στο ανοιχτό τετράδιο:

Η σκιά του σταυρού στο χαρτί Είδε το τραύμα να ματώνει στη σιωπή Κι ούτε μια λέξη στα μισάνοιχτα χείλη Κανένας ψίθυρος για την άφωνη θλίψη Δεν είχε φωνή τον τρόμο της να πει.

Σήκωσα το βλέμμα. Το φως λιγόστευε. Την κοίταξα και σχεδόν ξέφυγε από τα χείλη μου:

"Γράφω κι εγώ". "Εσύ κρύβεσαι;"

"Ναι, κρύβομαι· όμως για άλλους λόγους". Τι να της πω, γιατί κρύβομαι, από ποιους, γιατί, τι κρύβω;

Κρύβω τις φωτογραφίες, τα κλειδιά μου, τα χαρτιά μου. Τι να της πω; Είναι ακατανόητες οι αποκαλύψεις σε έναν άλλο χρόνο. Ναι κρύβομαι. Για άλλους λόγους. Κρύβομαι γιατί δεν αντέχω να φαίνομαι και να μ' αγνοούν. Είναι βασανιστικό να εί- σαι εκεί και να μη σε βλέπουν. Κρύβομαι για να σωθώ και να σώσω κάτι που είναι ήδη χαμένο. Κρύβομαι για να φανερωθώ σ' εσένα. Αν φοβάμαι; Ναι, φοβάμαι την πληγή. Τη δική σου πληγή. Τη γνωρίζω. Ματώνει μεσ' στη σιωπή. Ξέρω τη γεύση της. Όσο πλησιάζεις τόσο ανοίγει-γίνεται πόρτα. Γνωρίζω τη γεύση από το αίμα της. Ήρθα κοντά. Είμαι κοντά. Ξέρω, από εκεί αρχίζει η ανάσα της "τρέλας". Ξέρω την πληγή που ανα- σαίνει. Όλο τρέχω ν' ακούσω αυτή την ανάσα. Την αγαπάω αυ- τή την ανάσα. Ξέρω πώς είναι να βρίσκεις μέσα σου το απροσδόκητο, πώς είναι να σκύβεις και να περιμένεις να έρθει ξανά! Κρύβομαι, γλυκιά μου, κρύβομαι και κρύβω. Τα χαρτιά μου στην τσάντα, τα βιβλία στο ράφι -το πιο ψηλό, την παιδική μου κουβέρτα στην ντουλάπα, τα χέρια στα γάντια. Τα μάτια πί- σω από τα μαύρα μου γυαλιά. Μαύρα γυαλιά στα μάτια. Να προστατεύσω το βλέμμα. Να μη μαυρίσει. Έξω από αυτόν τον πίνακα, τα χρώματα είναι πάντα μουντά και οι δυνατότητες της όρασης μου, περιορισμένες. Δεν έχω μάθει να στέκομαι για πο- λύ στα χρώματα, στα χρώματα σου, λυπάμαι...

Τριγύριζα στον κήπο. Στεκόμουν ώρες μπροστά στη μεγάλη πόρτα. Έπαιρνα τα μονοπάτια και τη γύρευα. Ένας γιγάντιος πίνακας ο κόσμος της. Μίκραινα και τον περπατούσα. Σιωπηλή τη γύρευα. Στραμμένα τα μάτια μου εκεί. Στο χτες. Στο πράσινο τοπίο της. Στην καθαρή ματιά της. Στεκόμουν και περίμενα. Να τη δω. Πάντα βιαστική. Πάντα περαστική. Δρασκέλιζε τις δεκαετίες, τους αιώνες και με συναντούσε. Πάντα με το τετράδιο σφιγμένο στο στήθος και στο άλλο της χέρι τα φορέματα της για να διευκολύνει το σώμα να διαβαίνει. Να περνάει (να περνάω;) από το ένα τοπίο στο άλλο, από τον έναν αιώνα στον επόμενο. Μιλούσε λίγο και πάντα ρωτούσα. Οι απαντήσεις της πάντα περιείχαν μιαν άλλη ερώτηση.

'Aρχισα να μαζεύω πληροφορίες για την εποχή της. Το ντύ- σιμο της ήταν γυναίκας του προηγούμενου αιώνα, μιας συγκε- κριμένης κοινωνικής τάξης. Έψαχνα σε ανθολογίες, σταματού- σα σε ονόματα που μπορεί να της ταιριάζανε, σε στίχους που μπορεί να είχε γράψει, σε πρόσωπα στους πίνακες που μπορεί να ήταν το δικό της. Μια ποιήτρια από τον προηγούμενο αιώνα, που διέσχιζε το χρόνο και μου απηύθυνε τη φωνή της. Παρέδιδε σ' εμένα έναν κόσμο κρυφό που γύρευε να φανερωθεί και σε άλλα μάτια. Ερχόταν από μια εποχή που λίγες γυναίκες είχαν την ευκαιρία να καλλιεργηθούν και ακόμα λιγότερες είχαν την ευκαιρία να γράψουν. Τα γραπτά τους έμεναν στα συρτάρια, κα- λά φυλαγμένοι καρποί, που σπάνια έβγαιναν στην επιφά- νεια -όλοι ήταν δύσπιστοι με τη γυναίκα που έγραφε ποίηση.

Συχνά κάτω από ένα γυναικείο ποίημα υπήρχε μια αντρική υπογραφή. Συχνά ο φόβος τους υπέγραφε αντί για αυτές.

Βάδιζα το τοπίο της όταν την είδα να έρχεται από μακριά. Σήμε- ρα φορούσα ένα μακρύ πράσινο φόρεμα και είχα τραβήξει τα μαλλιά μου πίσω απ' τα αυτιά. Καθώς πλησίαζε είδα στο πρό- σωπο της ένα αμυδρό χαμόγελο. Σήμερα θα μιλούσαμε...

Πλησίασε και καθίσαμε στη ρίζα ενός δέντρου. "Ωραίο το φόρεμα σου", είπε, και χάρηκα που της άρεσε. Όλο και της μοιάζω, είπα μέσα μου.

"Σήμερα σου έφερα το βιβλίο μου", της είπα.

Κοίταξε τα χέρια μου με δυσπιστία.

"Αυτό είναι σπουδαίο", είπε, "πόσον καιρό το γράφεις;"

"Το άρχισα το Μάρτη, αλλά είναι χρόνια που ζω με την ιδέα του".

"Και το θέμα σου;"

"Ανολοκλήρωτες ζωές γυναικών".

"Σ' ευχαριστώ", είπε. Ήθελε να προσθέσει και κάτι άλλο, αλλά μια καινούρια συγκίνηση δεν την άφηνε να μιλήσει.

"Πώς βρέθηκες στην ποίηση;" ρώτησα για να τη βοηθήσω να πει κάτι.

"Η γκουβερνάντα μου. Είχε πάντα ένα στίχο για όλα όσα θαύμαζε, για καθετί που δεν μπορούσε να εξηγήσει... Όταν έφυγε μου χάρισε τα βιβλία της, Byron, Shelley, Keats..."

"Ποια είσαι; Γιατί δε μου λες το όνομα σου; Διαβάζω για την εποχή σου. Ψάχνω ανάμεσα σ' όλους τους στίχους να βρω τους δικούς σου. Ψάχνω στους πίνακες να βρω το πρόσωπο σου. Πού υπήρξες;"

"Δεν είμαι πια το όνομα μου. Ας αφήσουμε το όνομα μου να είναι το κάλεσμα σου. Όσο για τους στίχους μου, τι να σου πω, δεν είναι τυχαίο πότε φτάνουν βιβλία και κείμενα στα χέρια μας. Κάποτε θα με συναντήσεις στο δικό σου χρόνο, ίσως όχι με τον τρόπο που περιμένεις. Όταν έρθεις ολόκληρη εδώ, όταν αφο- μοιώσεις αυτή την εποχή μπορεί να μην ξανάρθεις. Να την πάρεις στο δικό σου χρόνο. Όταν την ξεχάσεις -όταν με ξεχάσεις, μπο- ρεί να με συναντήσεις, με τον τρόπο που επιθυμείς. Μπορεί και ο τρόπος που επιθυμείς να έχει αλλάξει μέχρι τότε", πρόσθεσε.

"Εσύ... εσύ, ξέρεις το δικό μου χώρο;" ρώτησα, απορώντας και εγώ με την ερώτηση μου. Ούτε η πιο διεστραμμένη φαντα- σία δεν μπορεί να δει το τέλος του εικοστού αιώνα. Εικόνες κα- θημερινής ασάφειας πέρασαν από μπροστά μου. Εδώ στα πρά- σινα λιβάδια πώς να τα φανταστεί κανείς όλα αυτά.

"Ναι, είναι ο χώρος του οράματος. Η ποίηση έρχεται από το μελλον", είπε με βεβαιότητα.

"Από το μέλλον; Δεν είναι το μέλλον έτσι όπως το ονειρεύε- σαι", είπα με έντονη διάθεση να την αμφισβητήσω.

"Ίσως το μέλλον είναι κάτι πέρα και από σένα..."

"Ναι, μπορεί, αν και αυτή τη λέξη δεν τη χρησιμοποιούμε πια... Εσύ όμως, πώς γράφεις, πώς ζεις, με ποιους ζεις; Πώς και δεν παντρεύτηκες ακόμα; Για τις γυναίκες της εποχής σου ένας καλός γάμος ήταν προτεραιότητα".

"Είμαι παντρεμένη. Ο άντρας μου τον περισσότερο καιρό ταξιδεύει. Περνώ το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της νύ- χτας μόνη. Είμαι τυχερή. Δε χρειάζεται να κρύβομαι συνεχώς. Υπάρχουν έστω λίγες στιγμές που μπορώ να χαίρομαι την πολυ- τέλεια και την ομορφιά της μοναξιάς".

Τι ωραία έκφραση! Η πολυτέλεια και η ομορφιά της μοναξιάς! Μοναξιά. Πώς τη φοβάμαι αυτή τη λέξη! Την τρέμω. Την τρέμω γιατί τη ζω. Πάνω σ' αυτήν είναι χτισμένη η ζωή μου. Τη χτίσανε. Τη βρήκα έτοιμη να την κατοικήσω. Ζω σε μια έρημο. Μια έρημο συνωστισμένη από ιδέες, φωνές, θορύβους. Όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλώνει και η έρημος... Τώρα πια είναι λίγα αυτά που μπορώ να ακούσω. Τα αυτιά μου έχουν στραφεί προς τα μέσα. "Την πολυτέ- λεια και την ομορφιά". Να μπορούσα να το πω κι εγώ! Να είχα την πολυτέλεια να δω έναν άνθρωπο γυμνό, καθαρό. Έχω δει. έχω δει κανέναν; Ναι έχω δει... Έχω τη μνήμη της ομορφιάς. Θυμάμαι. Κι αυτό αναζητώ. Γϊ' αυτό συνεχίζω να ζω. Και εσύ απέναντι μου... το ποίημα... Ας σε κοιτάξω λοιπόν καλά πριν να φύγεις. Ας σε δω. Έχει ακόμα τόσες μέρες η ζωή μου. Ίσως πολλές. Ίσως εί- ναι πολλές οι μέρες που δεν θα 'ρθεις. Ας αφεθώ λοιπόν στην ομορφιά και στην πολυτέλεια της θέασης σου.

"Τι σκέφτεσαι; Γιατί δε μιλάς;" είπε και ακούμπησε το κε- φάλι της στον ώμο μου.

"Τα ποιήματα σου, τι θα κάνεις με τα ποιήματα σου;" ρώτη- σα, νιώθοντας το άτοπο της ερώτησης μου.

Τι κάνει κανείς τα ποιήματα του; Τα καρφώνει στον τοίχο, όπως τους πίνακες, και τα κοιτάζει να ξεθωριάζουν. Να παλιώ- νουν... ως να σβηστούν οι λέξεις κι από μέσα του. Ποθώντας εν- δόμυχα κάποιος να τα σώσει, να τα πάρει και να τα καρφώσει στο δικό του τοίχο ή σε έναν τοίχο δημόσιο. Ένα μουσείο. Ένα βιβλίο. Να το κοιτάζουν οι περαστικοί και κάποιοι να περνάνε από μέσα. Όσο περνάνε τα γράμματα δεν σβήνουν. Ζούνε. Αναπνέουν. Πα- φλάζουνε μεσ' στη σιωπή τους.

"Τα ποιήματα μου;" άκουσα τη φωνή της γυναίκας σαν μέ- ρος από τη σκέψη μου. "Σου έχω πει πως δε συνηθίζεται να γρά- φουν οι γυναίκες ποίηση. Για να γράψεις, χρειάζεται ένας χώρος δικός σου, κάπου που δε σε αποσπούν, συστηματική μελέτη άλ- λων ποιητών και παιδεία. Τα ξέρεις αυτά. Στις μέρες μου λίγες γυναίκες έχουν αυτή τη δυνατότητα. Σπανίως καλλιεργούν τις ικανότητες τους, όσο για δικό τους χώρο, δε βρίσκονται σχεδόν ποτέ μόνες τουλάχιστον στο χώρο του σπιτιού. Εσύ πού γρά- φεις;" ρώτησε με αθωότητα αφοπλιστική.

Δεν ήξερα τι να αποκριθώ. Ήθελα να απαντήσω αλλά δεν ήμουν σίγουρη πως μπορούσα.

Ένα καινούριο κύμα σκέψης με πλημμύρισε.

Με ρωτάει αν έχω χώρο δικό μου. Tι να της πω; Έχω. Έχω φρούριο, κάστρο. Χτίστηκα μέσα στις λέξεις. Σκεπάστηκα κάτω από τις ιδέες. Τυφλώθηκα από τα τόσα χρώματα και τώρα νο- σταλγώ το άσπρο, το άρρητο, μια μαύρη πινελιά ή μια λευκή διά- ψευση. Ζω ανέραστη πλάι στον κεφαλαίο Έρωτα που μου σκιάζει την ερώτηση, την παγιδεύει, την αναγκάζει να μένει πάντοτε αναπάντητη. Κι αυτή κι όποιος ρωτά.

"Δε μιλάς. Δεν έχεις δωμάτιο;"

"Δωμάτιο; Έχω. Μένω μόνη μου σ' ένα μεγάλο σπίτι. Δυο σπίτια. Έχω δυο σπίτια, ένα στη χώρα σου κι ένα στην πατρίδα μου".

Σπίτι, ποιο είναι το σπίτι μου; Τι αναγνωρίζω για κατοικία μου; Τίποτα άλλο από το σώμα μου, από τα κόκαλα μου και από τα σπλάχνα μου. Το σώμα μου με περιέχει. Το σώμα μου είναι οι χώροι μου, η σοφίτα είναι το κεφάλι μου, εκεί βρίσκονται όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει, όλες οι μνήμες μου. Το σώμα μου είναι το σπίτι μου. Το σώμα μου θυμάται και γνωρίζει.

"Ποια είναι η πατρίδα σου;" συνέχισε η κοπέλα να ρωτάει.

"Νησί, όπως και το δικό σου, όμως νησί μικρό, το χτυπάνε τα κύματα και το χαϊδεύουν, όλο το χρόνο".

"Και τι γυρεύεις εδώ, στη χώρα μου;"

"Να θυμηθώ, να θυμηθώ τον ήχο των κυμάτων, το πρώτο χάδι, την πρωινή ανάσα της γης".

Τι γυρεύω δεν ξέρω. Ίσως γυρεύω να απομακρύνω αυτή τη βοή που παρεμβάλλεται συνεχώς, ανάμεσα σ' εμένα και στο κύ- μα. Ήχος ξένος. Ίσως κάποτε φύγει. Ελπίζω.

"Βιβλία, έχεις βιβλία;"

"Πολλά. Στέκονται όλα απέναντι μου αραδιασμένα τις νύ- χτες, έχουν μάτια. Επικριτικά. Αυτά κρατούν τους στίχους, τα κύματα, το άρωμα. Εγώ τη νοσταλγία. Μέσα στη νύχτα φωνά- ζουν: "Κυρία μου, μην επιμένετε, η ποίηση ανήκει στο χτες. Στο χτες για όσους γράφουν και για όσους διαβάζουν"".

"Δε λένε αυτό τα βιβλία. Διαμαρτύρονται, ναι, όμως επειδή η ποίηση ανήκει στο μέλλον. Υποφέρουν γιατί δεν περιέχουν ό,τι θα γεννηθεί. Λαχταρούν ό,τι δεν πρόλαβαν να δεχτούν. Όπως ο γέρος υποφέρει για τους έρωτες που δεν θα ζήσει, για τις γυναίκες που δεν θα προλάβει ν' αγκαλιάσει. Όμως εσύ έχεις χρόνο, σπίτι, ελευθερία στον έρωτα, έχεις τα πάντα. Πώς θα ήθελα να είμαι εκεί που ζεις!" είπε με λαχτάρα.

"Δεν είναι αυτή που νομίζεις η ζωή μου. Ζω στο τέλος. Δεν έχω χρόνο. Δεν προλαβαίνω να ονειρευτώ. Δεν έχω ψέματα. Η επιθυμία μου είναι μικρή. Η ισχυρή επιθυμία χρειάζεται κάποια απόσταση ανάμεσα στο όνειρο και στην εκπλήρωση του. Κι αυ- τό μας λείπει. Πριν βιωθεί η ανάγκη αναγγέλλεται. Πριν γίνει ποίημα ο στοχασμός δημοσιεύεται. Πριν αφεθούμε στο όνειρο του έρωτα απομυθοποιείται. Γρήγορα. Όλα γρήγορα. Παράλογη εποχή. Σκληρή. Ζούμε ανάμεσα σε συνεχείς ανταποκρίσεις ευδαιμονίας".

"Δε σε πιστεύω. Οι ποιητές πρέπει πάντα να έχουν ένα όραμα για τον κόσμο, μια συνέχεια", είπε κοιτάζοντας τον ορίζοντα.

"Οι ποιητές δε γράφουνε πια την ποίηση, τη διαφυλάττουν. Η επιθυμία και η απώλεια, που είναι το ίδιο πράγμα, αυτό που πάντα έγραφε την ποίηση αυτού του κόσμου, τους κρύβει, για να υπάρξουν ίσως αργότερα".

"Και πώς μιλούνε οι ποιητές;" ρώτησε κοιτάζοντας με με δυσπιστία.

"Μιλούνε με τη σιωπή τους".

"Πάντα αυτό έκαναν. Αλλά αν είναι έτσι τότε γιατί γρά- φεις;" ρώτησε. Όλα αυτά της φαίνονταν ακατανόητα και για να κρύψει τη νευρικότητα της άρχισε να ξεριζώνει χόρτα.

Γιατί γράφω; Έπρεπε κάτι να απαντήσω. Αν όλα είναι τόσο μάταια όσο τα περιγράφω, προς τι αυτή η εμμονή μου;

"Έγραψα τα βιώματα μου. Υπήρξαν στιγμές που η εσωτερι- κή εμπειρία ήταν πιο ισχυρή από την εξωτερική πραγματικότη- τα. Μπορεί να ήταν και η επιθυμία μου να διαψεύσω την ισχυρή δόση ματαιότητας που με διακατείχε. Μπορεί να είναι η μοναδι- κή μου αντίσταση σ' αυτό που δεν είναι πια ζωή και καλούμαι να ζήσω".

Ένιωθα τα λόγια μου να πέφτουν από το στόμα μου σαν πέ- τρες, αυτή η εξομολόγηση αντί να με ανακουφίζει με βάραινε περισσότερο.

Η κοπέλα σηκώθηκε, πρέπει να ένιωθε το μέγεθος της από- γνωσης που μου προκαλούσαν τα ίδια μου τα λόγια, με κοίταξε με συμπάθεια και πέρασε το χέρι της στον ώμο μου.

"Πρέπει να υπάρχει κάποια καλοσύνη, κάπου βαθιά μέσα στον άνθρωπο", ψέλλισε, "κάποια ικανότητα να συνδέεται με το βαθύτερο μυστήριο της φύσης. Πρέπει να ελπίζω πως δεν εί- ναι όλα τόσο μάταια. Αυτός ο κόσμος κρύβει τόση ποίηση, κι εμείς έχουμε κάτι απ' αυτόν".

Ένιωσα ένοχη για όσα της είχα μόλις ομολογήσει. Φαινόταν τόσο αθώα και καθαρή που ήταν αδύνατο να κατανοήσει το δι- κό μου βάρος. Δεν ήθελε να με πιστέψει.

"Καλοσύνη; Αυτό ελπίζω κι εγώ", είπα, αλλάζοντας χρώμα στη φωνή μου και στρέφοντας το βλέμμα στον ουρανό. "Εσύ όμως πρέπει να πιστέψεις αυτό που κάνεις", συνέχισα, "να το υπερασπιστείς. 'Aρχισε να υπογράφεις τα ποιήματα σου".

"Σου εξήγησα, δε θα με πάρει κανείς σοβαρά. Δε γράφουν οι γυναίκες ποίηση".

"Εσύ γράφεις! Γιατί δεν επιχειρείς να φανερωθείς τουλάχι- στο σ' αυτόν, πώς τον είπες, αυτόν τον ποιητή που μένει κοντά σου;"

"θα φανερωθώ μονάχα όταν γράψω κάτι που θα είναι άξιο λόγου. Όταν θα με αναγνωρίσει. Τώρα προσπαθώ να δώσω μια φόρμα στα ποιήματα "Της Λίμνης"".

"Και πώς είσαι σίγουρη πως είναι ικανός να σε κρίνει; Γιατί χρειάζεσαι αυτή την επιβεβαίωση;" ρώτησα.

"Γιατί τον θαυμάζω. Είναι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος".

"Νομίζω είπες πως δεν έχετε συναντηθεί ποτέ".

"Ναι, αυτό είναι αλήθεια, όμως αισθάνομαι πως τον ξέρω καλά. Νομίζω πως είναι μία ψυχή συγγενική. Ξέρω τα πάντα για αυτόν. Παρακολουθώ τη ζωή του. Λατρεύω το χώρο του".

"Το χώρο του; Μόλις είπες πως δεν έχετε συναντηθεί".

"Εννοούσα το σώμα μας. Έχω πάει στο σπίτι του και έμεινα εκεί μια ολόκληρη νύχτα..."

-Πού πας; Γιατί τρέχεις; Τι κρύβεις στο στήθος σου;

-Δεν είναι τίποτα, το τετράδιο μου μονάχα. Κάτι έγραφα. Κάτι ήθελα να πω...

Τη φωνή. Τη φωνή μου κρύβω στο στήθος...

-Εσύ όλο κάτι θέλεις να πεις και ποτέ δεν το λες. Ήθελα να 'ξερα τι γράφεις, τουλάχιστον εκεί λες αυτό που θέλεις να πεις;

-Δεν είναι τόσο εύκολο. Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τον "τρόπο".

Τη φωνή. Τη φωνή μου να βρω. Πώς βρίσκει κανείς τη φωνή του; Η φωνή είναι γένους θηλυκού. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο...

-Δε σε καταλαβαίνω. Σκοπεύεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου, ψάχνοντας να βρεις τον τρόπο να πεις κάτι που δεν είσαι σίγουρη πως μπορείς!

-Γιατί ασχολείσαι μαζί μου; Εσένα ποτέ δε σ' ενδιέφερε τι έκανα.

-Γιατί είσαι η γυναίκα μου και πρέπει να συνέρθεις. Τον τελευταίο καιρό είσαι τόσο σιωπηλή. Όταν δε βρίσκεις τον "τρόπο" είναι σαν να μην υπάρχεις. Δε σε αναγνωρίζω. Πού εί- ναι η γλυκιά και ήρεμη γυναίκα που παντρεύτηκα; Εσύ έχεις τραπεί σε ξωτικό. Χλομή, αδύναμη κι αφηρημένη. Πρέπει να εγκαταλείψεις αυτές τις φιλοδοξίες. Δεν είσαι ικανή.

-Καλύτερα να μη μιλάς για πράματα που αγνοείς. Να μη μιλάς. Η φωνή είναι γένους θηλυκού. Η δική σου φωνή

είναι αρσενική. Στα χείλη σου η φωνή γίνεται φόνος. Η φωνή του

γένους σου είναι φονικh.

-Τι σου συμβαίνει; Εξήγησε μου! Γιατί κρύβεσαι; Μου λέ- νε πως γυρνάς όλη μέρα στα δάση. Σε έχουν ακούσει να παραμιλάς μπροστά στους καθρέφτες. Δεν είναι αυτή όψη κυρίας!

-Δε μου συμβαίνουν αυτά που θα έπρεπε να μου συμβούν. Ίσως αυτό πληρώνω...

H Φωνή έχει φύλο. Είναι θηλυκή. Ο φόνος έχει φύλο. Είναι αρσενικός. Υπάρχει ουδέτερη φωνή; Υπάρχει φωνή γένους ουδετέρου;

-Πρέπει να ξεφύγεις. Πρέπει να τα ξεχάσεις αυτά... θα 'ρθεις μαζί μου σ' αυτό το ταξίδι. Πρέπει να εγκαταλείψεις αυτές τις νοσηρές ενασχολήσεις.

Δεν υπάρχει φωνή γένους ουδετέρου. Ούτε και φόνος, θέλει να πνίξει τη φωνή μου... Με θέλει βουβή... ουδέτερη...

-Τι σκέφτεσαι, γιατί δε μιλάς; θα 'ρθεις μαζί μου! Δεν έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς! Δεν έχεις το δικαίωμα να το κά- νεις αυτό στον εαυτό σου. Δε σου ανήκει!

Η φωνή. Η φωνή είναι θηλυκή. Μου ανήκει η φωνή...

-Το ξέρω, το ξέρω, δε χρειάζεται να μου τα υπενθυμίζεις όλα αυτά. Ξέρω τις υποχρεώσεις μου καλύτερα από το όνομα μου. Υπάρχει όμως και ένα άλλο χρέος πάνω από τον μικρό μας εαυτό.

Η φωνή, η φωνή δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Η φωνή είναι θηλυκή.

-Είσαι άρρωστη. Πάσχεις. Εσύ ποτέ σου δεν αντιμιλού- σες. Πάντα συμφωνούσες ταπεινά... σε όλα!

-Δε με ενδιέφερε. Δεν είχα λόγους τότε να αρνηθώ. Τώρα έχω λόγο. Η Φωνή είναι ο λογοσ. Αποτρέπει το φόνο.

Παύει το θάνατο. Η φωνή είναι δική μου. Ο φόνος δικός σου. θα

πολεμήσω!

-Και τώρα έχεις λόγους. Και μη μου πεις πως είναι αυτά τα ανόητα ποιήματα σου. Αυτά είναι ρομαντικές ανοησίες. Είναι λόγος αυτά για να αντιμιλάει μια γυναίκα στον άντρα της; Αυτό λοιπόν κάνεις όλη τη μέρα; Χάνεσαι στα δάση και καταγράφεις τους ήχους των πουλιών ή μήπως βλέπεις και αγγέλους να πε- τούν και τους ουρανούς να ανοίγουν; Τι γελοιότητες! Η γυναίκα μου ποιήτρια! Ποιήτρια! Γυναίκα και ποιήτρια! Μια γυναίκα δεν μπορεί ποτέ να είναι ποιήτρια! Δεν είναι ικανή!

Σφράγιζες τα χείλη μου. Έκλεινες το στόμα μου που ήθελε πάντα να σου μιλήσει. Και αν με νικούσες, αν έσβηνα τη φωνή μου, ποτέ δεν θα μάθαινες πως υπήρχε και μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη δική σου. Πως κι από τη φυ- λακή της κάποια μπορεί ακόμα να καλεί. Πως οι λέξεις σου είχανε μια "λογική", μόνο και μόνο γιατί μέσα τους υπήρχε μια άλλη φωνή φυλακισμένη. Αυτή μονάχα χάριζε στο λόγο σου μια ατέλειωτη ηχώ. Ήμουν η ηχώ σου. Ο άλλος σου ήχος. Το τύμπανο. Το τύμπανο στ' αυτί σου που επέστρεφε την αλήθεια σου. Και έπρεπε να μείνω ανέπαφη. Ακίνητη. Τεντωμένη για να εφαρμόζω στην υφή των λέξεων σου. Το σώμα μου ξυπνούσε ως τώρα μονάχα στο κάλεσμα σου. Σήμερα είμαι εγώ, εχθές ήμουν η άλλη, αύριο θα είμαι εκείνη. Πάντα όμως θα είμαι γυναίκα. Πά- ντα η ηχώ σου. Οι γυναίκες είναι προορισμένες για μητέ- ρες και όχι για δημιουργοί, λένε. Όμως τι την κάνει κανείς τη φωνή του όταν αρχίσει να την ακούει; Πώς ξεχνιέται;

Πώς πνίγεται αυτός ο σπαραγμός; Ο φόνος δεν είναι γέ- νους θηλυκού ούτε κι ο θάνατος. Δεν μπορώ ναχα/ιηλώ- αω τώρα τη φωνή μου. Πρέπει να ακουστεί! Έστω παρά- φωνη, έστω ασήμαντη, είναι η δική μου φωνή. Αν αρχί- σουν να με ακούν, ίσως να μάθω να τραγουδώ καλύτερα.

Η φωνή αρχίζει από το σώμα. Εκεί συλλαμβάνεται. Όταν έρθει η στιγμή, σπαράζεις. Κάθε πόρος ανοίγει και ό,τι υπήρξες χύνεται στον αέρα. Και ταξιδεύει. Ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Ποτέ. Φεύγει για πάντα γυρεύοντας να συ- ναντήσει άλλες φωνές. Ο χρόνος δεν την παγιδεύει. Δεν μπορεί. Ο Χρόνος, γένος αρσενικού όπως κι ο φόνος, όπως κι ο θάνατος.

Η φωνή σου δεν σε γιατρεύει. Ούτε και εύκολα τη συ- ναντάς μετά την αναχώρηση της. Ταξιδεύει και γυρεύει άλλες φωνές. Αυτές οι φωνές, των άλλων οι φωνές, σε γιατρεύουν. Μιλάμε για να συναντηθούμε. Πρέπει να μι- λήσω για να συναντηθώ. Πρέπει να μιλήσω για να για- τρευτώ. Πρέπει να ζήσει η φωνή μου για να φτάσει τη φω- νή εκείνης που με γυρεύει, εκείνης που στρέφει τ' αυτιά της στο παρελθόν και περιμένει απόκριση. Πρέπει να ζή- σει η φωνή μου για να μ' ακούσει εκείνος που αγαπώ. Πρέπει, για να συναντηθούν οι φωνές μας.

Ναι. Ναι. Ναι, σ' ακούω και όμως, όχι, δεν σ' ακούω. Είμαι η ακοή σου. Ανάμεσα σ' εσένα και στον εαυτό σου εί- μαι η μεσάζουσα. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σου μι- λάω και να μ' ακούς! Και όμως, έστω και μέσα απ' τη σιω- πή μου, σ' αγαπώ γι' αυτή την κίνηση της ολοκλήρωσής μου.

Έρχομαι από μακριά πολύ μακριά για να σου πω, πως ο ορίζο- ντας έχει όρια και κενά. Πλάι στον ήλιο στέκομαι και παγώνω...