Το χαλί 

'Εστειλε διάτα ο δυνατός Βεζύρης απ' την Πόλη 
κ' υφαίνουν άταιρο χαλί ραγιάδισσες κυράδες. 
Της ξακουστής Αγιά Σοφιάς θα το χαρούν οι θόλοι 
κι απάνω του θα σκύψουνε προφητικοί χοτζάδες. 

Παίρνουν οι κόρες το άλικο που έχουν στα χείλη, κι όλη 
τη φλόγα που έχουν στην καρδιά τη χύνουν σ' εμορφάδες 
και μέρα - νύχτα υφαίνοντας, δίχως σταμό και σκόλη, 
χλωμιάζουν σα να λυώνουνε μαρμαρωτές λαμπάδες. 

Περνούνε μήνες και χρονιές και σώνει το χαλί. 
Κ' η πιο τρελλή της συντροφιάς πετιέται, η πιο τρελλή, 
και λέει: " - 'Ο, τι ξέρει ο δουλευτής, δεν ξέρει ο νοικοκύρης. 

Στο πόδι !"  Και με χάχλανο, που αντήχησε ηχηρό, 
πάνω στ' αγιόπρεπο χαλί ζυγιάζουν το χορό ! 
- Να τόξερε ο Βεζύρης . . .