ερώμαι

 

Αγάπη είναι να κρατάς φυλαχτό στον κόρφο σου κάθε τι που σ’ έχει πληγώσει, και την πληγή που σου ’κανε να τηνε κανακεύεις με περίσσια προσοχή, -όχι για να την επουλώσεις, μα για ν’ αφήνεις πάντα ένα καντηλάκι, μια φλογίτσα να τρεμοπαίζει στην ενδεχόμενη νηνεμία της ψυχής σου, έναν σπινθήρα που θα μπορεί να δώκει το έναυσμα, να ανακινήσει το ασάλευτο κατακάθι της ηρεμίας, να εξασφαλίσει, σαν χρειαστεί, ταχύτητα στην αίσθηση και παλμό στην κουρασμένη σου καρδιά: αν την αγαπάς, πρέπει να τη διατηρείς αντραλεμένη.

Είναι αγάπη, στις δύστηνες ώρες, στην ανημπόρια, στην ορφάνια, στο δεν πάει παρέκει, να υιοθετείς τον λαβωμένο καλογιάννο για να ’χεις λόγο αναζήτησης μιας καλύτερης μέρας κάθε που ανοίγεις το παράθυρό σου, και ν’ αφήνεις στη διαθήκη σου όλα σου τα κινητά κι ακίνητα βιώματα στα αλανιάρικα πετούμενα που δεν πιάνονται φίλοι ποτές, όσο κι αν τα ταϊσεις

Είναι η αγρύπνια πάνω στο σκουριασμένο χερούλι της ζωής, μην τύχει και είναι ισχνή η περιστροφή του κι αφήκει (απ’) έξω κάτι ψυχούλες που κυκλοφορούν μετά των Φώτων, όταν ο αέρας έχει εξαγιαστεί, καθαρθεί και ξελωβιάσει.

Αγάπη είναι να ερωτεύεσαι απέλπιδα, να συλλέγεις τα μωρουδιακά των ρεμπετών, να βάνεις στο εικονοστάσι του καθιστικού σου τους πρώην εραστές της συμβίας σου και να μη χάνεις ευκαιρία να εκθειάζεις τις καλοσύνες των πρώην σου.

Αγάπη είναι η σπασμένη λόγχη στα πλευρά σου που γίνεται αντίδωρο για το καλό όσων σε απαρνήθηκαν: ήγουν, η κατανόηση του σφάλματος του άλλου. Αλλά και η συγχώρεση της δικής παρασπονδίας.

Είναι το καλωσόρισμα των βροντωδών πορδών του ανέμου, η ανοχή των προκλητικών, αμούστακων εφηβαίων στην ακραία εμφάνισή τους στα bar και  στα σκοτεινά sokakia, καθώς και της βίαιης φιλονικίας που ξεσπάει στις βαθιές σπηλιές και τα λαγούμια του έρωτα όταν αίφνης γινόμαστε πολλοί κι ο καθένας πασχίζει να  ’βρει στα τυφλά το φτωχό μερτικό του δίκιου του.

Ο βοριάς που φυσάει ακριβώς στις τέσσερις, ο διάττων που αποσπάστηκε απ’ τ’ αδέρφι του πενήντα χάη για να μην  εμβολίσει παραχρήμα τη χθόνια κατάντια μας, η βολική βροχούλα που μας γύρισε τον κώλο στην κρίσιμη ώρα πριν μεγαλώσει σε καταιγίδα, και η χιονοστιβάδα που βαρέθηκε την τελευταία στιγμή να κατηφορίσει για να ποτίσει την ερημιά μας, είναι τ’ αγαπητικά μηνύματα που μας αποστέλλονται απ’ τον αποδέκτη της προσευχής και των αγαπησιάρικων ονείρων μας.

Αγάπη είναι να: χάνεις το τραίνο προκειμένου να ταχυδρομήσεις ένα φιλάκι στην καλή σου, να ξεχνάς τα ψώνια σου στο χρεοκοπημένο μπακάλικο της πέρα γειτονιάς, να λησμονείς τα γενέθλια του έρωτά σου και να θυμάσαι πάντα τις επετείους που σε αφορούν σε σχέση με τη σύζυγο, να μαζεύεις απ’ το δρόμο τα ψιλά πού ’πεσαν απ’ τα τρεμάμενα χεράκια της γριούλας και να της επιστρέφεις το πορτοφόλι σου.

Οι ασφαλίτες σε χρέη τροχονόμου έμπροσθεν δημοτικών σχολείων, ο χαφιές της γειτονιάς σε ρόλο φύλακα των πέριξ, ο πολιτευτής που νοιάζεται συγκινητικά για την πάρτη μας κι ο δάσκαλος που μας πηγαίνει εκδρομή στο γειτονικό χωριό για τα μαύρα μάτια της εκεί συναδέλφου του, είναι, ομοίως, συγκινητικά δείγματα αγάπης.

Ο οφειλέτης σου που προθυμοποιείται να συνεισφέρει δανεικά στη δύσκολη ώρα σου, κι ο δηλωμένος εχτρός που στην κηδεία σου κοντεύει να πλημμυρίσει το ξόδι σου με δάκρυα, αποτελούν, ωσαύτως, εξαιρετικά δείγματα αγάπης.

Αγάπη είναι να: δύνασαι να είσαι ο θύτης και να οικτίρεις το θύμα σου. Να νοσταλγείς ό,τι δεν θα ’θελες να ξαναζήσεις. Να κάνεις τα κουσούρια σου ευαγγέλιο, να διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου στη θέα ρακένδυτου ζήτουλα. Να ’χεις κάνει την αγρύπνια σου αρρώστια και ν’ ανοίγεις διάπλατα πόρτες και παράθυρα  για να χαρείς το μεράκι του γρύλου ή το γινάτι του νοτισμένου αγέρα.

Να ’σαι κάθε τρις και λίγο σταυροκοπούμενος του εκκλησιάσματος, και στον μεσημεριάτικο υπνάκο σου -με πουπουλένια συνείδηση, πλέον, να ονειρεύεσαι αγερικά και δράκοντες, και να ’σαι ο σώζων εαυτόν και άλλους: να ’σαι το παραμύθι εσύ.

Να βιώνεις το δράμα τ’ αλλουνού και να στηθοκοπιέσαι αλαφρωμένος που δεν βρήκε εσένα η συμφορά, είναι η αγάπη που επιφυλάσσουμε για το ακριβό μας τομαράκι τάζοντας κεριά και κέρατα -χριστιανός και ειδωλολάτρης -κατά περίπτωση.

Να δέρνεις απαλά, τρυφερά, όχι από αλλιώτικο πόνο ή εσωτερική χρεία, μα με την δασοπονική ευγένεια του ξυλοκόπου.

Να τιμωρείς την ενοχή του άλλου με αυτοκατηγορία,- όχι με τύψη: με αυτομήνυση. Εδώ αγαπάς, και πάλι, μαζοχιστικά κάποιον παραγκωνισμένο σου εαυτό.

Αγάπη είναι να: ’σαι αόμματος και να παρακαλείς τον θεό να σε συγχωρέσει, να περιβάλεις το αισχριούργημα με εγκώμιο και να το βάνεις στη σερβάντα με τα γαμήλια, πολύτιμα γυαλικά σου.

Να λαβαίνεις επί πόνου τα τεκμήρια τιμιότητας των δυσφημιστών σου και να προβάλεις, ωστόσο, σχοινοτενή αντίλογο ως προς την ακεραιότητά σου.

Να κατατρίβεσαι σε μύχιες επιθυμίες και να προβαίνεις σε δωρεές. Να στοχάζεσαι και ν’ ακούς μαζί την εξομολόγηση τ’ αλλουνού.

Να ’σαι το πάθος και να διαλαλείς τον έρωτα.

 

Αγάπη είναι να: μην πολυσκέφτεσαι, όταν πρόκειται να πετάξεις τη μάσκα σου στον ασβεστόλακκο της λήθης.