Στέλιου Μαρίνη

Νουβέλα από το βιβλίο «Ιστορίες του Πίνακα» εκδόσεις Σαββάλα 1999

 

Το χαστούκι

 

«Πού πας παιδί μου χωρίς να χτυπήσεις την πόρτα; Εδώ έχουμε μάθημα».

Κρατούσε τα γυαλιά της με το αριστερό χέρι και τα σκούπιζε με το δεξί. Τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και φάνηκε το κεφάλι του μαθητή, παράτησε το πανάκι πάνω στα γυαλιά, σήκωσε το χέρι λίγο πάνω από το ύψος του κεφαλιού της και το κατέβασε με ηχηρό θόρυβο στο μάγουλο του ... εισβολέα, ο οποίος εμβρόντητος ψέλλισε:

«Μα ο κύ...ριος διευ...θυντής ...»

Πρώτη της αντίδραση ήταν να προσπαθήσει να οχυρωθεί και πάλι πίσω από τα γυαλιά της. Ολοκλήρωσε όπως όπως το σκούπισμα, ρούφηξε τη μύτη της και με τα δυο της χέρια έφερε τους βραχίονες του σκελετού στα αυτιά. Ο σκελετός ακούμπησε στην άκρη της μύτης, αλλά η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε. Η τάξη αμήχανη παρακολουθούσε με αγωνία ακαθόριστης αιτίας. Η εκκρεμότητα της φαινομενικά ασήμαντης ενέργειας, η εικόνα της καθηγήτριας να φοράει και να μη φοράει τα γυαλιά της, μαζί με τον αιφνιδιασμό από την απρόσμενη αντίδρασή της, έφερε σε όλους μυστήρια ταραχή. Για πρώτη φορά η τάξη της Ανδριανής Πλυτά έμενε σιωπηλή για ένα ολόκληρο λεπτό! Το να ανοίγει η πόρτα της τάξης που έκανε μάθημα ήταν ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός. Αν ένα τμήμα είχε κενό, δε δίσταζαν να μπουν στην τάξη της για να ζητήσουν την μπάλα από ένα συμμαθητή τους. Άλλοτε μαζεύονταν απ’ έξω και σκάρωναν διάφορες φάρσες στη φοβισμένη καθηγήτρια. Πέταγαν από τους εσωτερικούς φεγγίτες μισοφαγωμένες τυρόπιτες ή γόμες, τραγουδούσαν με τα στόματα κολλημένα στην πόρτα σαν να ’καναν καντάδα ή άνοιγαν χωρίς να χτυπήσουν, απλώς για να κοιτάξουν μέσα ή να χαιρετήσουν κάποιον. Αλλά και μέσα στην τάξη η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλύτερη. Ό,τι φάρσες είχαν ακούσει της εφάρμοζαν στην Ανδριανή που ήταν, ανάμεσα στα άλλα, τόσο ελαστική, ώστε ποτέ δεν είχε τιμωρήσει αυστηρά κανέναν –το πολύ πολύ να τους έβγαζε για λίγο από την αίθουσα- και βέβαια ποτέ δε διανοήθηκε να στείλει κάποιον στο γραφείο, στο «Λύκο» όπως αποκαλούσαν οι μαθητές τον κ. Αυγητίδη, το θεολόγο διευθυντή τους. Μια φορά ζήτησε από κάποιον να διαβάσει το μάθημα. Δυο τρεις μαθητές δεν κατάλαβαν, ή προσποιήθηκαν πως δεν κατάλαβαν σε ποιον απευθύνθηκε, και άρχισαν ταυτόχρονα να διαβάζουν. «Όχι εσύ, εσύ» τσίριξε, κι αυτό έδωσε αφορμή και σ’ άλλους να μπουν στο παιχνίδι διαβάζοντας ο καθένας με το δικό του ρυθμό. Το παιχνίδι άρεσε και στους άλλους που μπήκαν σταδιακά στο κόλπο. Μάλιστα, προσπαθούσε ο ένας να σκεπάσει τη φωνή του άλλου φωνάζοντας δυνατότερα. Ήταν τόση η βουή που έφτασε στο γραφείο του Αυγητίδη. Ανέβηκε να δει τι γίνεται και βρέθηκε μπροστά στην απίθανη σκηνή οι μαθητές να μιλούν όλοι μαζί τάχα λέγοντας μάθημα, η δε καθηγήτρια αλλόφρων να βροντάει την καρέκλα της στην έδρα για να την ακούσουν και να σταματήσουν.

«Τι γίνεται εδώ μέσα; Για στείλτε μου τους πρωταίτιους να πάρουν δυο μερούλες άδεια άνευ αποδοχών» είπε ο διευθυντής, αλλά η κοπέλα τους κάλυψε.

«Μπα, κύριε διευθυντά, παίζαμε ένα παιχνίδι και απλώς μερικοί γέλασαν παραπάνω, και στον ενθουσιασμό τους το παράκαναν. Δε θέλω να τιμωρηθεί κανείς».

Το πρώτο χαρακτηριστικό που προξένησε τις λοιδορίες των μαθητών και όχι μόνο, ήταν τα απίστευτα κακόγουστα γυαλιά που της κάλυπταν πολύ μεγάλο μέρος του προσώπου. Όλοι έδιναν στα γυαλιά της ανεξήγητα μεγάλη σημασία. Ήταν αλήθεια ότι ήσαν παλιομοδίτικα, με χοντρό κοκάλινο σκελετό σε σχήμα πεταλούδας, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που παραξένευε. Ήταν η αίσθηση ότι για την ίδια τα γυαλιά της ήταν το πιο σημαντικό αξεσουάρ της εμφάνισής της. Τα χάιδευε συνεχώς με μια μηχανική κίνηση γεμάτη τρυφερότητα που τη συνόδευε ελαφριά κλίση του κεφαλιού. Όταν ετοιμαζόταν να μιλήσει, το καταλάβαιναν όλοι, γιατί πριν ανοίξει το στόμα της, τα στερέωνε καλύτερα, ενώ όταν τα έβγαζε για να τα σκουπίσει, τα μάτια της σχεδόν έκλειναν, θαρρείς για να προστατευτούν.

 

 

Τα μαγικά γυαλιά

 

Είχαν απόλυτο δίκιο. Αν κάποιος φορούσε τα γυαλιά της Ανδριανής, θα διαπίστωνε με έκπληξη ότι έβλεπε το ίδιο! Είχε όλο κι όλο μισό βαθμό αστιγματισμό και ο οφθαλμίατρος μετά από πίεση του πατέρα της της έγραψε τη συνταγή με τη συμβουλή να φοράει τα γυαλιά μόνο όταν έβλεπε τηλεόραση ή όταν ένιωθε τα μάτια της πολύ κουρασμένα. Ήταν μόλις είχε βγάλει τα σιδεράκια από τα δόντια. Ο πατέρας της έτρεμε στην ιδέα ότι η κόρη του θα γινόταν επιθυμητή. Έτρεφε γι αυτήν παθολογική αγάπη που άγγιζε τα όρια της καταπίεσης. Τα γυαλιά ήταν ένα μέσο να την κρατήσει μακριά από τους πειρασμούς. Το κορμί της ήταν άψογο, μα αυτό κρυβόταν εύκολα από τα φαρδιά, άκομψα ρούχα που της αγόραζαν. Το πρόσωπό της δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο, μα ούτε και καμιά ατέλεια· έτσι τα γυαλιά, τα συγκεκριμένα κακόγουστα γυαλιά, έδιναν στο άφτιαχτο πρόσωπο την πινελιά της μετριότητας που εξασφάλιζε, μαζί με τον απόλυτο έλεγχο της προσωπικής της ζωής, τη διατήρηση της αγνότητας της κάποτε ατίθασης μικρής.

Μικρή η Ανδριανή ήταν αυτό που λέμε διάβολος σωστός. Πειραχτήρι, ζαβολιάρα, ναζιάρα, ατίθαση και απαιτητική. Ο ερωτευμένος μαζί της μπαμπάς δεν της χαλούσε χατίρι και το κοριτσάκι είχε καβαλήσει όλο τον κόσμο. Μα μπαίνοντας στην εφηβεία άρχισαν οι περιορισμοί, καθώς όλα συγχωρούνταν εκτός από τα ... πονηρά. Οι πρώτες απαγορεύσεις για τα διάφορα πάρτι που την καλούσαν την προσγείωσαν σε μια νέα κατάσταση, που η Ανδριανή δεν είχε μάθει να αντιμετωπίζει. Οι απόπειρες για μικρές επαναστάσεις καταπνίγηκαν εν τη γενέσει τους, καθώς ασυνήθιστη στη βίαιη αντιμετώπιση των καπρίτσιων της, άρκεσαν δυο σκαμπίλια για να συμβιβαστεί.

Δεκατεσσάρων χρονών έβγαλε τα σιδεράκια και φόρεσε τα απαίσια αυτά γυαλιά που χάρη στην εξαιρετική τους ανθεκτικότητα τη συνόδευαν μέχρι τα τριάντα της σχεδόν, την ηλικία δηλαδή που συνέβη το περιστατικό του χαστουκιού.

Για την Ανδριανή που κι αυτή λάτρευε τον πατέρα της, τα γυαλιά έγιναν το μέσο που την προφύλασσε από τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί οι εφηβικές ορμές ήσαν καταπληκτικής έντασης. Τα πάθη και οι επιθυμίες της νιότης συντάραζαν το κορμί της που αντιστεκόταν πειθήνια χάρη σε ένα μυαλό υποταγμένο «τοῖς κείνου ρήμασιν». Όταν έβγαζε τα γυαλιά, θαρρείς μια επανάσταση γινόταν μέσα της κι εύρισκαν χώρο οι δαίμονες που σάλευαν το νου της. Όμως οι στιγμές αυτές ήσαν ελάχιστες, αν εξαιρέσουμε τις νύχτες που κοιμόταν. Τα βάσανα άρχιζαν λίγο προτού ξαπλώσει, στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που έμενε γυμνή από φρουρούς και με μεγάλη πίεση κατάφερνε να πέσει στο κρεβάτι, αγνοώντας τη φωνή που την καλούσε να δραπετεύσει, τρέχοντας μακριά από την ιδιότυπη από κόκαλο και τζάμι ζώνη αγνότητας. Έπεφτε στο κρεβάτι και στριφογύρναγε, στριφογύρναγε, στριφογύρναγε μέχρι που το σεντόνι γινόταν λίμνη των στεναγμών απ’ τον ιδρώτα και την υγρασία που τα νοτισμένα όνειρά της κι οι ήχοι της ποτίζαν.

Δοκίμασε να κοιμηθεί με τα γυαλιά, μα το κόλπο δεν έπιασε.

Έτσι διπλά μαρτύρια περνούσε, καθώς τη μέρα ταμπουρωνόταν πίσω από την γυάλινη ασπίδα για να αμυνθεί σ’ αυτούς που επιδίωκαν να την παρασύρουν σε όσα οι νύχτες υπόσχονταν χωρίς να πραγματοποιούν. Όσο φορούσε τα γυαλιά, ο εγωισμός της απορροφούταν θαρρείς απ’ το ιερό φετίχ. Δεν έμενε χώρος για επιθυμίες, όνειρα, έρωτα, ζωή. Υποταγμένη έπαιρνε εκείνο το κακόμοιρο μόνιμα θλιμμένο ύφος, με το κάτω χείλι να κρέμεται προτεταμένο όπως όταν σημαίνουμε πως κάτι μας αφήνει αδιάφορους. Σε όλα τα θέματα η θέση της Ανδριανής ήταν: «δεν ξέρω, δεν απαντώ». Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να εκθέσει άποψη για τίποτε σημαντικό. Είχε αποδεχτεί ότι δεν έχει δική της θέληση· ότι άλλοι έτσι κι αλλιώς αποφασίζουν γι αυτήν στα πιο βασικά, στην ίδια την οργάνωση της ζωής της. Τι κέρδος θα είχε να έχει άποψη στα δευτερότερα;

Μια τέτοια στάση πάντως έχει και τα καλά της. Βολεύει. Όποιος δεν έχει κάνει ούτε μια σημαντική επιλογή μόνος του δεν έχει λόγο να αγωνιά ούτε να έχει τύψεις για όποια ατυχή επιλογή. Όπως στη «φωλιά του κούκου», ταινία σταθμό των χρόνων του 70, όπου ο ήρωας, έγκλειστος σε ίδρυμα για ψυχικές παθήσεις, παρακινεί τους άλλους τροφίμους να δραπετεύσουν, ανακαλύπτει με τεράστια έκπληξη ότι η πόρτα είναι ανοιχτή, ότι όποιος θέλει μπορεί να φύγει, αλλά κανείς δεν κουνιέται. Γκρινιάζουν, αγανακτούν, διαμαρτύρονται, απειλούν, αλλά μένουν εκεί στη βολή, στην προστασία του κλειστού περιβάλλοντος, στην άνευ ευθύνης μακαριότητα της αδράνειας. Η ιδέα της πόρτας που μοιάζει, μα δεν είναι κλειστή, και που οι «μέσα» δείχνουν να θέλουν, μα τρομάζουν στην ιδέα ότι θα τους δοθεί η άδεια να τη διαβούν ή που μόλις ανοίξει όλοι προσποιούνται ότι δεν το πρόσεξαν κυριαρχεί σε πολλά έργα τέχνης, με κορυφαίο –κατά την ταπεινή μου άποψη- το διήγημα «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ.

Η Ανδριανή Πλυτά δεν προσποιούταν ότι θέλει να δραπετεύσει. Τα γυαλιά ήταν πόρτα και φρόντιζε επιμελώς να μένει πάντα κλειστή. Το «μέσα» ήταν η ασφάλεια της οικογένειας· η οικονομική αλλά κυρίως ηθική ασφάλεια αποδοχής. Αντί να αγωνίζεται να την αποδέχονται όλοι με το διαρκές άγχος της επιβεβαίωσης, διάλεγε να έχει την αποδοχή εκείνων που άξιζαν: των δικών της, με πρώτο και σημαντικότερο τον μπαμπά. Εξάλλου δεν ήταν κι έξω απ’ το σπίτι τελείως μόνη.

Όταν στο γυμνάσιο συμβιβάστηκε ότι δεν υπήρχε γι αυτήν κοινωνική ζωή, όπως τη ζούσαν οι περισσότεροι, μεταστράφηκε σε κλασικό «φυτό». Πρώτη στα μαθήματα, κολακευόταν από τις επιδοκιμασίες των καθηγητών και έκανε κολεγιά με τους άλλους σπασίκλες. Στο Πανεπιστήμιο η παρέα της –άλλες τρεις συμφοιτήτριες που είχαν μπει στο Φυσικό στις δέκα πρώτες θέσεις και διατηρούσαν κάθε χρόνο την υποτροφία- δε συζητούσαν μόνο για τα μαθήματα αλλά και για τη μουσική, το διάβασμα, τη θρησκεία. Κι οι άντρες; Αν εξομολογούνταν η μια στην άλλη τα όνειρά τους, θα διαπίστωναν πως αυτό όφειλε να είναι το μοναδικό αντικείμενο των συζητήσεων τους, αλλά «τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί μια μέρα κρύα μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθουν στην εξουσία!»

 

 

Έξω απ’ το τζάμι

 

Καθώς η αύρα της τάξης την άγγιζε, καθώς για πρώτη φορά στο σχολείο οσμιζόταν σεβασμό και θαυμασμό, δεν ολοκλήρωσε την κίνηση να βάλει επιτέλους τα γυαλιά, να ξαναπάρουν όλα το συνηθισμένο τους ρυθμό, αλλά έφερε στο νου της τις ελάχιστες εκείνες φορές που είχε μείνει ανοχύρωτη.

Στο φροντιστήριο στη Γ΄ Λυκείου, φυσικός τους ήταν ένας γοητευτικός σαραντάρης συναρπαστικός στο μάθημα, γεμάτος χιούμορ και κέφι. Την Ανδριανή γοήτευαν ιδιαίτερα τα εκπληκτικής ομορφιάς γράμματά του στον πίνακα. Μόλις τέλειωνε το μάθημα, ο πίνακάς του ήταν μια ζωγραφιά υψηλής αισθητικής με τις μακριές ουρίτσες στα Αρχικά κεφαλαία, τα απίστευτης ακρίβειας σχήματα και κάτι χαριτωμένα λουλουδάκια στη θέση των τόνων.

Και οι τέσσερις μαθήτριες του τμήματος τον είχαν «ερωτευθεί» αλλά κι εκείνος δεν τσιγκουνευόταν φιλοφρονήσεις, πονηρούτσικες ματιές, και «αθώες» θωπείες. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να στέκεται ανάμεσα σε δυο θρανία και να στηρίζεται, τάχα, στους ώμους των μαθητών που βρίσκονταν εκατέρωθεν. Όταν κάποιος μαθητής υπέβαλλε μια απορία, έσκυβε κι έφερνε το πρόσωπό του δίπλα στο δικό του κι όταν επρόκειτο για μαθήτρια, τα μάτια του καρφώνονταν στα δικά της από το πλάι και πίσω, έτσι που μόνο με την άκρη των ματιών εκείνη να νιώθει το έντονο βλέμμα του να τη διαπερνά αναστατώνοντάς την. Όταν η μαθήτρια γυρνούσε προς το μέρος του, τα πρόσωπα έρχονταν τόσο κοντά, που δεν μπορούσε καμιά τους να μη φανταστεί ότι να, όπου να ’ταν τα χείλη θα ακουμπούσαν.

Παρά την ηλικία του ήταν τόσο παιδί, που δύσκολα τον παρεξηγούσες. Κανείς δεν μπορούσε να τσακωθεί μαζί του. Ό,τι κι αν είχε κάνει, αφόπλιζε με το αγαθό του βλέμμα και το πλατύ του παιδικό χαμόγελο. Γι αυτό κι οι μαθητές δεν τον είχαν κακοχαρακτηρίσει για το φλερτάρισμά του με τις συμμαθήτριές τους, εκτός βέβαια από τους αντίζηλους, που αδύναμοι να των ανταγωνιστούν, τον ζήλευαν.

Η Ανδριανή χαιρόταν λιγότερο από τις άλλες τρεις τα αγγίγματα και την ανάσα του στο μάγουλο, και γιατί ήταν τόσο σοβαρή που δεν του έδινε πολύ κουράγιο, και γιατί καθόταν μόνη της στο πρώτο θρανίο προς τη μεριά του τοίχου. Μια μόνο φορά είχε έρθει από μπροστά της κι είχε σκύψει πάνω της πλησιάζοντας το μέτωπό του στο δικό της. Καθώς τον κοίταξε σηκώνοντας τα μάτια, μα όχι το πρόσωπο, πάνω απ’ τα γυαλιά, ταράχτηκε σύγκορμη. Εκείνος ένιωσε το μαγνητισμό και η λαλιά του κόπηκε απ’ της ματιάς την ένταση. Πάγωσε όμως σαν ξαναντίκρισε τα ίδια μάτια μέσα από τα προστατευτικά κιγκλιδώματα των φακών της. Πώς τόσο γρήγορα χάθηκε κάθε έξαρση; Από τότε δεν τόλμησε να ξαναπαίξει μαζί της, προς μεγάλη ανακούφιση του κοριτσιού που δε βαστούσε να τον αντιμετωπίζει και ξύπνια. Τις νύχτες ο Ηλιάδης πρωταγωνιστούσε στα πιο τολμηρά όνειρα της μαθήτριάς του, μα βλέπετε ... δε φορούσε τα γυαλιά της!

Όμως, ένα γλίστρημα στη σκάλα είχε αποτέλεσμα να ραγίσει ο σκελετός και να τα αφήσει μια ολόκληρη ημέρα για επισκευή, έδωσε μάχη με τη μητέρα της να μην πάει στο φροντιστήριο προσποιούμενη την αδιάθετη. «Πάρε τηλέφωνο τον πατέρα σου κι αν σου επιτρέψει...». Αν ο πατέρας της ήξερε το λόγο, ίσως ο ίδιος θα την απέτρεπε να πάει στο μάθημά της, μα απ’ την άλλη άκρη της γραμμής δεν έβλεπε το «ολόγυμνο» πρόσωπο της κόρης του και την ανάγκασε να πάει. Και τι δεν είπανε δάσκαλος και μαθήτρια στην ώρα του μαθήματος! Ως και οι τύποι της Υδροδυναμικής δυναμικές αφήναν υποσχέσεις! Κάποια απορία της του έδωσε την αφορμή να την κρατήσει στο σχόλασμα για να της εξηγήσει. Έμειναν ο ένας απέναντι στον άλλον, εκείνη στο θρανίο της κι αυτός με την ψηλή καρέκλα του απ’ την άλλη, μέχρι που ο χρονοδιακόπτης έσβησε τα φώτα της επιγραφής που από το τζάμι φώτιζε το χλομιασμένο πρόσωπό της. Την ίδια ώρα έλυνε μόνη της την άσκηση.

«Μπράβο σου! Αξίζεις ένα φιλάκι!»

Πλησίασε προς το μάγουλο πολύ κοντά στο στόμα, όμως εκείνη θαρρετά στράφηκε ίσια εμπρός κι εισέπραξε το βραβείο στα παρθενικά της χείλη. Το φροντιστήριο ήταν ένα παλιό αρχοντικό στην οδό Ακαδημίας. Η πίσω πόρτα της κουζίνας οδηγούσε σε μια εσωτερική σκάλα που κατέβαινε σε ένα πολύ μικρό μακρόστενο δωμάτιο «υπηρεσίας». Χωρούσε ίσα ένα κρεβάτι για να ξεκουράζονται οι καθηγητές που είχαν συνεχόμενα μάθημα μεσημέρι-απόγευμα.

Την οδήγησε κρατώντας της το χέρι μέχρι το πρώτο το σκαλί. Προχώρησε πρώτος στη στενή, σκοτεινή σκάλα χωρίς ν’ αφήσει στιγμή το χέρι της. Στο τελευταίο σκαλί εκείνη παραπάτησε παρασύροντάς τον. Βρέθηκαν αγκαλιασμένοι.

Η κάμαρη γέμισε ευωδιά και τα φτωχά σεντόνια χρώμα!

...

Πρώτη φορά αναγκάστηκε να πει τόσο μεγάλο ψέμα στον πατέρα της που την περίμενε στο δρόμο με αγωνία. Έπεσε ανεβαίνοντας στο λεωφορείο κι έτρεχε στο σταθμό πρώτων βοηθειών, γιατί το στραμπουλιγμένο της πόδι την πονούσε πολύ. Δεν τηλεφώνησε, γιατί δεν ήθελε να τους τρομάξει και γιατί πίστευε ότι το λεωφορείο θα την έφερνε γρηγορότερα κλπ κλπ.

Ο Ηλιάδης συγκινημένος που η κοπέλα που τόσο εύκολα τον είχε ακολουθήσει στο δωματιάκι πρώτο αυτόν εδιάλεξε να προσφέρει το μεγάλο φυλαγμένο της δώρο, περίμενε με αγωνία το επόμενο μάθημα στο τμήμα της. Όμως αντίκρισε πάλι την οχυρωμένη, ψυχρή, καλοδιαβασμένη, ευφυή υποψήφια που δεν του έδωσε σημασία. Απέφευγε τελείως το βλέμμα του. Σ’ όλο το μάθημα ήταν σκυμμένη στο τετράδιό της και μόνο στον πίνακα σήκωνε το κεφάλι της να δει. Προσπάθησε να της μιλήσει στο σχόλασμα, μα πήρε την κοφτή απάντηση. «Σας παρακαλώ, ξεχάστε ό,τι έγινε. Ήταν τεράστιο λάθος».

Μάταια ο καθηγητής προσπάθησε να τη μεταπείσει, να την κάνει να δεχτεί έναν καφέ έστω να πιουν, για να τα συζητήσουν. Της έδωσε μια επιστολή όπου απολογιόταν πως, παρά τα φαινόμενα, δεν το συνήθιζε να συνάπτει τέτοιου είδους σχέσεις με τις μαθήτριες, πως μόνο για να γίνεται το μάθημα πιο ελκυστικό φλερτάριζε με όλες και πως ό,τι έγινε εκείνη τη νύχτα ήταν αποτέλεσμα της έκπληξής του απ’ την τεράστια αλλαγή της στάσης της· ότι και το φιλί αρχικά έτσι σαν παιχνίδι το έδωσε και η συνέχεια δεν ήταν προσχεδιασμένη. «Σάλεψε ο νους μου» έγραφε, «μου πήρες τα μυαλά. Δεν ήξερα τι έκανα, μα δεν το μετανιώνω, παρά μόνο αν σε πλήγωσα. Ήσουν τόσο γλυκιά και όμορφη! Έχεις σπουδαίο μυαλό, ισχυρή θέληση, όλα όσα ζητώ σε μια γυναίκα. Δε θέλω να παίξω μαζί σου. Αν η διαφορά ηλικίας δεν είναι τόσο μεγάλο εμπόδιο, μπορεί να προκύψει κάτι σταθερό και μόνιμο».

Η διαφορά ηλικίας δε μέτραγε για το κορίτσι, ήταν σίγουρο όμως πως θα μετρούσε για τους γονείς της. Δεν ήταν αυτός πάντως ο λόγος που ποτέ δε δέχτηκε τις προτάσεις του κυρίου καθηγητή της, όσο η δειλία και η υποταγή στους πατρικούς κανόνες, που ανέλαβαν πάλι να φυλάσσουν τα γυαλιά σχήματος πεταλούδας.

«Καημένε Ηλιάδη» μονολόγησε η καθηγήτρια. Ας είσαι καλά όπου κι αν βρίσκεσαι!

Πέρασαν κάμποσα χρόνια χωρίς να βγάλει τα γυαλιά· χρόνια στεγνά και στερημένα. Στέρηση που τη βόηθησε να πάρει με άριστα το πτυχίο της και να ξεκινήσει το διδακτορικό της με υπεύθυνο καθηγητή το Δημοσθένη Καρτάλη. Η διατριβή της αφορούσε τη διδακτική της φυσικής. Ονειρευόταν πάντα να διδάξει και να φωτίσει μαθητές με τη φωτιά της γνώσης, τη μόνη που διαπερνούσε τους άχρηστους, μα αποτελεσματικούς στη φύλαξη, φακούς.

Ο Καρτάλης ήταν ο νεότερος καθηγητής Πανεπιστημίου στη Φυσικομαθηματική Σχολή της Αθήνας. Η Ανδριανή ήταν από τις πρώτες του μεταπτυχιακές φοιτήτριες. Τον είχε εντυπωσιάσει το μυαλό και η εργατικότητα της, αλλά δεν την είχε δει ως γυναίκα. Δεν τα συνήθιζε αυτός τα τερτίπια τύπου Ηλιάδη. Ήταν σοβαρός και λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα εκτός από το πάθος του για τη Φυσική και τη διδακτική της.

Η συνεργασία τους ήταν ιδανική. Δε χρειάζονταν πολλές κουβέντες για να καταλάβει η επιβλεπόμενη τις καίριες παρατηρήσεις του καθηγητή της. Αυτός πάλι πολύ αποτελεσματικά της έδειχνε το δρόμο.

Το διδακτορικό προχωρούσε πολύ καλά. Είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος. Το Πανεπιστήμιο ήταν κλειστό λόγω θερινής περιόδου, αλλά ο Καρτάλης πρόθυμα δέχτηκε να τη βοηθήσει, για να παραδώσει το πόνημά της στην αρχή της επόμενης Ακαδημαϊκής χρονιάς. Η Ανδριανή είχε σχεδόν εγκατασταθεί στο σπίτι που εκείνος ζούσε με τη μητέρα του και είχε μεταφέρει όλα τα αρχεία της στον πανίσχυρο υπολογιστή του. Κάθονταν ο καθένας στο τερματικό του και εργάζονταν κατά μόνας, αλλά σε τακτά διαστήματα συνεργάζονταν για τη διατριβή της. Είχαν αποκτήσει οικειότητα, μιλούσαν στον ενικό, έτρωγαν συχνά μαζί και αρκετές φορές η οικογένειά της του είχε κάνει το τραπέζι.

Ο πατέρας της εμπιστευόταν απόλυτα τον κύριο καθηγητή που έδειχνε τόσο χαμένος στην επιστήμη του, ώστε να δείχνει τελείως ακίνδυνος. Η μόνη τρυφερή στιγμή τους ήταν, όταν σε ένα διάλειμμα πετάχτηκαν για να ξεσκάσουν στο μοναστήρι της Καισαριανής, που βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του. Δίψασε, κι όταν βρέθηκαν στην κρήνη είχε την έμπνευση να γεμίσει τις χούφτες του νερό για να της δώσει να πιει. Καθώς έσκυψε τα γυαλιά της γλίστρησαν και τα ’βγαλε για να μη βραχούν. Ήπιε αχόρταγα το νερό μέχρι που τα χείλη της ακούμπησαν τα δυο του χέρια. Ασυναίσθητα έγειρε και το μάγουλό της που τα δάχτυλά του έψαυσαν, αλλά εκείνος ευγενικά τράβηξε τα χέρια του. Φόρεσε τα γυαλιά της και συνέχισαν ψύχραιμοι τον περίπατό τους. Όμως να που ξανά τα όνειρά της απέκτησαν κεντρικό θέμα. Κάθε νύχτα η σκηνή της κρήνης είχε μια διαφορετική συνέχεια. Κάθε νύχτα κι άλλη· όλες με την ίδια κατάληξη, που την ξυπνούσε, και την απελπισία -που μόνο όνειρο ήταν- την πλήρωνε το μαξιλάρι που δάγκωνε με μανία.

Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο κύριος καθηγητής ήταν κύριος μέχρι αφελείας. Όμως, η κοπέλα όλο πιο συχνά έβγαζε τα γυαλιά της για να τα καθαρίσει απ’ τον ιδρώτα και τότε το υπέροχο πρόσωπό της έστελνε μηνύματα που τον τάραζαν το δόλιο. Άρχισε κι αυτός να νιώθει έντονη έλξη. Τον γοήτευε η εντυπωσιακή της μεταμόρφωση· η εναλλαγή της φοιτήτριας και της γυναίκας· τα παιχνιδίσματα της σοβαρότητας με την απρόσμενη χάρη. Από την άλλη, αυτή η ίδια η αλλαγή ήταν που τον τρόμαζε και παρέμενε αδρανής.

Μια νύχτα δούλεψαν μέχρι πολύ αργά. Εξουθενωμένοι, σηκώθηκαν απ’ το κομπιούτερ και βγήκαν στο μπαλκόνι.

«Θέλεις να φέρω το τηλεσκόπιο να δούμε τ’ άστρα;» τη ρώτησε.

Ο ουρανός ήταν όσο έπρεπε καθαρός, δίχως φεγγάρι, και το θέαμα συναρπαστικό.

«Δεν μπορεί να δεις καλά με τα γυαλιά σου. Βγάλ’ τα».

Την ώρα εκείνη τα χέρια της ρύθμιζαν το διάφραγμα και τη φωτεινότητα του τηλεσκοπίου. Ο Καρτάλης της έβγαλε τα γυαλιά προτού προλάβει να αντιδράσει.

«Κοίτα και συ αυτό το άστρο. Δεν είναι υπέροχο;»

Έκανε στο πλάι για να κοιτάξει κι εκείνος το όμορφο αστέρι. Έσκυψε κοντά του για να του δείξει με το δάχτυλο μια περιοχή του ουρανού. Αν και άπειρη, το ένστικτό της την οδήγησε να φέρει το στήθος της δίπλα ακριβώς στο πρόσωπό του. Ανάμεσα στ’ αστέρια τ’ ουρανού και τα λοφάκια της σελήνης πλάι του, ο μεθυσμένος από την ηδονή της δημιουργίας μιας μέρας καρποφόρας άνδρας, δε δίστασε τι να προτιμήσει. «Πήραν τα όνειρα εκδίκηση!»

Η νέα γυναίκα ένιωσε τόση ομορφιά στην αγκαλιά του τρυφερού εραστή, που αποκοιμήθηκε εκεί χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες. Την ξύπνησε η πρώτη αχτίδα του ήλιου. Χάιδεψε απαλά τα κατσαρά του μαλλιά και βγήκε στο μπαλκόνι να απολαύσει την αυγούλα. Ένα απαλό αεράκι της έφερε ρίγος, ή ήταν που είδε τα γυαλιά της;

«Όχι δεν τα φοράω» είπε στον εαυτό της, ενώ τα χέρια της ήταν ήδη φορτωμένα το βαρύ φορτίο της ευθύνης.

Έμεινε ώρα διστακτική να συλλογίζεται και να μετράει. Ο Δημοσθένης ήταν ό,τι πρέπει για γαμπρός και ο πατέρας της τον συμπαθούσε. Ποιος ο λόγος να φέρει αντίρρηση;

Αποφάσισε να του μιλήσει, να του εξηγήσει. Την αγαπούσε. Ήθελε την ευτυχία της. Μπορεί να την καταπίεζε, όμως από αγάπη και φόβο γι αυτήν. Φοβόταν μην την πληγώσουν. Όμως τώρα τέτοιος φόβος δεν υπήρχε. Ο Δημοσθένης ήταν τόσο γλυκός και τόσο υπεύθυνος που ο πατέρας της θα τον δεχόταν ευχαρίστως. Εξάλλου, της είχε κάνει κάποιες νύξεις απ’ τις οποίες φαινόταν καθαρά ότι έναν τέτοιο γαμπρό επιθυμούσε για την κόρη του. Να λοιπόν που θα μπορούσε να καλύψει και τις δυο πτυχές της: Της φλογερής φυσιολογικής γυναίκας που ποθεί να ρουφήξει όλες τις χαρές, και της υπεύθυνης πειθαρχικής κόρης, που δεν προδίνει την υπέρτατη υποχρέωση απέναντι σ’ αυτόν που της έδωσε ζωή και υπόσταση. Είχε πια ξημερώσει. Ένιωσε πως ο ήλιος φώτιζε τη μέρα της. Τα φόρεσε μηχανικά. Ήταν η δική της μέρα. Ήταν η δική της μέρα;

Ο Καρτάλης εμφανίστηκε στο μπαλκόνι ακριβώς τη στιγμή αυτή. Τη φίλησε κι αυτή ανταποκρίθηκε συνεσταλμένα. Αυτό δεν τον ενόχλησε· αντίθετα τον γέμισε ικανοποίηση. Η νυχτερινή ελευθεριότητά της τον είχε λίγο τρομάξει. Τώρα που την εύρισκε πάλι όπως την ήξερε πριν απ’ την ένωσή τους, έβλεπε τη μελλοντική σύντροφο της ζωής του. Είχε μπροστά του μια γυναίκα όμορφη, μια λαμπρή επιστήμονα με την οποία μιλούσαν την ίδια γλώσσα, μια σοβαρή και μετρημένη γυναίκα που τη νύχτα θα γινόταν ηφαίστειο μόνο γι αυτόν! Τι περισσότερο να ζητήσει; Μόνο να μην αλλάξει το σκελετό των γυαλιών της! Ο σύζυγος ήταν έτοιμος να παραλάβει τη σκυτάλη απ’ τον πατέρα και να ορίζει αυτός το πνεύμα του λυχναριού. Θα τον υπηρετούσε πειθήνια και θα μεταμορφωνόταν, όταν εκείνος ήθελε, σ’ αυτό που ποθούσε!

«Πήγαινε σπίτι σου και πες στους γονείς σου πως θα ’ρθω το βράδυ να σε ζητήσω» της ψιθύρισε γλυκά και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας την περίμενε η καταστροφή. Με έντονο σφίξιμο στην καρδιά τον είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο μέσα στο αυτοκίνητό του. Την περίμενε όλη νύχτα.

«Μπαμπά! Μπαμπά, τι κάνεις εδώ;»

«Θα τα πούμε σπίτι» την πάγωσε με την ανέκφραστη χροιά της φωνής του.

Ο Ηρακλής Πλυτάς βαστούσε από μεγάλο σόι. Καμάρωνε για τις Πρωσικές του ρίζες. Μεθοδικός κι επίμονος, ξεπέρασε τα οικονομικά προβλήματα που κάποιες ρυθμίσεις για τις αμφισβητούμενες τεράστιες εκτάσεις της προγονικής κληρονομιάς έφεραν στην οικογένειά του και τέλειωσε μηχανολόγος στη Γερμανία δουλεύοντας παράλληλα τα βράδια σε μια μπυραρία του Μονάχου. Οι εναλλαγές ευμάρειας και στέρησης, και η σκληρή δουλειά να ανταποκριθεί στις σκληρές απαιτήσεις των δύο ρόλων διαμόρφωσαν ένα τραχύ και αυταρχικό χαρακτήρα. Μπλέχτηκε και σε κάποιες οργανώσεις που τον επηρέασαν, κι έδεσε μια προσωπικότητα απίστευτα θεληματική ωστόσο υπέρμετρα δεσποτική.

Μισογύνης σχεδόν, δεν εστέριωσε ποτέ ούτε έναν πραγματικό δεσμό, μόνο εφήμερες περιπέτειες με γυναίκες που δεν εκτιμούσε.

Γυρνώντας στην πατρίδα παντρεύτηκε με συνοικέσιο μιαν αγαθή αμόρφωτη κοπέλα από πλούσια αγροτική οικογένεια, που δεν ανταποκρίθηκε στους αδήλωτους όρους της συμφωνίας να του χαρίσει το διάδοχο του ένδοξου ονόματός του, μιας και στη γέννα της μοναδικής της κόρης μια επιπλοκή την άφησε ανίκανη για άλλη γέννα.

Πιστός στα συμβατικά του καθήκοντα της φέρθηκε κατά πως όφειλε: με ανοχή και ανέσεις, μα δίχως στάλα τρυφεράδας, σεβασμού ή συντροφικότητας. Οι υποχρεώσεις του τέλειωναν εκεί που γέμιζε το ψυγείο με αγαθά και η γκαρνταρόμπα της με ρούχα.

Μια και μοναδική γυναίκα ερωτεύθηκε: τη μικρή του Ανδριανή. Αλίμονο σε όποιον της χάλαγε χατίρι! Τη λάτρευε με πάθος εραστή. Το πρόσωπό του μόνο για κείνη γλύκαινε. Κανείς άλλος δεν είχε δει χαμόγελό του χωρίς μια δόση σαρκασμού. Η μάνα είχε περισσότερο το ρόλο γκουβερνάντας, καθώς ο λόγος της ποτέ δεν μέτρησε στην ανατροφή του παιδιού. Όσο όμως η μικρή μεγάλωνε, τόσο τον τρέλαινε η σκέψη πως κάποτε θα την αποχωριστεί, πως κάποιος άλλος άνδρας θ’ αγγίξει το κορμάκι της με πρόστυχες θωπείες.

Ένα γυφτάκι κάποτε που ζήταγε ελεημοσύνη στα φανάρια κοίταξε τα στηθάκια της μικρής που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται. Με πρόφαση ότι του είχε στραβώσει τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, κατέβηκε και με ανελέητο γρονθοκόπημα το άφησε αιμόφυρτο στην άσφαλτο.

Άρχισε τότε να τρέμει κάθε που έλειπε απ’ το σπίτι. Αν και πηγαινοερχόταν στο σχολείο με το πούλμαν, έκανε αιφνιδιαστικούς ελέγχους για να δει αν μόνη της ή με κορίτσι καθόταν στο κάθισμά της, κι έγινε ανήμερο θηρίο σαν την είδε κάποτε δίπλα σε ένα μεγαλύτερό της αγόρι.

Παρά τα κλάματα του κοριτσιού μόνο σε πάρτι παιδικά την άφηνε να πάει, και μόνο με συνοδεία.

Η Ανδριανή είχε να διαλέξει το φωτεινό πρόσωπο ή την εικόνα που όλοι οι άλλοι έτρεμαν... Υποτάχτηκε. Τον αγαπούσε. Της πρόσφερε το προνόμιο της μοναδικότητας. Ο άντρακλας που πάταγε και τρανταζόταν η γη γινότανε γι αυτήν και μόνο γι αυτήν παιχνίδι και ζυμάρι. Ήταν ένας αποκλειστικά δικός της παράδεισος με τη συνακόλουθη απαγόρευση να μη γευθεί το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού.

Όμως η απόλυτη εξουσία που μέχρι τότε είχε, την έκαναν να νιώθει αβάσταχτο πόθο για ό,τι απαγορευόταν! Τα γυαλιά δεν ήταν λύση μόνο για τον πατέρα αλλά και για την κόρη. Αν τα φορούσε η Εύα, θα ήταν ακόμη στον Παράδεισο!

Αν έτσι έμεναν τα πράγματα, θα ήσαν όλα τακτοποιημένα, όμως καθώς το κορίτσι γινόταν γυναίκα, ο πατέρας, τον ίδιο του τον εαυτό τρέμοντας, έπαψε να της προσφέρει τη θαλπωρή των χαδιών και των σφιχταγκαλιασμάτων. Καθώς και με τη μητέρα της καμία δεν υπήρχε επαφή, η έλλειψη τρυφερότητας έφερε στο νεανικό πρόσωπο τη θλίψη και την κατήφεια. Μοιραία, άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της και να αναπληρώνει με τη μελέτη ό,τι της έλειπε. Το τελειωτικό χτύπημα το δέχτηκε αυτό το πρωί. Η τελευταία φωτίτσα της ελπίδας για μια φυσιολογική ζωή έσβησε.

Ο Ηρακλής Πλυτάς όλη νύχτα ξάγρυπνος έσκουζε από πόνο κάτω απ’ το κάστρο που φυλάκιζε το αγαπημένο του βλαστάρι.

Είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι η κόρη του θα παντρευόταν κάποτε. Η βαθιά του πίστη στις πατροπαράδοτες αξίες τον υποχρέωναν να συμφιλιωθεί με τη φρικτή αυτή σκέψη! Όμως να γίνονταν τα πράγματα με τη μικρότερη ζημιά. Ο Καρτάλης έμοιαζε ιδανική περίπτωση. Άπειρος από γυναίκες, ίσως μόνο να μελετούσαν και να ζούσαν ζωή αγνή. Άντε να ερχόντουσαν και σε υποχρεωτική επαφή για να γεννήσουν τα εγγόνια του, αλλά να το απολαμβάνουν κιόλας, πήγαινε πολύ! Και να που όλες του οι προσδοκίες διαψεύδονταν. Για να φτάσει η πιστή του κορούλα να μη γυρίσει σπίτι...

Δεν τη χτύπησε. Δεν την έβρισε. Δεν της αγρίεψε καν. Μόνο που αρνήθηκε πεισματικά ν’ ανοίξει έστω μια φορά το στόμα του να της μιλήσει.

«Παπάκη, πες μου τι θέλεις να κάνω; Θέλεις να μην τον παντρευτώ; Δε θα τον παντρευτώ. Θέλεις να μην τον ξαναδώ; Πες μου μια λέξη, σε παρακαλώ».

Δε θα ρισκάριζε –και μάλιστα φορώντας τα γυαλιά της- μια αγάπη δοκιμασμένη τόσα χρόνια, για μια αμφισβητούμενη προοπτική!

Δυο μέρες και δυο νύχτες έμεινε ξάγρυπνη, με τα γυαλιά διαρκώς στη θέση τους, για να μη χάσει τη δύναμη να πολεμήσει για την αγάπη του. Έψαχνε απελπισμένα τι να του πει για να τον συγκινήσει, μέχρι την κορυφαία θυσία:

«Αν θέλεις θα το παρατήσω το διδακτορικό!»

Επιτέλους! Την κοίταξε με θέρμη. Έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του.

...

Ως και τα όνειρά της είχαν πια ξεθωριάσει. Αναρωτιόταν, αν χρειαζόταν άλλο το μαγικό φετίχ.

Κάποιες ελπίδες να αποκτήσει η ζωή της νόημα της έδωσε ο διορισμός της στο ιδιωτικό σχολείο ενός φίλου του πατέρα της, ωστόσο αποδείχτηκαν φρούδες. Οι μαθητές την είχαν πάρει στο ψιλό και οι συνάδελφοι την αντιμετώπιζαν σαν ούφο. Πίσω απ’ την πλάτη της έδιναν κι έπαιρναν τα σχόλια και τα πνιχτά γελάκια.

Κι όμως λάτρευε τη δουλειά της. Στα όνειρά της τώρα πια η ηδονή προερχόταν από μια ώρα διδασκαλίας που ζωντάνευε στη θέση των ονειρικών οργίων του παρελθόντος. Ωστόσο η πραγματικότητα, σκληρή και αδυσώπητη, διέψευδε το άλλο πρωί τις προσδοκίες της.

Ήταν κρίμα! Ελάχιστοι μπορούσαν να διδάξουν όπως αυτή τη Φυσική. Πόσο παραστατικά περιέγραφε τα πειράματα, πώς κατάφερνε να βρίσκει παραδείγματα από καθημερινές εμπειρίες για κάθε κεφάλαιο για να συνδέσει ό,τι δίδασκε με τη ζωή! Μάταια. Οι μαθητές πιεσμένοι να αποδέχονται αναιτιολόγητες γνώσεις, είχαν συμβιβαστεί· καμιά διάθεση δεν είχαν να ζήσουν το μάθημα, βολεμένοι στη στείρα τακτική της συνήθους πρακτικής. Για την ακρίβεια θα απολάμβαναν ένα τέτοιο μάθημα, μόνο αν ο καθηγητής είχε κύρος και αέρα· αν τους κέρδιζε πρώτα με την προσωπικότητά του.

Η Ανδριανή ήταν αδύνατο να εισαγάγει τέτοιες καινοτομίες στη διδακτική πρακτική. Τα ευρήματά της που άλλος θα αξιοποιούσε για να τον θαυμάζουν και να τον λατρεύουν οι μαθητές του, όταν προσπαθούσε εκείνη να τα υλοποιήσει, γίνονταν γραφικότητες και αφορμή για λοιδορίες.

Με λίγα λόγια το όνειρο εξελισσόταν σε εφιάλτη. Η λήξη της σχολικής χρονιάς μάλλον λύτρωση φάνταζε στη δύστυχη δασκάλα. Παράλληλα, άρχισε να μεταβάλλεται και η σχέση της με τα γυαλιά. Το κορμί είχε συνηθίσει τη στέρηση κι οι ορμές έχαναν εύκολα το δρόμο προς το νου. Να, όταν ξεχάστηκε και άνοιξε τα μάτια τις προάλλες κι αντιμετώπισε το γόη του σχολείου, το γυμναστή, του χαμογέλασε τελείως φυσικά και δίχως να νιώσει αναστάτωση.

Δεν είχε συμβεί το ίδιο την προηγούμενη βδομάδα. Το σχολείο είχε πάει εκδρομή στην Αγόριανη στον Παρνασσό. Το μεσημέρι όλοι μαζί κάθισαν σε μια ταβέρνα κάτω από τα πλατάνια στο κέντρο του χωριού. Μετά το φαγητό το ’ριξαν στο χορό. Αθόρυβα και διακριτικά εγκατέλειψε το τραπέζι και περπάτησε στο βουνό. Απομακρύνθηκε πολύ μέχρι που έφτασε στο δάσος με τα έλατα. Ήταν σίγουρη πως δε θα έλειπε σε κανέναν, έτσι συνέχισε για ώρα το περπάτημά της στη δροσερή σκιά. Άκουσε βουή από νερά κι έκοψε σ’ ένα μονοπάτι προς τα εκεί που ακουγόταν ο θόρυβος. Το μονοπάτι δεν ήταν τόσο βατό και τα πόδια της αγκυλώθηκαν για τα καλά. Όμως το τέρμα της διαδρομής την αποζημίωσε. Μια συστάδα από τεράστια πλατάνια σκέπαζαν μια πηγή. Τα παγωμένα της νάματα ξεπήδαγαν με ορμή μέσα από έναν τεράστιο βράχο που πάνω του ρίζωνε το πιο μεγάλο απ’ τα έλατα. Τα νερά σχημάτιζαν δυο τρία ποταμάκια. Τσαλαβούτησε ξιπόλητη. Τρομαγμένα καβουράκια ξεσκεπάζονταν από τις πέτρες που το πόδι της σκουντούσε κι έτρεχαν να κρυφτούν σε ασφαλέστερο καταφύγιο. Έβαλε προσεχτικά τα γυαλιά στη θήκη τους. Ξάπλωσε σε ένα φυσικό πεζούλι του βράχου, με το κεφάλι δίπλα απ’ το νερό που όμορφα τραγουδούσε στα στενώματα της τρύπας απ’ την οποία ξεπορευόταν. Κράτησε τα μάτια ανοιχτά να απολαύσει το θέαμα ελεύθερη από την καταπίεση των άλλων και του εαυτού της. Καθώς ο θόρυβος της πηγής κυρίευε τις αισθήσεις της, άλλοι ήχοι ξεδιάλυναν, ήχοι που θύμιζαν μουσική από φλογέρα. Κοίταξε γύρω της. Ψυχή! Μα ο ήχος της φλογέρας όλο πιο καθαρά ακουγόταν, μέσα θαρρείς από το βάθος της πηγής. Κι είχε ρυθμό αλλιώτικο η μουσική ετούτη και το νερό μονότονα συντρόφευε σαν ίσο. Θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Ντεμπισί κι ανατολίτικο χορό.

Ασυναίσθητα σηκώθηκε απ’ το πεζούλι κι άρχισε να λικνίζεται με του νερού τη χάρη. Άφηνε κάτω το κορμί να γέρνει ώσμε το χώμα, όπως το νάμα που ’πεφτε από ψηλά στη γη κι ύστερα ανασηκώνονταν σιγά σιγά σαν κύκνος. Ύστερα στροβιλίζονταν όλο και πιο γοργά κι απότομα σταμάταγε και πάλι για να γείρει. Μια μπρος, την άλλη από τη μια την άλλη από την άλλη. Τα πιτσιλίσματα έσμιξαν με τον ιδρώ που χύνονταν κι έβρεχε τις μασχάλες και το λαιμό στη μπλούζα της.

Με κίνηση αισθησιακή, τα δέντρα οπού ντραπήκαν, πέταξε τ’ άχρηστο ύφασμα και τ’ άλλο και το τρίτο, ώσπου στο τέλος το λαμπρό ξεγύμνωσε κορμί της. Χορεύοντας αδιάκοπα, πλησίασε το μικρό καταρραχτάκι κι άφησε το νερό να κορέσει τη δίψα που το θάμα που ’βλεπε του ’χε γεννήσει! Τα χέρια της υψώνονταν να φτάσουνε τον έλατο πάνω της που ορθωνόταν, ακόμα και τον ουρανό που φέγγιζε από κάπου. Τα πόδια της στηρίζανε με χάρη κι αξιοσύνη το αδιάκοπα τρεμάμενο στο λίκνισμα κορμί που τη βροχή δεχότανε μ’ άπειρη ευγνωμοσύνη.

Μα σαν δυνάμωσε πολύ η θεία μουσική, ξάφνου εκόπη απότομα. Γύρισε τρομαγμένη κι είδε ένα τσοπανόπουλο που κράταε τη φλογέρα να την κοιτάζει έντρομος κι αντάμα μαγεμένος και τυχερός που απάντησε του θρύλου τη νεράιδα.

Αντί να ψάξει να ντυθεί, αναζήτησε στην τσάντα της τη θήκη. Ωστόσο, το τσοπανόπουλο, όπου φύγει φύγει, είχε πάρει τη στράτα τρέχοντας, μην του αρπάξει η νύμφη τη φωνή και δεν ξαναμιλήσει.

 

 

Για πάντα στο λυχνάρι του

 

Στη θύμηση της πρώτης ιστορίας τα χέρια της κινήθηκαν αποφασιστικά να σπρώξουν με το μεσαίο δάχτυλο τα γυαλιά πάνω στη μύτη. Η θύμηση της δεύτερης τη συγκράτησε. Ήρθε μετά το ζωντάνεμα της πρόσφατής της τρέλας κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Έβγαλε αποφασιστικά τα γυαλιά. Άνοιξε τη θήκη της και τ’ απίθωσε μέσα χαμογελώντας θλιμμένα. Προς στιγμήν κινήθηκε προς το καλάθι των αχρήστων, μα θα ’ταν σαν να πέταγε όλη της ζωή, και η Ανδριανή να την αλλάξει ήθελε, όχι να την πετάξει. Τα έσπρωξε βαθιά βαθιά στον πάτο της μεγάλης τσάντας, αφού για τελευταία φορά τα χάιδεψε τρυφερά. Έβγαλε έναν αναστεναγμό, γύρισε στην τάξη και με ήρεμη φωνή τους είπε παιχνιδιάρικα:

«Τι είδους κρούση ήταν το σκαμπίλι που ’φαγε ο συμμαθητής σας, πλαστική ή ελαστική;»

Γέλασαν με την ψυχή τους. Τη χρειαζόντουσαν αυτήν την αποφόρτιση, καθώς η σιωπηλή ένταση με την οποία παρακολουθούσαν τις μεταμορφώσεις του προσώπου της τους είχε εξουθενώσει. Κάποιοι θυμήθηκαν την παλιά συνήθεια και χαχάνισαν πιο έντονα και κοροϊδευτικά.

«Μην ξεχνάς, Βασιλείου, ότι υπάρχουν και κρούσεις που επιφέρουν μόνιμα παραμορφωτικά αποτελέσματα» είπε κοιτώντας τον κατάματα έτσι που το γέλιο του κόπηκε με μιας. Αλλά και οι υπόλοιποι σταμάτησαν απότομα να γελούν, βλέποντας το διευθυντή να ανοίγει την πόρτα ορμητικά.

«Κυρία Πλυτά, τι θα γίνει με σας; Θα σοβαρευτείτε επιτέλους;»

«Κύριε διευθυντά, δε σας επιτρέπω. Παρακαλώ, αν θέλετε να με παρατηρήσετε για κάτι, να μου το πείτε στο διάλειμμα, και όχι διακόπτοντας το μάθημα».

«Μήπως θα χαστουκίσετε και μένα τώρα;»

«Ασφαλώς και δεν πρόκειται να σας χαστουκίσω, αλλά όπως κι ο μαθητής που προηγουμένως στείλατε, ούτε σεις δεν έχετε δικαίωμα να μπαίνετε στην τάξη μου την ώρα του μαθήματος χωρίς να χτυπήσετε την πόρτα. Ωραίο μάθημα μα την αλήθεια δίνετε στους μαθητές σας!»

Έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος.

«Μα ... είμαι ο ... διευθυντής» ψέλλισε κοκκινίζοντας.

«Ένας λόγος παραπάνω να δίνετε το καλό παράδειγμα. Εσείς είστε ο διευθυντής, αλλά την ώρα του μαθήματος εγώ κάνω κουμάντο. Κάποιος σοφός δάσκαλος έλεγε ότι όταν ο δάσκαλος κλείνει την πόρτα πίσω του είναι άρχοντας, και να προσέχει μη γίνει από άρχοντας παλιάτσος. Δε θα ’λεγα πως ήμουνα αρχόντισσα ως τώρα, όμως για όλα υπάρχει μια αρχή. Περάστε έξω παρακαλώ. Θα έρθω στο γραφείο σας να υποβάλω την παραίτησή μου».

Μόλις κατάλαβαν ότι είχε απομακρυνθεί, οι μαθητές ξέσπασαν σε ατέλειωτο χειροκρότημα.

«Έτσι σας θέλουμε κυρία».

«Κυρία, είστε πολύ όμορφη χωρίς τα γυαλιά».

«Κυρία, μη μας αφήσετε. Εμείς δε θέλουμε να μας αφήσετε».

«Κυρία, συγνώμη για όσα σας κάναμε μέχρι τώρα. Κανείς δε μας είχε κάνει τόσο καλά τη Φυσική. Δώστε μας μιαν ακόμη ευκαιρία».

«Αν φύγετε, θα κάνουμε αποχή για να σας ξαναφέρουν».

Με το χτύπημα του κουδουνιού κατέβηκε κλαίγοντας στο γραφείο των καθηγητών. Τα νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Όλοι την πλησίαζαν να της μιλήσουν, να της σταθούν ή και να τη συγχαρούν. Είχε κενό. Πήρε μια βαθιά ανάσα· παρήγγειλε καφέ. Ζήτησε από τον καφετζή του σχολείου κι άναψε ένα τσιγάρο. Σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού της στο τηλέφωνο.

«Μπαμπά, δε θα έρθω απόψε, μην ανησυχείς, έχω μια δουλειά». Κατέβασε το ακουστικό χωρίς να του δώσει περιθώρια για ερωτήσεις. Τηλεφώνησε έπειτα στη γραμματεία του Φυσικού τμήματος.

«...Υπάρχει κάποιο κώλυμα να καταθέσω μια διατριβή που έχει μείνει τρία χρόνια πίσω; ... Μπορώ από πλευράς κανονισμών είπατε; ... Ευχαριστώ. Με συνδέετε παρακαλώ με το γραφείο του κ. Καρτάλη;»