Νίκος Νικολαϊδης, "Ο Γυριστής", Η καλή συντρόφισσα (6+4 διηγήματα), Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1999, σσ. 159-179.

Ο ΛΟΥΚΑΣ φαινότανε πως ήξερε δυο μέρες της εβδομάδας: το Σάββατο και τη Δευτέρα, μα πραγματικά δεν ήξερε παρά μονάχα την Κυριακή: "που ήτανε μια μέρα διαφορετική από τις άλλες", και λογάριαζε πως μια μέρα πριν της Κυριακή η δουλειά του ήτανε στο "Τυπογραφείο" - μια μέρα μετά την Κυριακή η δουλειά του ήταν στο "Καφεκοπτήριο". Τις άλλες μέρες δεν είχε τακτική δουλειά και, σα λάχαινε καμιά έχταχτη, έπρεπε το παιδί του τυπογραφείου ή του καφεκοπτηρίου να φέρει μια βόλτα στα λημέρια του και να του πει:

- 'Ελα, Λουκά... το μάγκανο... το μάγκανο!...

Ο φτωχούλης!... "Δεν είχε κεφάλι κι ούτε ψυχή." Τόσο;!... "Δεν είχε πάρεξ χέρια και πόδια"... Στομάχι;!... "Στομάχι ο Λουκάς;"!

Αλήθεια!... ο καθείς μπορούσε ν' αμφισβητήσει την ύπαρξη στομαχιού στο Λουκά... κι ο ίδιος ακόμα, αν ρωτιόταν, θα 'λεγε: "Δεν καταλαβαίνω".

'Ητανε γέρος .. . ποτέ δεν παραχόρτασε, κι ούτε είχε πεινάσει ακόμα, για να το νιώσει. Μα όταν η μηχανή του Τυπογραφείου, κι αμέσως η άλλη του Καφεκοπτηρίου, διασκευαστήκανε σε ηλεκτροκίνητες και τα χέρια που κάνανε τα χερούλια ν' ανάβουν, άμα τ' αδράχνανε, καταντήσανε αχρείαστα, βεβαιώθη - και πολύ μάλιστα - πως ήταν και στο Λουκά στομάχι.

Στο καφεκοπτήριο είχε μονάχα πέντε έξι χρόνια, γιατί πρωτύτερα δεν ήτανε μηχανή βαριά για να χρησιμοποιεί γυριστή ειδικό. Στο Τυπογραφείο σε είκοσι ολάκερα λογαριασμένα χρόνια, αφού η εφημερίδα σε λίγο γιόρταζε την εικοσαετηρίδα της, κι ο Λουκάς ήταν ο γυριστής από τον πρώτο της αριθμό.

Με το Λουκά γυριστή, η δουλειά έβγαινε καλή και οικονομικά, μα... μα δεν έπρεπε να χρησιμοποιούνε τα μέσα που προσφέρει η πρόοδος και ο πολιτισμός;

Από πέρσι είχε μπει αριθμητήρας στη μηχανή κι ο Λευτέρης, ο τυπωτής, με μια ματιά ξέρει πόσα φύλλα τυπωθήκανε - πόσα μένουν. μα ο Λουκάς εξακολουθάει να ρίχνει μια ματιά στο χαρτί το τυπωμένο - μια στ' ατύπωτο, σκύβει το κεφάλι και γυρίζει πιο γρήγορα.

- Εμπρός, Λουκά... το μάγκανο... το μάγκανο... κι αύριο πια θα ξεκουραστείς για καλά!...

'Οταν προ λίγες μέρες ο Διευθυντής - ιδιοκτήτης έλεγε στον τυπωτή την απόφασή του, τα συνθετήρια όλα, κι ο τυπωτής, σταθήκανε ν' ακούσουν, και μονάχα ο τροχός γύριζε - γύριζε στ' άδεια, για να μην κοπεί η φόρα της μηχανής. Τώρα, οι ειδικοί τεχνίτες έχουν ετοιμάσει όλα και δε μένει παρά να μπει το πετσί. "Αύριο!... και την ερχόμενη βδομάδα το φύλλο βγαίνει με τον ηλεχτρισμό...".

'Ετσι, όταν το Σάββατο ο γυριστής ανασκουμπωμένος και φτύνοντας στις χούφτες του έμπαινε στο Τυπογραφείο, είδε τον τροχό να γυρίζει κι η μηχανή να κουδουνίζει... "να κελαηδεί σαν αηδόνι". Οι στοιχειοθέτες, που είχανε παρατήσει τα συνθετήρια και παρατηρούσανε με σοβαρή και σιωπηλή περιέργεια, γελάσανε για το ξάφνιασμά του κι ο κύριος Διευθυντής τονε ρώτηξε με ύφος "καλοκάγαθο": αν του αρέσει...

- Μα το Θεό!..., έκανε, κι έδειχνε το χερούλι που γύριζε κούφια μαζί με τον τροχό, κι ήθελε να πει την εντύπωσή του που όλο και θαμαστωνότανε μέσα στο φτωχό του κεφάλι, μα σάστιζε χωρίς να μπορεί να πει λόγια.

Κι άξαφνα ενθουσιάστηκε κι άρχισε να γελά και να χειρονομάει, και τέλος κατάφερε να πει:

- Μα το Θεό!... καλή τέχνη!...

- Τώρα τι θα τονε κάνουνε τούτονα;... είπε ο τυπωτής (που ήτανε κι ο αρχιεργάτης στο Τυπογραφείο), κι ο κύριος Διευθυντής κάτι είπε, μα χάθηκε μέσα στην πολύ ενδιαφέρουσα δήλωση του μηχανικού πως μπορούνε να προσθέσουνε στη μηχανή ένα "εξάρτημα" που μ' αυτό το χαρτί σπρώχνεται και τοποθετείται στο "τύμπανο"...

-...Θα τυπώνει χιλιάδες την ώρα, και μ' ένα παιδί μονάχα γίνεται η δουλειά...

- Συλλογίζομαι και για λινοτυπική μηχανή ...., είπε ο κύριος Διευθυντής χαμηλώνοντας τη φωνή του για να μην ακούσουνε οι εργάτες.

Και:

- Αν έλθουνε τα πράγματα, καθώς ελπίζω, δεξιά, θα βγάλω το φύλλο δισεβδομαδιαίο... κι η λινοτυπική μηχανή θα είναι απαραίτητη...

Η ελπίδα του ήτανε πως θ' άναβε πόλεμος (είχε γίνει ο φόνος του Σαράγιεβου και στον καθαρό ουρανό της Ευρώπης αρχίσανε να διασταυρώνονται οι αστραπές με μορφή τελεσιγράφων). Ω! αν ξεσπάσει καταιγίδα!... Θα 'χει ο κύριος Διευθυντής ύλη για "δισεβδομαδιαίον φύλλον", και ... καλή ξόδεψη..

Κατόπι, κάνοντας νόημα στο μηχανικό πως δεν πρέπει να καταλάβουν τίποτα οι εργάτες, ρώτηξε "πόσα στοιχίζει εκείνο το οποίον ανέφερε προ ολίγου", εννοώντας το εργαλείο που σπρώχνει το χαρτί ίσια στο τύμπανο, και πόσα στοιχίζει μια καλή λινοτυπική μηχανή.

Ο Λουκάς είχε να παίρνει μερικά ψιλά για τα γυρίσματα που 'κανε μεσοβδόμαδα σ' έκτακτες τυπογραφικές δουλειές. Τα πήρε, κι έτσι δεν κατάλαβε, το αγαθό πλάσμα, πως για το σημερινό "βγάλσιμο του φύλλου" δεν πληρωνόταν. Τη Δευτέρα στο Καφεκοπτήριο, διηγήθηκε με παιδική χαρά το θαυμάσιο αυτό πράμα που 'χε γίνει στο Τυπογραφείο, κι όταν του είπανε πως κι εκεί θα βάζανε ηλεχτρισμό, τους βεβαίωσε πως: "είναι καλή τέχνη, μα το Θεό"!...

Μέσα στη βδομάδα, ούτε μια φορά το παιδί του Τυπογραφείου δεν πήγε να ψάξει για το γυριστεί και να του πει: "'Ελα, Λουκά, το μάγκανο...", και το Σάββατο, όταν ο γυριστής πήγε, καθώς πάντα, ανασκουμπωμένος και φτύνοντας στις παλάμες του, οι εργάτες τον υποδεχτήκανε με χαμόγελο και βλέμματα που εκφράζανε συμπόνια και μαζί ειρωνεία.

- Πώς πάνε τα κέφια, Λουκά;... φώναξε ο κύριος Διευθυντής, που, καθώς πάντα, είχε κατέβει για να πάρει το πρώτο φύλλο, και στα χείλη του Λουκά πλανήθηκε κείνο το σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο του ταπεινού που κολακεύεται όταν τ' αφεντικό ασχοληθεί με το καλό ή το κακό του κέφι.

Και πάλι το αφεντικό, τη στιγμή που ο τυπωτής άπλωσε το χέρι του στην πρίζα βάζοντας σε κίνηση τη μηχανή, ρώτηξε αν πραγματικώς ο Λουκάς βρίσκει πως είναι "καλή τέχνη τούτη"... Ο Λουκάς το βεβαίωσε με όρκο, βλέποντας με παιδική κατάπληξη το χερούλι που γύριζε κούφια μαζί με το μεγάλο τροχό.

- Ακριβώς αυτό λέγω κι εγώ! είπε σ' έναν τόνο εύθυμο ο κύριος Διευθυντής, Σα να έκαμνε μιαν υποδήλωση φαιδρή.

Γελάσανε οι στοιχειοθέτες και μαζί τους γελούσε κι ο Λουκάς. γελούσε ακόμα κι όταν πια οι στοιχειοθέτες συναιστανθήκανε πως άλλο παρά για γέλια ήταν αυτό και ξεδοθήκανε στο σοβαρό συλλογισμό: "Τι θα κάνει τώρα αυτός ο άνθρωπος χωρίς δουλεία;..." Ο κύριος Διευθυντής ανέβηκε στο γραφείο του, αφού έριξε στο τραπέζι λίγα ψιλά, κάνοντας νόημα πως είναι για το Λουκά. 'Οταν δόθηκε το τύπωμα, ο τυπωτής του 'πε: "Πάρε Λουκά"..., κι ο Λουκάς τα κοίταξε απορημένος: Κάτι πολύ λίγα του 'διναν αυτή τη βδομάδα... Μα δεν είπε τίποτα.

Τη Δευτέρα ήρθε λαχανιασμένος απ' το τρεχιό, για να πληροφορήσει πως και στο Καφεκοπτήριο "βάλανε ηλεχτρισμό"...

- Βάλανε κι εκεί... Δεν το ξέρετε που βάλανε και στη μηχανή του καφέ!;... έλεγε μ' ενθουσιασμό.

Το ξέρουνε, Λουκά! Το πρωί ο κύριος Διευθυντής έδωσε να στοιχειοθετηθεί ένα μακρύ σημείωμα που πληροφορούσε το κοινό: "... μετά το Τυπογραφείον μας, ιδού, το Καφεκοπτήριον χρησιμοποιεί τον ηλεχτρισμόν ως κινητήριον δύμανιν..." Περιγράφει με ζωηρά χρώματα το λαχάνιασμα του ανθρώπου γυριστή, πιστοποιεί την πρόοδον "της μικράς ημών πόλεως" και κάμνει έναν ύμνο στον πολιτισμό.

Το Σάββατο πάλι, τη στιγμή "που το φύλλο έμπαινε στο πειστήριο", έμπαινε κι ο γυριστής στο Τυπογραφείον, ανασκουμπωμένος, καθώς γινότανε από είκοσι χρόνια κι εδώ. Οι εργάτες κοιταχτήκανε μεταξύ τους εκφράζοντας οίχτο. Ο κύριος Διευθυντής γρύλισε, εκφράζοντας δυσφορία για τον ερχομό του αχρείαστου πια εργάτη, μα γρήγορα χαμογέλασε βλέποντάς τον πως χαζοκοιτούσε το χερούλι, το πέτσινο λουρί, τα ηλεχτρικά σύρματα, την πρίζα...

- Τώρα που εγώ δεν τονε γνωρίζω... δεν πρέπει να 'ρχουμε πιο νωρίς... να τηνε σκουπίζω... να τηνε λαδώνω..., είπε δειλά. Δε θέλω να παίρνω αβάντα* τον παρά... τάχα δε θα μπορούσα να μάθω εγώ να πατάω το κουμπί;... πρόσθεσε με τρόπο που φανέρωνε ότι εχτιμούσε πολύ αυτή την υπηρεσία που 'λεγε πως θα μπορούσε να προσφέρει.

Σ' αυτό οι εργάτες μπήξανε τα γέλια κι ο κύριος Διευθυντής του 'πε σοβαρά σοβαρά πως πρέπει να κοιτάξει να βρει δουλειά αλλού.

- Πού;

Αλήθεια, πού θα μπορούσε να δουλέψει ο Λουκάς; Μήπως ήτανε στη χώρα κι άλλη μηχανή να τηνε γυρίζει; Το λίγο που 'χε μάθει κι αυτός σε τούτονα τον κόσμο να κάνει - και το 'κανε τόσο καλά! - ποιος το χρειάζεται;

Να πάει να γυρίζει το μάγκανο... Να κάνει τη δουλειά του αλόγου... μια φορά δε θέλει μεροκάματο πιότερο απ' ό, τι στοιχίζει η δουλειά ενός αλόγου...

Μα ποιος έχει μαγκανοπήγαδο να τονε χρειάζεται.. 'Οποιος έχει μάγκανο, έχει που έχει το άλογό του.

Να πάρει να δουλέψει σ' άλλη δουλειά;... Τι δουλειά;...Χοντροπετσιάσανε οι παλάμες του, έτσι που δεν μπορεί να σφίξει μια δεκάρα. Τα δάχτυλα δεν κλείνουνε για το σταυροκόπημα που φροντίσανε να του μάθουνε να κάνει πριν πιάσει δουλειά και πριν βάλει μπουκιά στο στόμα του... Τα χέρια του καταντήσανε αλύγιστα... μα ... το χερούλι άναβε σαν τ' αδράχνανε κι η μηχανή κελαηδούσε σαν αηδόνι.

- Δεν έμαθες, λοιπόν, καμιά δουλειά; ρώτηξε ο κύριος Διευθυντής, εκφράζοντας ψεύτικη έκπληξη.

- Σαν ήμουνα παιδί, με βάλανε στο τσαγκαράδικο. Πήγα κάμποσες μέρες.. Δε θυμάμαι πόσες... Μια μέρα ήρθε τ' αφεντικό, ο πατέρας σου, και ζήτησε από το μάστορα ένα χειροδύναμο παιδί... Το θέλει, λέει, να του γυρίσει τη μηχανή... Στο τσαγκαράδικο, το χειροδύναμο παιδί εγώ ήμουνα... Ο μάστορας έστειλε εμένα.. Την ακόλουθη μέρα, με ζήτησε πάλι... "'Αιντε, μωρέ Λουκά!... το μάγκανο.. το μάγκανο...", λέει ο τσαγκάρης... Σε κάμποσες μέρες με ξαναζήτησε... "'Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς", λέει ο τσαγκάρης... "Κι αυτή δουλειά είναι... χρειαζούμενη... ψωμί να βγαίνει", λέει τ' αφεντικό, ο πατέρας σου, και μου παραγγέλνει να αφήσω το μάστορα.

Ο κύριος Διευθυντής πρέπει να θυμήθηκε πόσοι και πόσοι είχανε δοκιμαστεί για να γυρίσουν αυτή τη μηχανή. Σε λίγους γύρους κόβονταν τα γόνατα - κόβονταν τα μπράτσα - πιανόταν η αναπνοή κι άρχιζε το λαχάνιασμα. Γυρίζανε ακανόνιστα - σταματούσανε... κι ο τυπωτής βλαστημούσε, γιατί "τύπωνε στο τύμπανο" ή του 'τρωγε το χαρτί. Προ λίγες μέρες, γράφοντας το σημείωμα για τη μετατροπή της χειροκίνητης μηχανής σε ηλεχτροκίνητη, περιέγραψε πολύ πιστά το βάσανο του γυριστή, γιατί, μικρός, παρατούσε συχνά το βιβλίο για να χαζέψει το γύρισμα της βαριάς μηχανής, με τον ίδιο θαυμασμό που το χαζεύει αυτή τη στιγμή ο Λουκάς. 'Ομως νευριάζει ο κύριος Διευθυντής και ξεφωνίζει:

- Πο! πο! πο! ... Τι δουλειά να του δώσει κανείς να κάνει;!... Δεν είναι για τίποτα... Δεν έχει κεφάλι... κι ούτε ένα μήνυμα δε θα μπορούσε κανείς να στείλει μ' αυτόν...

Και λέει στους εργάτες να θυμηθούνε τη μέρα που τονε βάλανε να κουβαλήσει χαρτί από την αποθήκη. Ναι!...οι δεσμίδες γλιστρούσανε και φεύγαν από τον ώμο του... όπου 'σανε, και τα φύλλα σκορπούσανε στο πάτωμα. Το γύρισμα του τροχού, είκοσι χρόνια, έσπρωξε σιγά σιγά τους ώμους του γυριστή ως τ' αυτιά του, και πώς μπορούσαν να πεζέψουν οι δεσμίδες απάνω τους;...

'Εβγαλε και του 'δωσε λίγα γρόσια.

-...Λουκά!.... κοίταξε να βρεις δουλειά, Λουκά!... Να μη γίνεις "αβαντατζής", Λουκά!...

Ναι, κακοφαινότανε πολύ στο Λουκά "να παίρνει αβάντα τον παρά"... Και στο Καφεκοπτήριο τον είχανε πει "αβαντατζή", και τρεις μέρες δεν πήγε. Δε θα πήγαινε άλλο αν μπορούσε να κάνει χωρίς καφέ, δηλαδή χωρίς τη μυρουδιά του καφέ, που του 'γινε απαραίτητη τώρα τελευταία, έτσι που να θαρρεί πως λιώνουνε τα ρουθούνια του και η μύτη του σύρριζη πάει να πέσει, όταν περάσει μέρα δίχως να οσμιστεί φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ...

'Ηρθε στο Τυπογραφείο την ακόλουθη βδομάδα σκυφτός, με το περίεργο κύρτωμα που 'δωσε ο τροχός στο κορμί του - λες κι έπρεπε να επιτύχει μια αναγκαία αρμονία στις γραμμές του - με τα μανίκια όμως κρεμασμένα τώρα. Δεν μπήκε μέσα, στάθηκε απόξω. 'Οταν ο κύριος Διευθυντής πήρε το φύλλο κι ανέβηκε στο γραφείο του, ο διορθωτής, σηκώνοντας μια στιγμή το κεφάλι του από τη φόρμα που σκάλιζε με το τσιμπίδι - σα με μυτίτσα πουλιού -. ρώτηξε:

- Ε, λοιπόν, Λουκά;...

Κι ο Λουκάς χαμογέλασε πλατιά κι είδανε όλοι δυο σειρές άσπρα, γερά δόντια, που βέβαια - τουλάχιστο μια φορά το εικοσιτετράωρο - θα θέλανε να μασάνε...

Κάμποσες βδομάδες δε φάνηκε, όμως μια μέρα ήρθε, και το πρόσωπό του, που ήταν πρωτύτερα τόσο γλυκό και ζωηρό, φαινόταν κατσουφιασμένο και χλομό. Γύρισε τα μάτια του και κοίταξε το πέτσινο λουρί, τα σύρματα, το "κουμπί", σα να τους κρατούσε παράπονο.

Τι να 'χει στο κεφάλι του;!... Τάχα μπορεί να κάνει σκέψεις;!...

"Πάει πια!... ψωμί δεν έχει για μένα... 

'Ενιωθε μια τρύπα, μια φοβερή σπηλιά ανοιχτή μέσα του.

'Υστερα γύρισε το βλέμμα του και κοίταξε το χερούλι, το χερούλι, που, αν και αχρείαστο, δεν το 'χουνε βγάλει ακόμα και γυρίζει κι αυτό, κούφια, με το μεγάλο τροχό. Κατόπι χαμήλωσε το βλέμμα του κι έμεινε κοιτάζοντας με τα μάτια θολά, σαν θαμπωμένα και χαμένα μέσα σε κάποια αόριστη σκέψη, το ταρατσωμένο έδαφος του Τυπογραφείου.

- Λουκά!... Λουκά!... δε βρήκες ακόμα να δουλέψεις, Λουκά... Κατάντησες στ' αλήθεια "αβανταντζής", Λουκά!...., του είπε με περιφρόνηση ο κύριος Διευθυντής.

-....Πήγα σε πολλές δουλειές... "Δεν τα καταφέρνεις, Λουκά", λένε... Εσείς δε χρειαζόσαστε άλλο τη δουλειά μου... μα εγώ χρειάζουμαι τη δουλειά μου... έχω στομάχι...

Α!... έχει ανακαλύψει κι ο Λουκάς πια το στομάχι!...

- 'Εχω στομάχι....

Αυτά τα λόγια ενοχλήσανε τον κύριο Διευθυντή. Χτυπήσανε κατάκαρδα τους εργάτες, κι ωστόσο είχανε προφερθεί χαμογελούμενα. γιατί στον κόσμο είναι γεννημένα και τέτοια πλάσματα... που ... δεν μπορούνε να παραπονεθούν, κι η ιδέα πως μια μέρα μπορούνε να επαναστατήσουνε θα φαινόταν μεγάλη απιθανότητα.

- Πώς θα ζήσει αυτός ο άνθρωπος;!... είπε απότομα και με κάτι το ανεξάρτητο στη φωνή του ο αρχιεργάτης.

Μα ο κύριος Διευθυντής του 'ριξε ένα από εκείνα τα ψυχρά βλέμματα που ξέρουνε να 'ριχνουν οι αφεντάδες, και μπορούνε, καθώς καυχιούνται μονάχοι τους, να καλμάρουν όχι μονάχα επαναστατημένο εργάτη, μα και μανιακό του φρενοκομείου ακόμα....

Η εφημερίδα γιόρταζε την εικοσαετηρίδα της. Από μέρες είχε χρυσοτυπωθεί ο τίτλος σε πολλές χιλιάδες φύλλα. Αυτό το φύλλο θα μοιραζόταν σ' όλο το νησί, σε συνδρομητές και μη. Κι από δω και πέρα θα 'βγαινε εβδομαδιαίο. Ο πόλεμος εκηρύχθη!

Το Σάββατο... οι φόρμες στο πιεστήριο... ο κύριος Διευθυντής εκεί, περιμένοντας συγκινημένος να πάρει το πανηγυρικό φύλλο... Ο τυπωτής πατάει και ξαναπατάει το "κουμπί", μα η μηχανή δε σαλεύει.

Τι συμβαίνει;

- Βλάβη!...

- 'Οχι... Να! ούτε το φως ανάβει... Ρεύμα δεν έχει...

Σοβαρή βλάβη στην ηλεχτρομηχανή. Κρέπαρε. Δεν εξακριβώθηκε ακόμα η αιτία, μα η ζημιά είναι μεγάλη.

- Κάποιος εργάτης έχωσε κάνα καρφί - κάνα κλειδί στον αρμό κι η μηχανή κρέπαρε..., είπε ένας στοιχειοθέτης.

 

- Και πού το ξέρεις εσύ αυτό; ρώτησε ο διπλανός του.

- Δεν το ξέρω... το φαντάζομαι... Φαρμακωμένοι εργάτες είναι πολλοί σ' αυτό το εργοστάσιο.. 

- Θα χρειαστούνε μέρες και μέρες για να διορθωθεί... Η πόλις θα μείνει βυθισμένη στο σκοτάδι....

- Μπα!...ο κύριος Δήμαρχος θα βάλει να ξανακρεμάσουνε τα φανάρια και θα κάψει πετρέλαιο.

- Το φύλλο θα βγει... κι ας είναι τυπωθεί και σε τόσες χιλιάδες!

- Το χερούλι είναι ακόμα στον τροχό... Ο κύριος Διευθυντής έστειλε να φωνάξουν το Λουκά.

Το παιδί του Τυπογραφείου έφερε μια δυο βόλτες στα λημέρια του γυριστή μα δεν τονε βρήκε. κι ο κύριος Διευθυντής ξεφώνισε από αγανάκτηση εναντίον του Λουκά, που δεν ήταν "πρόχειρος", κι είπε να φωνάξουν έναν "οποιονδήποτε"...

Από άεργους, έτοιμους να κάνουν δουλειά, σήμερα είναι πλήθος... Δεν είναι καθώς τότε που 'πρεπε ο μακαρίτης ο πατέρας του να ξελογιάσει το τσαγκαρόπουλο...

Φέραν ένα, μ' από τους πρώτους γύρους ο τυπωτής έκανε νόημα να φέρουν άλλονα. Πραγματικώς, στην πρώτη εκατοντάδα, "είναι χτικιό"!... είπε και σταμάτησε. 'Επιασε άλλος, μα πάλι ο τυπωτής κατάλαβε πως μ' αυτούς δουλειά δε θα γίνει... Πήγανε τέσσερις να κοιτάξουνε για το Λουκά, κι όλη η χώρα έμαθε πως ο Λουκάς είναι χρειαζούμενος για δουλειά!... "Ας κοιτάξουνε στο Καφεκοπτήριο..." Στο Καφεκοπτήριο δεν ήταν. "'Ηρθε σαν πάντα κι οσμίστη τον καφέ του", είπαν εκεί, "κι έφυγε... Ποιος ξέρει που κοπροσκυλιάζει..." Τέλος, τονε βρήκανε ξαπλωμένο στην κοιλιά του μέσα σ' ένα αμάντρωτο οικόπεδο. Τονε σηκώσανε και τονε φέρανε θριαμβευτικά στο Τυπογραφείο...

-    'Ελα Λουκά!... το μάγκανο... το μάγκανο....

Η αξία του Λουκά "ανέβη". Κι ανασκουμπώθηκε.... κι έφτυσε στις χούφτες του... και χούφτιασε το χερούλι... κι άρχισε να γυρίζει... μα γύριζε σα να ήταν ένα ξεβιδωμένο αντρείκελο.

Σε λίγους γύρους κοπήκανε το γόνατά του, χαλαρωθήκανε τα μπράτσα του κι άρχισε το λαχάνιασμα... Γύριζε ακανόνιστα... σταμάτησε...

Αυτό ήταν τόσο απροσδόκητο - τόσο ακατανόητο!.. 

- Να παρ' η οργή..., σκλήρισε ο τυπωτής με θεληματικήν οργή.

- Μεθυσμένος!.... το 'ριξε στο κρασί ο παλιάνθρωπος..., είπε ο κύριος Διευθυντής με θεληματική γαλήνη 

"'Οχι"... έκανε νόημα ο Λουκάς και ξανάπιασε το χερούλι...

Σε κάθε γύρο του τροχού, έβγαινε από μέσα του κι ένα βογκητό, παρόμοιο με λόξιγκα μεθυσιού.

"Νερό", έκανε νόημα...

'Ηπιε κι οι μυώνες του ξανατεντωθήκανε σε μια πραγματική προσπάθεια. Τον παρορμούσανε σαν άλογο, κι ο αριθμητήρας ανέβαινε....

"Θα 'ναι νηστικός"... συλλογιζόταν ο καθείς εκεί, μα...από ένα συναίσθημα σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια... κανενός δεν του ερχότανε να το προφέρει. Τέλος, το παιδί του Τυπογραφείου είπε 

- Πεινάει...

Κι ο κύριος Διευθυντής παράγγειλε να φέρουν φαγί από πάνω...

- Φάγε, Λουκά... έχεις να κάνεις πολύ δουλειά..., και του χτυπούσε τον ώμο καθώς χαϊδεύουν τ' άλογο που μετά το φαγί έχει να κόψει δρόμο...

Πως κοιτούσαν οι στοιχειοθέτες το Λουκά να τρώγει!!.. 

Στην αρχή, η αναμονή να τελειώσει το φαγί του για να πιάσει γερά τη δουλειά ήτανε γιομάτη από αστεία - μιας λογής παιχνιδιάρικου οίχτου. Η προσοχή τους σταματούσε στα μεγάλα λευκά δόντια του, που σπαράζανε το ψωμί και το κρέας σε μεγάλες μπουκιές, και στις καταψιές, που τις θωρούσανε να κυλούν στο λαρύγγι του και να χάνονται στην άβυσσο της κοιλιάς του. Μα σιγά σιγά η αναμονή τους πήρε επισημότητα τελετής!... Τα μάτια στρογγυλέψανε και στην όψη του καθενός εφάνηκε η διανοητική του προσπάθεια... Και, ναι, το φτωχό τους μυαλό δεν ήτανε για να φιλοσοφήσει σ' αυτό που βλέπανε να γίνεται εκεί πέρα... Ωστόσο, καινούργιες σκέψεις ξεφυτρώνανε σιγά σιγά.

'Οταν απόφαγε, χαμογέλασε ένα "σημαντικό" χαμόγελο, και στο ρώτημα "τι έχει και γελά", είπε: "Τίποτα. Να, έτσι, αναρωτιέμαι πώς συνέβηκε να με θέλετε να γυρίσω εγώ τη μηχανή..." Του αποκριθήκανε πως είναι γιατί σήμερα δεν έχει ρεύμα. κι ο Λουκάς είπε πως κατάλαβε... Απίθανο!...

- 'Αιντε, μωρέ Λουκά!... Δείξ' το μωρέ, πως σαν τρως είσαι παλικάρι... Γιούρια!... μια..., φώναξε ο τυπωτής, κι ο Λουκάς έπιασε το χερούλι, κύρτωσε το κορμί κι η μηχανή άρχισε να κουδουνίζει, "να κελαηδεί σαν αηδόνι".

A! έχει ένα θησαυρό κρυμμένο μέσα του ο Λουκάς! Ο κύριος Διευθυντής ανέβηκε στο γραφείο του, ολότελα ήσυχος πια πως η δουλειά θα 'βγαινε κανονικά. Για πολλές ώρες σήμερα, ο τροχός γύριζε κι ανέβαινε ο αριθμητήρας, όλα τα φύλλα με το χρυσοτυπωμένο τίτλο τυπωθήκανε, κι ο Λουκάς έπεσε σαν ψοφίμι κατάχαμα σε μια γωνιά και σε λίγο αποκοιμήθηκε 

- Αν σκεφτεί κανείς βαθύτερα... θα ..., άρχισε να λέει ο τυπωτής, παρατηρώντας τον εργάτη που 'δωσε όλη τη δύναμή του στη δουλειά, αν σκεφτεί κανείς βαθύτερα, θα..., ξανάρχισε να λέει ο τυπωτής, μα ο κύριος Διευθυντής κατέβηκε, κι έτσι ο συλλογισμός του εργάτη δεν εκφράστηκε εκείνη την ώρα... μα δε σημαίνει, θα σχηματιστεί κατάβαθά του και θα πάρει τελειότερην έκφραση.

- Ας κοιμηθεί όσο θέλει τώρα..., είπε με συγκατάβαση ο κύριος Διευθυντής κοιτώντας το Λουκά, γιατί, αλήθεια, έκανε καλή δουλεία...

'Εδωσε χειρόγραφα - ύλη - στους στοιχειοθέτες, γιατί η δουλειά δεν πρέπει να σταματάει στιγμή! 'Αφησε λεφτά για το Λουκά και παράγγειλε να του ειπούνε πως αύριον όχι... μεθαύριον ίσως... Τέλος, να μην πάει και χαθεί, γιατί θα 'χουνε το τύπωμα των προγραμμάτων του Ιπποδρομίου...

Και ήρθε την ακόλουθη μέρα ο Λουκάς στο Τυπογραφείο, μα το τύπωμα των προγραμμάτων του Ιπποδρομίου δεν ήτανε για σήμερα. 'Ηρθε τη δεύτερη μέρα. Το τύπωμα ήταν για αύριο.. 'Ηρθε την τρίτη, ανασκουμπωμένος, ζωηρός, φτύνοντας στις χούφτες του, μα η δουλειά του δε χρειαζόταν!... Είχε ρεύμα... Η μηχανή κουδούνιζε, "κελαηδούσε σαν αηδόνι", και το χερούλι "γύριζε κούφια" με το μεγάλο τροχό...

Στάθηκε πλάι στην πόρτα χαμένος σε μια θλιμμένη αμηχανία.. ύστερα κατέβασε αργά αργά τα μανίκια του και γλίστρησε κι έφυγε δίχως να τονε δει κανείς. 'Ηρθε όμως σε λίγο κι είπε πως απ' τη λαχαναγορά δε θα ξεμακρύνει, κι αν τυχόν χρειαστούνε τη δουλειά του, να του φωνάξουν...

Η καταραμένη πείνα προμήθεψε στο Λουκά μια περιπέτεια με την Αστυνομία και το Πταισματοδικείο.

Ασχολήθηκε μ' αυτόνα η αστική δικαιοσύνη και τον καταδίκασε...

Ιδού η περιπέτεια του Λουκά, σ' όλες τις λεπτομέρειές της, για να λυτρωθούνε από την απογοήτεψη όσοι γνωρίσανε στον τύπο τον Λουκά "το αγαθό πλάσμα του Θεού που η αναδουλειά κι η πείνα δεν μπορούν να το διαφθείρουν".

'Οξω από το σιδεροκαγκέλωτο αυλόγυρο του αρχοντικού σπιτιού του εμπόρου κύριος Κ.Π., στο πεζοδρόμιο, είναι μια μηλιά. Τώρα, πώς συμβαίνει μια μηλιά να βρίσκεται στο πεζοδρόμιο είναι ιστορία γνωστή στη χώρα κι οι παλιότεροι θυμούνται ακόμα μια πεισματάρικη και σκανδαλώδικη δίκη του Δήμου με τον έμπορο κύριος Κ.Π. Ο κύριος Δήμαρχος, κουμπάρος του εμπόρου, "έκλεισε τα μάτια" όταν εχτιζόταν το σπίτι, κι ο αυλόγυρος σπρώχτηκε τρία ποδάρια στο πεζοδρόμιο του "ρυμοτομημένου" μα ακατασκεύαστου ακόμα δρόμου. Με τη λήξη της δημαρχιακής περιόδου, έπεσε ο κουμπάρος Δήμαρχος κι ήρθε στα πράγματα ο πικαρισμένος. Αυτός κίνησε αγωγή, κι επειδή υπήρχανε "μέσα", η δίκη τράβηξε μάκρος. Μόλις μετά ένα χρόνο, βγήκε η απόφαση υπέρ του Δήμου. μα ο έμπορος έκανε ανακοπή. Πέρασε άλλος χρόνος, για να βγει η απόφαση του Εφετείου, που καταδίκαζε τον άρχοντα να επιστρέψει στο Δήμο την αρπαγμένη γη. Ο αυλόγυρος ρίχτηκε και ξαναχτίστηκε τρία ποδάρια μέσα. Μια μηλιά - μήλα άγουρα φορτωμένη - έμεινε όξω. Χρόνια αυτήνα τη μηλιά την πετροβολούσανε τα παιδιά, ώσπου πήρε μπόι, και μ' ένα επιτήδειο κλάδεμα και λύγισμα ο έμπορος κατάφερε να την έχει όξω φορτωμένη μέσα κρεμασμένη.

Ο Λουκάς, παιδί, είχε ρίξει μερικές πέτρες σ' αυτή τη μηλιά και μάζεψε κάμποσα αγουρόμηλα. Τώρα, μια μέρα που περνούσε ξενηστικωμένος, έριξε μια πέτρα και τα μήλα πέσανε μέσα... Τότε, το αγαθό πλάσμα του Θεού είπε στο συλλογισμό του πως δεν πρέπει να λυπηθεί τον κόπο του και ν' αφήσει τα μήλα να χαθούνε σ' αυτή τη χορταριασμένη γωνιά της απέραντης αυλής. Κοπίασε... ξέσχισε το ρούχο του... ματώθηκε στα σιδεροκάγκελα, μα σε λίγο ξαναβρέθηκε στο δρόμο μ' ένα μήλο στα δόντια κι άλλα δυο στον κόρφο του. Ο Νόμος δε χαμογελάει σε τέτοια φερσίματα, και το σκυλί του, ο χωροφύλακας, γάβγισε και τον άρπαξε απ' το σχισμένο ρούχο. Ο Λουκάς είπε πως δεν είναι "αβάντα" τα μήλα κι αρνιόταν να τα δώσει, μα ο χωροφύλακας, που ήξερε καλά τη δουλειά του, τονε τραβούσε να τον πάει στο τμήμα.

- Μ' αφού σου λέω: δεν τα πήρα "αβάντα"!...., έλεγε ο Λουκάς, και σάστισε να του περιγράψει με πόση δυσκολία πέρασε πάνω από τα σιδεροκάγκελα...

Μα ο χωροφύλακας, που δε συμφωνούσε καθόλου πως ο κόπος δίνει δικαίωμα, του τα πήρε τα μήλα και τον έβαλε μπροστά για το τμήμα. Σήκωσε ένα βλέμμα πονεμένο: ":Αδικία!" κι ύστερα ανασήκωσε ελαφριά τους ώμους του και περπατούσε δίχως φόβο: "Μια φορά, "αβάντα" δεν ήτανε, αφού και το ρούχο του ξέσκισε και το χέρι του μάτωσε για να τα πάρει"...Το αγαθό πλάσμα του Θεού!... Μονάχα "αβαντατζή" να μην τονε πούνε... 'Αλλο τι μπορούσε να του πουν και να κολλήσει;

Στο τμήμα, μέσα στις βροντές και αστραπές του Αστυνόμου, είπε τα ίδια λόγια... κι όσο για την πέτρα που 'ριξε.. εξήγησε πως: 'Ολα τα παιδιά ρίχνουνε πέτρες... κι αυτός, παιδί... είκοσι πέντε χρόνια πριν... έριχνε, και κανείς δεν του μιλούσε.

Σ' αυτό, ο κύριος Αστυνόμος σούφρωσε τα φρύδια, φούσκωσε τα μάγουλα και φώναξε πως "αυτό σημαίνει πως δεν έγινε πιο φρόνιμος από τότες"... Διάταξε να καλεστεί ο... "αδικηθείς" κι όταν ο κύριος Κ.Π. ήρθε, τονε ρώτηξε αν έχει κήπο κι αν έχει μηλιά... κι αν ο κήπος είναι "περιτοιχισμένος"...

Ο αρχοντάνθρωπος κύριος Κ.Π. τράνταξε από έναν παράξενο σεισμό!... "Αν έχει κήπο... κι αν έχει μηλιά..."; 'Ο, τι είχε τραβήξει μ' αυτόνα τον κήπο, βρουκολάκιασε και φούντωσε μέσα του... Κι έπειτα, το προσβλημένο αίστημα της ιδιοχτησίας;!... Ζήτησε την καταδίωξη του Λουκά, και το Δικαστήριο, χωρίς να χάσει τη σοβαρότητά του, τον καταδίκασε σε τρεις μήνες φυλακή, για να μάθουν οι χτηματίες πως μπορούνε να κοιμούνται ήσυχοι...

Στη φυλακή... πέρασε "μάλλον καλά παρά κακά". 'Ετρωγε, κι ό, τι ο ίδιος συναισταινόταν για προσωπική του αξιοπρέπεια δεν τσαλακώθηκε, γιατί στη φυλακή ήτανε μια μηχανή - με τροχό - με χερούλι, που γύριζε με γυριστή κι όχι με ηλεχτρισμό. Σπούσε πέτρα για στρώσιμο του δρόμου κι ο Λουκάς βρήκε τη δουλειά του...

'Οταν βγήκε - φαντάζεται κανείς αν βρέθηκε άνθρωπος που να 'χει πάρει στα σοβαρά την καταδίκη του Λουκά -, του λέγαν εύθυμα: "Λοιπόν;... στο φρέσκο, ε;!...", κι ο Λουκάς χαμογελούσε, γιατί καταλάβαινε πως μ' αυτό θέλανε να πούνε: "'Αδικα ήτανε... και μην το πάρεις για ξεπεσμό"... και διηγόταν πως εκεί μέσα ήτανε μια μηχανή "με τροχό, με χερούλι, κι όχι με ηλεχτρισμό, και... βρήκε τη δουλειά του". Κι αυτό για να πει πως: "'Ολα κι όλα, μα "αβάντα" δεν έτρωγα ψωμί".... Μονάχα στο Τυπογραφείο ο κύριος Διευθυντής ζάρωσε το μέτωπό του μ' αυστηρότητα, μα δεν μπόρεσε να μη γελάσει κι αυτός όταν τον άκουσε που 'λεγε στους εργάτες πως στη φυλακή είναι μια μηχανή που "δε γυρίζει με ηλεχτρισμό"...

'Ενα καλό του 'κανε η φυλακή: ξεσυνήθισε τον καφέ - τη μυρουδιά του δηλαδή - κι έτσι δεν είχε ανάγκη πια να πηγαίνει στο Καφεκοπτήριο κάθε λίγο και λιγάκι για να οσμίζεται. Σπολλάτη!...

Πέρασε καιρός, κι ο Λουκάς δεν τα κατάφερε να ταιριάσει σε μια δουλειά. Περνούσε "πότε πεινασμένος - πότε λειψοχορτασμένος", κι είχε ξεπέσει τόσο, που... δεχόταν "αβάντα"! Μια μέρα πήγε στο Τυπογραφείο, γιατί ο Λουκάς δεν έπαψε να περνάει πότε πότε και να χαζεύει τη μηχανή να δουλεύει - το μεγάλο τροχό να γυρίζει και μαζί του, κούφια, το χερούλι. Ο κύριος Διευθυντής έκανε κίνημα φούρκας και μια στροφή να φύγει απάνω, σα να τονε μετρούσε με το μάτι, τονε φώναξε παράμερα κι εκεί τονε ρώτηξε αν τώρα έχει πια ταχτική δουλειά.

- Ταχτική δουλειά!... πού;!... ρώτηξε απορημένος κι είπε πως μονάχα τρεις μήνες στη φυλακή είχε ταχτική δουλειά, ταχτικό φαϊ...

Τότες ο κύριος Διευθυντής τονε πήρε πιο βαθιά, έβαλε το χέρι του στον ώμο και τονε ρώτηξε γιατί δεν πάει κι αυτός στον πόλεμο... κι αν θέλει... μπορεί να τονε γράψει στον κατάλογο και να φύγει με το πρώτο βαπόρι.

Η Αγγλία ετοιμαζόταν για την επίθεση στα Δαρδανέλια κι έπαιρνε από το νησί μουλάρια και μουλάρηδες. 'Ενας από τους προμηθευτές τους ήταν κι ο κύριος Διευθυντής και με την πένα του και με τη γλώσσα του ανέπτυσσε όλη τη ρητορική του ικανότητα για να στρατολογάει. Το 'κανε μ' ελαφριά συνείδηση. 'Ηταν υπέρ της "Αντάντ". Ο πόλεμος είναι "υπέρ της ελευθερίας των μικρών λαών". Η τιμή του μουλαριών και των μιστωμένων ανθρώπων ερχότανε σε "λίρα χρυσή" στο νησί. Τέλος, .... "το μέγα ζήτημα της εθνικής ημών αποκαταστάσεως" έχει να κερδίσει πολύ...

Δίχως να τσιγκουνευτεί το σάλιο του, ρητόρεψε και για το Λουκά, κι ο Λουκάς, απ' όλα αυτά, κατάλαβε πως είναι "χρειαζούμενος για δουλειά... 'Οχι εδώ... 'Οξω... μακριά... εκεί που πολεμούνε".... "Δουλειά είναι - ψωμί να βγαίνει..."

Ο πόλεμος φαινότανε πως δε θα τελείωνε ποτές, ωστόσο μια μέρα τελείωσε, κι όσοι γλιτώσανε - γεροί - μισεροί - γυρίσανε στον τόπο τους. Γύρισε κι ο Λουκάς, χωρίς να φαίνεται αλλαγμένος σε τίποτα. Πήγαινε ταχτικά στο Τυπογραφείο και χάζευε τη μηχανή που δούλευε, τον τροχό που γύριζε - το χερούλι, που ακόμα δεν το 'χανε βγάλει... Σ' αυτό το διάστημα είχε προστεθεί και κείνο το περίφημο εργαλείο που σπρώχνει το χαρτί στο τύμπανο, κι έτσι η μηχανή "ανέπτυσσε ολόκληρη την δύναμή της". Α! ο τροχός, τώρα και το χερούλι αστράφτανε στα μάτια του.

Κάθε που 'μπαινε ο αχρείαστος αυτός εργάτης, ο κύριος Διευθυντής ξίνιζε το μούτρο, εκφράζοντας μια μεγάλη δυσφορία....

- Λοιπόν!;... Δεν έμαθες τίποτα, Λουκά... εκεί... στον πόλεμο;... ρώτηξε μια μέρα, κι ο Λουκάς σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του κι είπε: "'Oχι"..., κι άρχισε να ψευδίζει σα να 'χε πολλά να πει, μα που δεν μπορούσε να βρει τα λόγια που χρειαζόταν για να τα εκφράσει...

'Υστερα έπαψε απότομα κι έμεινε σιωπηλός, με τα φρύδια σουρωμένα και το κεφάλι σκυμμένο στο ταρατσωμένο πάτωμα του Τυπογραφείου, πλάι στη μηχανή.

- Δεν είχες την τύχη, καψερέ, να σου 'παιρνε μια οβίδα κάνα αχρείαστο χέρι... Θα 'παιρνες σύνταξη και δε θα 'πεφτες πάλι στη δυστυχία..., είπε ο διορθωτής χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του απ' τη φόρμα που σκάλιζε με το τσιμπίδι...

- 'Ελα, Λουκά.. πήγαινε στη δουλειά σου..., είπε ο κύριος Διευθυντής, κι ο Λουκάς σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του κι έριξε ένα περίεργο βλέμμα στον κύριο Διευθυντή, σα να τονε ρωτούσε: "Ποια δουλειά μου;!" και το ξανακάρφωσε στο ταρατσωμένο πάτωμα, ίσια, πλάι στη μηχανή, κάτω από το χερούλι, που ανεβοκατέβαινε στο γρήγορο γύρο του τροχού.

- 'Ελα ... άδειαζε τον τόπο..., ξανάπε ο κύριος Διευθυντής.

'Ενα μουρμούρισμα αποδοκιμασίας σηκώθηκε ανάμεσα στους στοιχειοθέτες, μ' αμέσως λούφαξαν κι απομείνανε μουδιασμένοι με το φέρσιμο του Λουκά! Δεν το περιμένανε!... Πώς γύρισε και κοίταξε τον κύριο Διευθυντή!... Ο Λουκάς!... Ο Λουκάς!...

Πρώτα σήκωσε τα μάτια σα ν' απορούσε, ύστερα, του 'ριξε ένα λοξό βλέμμα... κι αφού έμεινε λίγες στιγμές έτσι, σιγά σιγά ξανάσκυψε το κεφάλι και ξανακάρφωσε τα μάτια στο ίδιο σημείο: κάτω στο πάτωμα, κάτω από το χερούλι...

Η δουλειά στο Τυπογραφείο είχε σταματήσει - μονάχα η μηχανή γύριζε - γύριζε... Οι εργάτες κοιταχτήκανε μεταξύ τους κι ο κύριος Διευθυντής, μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, βρέθηκε στεναχωρεμένος κι ένιωσε να χάνει την αξιοπρέπειά του μπροστά στους εργάτες του.

- Μα τι κοιτάζει, λοιπόν;!... είπε με σύγχυση, για να πει κάτι, και τότες όλοι κλίνανε κι είδαν πως ο Λουκάς δεν κοιτούσε παρά τις δυο γούβες - δυο ξέβαθα λακκάκια πλάι στο μεγάλο τροχό, κάτω από το χερούλι - κι η δουλειά ξανάρχισε.

Φτωχή ανθρώπινη καρδιά! Θα λιγωθεί, αν κάνει και πει: "Είκοσι χρόνια γυριστής εδώ... Τα γυμνά πόδια μου φάγανε το ταρατσωμένο πάτωμα.. Τώρα, "όξω, Λουκά"!...

Μα ο Λουκάς δε λέει τέτοια λυπητερά πράματα. Δηλαδή, ο Λουκάς δεν μπορεί να πει με λόγια το συναίσθημά του.

- 'Ελα Λουκά!... πήγαινε..., ξανάπε ο κύριος Διευθυντής...

Μα ο Λουκάς δε σάλευε από τη θέση του. 'Ομως έπρεπε να φύγει, γιατί τώρα η αξιοπρέπεια του κύριου Διευθυντού - σαν αφέντης που ήτανε στο Τυπογραφείο του - κινδύνευε πολύ. Οι εργάτες αρχίσανε κιόλας τα "σημαντικά" χαμόγελα... Πλησίασε και τον έπιασε από τον ώμο.. Τονε κούνησε ελαφριά. . και του 'πε:

- 'Ελα Λουκά!...

'Εβγαλε μάλιστα να του δώσει κι ένα γρόσι... Ο Λουκάς κάτι μουρμούρισε μέσα στα δόντια του, μα δε σήκωσε το βλέμμα από τις δυο βούλες, που τις κοιτούσε σα να τον είχανε μαγνητίσει.

- Μα είναι ακατανόητο αυτό!...., φώναξε ο κύριος Διευθυντής και, φουσκώνοντας από το συναίστημα της προσωπικής του αξιοπρέπειας που χανόταν, άρχισε να σκληρίζει, να χειρονομάει και να διατάζει τους εργάτες του να ρίξουνε όξω... τον παλιάνθρωπο, μα κανείς δε σάλεψε από τη θέση του.

- Αφήστε τον... θα φύγει..., είπε ο αρχιεργάτης, κακά συγκρατώντας το γελοκόπημά του - γιατί, αλήθεια, η σκηνή φαινόταν στους εργάτες κωμική...

Ο Λουκάς θεωρούσε τη γης, που την είχανε φάει οι πατούσες του...

- Α!... στον πόλεμο έμαθε περισσότερα απ' ό, τι μας έδειχνε ίσαμε τώρα... μα εδώ μέσα δεν περνάνε..., φώναξε, τέλεια έξω φρενών, ο κύριος Διευθυντής και, πιάνοντάς τον από τους ώμους, προσπαθούσε να τονε γυρίσει κατά την πόρτα...

Τότε... φτωχή ανθρώπινη καρδιά!... συνέβηκε το αναπάντεχο. Ο Λουκάς, που φαίνεται πως στον πόλεμο είχε μάθει να ρίχνεται πάνω στον εχθρό... ρίχτηκε στη μηχανή...

Τονε τσάκισε και την τσάκισε...............................................................

........................................................................................................................................................

...................................................................................................

.......................................................................................................... -Η βλάβη της μηχανής δεν είναι μεγάλη, είπε ο μηχανικός. Και τηνε διόρθωνε γρήγορα. 'Ομως η δουλειά δε βγαίνει καθώς πριν, και κάθε λίγο χαλάει και ξαναδιορθώνεται, κι η δουλειά της βγαίνει ολοένα και χειρότερα... Οι εργάτες μιλάνε συχνά για τον Λουκά και συχνότερα τονε συλλογιένται. "Είχε ψυχή αυτός ο άνθρωπος..."