Συνέχεια από το προηγούμενο (Μουχαρέμ)…

 

 

Στο μεταξύ, ήρθεν ένα μεσημέρι στο σπίτι μας η Κίρα η Τσίτση, για λογαριασμό του Τάση Γκούς ζήτησε τη Σία, γυναίκα να γένει στον γιο του, τον σπουδαγμένο δάσκαλο, τον Μίτη· προικιά δεν ζήτησεν, στο ίδιο χωριό μέναμεν όλοι, έξω από το κορίτσι τι άλλο είχαμεν, κάτι λίγα, που προλάβαινε η μαμά της, να ρίχνει στο σεντούκι.

Δώσαμε την ευχή και το κορίτσι μας· κι ό,τι άλλο είχεν κρυμμένο η γυναίκα, χαρά μπήκεν και βγήκε από το σπίτι, ο γάμος έγινε ταχιά, όλα πήγανε κατά το θέλημα του Θεού, λάφρωσε θλιμμένα η ψυχή μας προς στιγμήν. Η Σία μπήκε νύφη, μικρή μικρή, στο νέο της σπίτι και το ανάστησε.

 

 

Άγρια τα χρόνια συνέχεια. Στο μυαλό μου κόλλησε η Αμερική, τα γραμμένα λόγια του Αλέκου «μπες στο καράβι κι έλα» δεν μ' άφηναν ήσυχο, από κοντά μου δεν έφευγαν. Πήγα λοιπόν.

Πώς πέρασαν εκεί τα χρόνια!

Άλλος κόσμος, χίλια τσεσίτια. Μεγάλες πόλεις, φώτα, καράβια, τρένα, αυτοκίνητα, αγερόπλανα, πράματα-θάματα που έλεγα πριν, δουλειά, πολλή δουλειά. Για τον Φιλίπ εύκολο το βδομαδιάτικο, πρόκοβεν ο Αλέκος μέρα-νύχτα, μπήκα στο εργοστάσιον εγώ. Πριν φέ­ξει, από το πρωί δουλειά ίσαμε τη νύχτα. Την άλλη μέρα και την άλλη και την άλλη πάλι τα ίδια. Βδομάδες και μήνες και χρόνους πέ­ντε, έξι, εφτά, οχτώ σούμα.

Τα νέα, αργά τα μαθαίναμε από την πατρίδα, όλο έφτανε κάποιος γνωστός από τα μέρη μας, πέφταμε απάνω του και ρωτούσαμε. Οι γκαζέτες όμως μιλούσαν τώρα για τον πόλεμο, τον βαλκανικό και τον μεγάλο. Γάλλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Γερμανοί στα χώματα μας, στο Καϊμάκ τσαλάν έπεσαν πολλά κορμιά. Σφίχτηκε η ψυχή μου πάλι. Και οι δικοί μας στη μεγάλη φαμίλια τι γένονται; Η Μίτσα πώς τα πορεύει; Όλο το κακό είχα στον νου μου. Δεν μέρεψα από τότε. Κι ας με καλούσε ο Μπος, να μείνω στη δουλειά του όσα χρόνια επιθυμώ, μου 'χωνε και στην τζέπη, κάθε σαββατόβραδο, πιο πολλά δολάρια. Δεν ξεύρω τι μ' έπιασε, νοσταλγία το λένε κάποιοι, στο μυαλό είχα την εικόνα της Μίτσας, τα βακούφια στον λόφο του Αϊ-Γκιώργκη! Κάθε δυο-τρεις μήνες, ένα μήνυμα δεν αρκούσεν, να περιμένω το χαμπέρι τόσον καιρό και πάλι από την αρχή. Μόνος είχα να παλέψω μέρα-νύχτα· και να παραμιλώ στο χαρτί... Σιασίρντισα. Στη δουλειά μου αφηρη­μένος, όλο ζιαν, ζημιές, απροσεξίες τον τελευταίον καιρό. (Όλο το νερό στην πλάτη μου, ποτάμια μεγάλα, λίμνες όσο πάει το μάτι, κι όλο το νερό του ωκεανού στην πλάτη μου.)

Στο κεμέρι μάζεψα αρκετούς παράδες, δολάρια τα λένε εκεί, ήταν κάμποσα για μένα, θα βοηθούσα τη Ρίνκα στον γάμο της, να βάλω θεμέ­λια σε όποια δουλειά του Ντίνκου, θα τράνεψε τώρα. Τους μιλούσα με τις ώρες. Κάπνιζα τσι­γάρα τέσσερα πακέτα και· αν γένεται με τον καπνό να ζεσταθώ. Εκεί που πλαγιάζαμε πί­ναμε όλοι το ποτό, γενόμουν τουτούν, ρεζίλι. Δεν πάγαινε άλλο. Θά 'φευγα.

Σεπτέμβρης ήταν, του χίλια εννιακόσια δεκαεννιά. Πέρασα τη θάλασσα, τη μεγάλη, ένα μήνα ταξίδι, κόντεψα να βγάλω τα τσιγέρια μου πάλι, όπως τότε παγαίνοντας. Βγήκα στον Πειραιά, από κει Σαλονίκη - τα μάτια μου έβλεπαν τον κόσμο πού ήξευρα, τα γνώριμα μέρη. Με τρένο μετά για τα Βοδενά, περάσαμε τις ανηφόρες και το Μουχαρέμ, εδώ δεν άλλαξεν τίποτε. Στον σταθμό του Οστρόβου κατέβηκα, πήρα κιρατζή, ανέβηκα στο χωριό το αγαπημένο μου, μέρεψεν και η δική μου ψυχή. (Τώρα, είπα, μπορώ να τελειώσω.) Πλύθηκα, ξεβρόμισα, άλλαξα φορεσιά. Από τα χέρια της Ρίνκας έφαγα ζεστό φαγί, ο Ντίνκος παλικάρι ίσαμε πάνω. Τη Μίτσα τη βρήκα τσακισμένην, έκαμνεν υπομονή τόσα χρόνια, πώς να μην είναι! Πιστεύαμεν ο ένας τον άλλον, αγαπούσαμε. Δυνά­μωσε, πάλι, κλαίγοντας στην αγκαλιά μου.

Τα βάσανα όμως δεν είχαν τελειωμό. Δω πάνω άλλαξαν πολλά, ήρθεν το ελληνικό στα χίλια εννιακόσια δώδεκα-δεκατρία, υπηρεσίες, αστυ­νομίες, σκολειά επίσημα πρώτη φορά, στην εκκλησιά παπάδες. Οι Τούρκοι ακόμα εδώ, μαζί μας. Μουτρωμένοι όμως, δεν είχαν το πάνω χέρι τώρα. Όσοι ήσαν κοντά μας κανένα πρόβλημα, οι τσιφλικάδες μας ζύγιαζαν. Κάποιες τσέτες στα βουνά, δικές τους, δεν άφηναν ήσυχον τον κοσμάκη, σε άλλες πλευρές από κείνες που μακέλεψαν οι πόλεμοι αυτοί τον χαβά τους, ληστείες, χαράτσια, κλεψιές.

(Άιντε να πω κάτι άλλο, βγαίνει χαρούμενο. Μια μέρα ο πεθερός της Σίας, ο Τάση Γκούς, μου είπεν: Στην Περόσα, ο Γιασάρ Μουσταφά, από τα Κότσιανα, πουλάει το αμπέλι του, «εκ δύο ήμισυ οποριών αντί δραχμών εξήντα», φτηνό είναι, καλό είναι, παρ' το.

Μου άρεζεν το κρασί, είχα λίγα χρήματα, το πήρα. Βρέθηκε κάποιος που γνώριζεν από τάπια, έκανε το «πωλητήριον», έχω ακόμα το χαρτί με τη γραφή του Γιασάρ Μουσταφά· μάρτυρες ο Τάση Γκους και ο Αλή Αλημντέρ. Κάθε χειμώνα έχω δικό μου ρακί, δικό μου μαύρο κρασί, πολόσκα.)

 

Δεν χαρήκαμεν πολύ. Πάλι έφευγε κάποιος. Ο Ντίνκος, στο ασκέρι το ελληνικό, προς Ανατο­λάς. Εκστρατεία, είπαν, στη Μικρά Ασία. Μαζί με τον Βαλιώζη, τον Γιουρο, τον Ρέτζιο, τον Λιώτα, παλικάρια του χωρίου μας, να πάνε εκεί, Προύσα, Σμύρνη, Αϊβαλί. Δεν ξεύραμεν καλά την καθαρή αλήθεια, κλάψαμεν πάλι μα τι μπορείς άλλο να κάμεις, πήγε το παιδί στον πόλεμο.

Δυο χρόνια λαχτάρες, χαμπέρια του δεν είχαμεν, ένα-δυό χαρτιά μόνο, «από υγείαν εί­μαι καλά, το αυτό επιθυμώ και δι' υμάς, σας χαιρετώ ο υιός σας», αχ, μπρε τσέντο Ντίνκο, νά 'σαι καλά, να γυρίσεις· η μάικω του πιο πολύ δεν άντεχε, στενοχωρημένη όλο στο καντήλι πά­γαινε και μουρμούριζε στην εικόνα.

 

Μια μέρα μάθαμεν το μικρασιατικό τέλειωσε — σηκώθηκε μια πέτρα από τα στήθια μας, επι­τέλους! Τα παιδιά μας επέστρεφαν, όλα τα παιδιά του Γραμματίκοβου, ευτύχημα, γύριζαν.

Ποιος κέρδισεν ποιος έχασε θα το μαθαίναμε γρήγορα· το μακεδόνικο, είπαν, μπίτισε, με τον Κεμάλ τι απόγινε;

Ένα πρωί, με τα καράβια που ήρθαν τα παι­διά, πολλοί Ανατολίτες έφτασαν, πρόσφυγες, ξεριζωμένοι από τα μέρη τους κι ας έλεγαν «να, όπου νά 'ναι θα γυρίσουμε στις πατρίδες πίσω». Ταλαιπωρημένοι, ψείρα και κακό, νέες πληγές - σκοτείνιασεν πάλι ο τόπος. Τους έδωσεν η Διοίκηση πρόχειρα καταλύματα, τσαντίρια και παράγκες με λαμαρίνες, να βάλουν το κεφάλι τους από κάτω, να στεγνώσουν – βοηθήσαμεν και μεις. Ανάγκη όμως μεγάλη για το καθη­μερινό φαγί, μωρά, γέροι, τι να κάνουν, πού να πάνε, πώς να στεριώσουν. Σβαρνίστηκαν μια δω μια κει, αργότερα, σαν πέρασε ο καιρός και λησμονήθηκε (προς στιγμήν) η επιστροφή στα σπίτια που άφησαν πίσω, η Διοίκηση με τον Εποικισμό τους έδωσεν κλήρο, χωράφια, κά­μποσα χωράφια να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή· και σπίτια στους νέους μαχαλάδες, τους προ­σφυγικούς - αυτά όμως μετά το είκοσι έξι-είκοσι εφτά. Μετριάστηκεν το κακό, ηρέμησαν λίγο τα πράγματα.

Είπαν «ανταλλαγή» όλο το κακό. Πρόσφυ­γες Μικρασιάτες νά 'ρθουν εδώ, να πάνε εκεί· των Τούρκων οι ψυχές, τότε να δεις στεναχώ­ριες, τα δάκρυα στάζαν στο χώμα, έφευγαν κι αυτοί για το άγνωστο, μάζεψαν όσα μπόρεσαν, μπαγάζια και βιος, στα τρένα και στα λιμάνια κατόπιν για το ταξίδι — περίεργα πράγματα, μα τον θεό. Μας στένευαν εκείνοι πολλές φορές, όμως, με τον απλό τους κόσμο δεν είχαμε δια­φορές, εμείς στα Μπαϊράμια τους κι αυτοί στο Βιλίγκντεν, στο Πάσχα, το δικό μας. Γείτονες χρόνια, συγχωριανοί, γνωστοί μιας, ξεύραμεν τα μυστικά τους.

Ό,τι έγινεν όμως έγινεν. Η «ανταλλαγή» λίγο λίγο έχασε τη φωνή της. Βούλιαξεν όταν ανέ­βηκαν τα χρόνια, άλλα βγήκανε στη μέση, καλά ή κακά να μην τα πούμε τώρα.

Περίπου με το τέλος του μικρασιατικού, στα είκοσι δύο, έφτασεν από την Αμερική στο χω­ριό, στολισμένος, του Τάσκου Ίτσ- ο γιος, ο Θόδωρος. Έτρεξε γρήγορα το προξενιό, ζήτη­σαν τη Ρίνκα μας την πανέμορφη. Απαντήσα­με ναι. (Όχι με την καρδιά μου εγώ, το πρό­σωπο του γαμπρού ώρες ώρες έμοιαζε στο κί­τρινο πολύ, με δάγκωνε κάτι.)

Έγινε ο γάμος, νταούλια, γκαρνέτες, κρα­σί, ξεχάστηκαν όλα, η χαρά της Ρίνκας μεγάλη, κι αυτή τώρα στο δικό της σπίτι. Τρία παιδιά γέννησε. Δέκα χρονιά δεν πήγε ο γάμος, έμεινε χήρα, πέθανε ο γαμπρός, από χτικιό.

 

 

Τώρα περνώ απ' το Μουχαρέμ, μία πάνω μια κάτω, λιγόστεψεν ο ήλιος, δρόσισε ο καιρός, γκαστρώθηκε. Μαραίνεται το φαράγγι, κιτρινί­ζουν τα φύλλα, κίτρινα, κόκκινα, καφέ — αέ­ρας!

Δρόμο πήρε ο Μουχαρέμ μαζί με τους άλ­λους, τ' όνομα του έμεινεν, με το τριφύλλι, τα δέντρα, τ' άγρια πουλιά, τον ίδιον ουρανό, αχνί­ζουν ακόμα τα ντουβάρια στο χάνι. Σημάδια το Μάριτς, η Σιλίτσκα, το Σιντζίρ που κόβεται από το τρένο στα τέσσερα, μέρα του Σταυρού, μέρα του Άι-Δημήτρη, περήφανη η Ντιβόικα χαιρετάει από ψηλά — στην άκρη.

Τι θα κλάψει πάλι, τι θα γελάσει;

 

 

Η Σία έχει εφτά κορίτσια (Θεός να τα φυ­λάει), έχει τον άντρα της, τον δάσκαλο Μίτη· η Ρίνκα πώς θα πορευτεί; Με τον Ντίνκο πέσανε στη δουλειά, όλοι βοηθούσαμε τα ορφανά, η μάνα της έκαμνε ξανά γκαϊρέτ.

Αγαπούσε τα ζώα ο Κώτσιος, γομάρια, μου­λάρια, τ' άλογα· με τα χαμούτια καταγίνονταν μέρα-νύχτα. Όταν πάγαινε στα Καϊλάρια, από κει, έφερνε μαζί του γκέμια, σπιρούνια, σχοινιά. Περνούσε από την Κατράνιτσα, γνωρίστηκεν εκεί, μάστοροι καλοί στα σιαγιάκια, στα τσαρούχια, στα χαμούτια. Κει πάνω έπιασε δουλειά — τα νταμάρια με την πέτρα τέλειωσαν. Λίγο λίγο στα παζάρια, Καϊλάρια, Βοδενά, στο Βέρτικοπ, στο Σούμποτσκο (τώρα Πτολεμαΐδα, Έδεσσα, Σκύ-δρα, Αριδαία). Με τ' άλογα φορτωμένος. Πολέ­μησε το παιδί, χειμώνα-καλοκαίρι δυνατά, τέσ­σερις ημέρες στα παζάρια, την πέμπτη στο χωριό να φτιάξουμε τα τσεσίτια, έκτη μέρα λίγη ξε­κούραση, την άλλη πάλι στα παζάρια. Τον έβλεπεν ο Γκέλη Μάντζο (σπολάιτι του) από την Κατράνιτσα, «μπρε Κώτσιο, νέοι δεν θα 'μαστε πάντα, κατέβα απ' το χωριό στα Βοδενά, την κούραση καλύτερα να μοιράζεις».

Τον άκουσε.

 

Κατεβήκαμε στην πόλη, στα Βοδενά, κέντρο ήταν για τα τέσσερα παζάρια. Μπήκαμε στο νοίκι, πρώτο σπίτι του Κουλιάση, στο Βαρόσι. Φέραμε μαζί και τη νιβέστα, τη νύφη Λιόπη την ντομπρομίλα, θυγατέρα του Σπύρου Τασιώνη απ' την Κατράνιτσα. Τέσσερα εγγόνια γέννησε, το πέμπτο, τη Σία, τη χάσαμε δυο χρονώ.

Ο Κώτσιος πρόκοβε, φτιάξαμε νέο σπίτι στα χίλια εννιακόσια τριάντα δύο· κήπος, κατώι για τα ζώα, κλήματα, ρόδια, καίσια, νερά. Παρά­δεισος. Τα μάτια μου έτριβα, το αρχοντικό που μας χρωστούσεν ο Θεός! Και μπαλκόνι, εκεί μού 'φερνε η νύφη τον καφέ δειλινό, να βλέπω τα βουνά καρσί, πίσω από τα βουνά το χωριό και τα βακούφια, να φχαριστιέμαι.

 

Μόνο η Μίτσα δεν πάγαινε καλά. Κουρασμένη γυναίκα, φιλάσθενη τελευταία, τη χάσαμε. Τότε πόνεσα πολύ.

Κάθε Σάββατο, παγαίνω στον τάφο της, εκεί, στους καταρράχτες, ν' ανάψω το καντήλι - ντούσια μου, ψυχή μου Μίτσα!

 

Τα νέα πάλι δυσκόλευαν τη ζωή, ντροπής πράγ­ματα, βγήκε διαταγή, όσοι μιλάνε τη γλώσσα των γονιών τους, ρετσινόλαδο και ρέγκα. Πολ­λοί δεν ξέρουν τα ελληνικά, ντόπιοι και πρόσφυγες, από παντού· από το τζάκι τους μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, μεγάλοι στα σκολειά δεν πάνε.

Μπροστά μου, ένα παζάρι, τζιανταρμάδες δίναν με το ζόρι βρόμικο λάδι και ρέγκα σε δυο γερόντους — «είχαν άλλη φωνή», «μιλούσαν άλλα». Μαζεύτηκεν κόσμος περίεργος, φώνα­ξαν «ντροπή». Κάποιοι έφυγαν φοβισμένοι, τον μπελά σου θέλεις, οι γέροι έμειναν εκεί, χεσμέ­νοι. Γνώριζα τον έναν, παλιός τζιαμπάζης από το Σαρακίνοβο. Μας ύβριζαν, πρέπει να φυλα­γόμαστε. Πάλι δεν παγαίναμεν καλά. θυμόμουν το ρακί· κι έπινα.

 

 

Φτάσαμε στο σαράντα.

Οχτώβρη μήνα, βαθιά χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια, ξυπνήσαμε από τις σει­ρήνες, διαβολική φωνή τρύπαε τ' αφτιά μας — Πόλεμος! Ανησυχία γενική, στοπ οι δουλειές, πώς θα πορευτούν οι φαμίλιες, τα παλικάρια στους σταθμούς για το μέτωπο, το αλβανικό τώρα — Πόλεμος! Γύρω στο εννιακόσια πόλεμοι, στο δώδεκα-δεκατρία πόλεμος, στα δεκαε­φτά ο βαλκανικός και ο πρώτος μεγάλος, στα είκοσι ένα ο μικρασιατικός, δεν ησύχασαν ποτέ τα γαλόνια, τώρα το αλβανικό, πόλεμος, πόλε­μος, ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος χτυπάει την πόρτα μας, ποιος θα μείνει;

Στην Αθήνα φώναξαν -Όχι! Όμως όλη η χώρα στο ποδάρι, πρέπει να πολεμήσει. Ψες, ήρθεν η πολίτσια στο σπίτι, ζήτησε το άλογο, επίταξη, γράφει το χαρτί που μού 'δωκαν. Το ανέβασαν στο φορτηγό, με κοίταξεν εκείνο τρομαγμένο, το πήραν για το μέτωπο, δεν το ξαναείδαμεν.

 

Πήρε ο Κώτσιος τα παιδιά και τη γυναίκα, στο χωρίο πήγαν, εκεί πέρασαν τον πρώτον καιρό. Πέντε μήνες κατόπιν έστειλα τον Εύθυ­μη τον Ντάλα, Απρίλη καιρόν στο Μουχαρέμ, ν' ανταμώσουνε στα Κοτσιανέικα, να τους φέρει πίσω με τον αραμπά, νά 'μαστε όλοι μαζί, ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει το μεγάλο μακελειό. Μετρούσαμε κιόλας τα πρώτα θύματα.

 

Ιταλό δεν είδαμε εδώ, πολλούς Γερμανούς είδαμεν, Κατοχή. Πλάκωσαν τα σκολειά, τις αυλές, αδειάσανε μερικά σπίτια για νά 'μπουν εκείνοι μέσα, εδώ Φρουραρχείο, εδώ Γκεστάπο, εκεί το Μηχανικό και οι Στρατιώτες με τα όπλα και τα κανόνια, να φοβερίζουν.

Το μυαλό δεν πάγαινε μπρος, πώς θα ξεμπλέ­ξουμε; Έφεραν και Βούλγαρους σε λίγο οι Γερμανοί, δώσανε καλαμπόκι και πήραν κάποιους μαζί τους, άλλους με το καλό άλλους με το ξύλο, υπέκυψαν οι φτωχότεροι, έγινε η «Όχράνα», κι άλλο κακό, πάλι, μπροστά μας. Σούρουπο ήταν, κάποιος από αυτούς πήρεν έναν Βούλγαρο αξιωματικό κι ήρθεν στο σπίτι. Μας ζήτησαν να πάρουμε «λίτσνα κάρτα», ταυτό­τητα βουλγαρική. Πήρα τον λόγο, απάντησα: «Δεν παίρνουμε ταυτότητα βουλγαρική, δεν εί­μαστε Βούλγαροι, Μακεδόνες είμαστε».

Τι να φοβηθώ; Έφαγα τα ψωμιά μου, γέ­ρος άνθρωπος ήμουν. Είπα και την αλήθεια. Πίεσαν δυο και τρεις φορές, ίδια η απάντηση, «Μακεδόνες είμαστε». Έφυγαν· έφυγε κι ο Κώτσιος από το σπίτι, γύρευαν να τον σκοτώσουν γιατί δεν πήραμε «λίτσνα κάρτα».

 

Ευτύχημα ήταν, έξω από την πόλη, από έναν πρόσφυγα, νοικιάσαμεν τέσσερα στρέμματα, αμπέλι τα δύο, το ένα σιτάρι και τ' άλλο ζαρζαβατικά, παπούδα, φρούτα. Βοήθησε και το γομάρι που είχε μείνει μόνο του στο κατώι, με τις γίδες. Ε, περνούσε ο καιρός, τα βολεύαμεν, ζούσαμεν όλοι.

Μια μέρα μάθαμεν κι άλλο κακό, μεγάλο: κάψανε οι Γερμανοί το χωριό, δυο μέρες πριν την Κατράνιτσα, όρθιο τίποτε δεν έμεινε. Στις αχυρώνες εκεί, κάψανε τους Κατραντσιώτες γερόντους ζωντανούς, οι νέοι πρόλαβαν το βου­νό, μαζί και οι Παρτιζάνοι του καπετάν Αρά­πη, που φώλιαζαν στα λημέρια μας. Φωτιά να τους κάψει, κυρίως εκείνους που οδήγησαν τους Γερμανούς στα μέρη μας, κάποιοι ρουφιάνοι από το Μουλαλάρ, αυτοί πρώτα φταίνε.

 

Οι δικοί μας, στο χωρίο, σκόρπισαν. Από το βουνό πέρασαν άλλοι στα Καϊλάρια, άλλοι στη Νιάουστα, στ' Όστροβο λίγοι. Κοντά μας έφτα­σαν, με την ψυχήν απέξω, τα ορφανά της Ρίνκας, ο Νάσης, ο Τάσης, η Χρυσή με δυο μπό­γους στα χέρια. Και η Σία με τα κορίτσια σε λίγο, ο Μίτης προσπαθούσε να τα συμμάσει σ' ένα δωμάτιο που βρέθηκεν, γυμνά, κανένα ζω­ντανό δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους, το κακό μεγάλο, τι να πούμε πάλι;

 

Ήρθεν η μέρα, φθινόπωρο ακόμα, οι Γερμανοί κι όσοι μαζί τους έφυγαν, έσπασαν τον λαιμό τους, στο πέρασμα του Μουχαρέμ οι καπετά­νιοι των Παρτιζάνων τους έκαμαν τη ζημιά, τους χαιρέτησαν ύστεροι.

Τέσσερα χρόνια πάνω μας οι Γερμανοί και οι άλλοι, πίσω τους άφησαν πτώματα, σκοτωμέ­νους, φαρμάκια. Και στο χωριό μας ακόμα μαύρους νεκρούς είχαμεν, ποιος να το πει, ένα μεγάλο τσιβί εκείνο του ξενιτεμένου μπράτκου, του Αλέκου στην Αμέρικα. Το μάθαμε όταν τέλειωσε ο μεγάλος δεύτερος πόλεμος: είχεν στεφανωθεί αργά, κάποια συγχωριανή μας, την Αθηνά Σεραφείμ, δεν έκαμαν παιδιά, πήραν κοντά τους έναν ψυχογιό, τον Ηρακλή, από δικούς μας συγγενείς, και το μεγάλωναν.

Η Αθηνά πέθανε γρήγορα, το τριάντα εφτά, είχαμε από τότε το κάντρο, η Αθηνά στην κάσα, ο Αλέκος και το παιδί λυπημένοι, κοντά κι ο Φίλιππας με τη γυναίκα του, Εβραία από την Πολωνία. Λίγο πιο πέρα, στο κάντρο, ο παπάς με τα γένια και το πετραχήλι, κόσμος άλλος, άγνωστος, η ταφή με πολλά λουλούδια· και η Αθηνά ακίνητη, τελειωμένη, λίγο πριν από το χώμα

 

Από τότε ο Ηρακλής μεγάλωσεν, κηρύχτηκεν ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος, το σαράντα τρία ο Ηρακλής παλικάρι έτοιμο, ντύθηκε φαντάρος στο ασκέρι το αμερικάνικο. Πήγε στ' αεροπλάνα, πιλότος οδηγούσε, αποστολή για την Ευρώπη, να μπομπαρδίσει την καρδιά του Βε­ρολίνου, από κάτω εκείνοι πολυβολούσαν, τον έριξαν, τον θανάτωσε κάποιο βλήμα στον ουρα­νό, σκόρπισε, πάει το παλικάρι. Σαν τό 'μαθε ο Αλέκος ντάμπλωσε. Από το κρεβάτι ζητούσε μόνο δυο λόγια μας, φωτογραφίες από το Μουχαρέμ, τα λιβάδια, κάντρα από το χωριό που γεννήθηκεν, από τον λόφο του Άι-Γκιώργκη...

 

Σαν πέθανε, τέλη του πενήντα, ό,τι είχεν μαζέ­ψει εκεί, στην Αμερική, τό 'στειλε πίσω, σε ολάκερη τη ζάντρουγκα, έναν προς έναν.

Λίγους παράδες πήρε και η Σία να βάλει κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι της. Ό Μίτης, ο άντρας της, είχεν πεθάνει. Μα τα μαχαίρια στην καρδιά της εξαιτίας που 'χασε δυο κορίτσια, τη Μίτσα εκτελεσμένη από τους εθνικούς στη Σαλονίκη, την Κωνσταντούλα στο Βίτσι, όταν σώνονταν το αντάρτικο, μετά τον δεύτερο με­γάλο πόλεμο, και γέμισαν πάλι οι χαράδρες πτώματα, αδερφικά τώρα. Μαζί με τον Αργύ­ρη, τον γαμπρό της από τη Σοφία· που σκότω­σαν οι αντάρτες έξω από το Νέγκους, τη Νάου­σα. Ο μύλος της μπιστόλας, φαίνεται, ήταν και για μας γεμάτος. Και ματωμένος.

 

Το χτες ξεχασμένο τριζόνι, σήμερα σιωπή, τα φύλλα περπατούν στο χώμα. Είσαι βρεγμένος, η γλώσσα μόνο είναι στεγνή. Κάτασπρα πα­ντού, χιόνισε μέχρι το γόνα. Μην ανέβεις στο χωριό από τη χαράδρα, λύκοι θα σε γυρίσουν πίσω.

Τυφλώνει το φως, τίποτε δεν γνωρίζεις. Επέστρεφε στο σκοτάδι αφού άλλαξαν όλα. Όλα! Πάρε μαζί σου την εικόνα, εκείνην με τις χιονισμένες καστανιές στο Μουχαρέμ, τις κερασιές κοντά, που ίσως ανθίσουνε στη Ρούπκοβα νίβα πάλι.

 Άλλο δεν έχει. Αν υπάρχουν πουλιά είναι αθέατα· σιωπηλά στη μαύρη νύχτα.--

 

Γέρασα, δεν πάνε τα πόδια, δεν τραβάει η ψυχή. Ήρθε ο καιρός μου, παρακαλώ την εικόνα, πάρε με.

Στο μαγκάλι ανακατεύω τις στάχτες, η Λιόπη, ο Κώτσιος, τα παιδιά κοντά μου, βάρυναν οι μέρες, με το τσίπουρο ζαλίζομαι, χάνο­μαι καλύτερα. Τα χρόνια ανέβηκαν πολύ, φτά­σαμε στο χίλια εννιακόσια πενήντα δύο, ένα ποτήρι νερό ήταν η ζωή, τό 'πια. Αυτός ήμουν, έτσι τον κόσμον είδα - αυτά που δεν είπα τα πιο πολλά.

Κι εσύ, ν' αγαπάς· μόνον αυτό μένει.

 

 

(Μάρτη του πενήντα τέσσερα τέλειωσα. Από «διπλή γεροντική περιπνευμονία» είπαν οι για­τροί. Έπεσα στον βυθό, δεν ξανάρθα.)

 

 

 

Μάρκος Μέσκος

Από τη συλλογή προσωπικών αφηγήσεων

‘Μουχαρέμ’,  1999, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα.

Τελευταία αφήγηση με τίτλο ‘Μουχαρέμ’.

 

Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος δεν έχει βραβευτεί με κρατικό βραβείο ποίησης.