19. Νίκος Νικολαϊδης, "Οι υπηρέτες", Ο Σκέλεθρας και άλλα διηγήματα, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1991, σσ. 17-29.

Χτύπησε το κουδούνι του πυλώνα κι ο Πολύκαρπος έτρεξε ν' ανοίξει.

"Ποιος να 'ναι;" αναρωτήθηκε η Μάρθα κι έριξε μια γρήγορη ματιά στα ράφια και στην πιατοθήκη, έσιαξε το τραπεζομάντιλο, που το 'χει ξεστρώσει ο Πολύκαρπος με την αγκώνα του, και μάζωξε από τις πλάκες τα σπίρτα και τ' αποτσίγαρά του.

"Ασυμμόρφωτος άνθρωπος!...", εμουρμούρισε..., "και τα σκυλιά και τα γατάκια συμμορφώνουνται και νοικοκυρεύουνται... θαρρεί πως το ταψί το βάζουν στο τραπέζι πλάι του για λούσο!"

Γύρισε ο Πολύκαρπος συγκινημένος.

Κρατούσε τις μεγάλες του παλάμες κλειστές σαν αχιβάδα.

"Μυστήριο!... Πες το σύμπτωση... πες το ό,τι άλλο... μα 'γώ θα το λέω μυστήριο..."

Χαρά και συλλοή ύγραιναν τα μάτια του.

"Πάλε αντίς ν' ανοίξω το πορτόνι άνοιξα τη θύρα!... Η τρίτη φορά που μου συμβαίνει σ' ένα χρόνο..."

Τα μάτια της Μάρθας αστράψανε από χαρά.

"Ναίσκε!... γριά μου..., το κατάλαβες... Τρίτο γράμμα!..." κι άνοιξε τις παλάμες του κι εφάνη ένα γράμμα.

Η Μάρθα τραβήχτη από το στύλο π' ακουμπούσε και πήρε στάση άπειρου σεβασμού.

"Ναι... το κατάλαβες... είναι από τ' αφεντικά..."

"Καλά χαμπάρια, Θε μου..."

"... Κι ύστερα σου λέει κανείς 'σύμπτωση' και ξέρω γω!... Να σημαίνει κάθε στιγμή και να βαριέσαι να σηκωθείς, τι ξεσυνήθισες το καθήκο σου,... 'Ας χτυπάνε... δεν είναι κανείς...' ή ν' ανοίγεις δίχως κέφι το πορτόνι και κάθε τόσο ν' ακούς ένα τιρίνγκ... και να ξετυλίγεσαι, να ξυπνάει μέσα σου ο θυρωρός, να διαπλατώνεις τη θύρα... και κάθε φορά να 'ναι γράμμα απ' τ' αφεντικά..."

"Έτσι να τους καλοδεχτούμε, Θε μου!"

"... Κι ύστερα σου λέει ο άλλος 'σύμπτωση' και κολοκύθια στο πατερό! Να σηκώνεται ο γέρος ν' ανοίξει κι η γριά μ' όλο που δεν περιμένει βίζιτες, να συγυρίζει γρήγορα γρήγορα την κουζίνα, να μαζεύει τ' αποτσίγαρα του γερο-γρουσούζη... και... 'Τι είναι;' 'Ένα γράμμα'. Η γριά να παίρνει στάση 'Ορισμός σας κυρία και το γράμμα να 'ναι από τ' αφεντικά!' Κι ύστερα μην πεις 'μυστήριο'!"

"Πάψε, γέρο... τις φιλοσοφικές!... διάβασε να δούμε τα καλά μαντάτα και κανείς δε μπορεί να σου αντιμιλήσει πως η αφεντιά τω νοικοκυραίων δεν έρχεται απ' όσο μακριά..."

"Και σε σένα τάχα, ποιος μπορεί να πει πως ο ίσκιος τω νοικοκυραίων δε γιομίζει το σπίτι όσο κι αν βρίσκουνται μακριά;!"

Ήταν ένα ζευγάρι από τη σπάνια ποιότητα των υπηρετών που παντρεύονται και γερνούνε στο ίδιο σπίτι, πιστοί κι αξιοπρεπείς, σαν πολυχαϊδεμένα σκυλιά. Πονέσανε μ' όλους τους πόνους και χαρήκανε μ' όλες τις χαρές της οικογένειας. (Η Μάρθα συγύρισε τη μεγάλη σάλα κι άναψε τα πολύφωτα σ' όλες τις περιστάσεις χαράς, κι ο Πολύκαρπος άνοιξε την πόρτα σ' όλο το χαρούμενο πλήθος των φίλων πού 'ρθαν στις χαρές του σπιτιού. Μα, η Μάρθα ήταν που σκέπασε με τα μαύρα κρέπια τους καθρέφτες και τα πολύφωτα, κι ο Πολύκαρπος κρέμασε τις βαριές μαύρες κουρτίνες στον πυλώνα κι έσκυβε το κεφάλι στο πέρασμα των θλιμμένων φίλων πού 'ρχονταν να συλλυπηθούνε).

Πόσους θανάτους δεν έκλαψαν με τους Κυρίους σ' αυτό το σπίτι!

Όταν ήρθε η τελευταία συμφορά κι οι Κύριοι φύγανε σαν τρομαγμένα χελιδόνια για να πάνε το γιο τους σ' άλλο κλίμα και να τον σώσουν από την τρομερή αρρώστια που πλάκωσε σα ξαφνική χειμωνιά, η Μάρθα κι ο Πολύκαρπος μείνανε να φυλάν το σπίτι.

Η στάση των δύο υπηρετών μέσα στ' απέραντο αρχοντόσπιτο ήτανε θαυμαστή!

Δε θελήσανε ν' απλωθούν (σαν αρκουδόβατοι σε κήπο που δεν έχει πια κηπουρό) πέρα από τα δωμάτια της υπηρεσίας. Μόνο που στρώσανε κάποιο πρόχειρο ντιβάνι κοντά στο τζάκι της κουζίνας κι ένα τραπέζι, και μεταφέρανε από την κάμαρά τους τις δυο παλιές πολτρόνες, το πανεράκι με τα κουβάρια και τις καλτσοβελόνες της, η Μάρθα, και την καπνοσακούλα του και τα τσιμπούκια του ο Πολύκαρπος.

Ξυπνούσανε τη συνηθισμένη ώρα και συγύριζαν όλο το σπίτι καθώς και πριν, προσέχοντας, ως την παραμικρή λεπτομέρεια που κάνει πάστρα και συγύρισμα τέλειο. κι όλη αυτή η δουλειά γινότανε καθώς και πριν μ' όλη την προφύλαξη για να μη γίνει θόρυβος και ξυπνήσουνε τ' αφεντικά. Ύστερα έβαζε η Μάρθα την άσπρη κολλαρισμένη ποδιά και τη σκούφια. Ο Πολύκαρπος την κανελιά του στολή και γλιστρούσανε στους μακριούς διαδρόμους. ρίχνοντας τις τελευταίες ματιές, βάζοντας το τελευταίο άγγιγμα στο συγύρισμα -σιγαλοπερπάτητοι, σιγαλομίλητοι- λες και δεν είχαν συναίστηση πως το απέραντο αρχοντόσπιτο ήταν έρημο και να περίμεναν πως από στιγμή σε στιγμή θα σήμαιναν τ' αφεντικά από την κλειστή κρεβατοκάμαρα.

Ένα μικρό σαλονάκι που ήτανε θερμό το χειμώνα με το καλό τζάκι του, είχε συγυριστεί και κλειστεί αμέσως σα φύγανε οι νοικοκυραίοι. Το κρεμαστό πολύφωτο και τα μεγάλα πορτραίτα είχαν σκεπαστεί με πανιά, τα καντηλέρια και τα βάζα τυλιχτήκανε με χαρτιά. Σ' αυτό το σαλονάκι περνούσαν ο Κύριος κι η Κυρία τις μακριές χειμωνιάτικες βραδιές. Καθισμένοι κοντά στο αναμμένο τζάκι, φέρνανε στην κουβέντα τους τα ονόματα των πεθαμένων παιδιών τους, με θλίψη. Του στερνού τους παιδιού που σπούδαζε στα ξένα, με γλυκιάν έγνοια. Των ευγενικών φίλων τους με αγάπη, και των υπηρετών τους με καλοσύνη.

Πέρασ' ένας χρόνος και δεν ανοίξανε και τούτο το σαλονάκι ν' αεριστεί, να ηλιαστεί, καθώς όλες οι άλλες κάμαρες.

Οι απλές, μα βαθιές ψυχές τους, συναισθάνονταν πως η ατμόσφαιρα αυτού του σαλονιού κρατούσε πολύ από τους Κυρίους τους, κι έπρεπε να διατηρηθεί.

Ο Πολύκαρπος διάβασε την επιστολή συγκινημένος. Ήτανε γραμμένη από τον Κύριο και η φωνή του έπαιρνε σιγά σιγά τον τόνο της συγκατάβασης που είχε πάντα ο Κύριος, όταν τους μιλούσε. Η υπηρέτρια άκουε σε μια στάση βαθιού σεβασμού.

Έγραφε για την "πορεία" της αρρώστιας του Νέου Κυρίου.

...'Τώρα είναι καλά. Εχτός κινδύνου. Μπήκε στο στάδιο της ανάρρωσης. Ο Θεός δε θέλησε να μας αφήσει (τους γέρους Κυρίους σας) χωρίς παιδί. Δοξάσωμεν το όνομά Του!'

"Δοξάζουμε τ' όνομά σου, Θε μου!"

... 'Όμως πρέπει να καθίσουμε εδώ, μακριά από το σπίτι μας, ακόμη πολύ καιρό. ένα χρόνο ακόμη, ίσως και περισσότερο. Το κλίμα είναι κατάλληλο, οι γιατροί άξιοι, κι η επιστήμη παρέχει μέσα άφθονα. Εδώ θα καταπολεμήσουμε την αρρώστια εντελώς...'

"Αμήν, Θεέ μου!"

Κατόπι, ο καλός Κύριος, ζητούσε πληροφορίες για την υγεία τους κι αν ο συμβολαιογράφος τους καθυστέρησε ποτέ την πληρωμή του μιστού και της συντήρησής τους και παράγγελνε στον Πολύκαρπο να μην τσιγκουνεύεται τα κρασιά του υπογείου και να καπνίζει με τα τσιμπούκια του.

"Καλοσυνάτε μου αφέντη!..."

Στο τέλος ήταν ένα υστερόγραφο, γραμμένο με το χέρι της Κυρίας:

'Καλή μου Μάρθα. Καθώς μανθάνω από τις εφημερίδες, ο χειμώνας αυτού είναι εξαιρετικά βαρύς. Όμως ελπίζω το τζάκι, στο μικρό μας σαλονάκι, να είναι πάντα καλό και να σας θερμαίνει τέλεια. Βέβαια η γατίτσα μας, που παραπονείσο πως δεν συμμαζεύεται, θα έχει γυρίσει και θα βρίσκει το χουζούρι της κοντά σου, καθώς το εύρισκε κοντά μου. Εκείνο το μαύρο σάλι μου, με τις μοβ κουκουνάρες, είναι καλό για σε. Να το βάζεις. Είναι ολόμαλλο και θα σε θερμαίνει.'

"Χρυσή μου Κυρά!..."

Η χαρά για την καλή είδηση της υγείας τους Νέου Κυρίου, κι η λύπη που θ' αργούσανε να δουν τ' αφεντικά τους, ενώνονταν μ' ένα τρίτο συναίστημα. Οι υπηρέτες σκύψανε σιωπηλοί, με τη γλυκιά ντροπαλοσύνη των αγαθών ανθρώπων που τους κάμανε ένα πολύ μεγάλο κομπλιμέντο.

"Αλήθεια!..." μουρμούρισε σε κάμποσε ώρα ο Πολύκαρπος, "ζήσαμε στο σπίτι σα να μην ήμασταν βέβαιοι για την αγάπη που μας έχουνε τ' αφεντικά... ή σαν να μην είχαμ' εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και φοβούμασταν μη καταχραστούμε τα κελάρια και μαγαρίσουμε τις σάλες!"

"Δεν ανοίξαμε ποτέ, να ρίξουμε μια ματιά στο υπόγειο..."

"Αμ... ανοίξαμε τάχα να δούμε τι γίνεται με τη σκόνη στο σαλονάκι!;"

Ετοιμαστήκανε αμέσως για δουλειά. Ανασκουμπωθήκανε κι ανοίξανε το σαλονάκι.

"Πω!πω!πω! σκόνη... και κακό!..."

"Και πάλι... δόξα σοι ο Θεός!... μπορούσε να κατέβαζε ο καπνοδόχος νερό στο τζάκι και να γίνονταν δω μέσα!..."

Ανοίξανε τα παράθυρα. Βγάλανε τα χαλιά έξω. Τινάξανε, σκουπίσανε και πάλι ξανατινάξανε. Ξεσκεπάσανε το πολύφωτο, τον καθρέφτη και τα πορτραίτα, ξετυλίξανε τα χαρτιά από τα καντηλέρια και τα βάζα. Από τον καιρό που δίνουνταν χοροί στο σπίτι, δε θυμούντανε να δούλεψαν με τόση βιασύνη, κι από τότες είχαν περάσει πολλά χρόνια. Είχαν ριχτεί στο σαλονάκι με τη φούρια μιας δουλειάς που γίνεται παράωρα από έχταχτη ανάγκη. Δεν άνοιγαν να μιλήσουν παρά για να διατάξει ο ένας τον άλλονα.

Στρώσανε τα χαλιά και συγύρισαν με μεγάλη προσοχή. Πριν βραδιάσει, το σαλονάκι ήταν τέλεια συγυρισμένο.

Η Μάρθα άναψε και το τζάκι κι έβαλε φρεσκοκομμένο καφέ, και ζάχαρη καραμέλα, στο καφεκούτι ενού μικρού παλαιικού επίπλου σιμά στο τζάκι, που συνηθούσε η Κυρία της να ετοιμάζει τα βράδια μονάχη της τον καφέ του Κυρίου.

Ο Πολύκαρπος κούρδισε το ρολόι που είχε σταματήσει τη μέρα που φύγανε οι νοικοκυραίοι.

Το σαλονάκι ήταν τέλεια έτοιμο. η φωτιά έλαμψε, η βαθιά δερματένια πολτρόνα εσπρώχτη ακόμα λίγο κοντύτερα στο τζάκι, καθώς και το χαμηλό τραπεζάκι με τα τσιμπούκια του Κυρίου.

Πρι βγούνε σταθήκανε κάμποση ώρα συλλογισμένοι. ύστερα κοιταχτήκανε στα μάτια.

"Δε νομίζεις και συ πως από στιγμή σε στιγμή θα 'ρθούνε τ' αφεντικά;!"

"... Ναι!"

"... Δεν είναι σαν να τους περιμένουνε όλα τα πράματα εδώ;"

"Ναι!... Ναι!"

Κλείσανε και πήγανε στην κουζίνα να φάνε. Ο Πολύκαρπος κατέβη στο υπόγειο κι ανέβασ' ένα μπουκάλι κρασί.

"Πω! πω! πω! αράχνες και κακό!..."

"Και πάλε, δόξα σοι ο Θεός... μπορούσε να 'μπαζαν νερό οι φεγγίτες και να γίνονταν εκεί μέσα!... " είπε η γριά.

Φάγανε γλήγορα χωρίς να πούνε μιλιά. μ' απόψε η Μάρθα δεν εβιάστη να βάλει το καφέμπρικο στη φωτιά, να στρώσει το σκούρο τραπεζομάντιλο και να φέρει το πανέρι με τα κουβάρια και τις καλτσοβελόνες της. Σηκώθη και πήγε στην κάμαρά της ν' αλλάξει. Ξεδίπλωσε και την ποδιά με τις κολλαρισμένες νταντέλες, μα την παράτησε. 'Aναψ' ένα κερί και πήγε στην κάμαρα της Κυρίας. 'Aνοιξε μια ντουλάπα, πήρε το μαύρο σάλι με τις μοβ κουκουνάρες και πέρασε από τη μεσόπορτα στο σαλονάκι. Αναδίνονταν μια γλυκιά ζέστη και το τζάκι ήταν γιομάτο ανθρακιά. 'Aναψε δυο φώτα του πολύφωτου, έβαλε το καφέμπρικο στο τζάκι, τυλίχτη με το ακριβό σάλι, και κάθισε στο χαμηλό γωνιακό ντιβάνι. Εκεί ήταν και το μικρό ευαγγέλιο, δεμένο με βυσσινί βελούδο, που διάβαζε κάθε νύχτα η Κυρία. Τ' άνοιξε εκεί που διπλώνονταν μια κορδέλα με κρόσια που ήταν κρεμασμένα τα βαφτιστικά σταυρουδάκια των παιδιών, κι άρχισε να διαβάζει...

'Aξαφνα, ακούει ένα συρτό βήμα...

"Ο αφέντης!..."

κι ετινάχθη ορθή!...

'Aνοιξε σιγά η πόρτα και μπήκε ο Πολύκαρπος.

Πήρε μια βαθιάν ανάσα να φωνάξει: "Ω, το χαντακωμένο!... φόρεσε τις παντούφλες του Κυρίου!..." μ' αμέσως συλλογίστη: "Ας γυρίσουν Θε μου! με το καλό... κι ας μην εύρει παντούφλες να βάλει..."

"Αθάνατο τζάκι..." είπε ο Πολύκαρπος και κάθισε στη βαθιά πολτρόνα του Κυρίου του.

"Πράγματι... δεν έχουμε στο σπίτι έν' άλλο τζάκι σαν κι αυτό", είπε η Μάρθα κι ετοίμασε τον καφέ, τον εσέρβιρε στον άντρα της και ξανακάθισε στο χαμηλό ντιβάνι της Κυρίας της.

"Αγαπητή μου..." είπε ο Πολύκαρπος παίρνοντας ένα τσιμπούκι από το χαμηλό τραπεζάκι... "δε νομίζεις και συ πως μπορούσαν οι άνθρωποι να πλησιάσουν κοντύτερα..., έτσι να πούμε... να δώσουνε το χέρι και να ζουν μ' εμπιστοσύνη κι αγάπη!;"

Πέρασ' ένα τσιγάρο στο τσιμπούκι κι άναψ' ένα σπίρτο. Η Μάρθα τόνε κοίταξε.

Φύσηξε κι έσβησε το σπίρτο. Τράβηξε κοντά του ένα ταψί και το 'ριξε μέσα.

"... Αναμφιβόλως!..." απάντησε η Μάρθα κι αναρωτήθη "πώς του 'γινε και δεν πέταξε στο χαλί το σπίρτο!..."

"Θα μπορούσε κανείς να πει", εξακολούθησε ρουφώντας αλαφριά μικρές γουλιές από το φλιτζάνι του, "πως ξεχάσανε ότι είναι αποδιωγμένοι και καταραμένοι από τον Αθάνατο Θεό να κερδίζουν με τον ιδρώτα του προσώπου τους τον άρτο τους... ναι!... και φέρνουνται σα ν' απέθανε ο Αθάνατος, χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, και ριχτήκανε, οι αποδιωγμένοι κλερονόμοι, στ' αγαθά του... κι ό,τι άρπαξε ο καθείς προσπαθεί να το κρατήσει..."

"Αναμφιβόλως..." ξαναμουρμούρισε μηχανικά η Μάρθα κοιτάζοντας με απορία τον άντρα της που άφηνε τη στάχτη του τσιγάρου του στο ταψί. Η χειρονομία του είχε μια λεπτότητα και γενικά όλος ο τρόπος του: το κάθισμά του στη βαθιά πολτρόνα, το άπλωμα των ποδιών του προς το τζάκι, που θύμιζε πολύ τον αφέντη της!

"... Και... συλλογίζομαι... αγαπητή μου... την κωμικότητα των λογής 'Σωματείων' με τους προέδρους και τις φυλλάδες τους, που αντίς να προσπαθούνε να φιλιώνουν τους ανθρώπους, τους χωρίζουμε σε 'Τάξεις' και προσπαθούνε να 'Εξεγείρουν τους μεν κατά των δε'."

Η γριά πρόσεχε τον άντρα της με απορία. Πολλές φορές έτυχε να τον ακούσει να συζητεί πλάι στο τζάκι της κουζίνας με σύδουλούς τους για 'σωματεία' και 'τάξεις', μ' απόψε τα λόγια του βγαίνουν αλλιώτικα, η μιλιά του μαλακή, σιγανή... κι όλος ο τρόπος του θυμίζει τον αφέντη της!

"Τι καλά που τα λες απόψε... Πολύκαρπέ μου... μιλάς σαν..."

"Σαν ο κάθε λογικός άνθρωπος", εσυμπλήρωσε μετριόφρονα, βάζοντας τ' αποτσίγαρό του στο ταψί και πατώντας το με τον τρόπο του Κυρίου, για να σβήσει.

Ακολούθησε σιωπή.

Η Μάρθα διάβαζε στο ευαγγέλιο. Ο Πολύκαρπος σηκώθη, ετανύθη, πήρε ένα μαύρο κομπολόι και περπάτησε πάνω κάτω στο σαλονάκι.

Μια στιγμή στάθη κοντά στο γωνιακό τραπεζάκι, πήρε από πίσω μιας γυάλας που σκέπαζε ένα μπαλσαμωμένο παπαγάλο, ένα φάκελο από κερόχαρτο κι έβγαλε από μέσα ένα κομμάτι τετράγωνη καρυδιά, σκαλισμένη και πλουμισμένη με βαφές και χρυσόφυλλα. Τήνε σκούπισε προσεχτικά με το μαντήλι του και τήνε τοποθέτησε ευλαβητικά απάνω στο τζάκι μεταξύ δύο μπουκέτων από κερένια λουλούδια σκεπασμένα με γυάλες.

Ξανακάθισε στη δερματένια πολτρόνα κι άναψε δεύτερο τσιγάρο.

Όταν προ τριανταδύο χρόνια μπήκε στην υπηρεσία τούτου τ' αρχοντικού, είδε την πλουμισμένη καρυδιά διπλωμένη σ' ένα σεντούκι κι αρώτησε το Γέρο-Κύριό του: "αν είναι ο θυρεός με τα οικόσημα της οικογενείας" και τ' απάντησε: "Κατά πάσα πιθανότητα". Κι όταν εξεθαρρεύτη να του πει πως: "στου Κυρίου Κόντε που υπηρέτησε, τον θυρεό με τα οικόσημα τον έχουνε πάνω στο τζάκι κι έχουνε και χαραγμένο από πάνω στην οξώπορτα, στα κουμπιά των υπηρετών... στα μαχαιροπήρουνα..." ο Γέρος Κύριος είπε: "Νάτα τα οικόσημα της αρχοντιάς μου... τα έχω μέσα στην καρδιά μου και να δεις πως σιγά σιγά θα χαραχτούνε και στη δική σου!" και του 'δειξε τον Κύριό του π' ανέβαινε με τα δυο πρώτα παιδιά του.

Η Μάρθα παραίτησε το διάβασμα. Κρατούσε το ευαγγέλιο κλειστό και κοίταζε περίλυπη τα έξι βαφτιστικά σταυρουδάκια που κρέμονταν από τα κρόσια της κορδέλας.

Ο Πολύκαρπος γύρισε και την είδε.

"Απαράλλαχτη η Κερά!" σκέφτηκε... "Φοράει το σάλι της Κεράς και κάθεται στη θέση της... μα, κι ο τρόπος του καθισιού της... το βλέμμα της! θαρρώ πως βλέπω σ' όλα της την αρχοντιά της Κεράς!..."

"Δε λες τίποτις αγαπητή μου!;"

"Φίλε μου..." είπε με άπειρη θλίψη... "συλλογίζουμαι τα χρόνια που το σπίτι ήτανε γιομάτο παιδιά... Το σπίτι γιομάτο!... Τώρα... η απαλάμη μου γιομίζει μόνο με τα βαφτιστικά τους σταυρουδάκια!..."

"Απαράλλαχτη η Κερά!" συλλογίζεται ο Πολύκαρπος και προσέχει που απλώνει στην απαλάμη της τα σταυρουδάκια προφέροντας με θλίψη τα ονόματα των πέντε πεθαμένων παιδιών της Κυρίας της. "Θαρρώ πως ακούω και βλέπω την Κυρά!"

Σφίγγει στην παλάμη της το έχτο βαφτιστικό σταυρουδάκι, το φιλεί απαλά και προφέρει με γλυκιάν έγνοια τ' όνομα του τελευταίου παιδιού της Κυρίας της που είναι στην ξενιτιά.

"Θαρρώ πως βλέπω την ίδια την Κερά!"

Μιλήσανε για τους ευγενικούς τους Κυρίους με αγάπη.

Θυμηθήκανε και δυο παλιούς υπηρέτες που είχαν "υπό τας διαταγάς τους" και τους αναφέρανε με καλοσύνη.

"Θαρρώ πως βλέπω κι ακούω τον ίδιο τον Κύριο!"

Ακολούθησε μακριά σιωπή.

'Aνοιξε η πόρτα σιγανά και μπήκε η γατίτσα, που από τότες που φύγανε τ' αφεντικά, δε συμμαζεύονταν σπίτι. Επροχώρησε δειλά ως τη μέση του σαλονιού... στάθη λίγο... κι άξαφνα αφήνει ένα "μιάου" κι ολόισια πάει κι ανεβαίνει στα γόνατα της Γριάς. Βρήκε τη θέση της κι άρχισε το ρον-ρον-ρον.

Το ρολόι απάνω στο τζάκι έκανε το τικ-τακ και χτυπούσε τις ώρες σα να μην είχε μείνει ένα χρόνο σταματημένο.

"Δεν είναι ώρα να κοιμηθούμε άντρα μου;"

"Ναι... καλή μου..."

Τιναχτήκανε ορθοί.

Το σάλι της ΚΥΡΙΑΣ έμεινε στο ντιβάνι. Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ το δίπλωσε και το απίθωσ' εκεί.

Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ σήκωσε από το χαλί το κομπολόι του ΚΥΡΙΟΥ του.

Η γατίτσα έφυγε όξω.

Συγυρίσανε το σαλονάκι. Τα τσιμπούκια... το κομπολόι του ΚΥΡΙΟΥ μπήκανε στη θέση τους. Κλείσανε το τζάκι.

"Βρε γριούλα!... δε σου φαίνεται πως τώρα μπήκαμε δω μέσα, που σήμαναν τ' αφεντικά πριν περάσουνε να κοιμηθούν, για να κλείσουμε το τζάκι και το φως;!"

"... Ναι... κάπως..."

και γυρίζει το βλέμμα της στο κουμπί του ηλεκτρικού κουδουνιού που ήτανε κοντά στο γωνιακό ντιβάνι. Το είδε σκεπασμένο με μιαν αράχνη. Έβγαλε το μαντιλάκι της και το σφούγγιξε.

"Με το καλό να γυρίσουν Θε μου!... να χαρούν τ' αρχοντικό τους!"

Πήγανε στην κάμαρά τους κι ετοιμάζονταν σιωπηλοί, συλλογισμένοι να κοιμηθούνε. Από το φόρεμα του Πολύκαρπου έπεσε το γράμμα του Κυρίου. Έσκυψε και το σήκωσε και πρόσεξε πως στην πίσω σελίδα, μετά το υστερόγραφο της Κυρίας, ήτανε και δεύτερο υστερόγραφο, με το γράψιμο του Νέου Κυρίου.

'Αγαπητοί μου Γέροι. Είμαι πολύ καλύτερα. Δε θα πεθάνω... θα ξαναγυρίσω σπίτι μας!... Σας θυμούμαι πάντα και σας αγαπώ. Είσαστε μέσα στις παιδικές μου αναμνήσεις, κι ακόμη μέσα στην τελευταία εντύπωση που έχω, από το σπίτι μας. Όταν φεύγαμε κι έριξα μέσ' από το αμάξι έν' απελπισμένο βλέμμα, πιστεύοντας πως έβλεπα για τελευταία φορά την αυλή μας, είδα τον καλό μου Γερο- Πολύκαρπο που κρατούσε το μαύρο επανωφόρι της μητέρας, με τους χοντρούς γαγάτες, και μου φάνταξε σα να σήκωνε μια μαύρη λεκάνη γεμάτη απ' όλα τα παλιά και νέα δάκρυα της οικογένειάς μας. Είδα και την καλή μου Γριά-Μάρθα ν' ακολουθεί τη μητέρα και να κλαίει πάνω στα τελευταία χλωμά ρόδα που της παράγγειλα να μου κόψει.'