Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, απόσπασμα

 

Οι άλλοι δεν ξέρω τι δουλεία είχαν, κι έτσι πήγα μόνος μου στην εκκλησιά της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.

Τι ησυχία, τι γαλήνη που βασίλευε εκεί μέσα! - τί απόκοσμή δροσιά και γλυκό ημίφως κάτω απ' αυτούς τους μεγάλους θόλους, πάνω στη γυμνή πλακόστρωση, όπου τα βήματά μου, με τις βαριές μπότες, κάνανε τέτοια βαθιά ηχώ! Κάνοντας ένα βήμα, περνώντας την πόρτα, απ' το μικρό κηπάκι που την περίζωνε και όπου παιδιά κυνηγιούνταν και φώναζαν, βρέθηκα μέσα σ' έναν άλλο κόσμο, έτσι σα στον άϋλο κόσμο της Ιστορίας - σαν κι εγώ ο ίδιος να μην ήμουν παρά ένα αργοπορημένο κομμάτι της, που έφτανε, επιτέλους, για να σβήσει και να χαθεί ήρεμα μέσα σ' αυτήν.

Η εκκλησία ήταν εντελώς έρημη, ή κάπου εκεί πέρα μέσα στο σκοτεινό ιερό φάνηκε μια στιγμή η σιλουέτα ενός ιερωμένου, που ύστερα κάπου χάθηκε.

Ναί, ήταν η πρώτη φορά, ύστερ' από τόσον καιρό, ύστερ' από την κήρυξη του πολέμου και το θάνατο της Νίτσας, που ένιωθα κάτι να ξελασκέρνει μέσα μου, και μια άτονη βέβαια, μα τόσο γλυκιά γαλήνη να με πλημμυρίζει. Δεν ξέρω αν σκεφτόμουνα - μα μου φαίνεται πως όχι. Είχα γίνει ένα με το ημίφως, με τους παμπάλαιους τοίχους, τη μυστικιστική δροσιά, και μια απόκοσμη, σχεδόν μεταθανάτια ηρεμία με λίκνιζε.

Η πόρτα όμως άνοιξε. Οι συνάδελφοι με φωνάζαν. 'Ηταν αργά κι έπρεπε να τραβήξουμε για το Σταθμό.

Θα 'ταν μία η ώρα το μεσημέρι όταν φτάσαμε εκεί. Πλήθος στρατιώτες και αξιωματικοί περίμεναν τα διάφορα τραίνα με τους διάφορους προορισμούς. Και κόσμος ντόπιος για αποχαιρετισμούς, και μικροπωλητές που ξεφωνίζανε, κ' οι μανούβρες των τραίνων που κάθε τόσο σφυρίζανε. 'Ενα αληθινό ανατολίτικο παζάρι. Κι απάνω ένας καταγάλανος ολοκάθαρος ουρανός κι ένας ήλιος σχεδόν καλοκαιριού. Αφού θεωρήσαμε τα φύλλα πορείας μας με προορισμό μας τη Φλώρινα, τραβήξαμε να καθίσουμε σ' ένα απ' τα πολλά καφενεία που 'ναι αραδιασμένα στο δρόμο του σταθμού, για να περιμένουμε το δικό μας το τραίνο, που, καθώς μας είπαν, είχε μεγάλη καθυστέρηση και θ' αργούσε.

Τότε άξαφνα, μέσα σε κείνη τη βαβούρα και την ανθρωποθάλασσα, αντηχήσανε, υστερικές, οι σειρήνες του συναγερμού. Το τί έγινε ήταν αφάνταστο. Πού πήγε και πώς πρόφτασε να φύγει και να τρυπώσει όλος αυτός ο κόσμος; Τραπέζια, καρέκλες αναποδογυριστήκανε, και, πριν καλά - καλά συνέλθω από το σάστισμά μου, μες στο καφενείο δεν ήμαστε παρά τρεις: εγώ, ο Ιατρόπουλος, κι ένα γέρικο γκαρσόνι. "Δεν θα πας, μπάρμπα;" τον ρωτήσαμε. Σήκωσε τους ώμους κι έκανε μια βαριεστημένη χειρονομία. "Αν είναι η τύχη σου..." είπε.

Κι εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να πάω, κι ο Ιατρόπουλος το ίδιο. Είχαμε βρει κι ένα πολύ καλό καραφάκι ούζο, κ' είπαμε πως θα 'τανε πιο καλά να το πιούμε με την ησυχία μας μέσα στη γύρω ησυχία και νέκρα. Πήγα ως την πόρτα και κοίταξα τη μικρή πλατεία κι όσο κομμάτι δρόμο φαινότανε. Ούτε ψυχή. Μόνο που και που κανένας χωροφύλακας ξετρύπωνε απ' το καταφύγιο του κι έδινε μερικά προστάγματα που επιτείνανε ακόμα περισσότερο την εντύπωση της νέκρας, γιατί, μη βλέποντας ψυχή, νόμιζες πως απευθύνονται στο κενό. Μόνο απέναντι στην πόρτα του καφενείου ένα άλογο με το εγκαταλειμμένο κάρο του μασουλούσε ανύποπτο και κάπως αιώνιο, με τη μούρη χωμένη μες στο κουκούλι που του 'χανε κρεμάσει στο λαιμό. Καμιά μύγα το ενοχλούσε, τίναζε και σήκωνε τότε το κεφάλι, μισόκλεινε το μπρος ή το πίσω γόνατο, ανατρίχιαζε τα καπούλια του, κουνούσε την ουρά του - και πάλι το μασούλισμα, η ακινησία κ' η απερίγραπτη νέκρα.

Οι κινητήρες των αεροπλάνων ακουστήκανε άξαφνα - και σχεδόν αμέσως τα δικά μας αντιαεροπορικά.

"Το νταραβέρι αρχίζει", είπα.

Η αλήθεια είναι πως φτάνοντας απ' την Αθήνα, που επί τρεις μήνες περίπου είχαμε συναγερμούς, μα δεν είχαμε δει ποτέ αποτέλεσμα αεροπορικών επιδρομών, το 'παιρνα το πράμα πολύ πιο ελαφρά απ' όσους καθόντουσαν εδώ, που είχανε ήδη δοκιμαστεί, και άγρια πολλές φορές. Δεν ήταν λοιπόν θάρρος από μέρος μας, αλλά μάλλον άγνοια - αν και ξέχασα να πω πως αυτές τις δυο μέρες που έτσι άσκοπα περιπλανιόμαστε μες στη Θεσσαλονίκη, είχαμε δει αρκετά τραγικά θεάματα: σπίτια καταγκρεμισμένα, βαθιούς λάκκους από βόμβες, άλλα σπίτια που τους έλειπε η στέγη - κι εκείνο που μου 'κανε την πιο παράξενη εντύπωση: σπίτια δίπατα ή τρίπατα κομμένα εγκάρσια από πάνω ως κάτω σα με μαχαίρι, που τους έλειπε όλη η πρόσοψη και που, χάσκοντας έτσι, αφήνανε να βλέπει κάθε διαβάτης, κάθε ξένος, ό, τι ως μια ορισμένη στιγμή ζηλότυπα φρουρούσανε από κάθε αδιάκριτο μάτι, όλη την εσωτερική ζωή τους, όλη τους την intimite. Αυτά τα κάδρα που κρέμονταν ακόμα πάνω στους χρωματιστούς, λαδομπογιατισμένους τοίχους του άλλοτε σαλονιού, αυτό το συζυγικό κρεβάτι με τα μαξιλάρια, τα κεντημένα σεντόνια και τις κουβέρτες, ανάστατες βέβαια, αλλά πάντως στη θέση τους, που με τα τρία πόδια ακουμπούσε ακόμα στο απομεινάρι του πατώματος της κρεβατοκάμαρας, ενώ το τέταρτό του μετεωριζότανε στο ρήγμα, στο κενό, - αυτές οι μεγάλες κορνιζαρισμένες μεγεθύνσεις φωτογραφιών κάποιας γιαγιάς, κάποιου παππού, ακαλαίσθητες όπως συνήθως, ξασπρισμένες απ' τον καιρό, και που κοιτούσανε τώρα, άσκοπα κι αυτές, μες στο κενό, ή την ξένη, την αδιάφορη κίνηση του δρόμου; - αυτοί οι καναπέδες που κάνανε θαύματα ισορροπίας, ένας πολυέλαιος, κι ένα πιάνο ακόμα στο τρίτο πάτωμα... Βέβαια, τα 'χα δει όλ' αυτά, κι ακόμα τα μαύρα και παιδεμένα σαν από σπασμούς ρολά των καταστημάτων, που είχανε ξεφύγει απ' την πόρτα που φυλάγανε και που τα συγκρατούσε ορθά άλλοτε, τις σβησμένες πυρκαγιές, τους μαύρους τοίχους, το παράξενο βλέμμα εκείνων που ψάχνανε μες στα συντρίμμια - μα τα 'χα δει, όπως είπα, σαν ένα θέαμα ξεπερασμένης πια ιστορίας, κι όχι σα στιγμή ζωής όπου συμμετείχα. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά.

ΜΑ Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ και το αντιαεροπορικό (δε μπορούσα ακόμα να ξεχωρίσω τους δυο θορύβους) ακούγονταν κάπου σαν πολύ μακριά. Ξαναγύρισα στη θέση μου, στο τραπεζάκι μας με τον Ιατρόπουλο, και πίναμε ήσυχα το ουζάκι μας, γελώντας με τους άλλους δυο συντρόφους μας που 'χανε γίνει πράγματι καπνός, μπρος απ' τα μάτια μας, με το πρώτο σκούξιμο της σειρήνας.

"Λαγοί! Αέρας! Καπνός! Λούηδες!", γελούσε ο Ιατρόπουλος κορδωτός στην καρέκλα του, σηκώνοντας το ποτηράκι του με κείνη την περίεργη ακαμψία που τον χαρακτήριζε.

Θέλησα να βγω στην πίσω αυλή του κέντρου, και το γκαρσόνι μου 'δειξε το δρόμο απ' την κουζίνα. 'Ηταν ένα χαμηλοτάβανο δωματιάκι με αφημένα όλα τα μπρίκια του καφέ πάνω στο χόβολη που ζούσε ακόμα, κι από πάνω δεν ήταν στεγασμένο παρά με κάτι παμπάλαιες σκεβρωμένες σανίδες, που άφηναν μεγάλες χαραμάδες κι έβλεπες ανάμεσά τους τον καταγάλανο γυαλιστερό ουρανό και τον ήλιο που έλαμπε. Μα εκείνη τη στιγμή σαν κάτι να άρχισε να γαζώνει πολύ κοντά μου και πολύ δυνατά και με μια ξετρελαμένη ταχύτητα. Κι ώσπου να καταλάβω καλά - καλά πως μας πολυβολούσαν, μια, δυο, τρεις εκρήξεις βαριές έσεισαν συθέμελα όλο το σπίτι, τόσο που πήγα να πέσω και μου φάνηκε πως είδα τους τοίχους να πηγαινοέρχονται σα σε δυνατό σεισμό, - ενώ μέσα στο καφενείο πίσω από τη φτενή μισάνοιχτη πορτούλα, βροχή από γυαλιά και γυαλικά σπασμένα ακούστηκε. 'Ετρεξα μέσα. Ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι, κατασκονισμένοι, τινάζανε από πάνω τους ασβέστες και γύψους, ενώ όλο το πάτωμα του μαγαζιού είχε γεμίσει γυαλιά. Η μπόμπα που 'χε πέσει δημιουργήσει ευτυχώς (και δεν ξέρω πως) ένα κενό ή ένα "ρεύμα αέρος", και το μεγάλο παράθυρο που ήτανε πίσω από την πλάτη μας σαν καθόμαστε στο τραπεζάκι μας είχε ολόκληρο ρουφηχτεί προς τα έξω, αλλιώς ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι δε θα 'τανε αυτή τη στιγμή στα πολύ καλά τους. Το πάτωμα ήταν ακόμα γεμάτο με πλήθος μποτίλιες και μποτιλάκια (λεμονάδες, πορτοκαλάδες, σόδες, ούζα), που είχανε πηδήξει από ένα είδος ραφιού και πιατοθήκης όπου ήτανε ένα λεπτό πιο πριν.

Πεταχτήκαμε προς την πόρτα. 'Ολο το πεζοδρόμιο, όχι μόνο μπροστά στο δικό μας καφενείο, μα σ' όλη τη σειρά, ήταν γεμάτο με συντρίμματα γυαλικών και γκρεμίσματα τοίχων, που 'χανε πέσει και πλακώσει όλα τα καλάθια της μαναβικής και των μικροπωλητών που ήταν εκεί παρατημένα, - και λίγο πιο πέρα, πίσω από τον τοίχο του Σταθμού, μεγάλες κοκκινόμαυρες φλόγες υψώνονταν στον ουρανό με πολύ καπνό μαζί. Μου φάνηκε στην αρχή πως είχε πάρει φωτιά ο Σταθμός, αλλά σιγά - σιγά κατάλαβα πως καιγόταν κάτι άλλο, - ίσως καμιά πιο πέρα αποθήκη, ίσως κανένας συρμός.

Βγήκα έξω στη μικρή πλατεία και με πηδήματα σχεδόν πετάχτηκα στη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τις δυο αποβάθρες. Είχα μιαν απαραίτητη ανάγκη να δράσω, κάτι να κάνω. Δε μπορούσα σε τέτοια στιγμή ν' ανεχθώ την ακινησία.

'Ηταν τρία κλειστά φορτηγά βαγόνια γεμάτα με σιδερένια βαρέλια πίσσα ή γκρέσα, που, έχοντας κιόλας αναλιώσει, άρχιζε να τρέχει φλεγόμενη παντού. Η "υπηρεσία κατασβέσεως του πυρρός" ήταν εκεί και πολέμαγε να εντοπίσει τη φωτιά, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί και στα υπόλοιπα βαγόνια κι από κει στις δίπλα αποθήκες. 'Ηταν μια σπασμωδική δουλεία, μια δουλεία σε στιγμή πανικού ή πάντως όχι "εν ψυχρώ νω". 'Ετρεξα κι εγώ εκεί, έσυρα κι εγώ τους σωλήνες με το νερό που κάπου σκαλώνανε, έσπρωξα κι εγώ, μαζί με τους άλλους στρατιώτες της υπηρεσίας, τα βαρέλια που φλογίζονταν. 'Ηταν μια ζέστη εκεί κοντά κι ένας καπνός, που δε μπορούσες ν' αναπνεύσεις και δεν έβλεπες μπροστά σου.

Η φωτιά όμως εντοπιζόταν, λιγόστευε, έσβηνε. Είχαν ξεκόψει πια τα τρία φλεγόμενα βαγόνια απ' τον υπόλοιπο συρμό. 'Ολοι ήμαστε μαύροι, λαχανιασμένοι, στουπί στον ιδρώτα. Χαιρέτησα, με χαιρέτησαν, κι έφυγα. Είχα κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι μου. Και ξαναγύρισα στην παρέα, στο καφενείο.

Η ΛΗΞΗ του συναγερμού είχε σημάνει πια. Η μικρή πλατεία κι ο δρόμος άρχισαν μεμιάς πάλι να μυρμηγκιάζουν. Ο Ιατρόπουλος που μ' είχε χάσει, ανησυχούσε. Ο Μεντόγιαννης κι ο Στελλάκης ήταν φουρκισμένοι που δεν τους ακολουθήσαμε στο καταφύγιο. "Αυτά είναι βλακείες", αποφαίνονταν. - Βέβαια, γιατί όχι; Μπορεί, έλεγα μέσα μου. Κι όμως, αυτά είναι τα ωραία.

Σε λίγο ακούστηκε κάποιο σφύριγμα. 'Ηταν το τραίνο μας, φορτωθήκαμε όπως - όπως, βιαστικά, τα σακίδια, τους μανδύες, τις κουβέρτες, και τραβήξαμε προς το Σταθμό. Εκεί έφταναν πια οι πρώτες ειδήσεις για τ' αποτελέσματα του βομβαρδισμού. "'Επεσε εκεί", έλεγε ο ένας. "'Οχι, έπεσε εκεί", έλεγε ο άλλος.

'Ημαστε πια μες στο βαγόνι όταν έμαθα πως είχε πέσει βόμβα και στην Αγία Σοφία, σ' αυτή την παλιά βυζαντινήν εκκλησία, που φαινόταν πια έξω από κάθε χρόνο και τις περιπέτειές του, και που μόλις το πρωί, ένα - δυο ώρες πρωτύτερα, μου 'χε δώσει, με τη σιωπή που την τύλιγε, μια τόσο απόκοσμη γαλήνη.

Ναί, είχε πια αρχίσει ο Πόλεμος για μένα.