<< 'Οταν στις αρχές του '60 φύγαμε από την Αμερική και ήρθαμε στην Ελλάδα,
 τ' αδέλφια μου, εγώ κι η μητέρα μου -μια εντυπωσιακή πυρόξανθη βόρεια που γεννήθηκε σ' ένα εργατικό προάστιο του Σικάγου και 
είχε μάθει από τον πατέρα της να δουλεύει σκληρά, να κρατάει το μέτωπό της καθαρό και να μην γκρινιάζει για τον καιρό- έπρεπε
 να μάθουμε να ζούμε σε δύο κόσμους. Ο Αμερικανός παππούς, όταν του είπα πως είμαι ματιασμένος, μ' ανάγκασε να πλύνω 
το στόμα μου με σαπούνι για να το καθαρίσω από τις αηδίες που έλεγα, ενώ ο 'Eλληνας παππούς μ' έφτυσε στο μέτωπο και μου 
πρόσταξε να μην κοιτάξω κανένα στα μάτια για είκοσι έξι ώρες. Διάβαζα Μπάτμαν στα αγγλικά και Μικρό 'Hρωα στα ελληνικά, 
ονειρευόμουν ότι έκανα παρέα με τον Αβραάμ Λίνκολν αλλά και τον Γιώργο Θαλάσση και καταβρόχθιζα με το ίδιο πάθος τους 
γιαννιώτικους μπακλαβάδες της Ελληνίδας γιαγιάς και τις αμερικάνικες μηλόπιτες -τις καλύτερες σ' όλη την περιοχή
 ανατολικά του Μισισιπή- που μας έφτιαχνε η άλλη γιαγιά, που είχε τιμηθεί το 1932 με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό μαγειρικής
 του Ιλινόι.
Απ' το τυχαίο και μόνο γεγονός ότι ο παππούς και ο πατέρας μου ήταν πολιτικοί οι 'Eλληνες μ' αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, 
με σήκωναν ψηλά, μου ζητούσαν να παντρέψω τις κόρες τους -ή να τις παντρευτώ ο ίδιος- και μου λέγαν μυστικά που μόνο
 στον εξομολογητή τους θα μπορούσαν να πουν. Αντίθετα από μένα, εκείνοι ακούγαν τη <μυστική βοή των πλησιαζόντων 
γεγονότων> και τα στρατιωτικά εμβατήρια. Για να μας προστατεύσουν, μας χάριζαν εικόνες, άναβαν κεριά, έκαιγαν λιβάνι στα 
σκαλοπάτια μας, ράντιζαν με βασιλικό βουτηγμένο στον αγιασμό τα σκαλιά του κήπου μας ή κρεμούσαν
 τάματα στο φράχτη και μας έφτυναν για να ξορκίσουν το κακό μάτι... >> 

Νίκος Παπανδρέου, Δέκα μύθοι και μια ιστορία, 31η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1995, σ. 15-16 


<< Για να σου γνωρίσω την Ελλάδα, θα μοιραζόμουν μαζί σου μια ντομάτα στις αμμουδιές της Σκοπέλου, θα σου άνοιγα με 
το σουγιά μου έναν αχινό και θα σου πρόσφερα τα κατακόκκινα αυγά του, καθώς η αλμύρα θα τέντωνε την επιδερμίδα στις πλάτες μας. 
Θ' αφηνόμασταν πάνω στα λευκά κύματα και το βράδυ θα μουσκεύαμε στο φως του φεγγαριού. Θα σου ξέραινα έναν αστερία
 και θα τον κρεμούσα στον τοίχο για να μυρίζει Αιγαίο το δωμάτιό σου, θα σου έδινα ν' ανασάνεις το άρωμα της λυγαριάς, του
 αμμόχορτου και της πιπερόριζας. Θα σου μάθαινα να παίζεις Μουντζούρη και Μακριά Γαιδούρα και πώς να κάθεσαι στην 
αγκαλιά μιας φραγκοσυκιάς χωρίς να σε τρυπήσουν τ' αγκάθια της, θ' ακούγαμε βυζαντινούς ύμνους στην εκκλησία και θα 
ρουφούσαμε το μέλι από την κηρήθρα... >> 

Νίκος Παπανδρέου, Δέκα μύθοι και μια ιστορία, 31η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1995, σ. 13