αδέσποτο

 

Τους είδα. Κατακτημένους, μίζερους, νικημένους μα καμαρωτούς να εκδράμουν αποφασισμένοι κατακτητές του άλλου και της μιας άλλης ζωής. Κρεμασμένους στο καζανάκι της τουαλέτας με τρεις αντιφατικές ιατροδικαστικές εκθέσεις παραμάσχαλα και μ’ άλλα τόσα κοράκια να ταχυδακτυλουργούν απ’ το ρετιρέ των μεταφυσικών τους φόβων, αμολώντας σε κάθε σφιγμένη ανάσα δίφραγκα στο πηγάδι με τον τσιμεντένιο πάτο:

Ντιιιιιν! ντιιιιν!

 

Τους είδα. Σημεία και τέρατα. Στο ένα τηλεοπτικό παράθυρο θεόφιλες διαμαρτυρόμενες παρθένες, στο άλλο πόρνες εξοστρακισμένες διεκδικούσες συνδικαλιστικώς. Τους είδα φλύαρους, μαυραγορίτες, διευθυντάδες, δημοσιοσχεσίτες, εύπεπτους. Έχοντας αγοράσει όλα τα εισιτήρια του αγώνα παίζουν μονότερμα τη διασκέδαση του άγχους μας και την ηρεμία μας, δρομολογούν τα τραινάκια κατά βούληση, κατεβάζουν τις σημαιοστολισμένες βιτρίνες και πετάνε τα γυαλιά στα ξυπόλητα ποδάρια μας. Στις εθνικές εορτές κουνάνε δακρυσμένο μαντηλάκι πάνω απ’ την καταπακτή που μόλις κατάπιε τις καλτσοδέτες των τσολιάδων μας, γυροφέρνουν έξαλλοι και πανηγυρικώς τρία τουλάχιστον οικοδομικά τετράγωνα περί το κοινοβούλιο ή περί τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα και καταλήγουν στο από θεού πλευρό της γυναίκας μας. Κι όχι ως κουμπάροι. Τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, ξέρεις, τα ΤΕΑ τα ΣΕΑ και το μαραφέτι που φουσκώνει στο κωλότσεπο....

Αυτό είναι -απλώς- το πολύ κακό. Το χείριστο έπεται: με άλλα λόγια, μ’ όποιον δάσκαλο θα κάτσεις κλπ. Μίαν ωραίαν πρωίαν εισβάλουμε κι εμείς αλλόφρονες στο καφενείο, κερνάμε όλους τους παρακαθήμενους και τους διαβαίνοντες, στήνουμε στο γόνατο έναν πολιτικό τσαμπουκά, δηλώνουμε με νόημα και με το χέρι πολύ βαθιά στην τσέπη ανανήψαντες κερατάδες -ήτοι αποφασισμένοι τραμπούκοι- και σπεύδουμε παραχρήμα στο παρακείμενο εκλογικό μπακάλικο του κουμπάρου μας να κλείσουμε πρωτόθεσο τραπέζι χειροκροτητών. Παρακαλώ, με περηφάνια. Σαν με το γαμπριάτικο κοστούμι.

 

Κι εδώ ακριβώς αρχίζει ο αγώνας. Κάποια ψιλά έχουν καταλήξει στα μπατζάκια μας, ζητάμε συγγνώμη για την ανεπάρκεια στα ρέστα δίχως καν να έχουμε λάβει το χαρτονόμισμα. Ας μη ξεχνάμε, δεν παίρνουμε: δίνουμε. Γενικώς. Κι επειδή ο αγώνας βρίσκεται στο φόρτε του, προσφέρουμε δωρεάν χοντρά προεκλογικά ιδεολογήματα στο μαγαζί του κουμπάρου και δωρεά την κούρασή μας (όχι πια τον κόπο μας) στο δημοτικό γηροκομείο.

Κάποια στιγμή, πριν μας γιουχάρουν ακόμη και τα ιδεολογικά σόγια μας και, πάντως, αποκαμωμένοι, θυμόμαστε και τα συζυγικά μας χρέη.

Αποχωρούμε.

Μια δόση αλεξισθηματικού, κανα ποτηράκι γάλα, δυόμισι χαπάκια καθεστώτος και ένα κουταλάκι του γλυκού πολιτικού μπλα -μπλα στο δικό μας κανάλι θα μας επιτρέψουν να ροχαλίσουμε γενναία στον κόρφο της συμβίας, να ξημερώσουν τη μέρα, να τη φέρουν στα ίσια της.

Τη ζωή;

Ντιιιν! Ά, τη ζωή...

 

Πονεμένη ιστορία η ζωή μας. Πολύ πονεμένη αλήθεια.

 

Τους είδα. Τους άκουσα. Στο ένα μου αυτί ηχεί θορυβωδώς ο πληθωρισμός καθώς συρρικνούται μέσα στις μυλόπετρες που τσακίζει τις ψεύτικες μασέλες μου με τα δυο αληθινά -δυστυχώς, και κατόπιν τριετούς αποταμιεύσεως αποκτηθέντα χρυσά δοντάκια μου μαζί με τις απεγνωσμένες κραυγές του μεταπράτη των προεκλογικών ωσαννά που βλέπει την πραμάτεια του να μένει στο ράφι. Χρεοκοπημένος ιδεολογικός τσιφλικάς, όστις, ουαί, ποιεί θανάσιμα γαργάρα την ψήφο του και την ελπίδα του για τρις την εβδομάδα κρεοφαγία και δις, τουλάχιστον, ερωτικό πριόνισμα.

 

Φορτωτική, λοιπόν, για τη Σπιναλόγκα των αχρείων. Ό,τι είχαμε κι ό,τι κι αν είχαν, ξοδεύτηκε. Ρημαδιό και πίκρα. Όλος ο τόπος Σπιναλόγκα. Κι οργισμένα τηλεοπτικά παραθύρια με εξοργισμένες κυρίες κι εκλιπαρούντες συζύγους: καλέ μου κύριε γιατρέ, γυρίστε πίσω! Πώς το χωράει η καρδιά σας ν’ αφήνετε ερωτικώς ακάλυπτη την καλή μου γυναικούλα;!

Όλα ευγενικά. Η μαμά ετοιμάζει το φαί. Ο κανακάρης αρίστευσε στις τσάρκες, μόνο που στις γκομενοδουλειές του χρειάζεται κάποια ιδιαίτερα -αν πάρουμε εκείνη τη δασκαλίτσα με το στητό βυζάκι, μπορεί και ν’ αποφύγουμε και κάνα τροχαίο στην καρδούλα του παιδιού ή καμιά βαρύτερη τραγωδία.

Καλέ μου κύριε γιατρέ, ικανοποιείστε τις γυναίκες μας!

 

Τους είδα. Να σκοτώνονται για το ποιος θα πρωταρπάξει τη θηλιά, όχι δα για να την περάσει στο δικό του το λαιμό. Ν’ ανάβουν πελώριες φωτιές -όχι βεβαίως για να πηδήξουν στον Κλήδονα, μα για να ρίξουν στην πυρά και το τελευταίο αλάνι σπουργιτάκι που ξαναπεθαίνει για χατίρι μας.

 

Εμείς, είμαστε;

 

Βεβαίως. Είμαστε οι αιχμάλωτοι στο καμπαναριό του κόσμου.

Είμαστε τα ποδοσφαιρικά όνειρα που δεν πάτησαν ποτέ στο γήπεδο.

Είμαστε το κλειστό μετεκλογικό μαγαζάκι κι η χαλασμένη κουμπαριά. Είμαστε τα ψιλά που περισσεύουν και ποτέ δεν φτάνουν. Τ’ απομεινάρια στα κατρούτσια και τα σακατεμένα αποτσίγαρα στο δάπεδο. Είμαστε η ψήφος και τα γυμνασμένα σάλια που έχουν μάθει να εφορμούν μόνο από πεινασμένα στόματα.

Είμαστε οι απλήρωτοι μισθοφόροι των βολευτών του γυαλιού, του πληθωρικού στήθους και της καλοξυρισμένης γάμπας. Οι δοκιμαστές του φαρμακιού του κάθε παπαστράτου και οι κασκαντέρ στις επικίνδυνες σκηνές που μας σκαρώνουν καθημερινά οι λατρευτοί αφεντικοί μας,

 

Βράδυ, και με βαριά τσιγάρα. Αποκεντρωμένη λογική που αναζητεί αφετηρία κίνησης για να επιστρέψει στο κονάκι της. Παρατημένα καφάσια στα ξενυχτάδικα οπωροπαντοπωλεία και στα εδώδιμα αποικιακά με μόνιμους πελάτες τους μόνιμους γιαουρτωτές των ‘έτσι’. Δηλαδή, της μούρης τους. Δηλαδή, των πλείστων ημών.

 

Ρε συ, Ρηγόπουλε, λέω να βγούμε απόψε στη γύρα, να τινάξουμε γερά όσα δέντρα μας ανταμώσουν κι όσα τύχουν στο διάβα μας, να μαζέψουμε κοντά καρπούς και να τους βάλουμε στολίδια στα καλώδια τα ηλεκτροφόρα. Να στήσουμε δικό μας πανηγύρι, εμείς και τα πουλιά -που θα ’χουμε ξυπνήσει. Και μετά, πιωμένοι άγρια από χαρά, και μεθυσμένοι απ’ το πολύ του τίποτα ή από το ελάχιστο του όλου, να πάρουμε σβάρνα την πόλη και να μην αφήκουμε τζάμι για τζάμι και στράτα ίσια.

Να μας βάλουν μέσα, ν’ ακούσουμε και τον πόνο του μπάτσου.

Και πριν κοιμηθούμε, όπου κι όπως, να πάρουμε και το ηπειρώτικο το βαρύ και το μοιρολογίσιο στη διαπασών.

Λέω, θα δώκουμε να καταλάβει κι άλλος κόσμος πως στον οφθαλμίατρο καταφεύγει μονάχα ο στραβός.