Νίκος Παππάς, ''Επαρχιακή Σελήνη'', από τον τόμο: Η.Ν. Αποστολίδη, Ανθολογία 1708-1952, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, χ.χ.έ., σ. 582.

 

'Ηρθε απόψε από μακριά το φεγγάρι.

μεγάλο πένθος έφερε κι άναψε φωτιά στους δρόμους,

στα σπίτια της επαρχίας που νύσταζαν

άπλωσε πανοράματα μεγάλα.

θα τόφεραν άρματα αρχαγγελικά

από τις ξακουσμένες πολιτείες των ουρανών κυλώντας

και τράβηξε γλυκά να κοιμηθεί

στα σκοτεινά μουσεία των επίπλων

και στους κοιτώνες που ξάπλωσαν τα φορέματα

οι κόρες, κεντημένα με χιλιάδες ανοίξεις.

 

Μας κράτησε η μητέρα στο ζευγάρι των χεριών της,

μα βγήκα από τις χαραμάδες να το υποδεχτώ,

-σελήνη ταξιδιώτισσα απ' τη Μόσχα και το Ουάσιγκτον.

τα μικρά σπιτάκια των Κινέζων

την είχαν καρφώσει φαναράκι μπρος στην πόρτα τους.

'Οταν είσαι κάτω απ' τα πόδια μας

βαθύ σκοτάδι γύρα κι ο ουρανός πανόραμα των κόσμων.

αρχίνησες από ψιλή κλωστή, ματόφρυδό μου,

ολόχρυση κλωστή πέντε ημερών,

στον ουρανό δρεπάνι καρφωμένο

-δε θ' αφήσεις πια να κοιμηθώ;...

 

Φεγγάρι από εκατό ουρανούς,

τα σπίτια μας γέμισαν με τη δόξα του υπαίθρου,

με τη ζεστή καρδιά του παιδιού

-διάλυσες τους χειμώνες που κρυβόσουν παγωμένο.

ήρθαν οι μαθήτριες, πούναι ερωτευμένες με τη γεωγραφία τους,

μ' αισθηματικά χρώματα και με τα ποτάμια,

και με ρωτάν για το χρυσό παραμύθι σου.

τι να τους πω και πώς να τους αρχίσω;

Είσαι μια τρικυμία από κατάφωτα κύματα,

μια κλωστή που περπατάει με φορέματα από Μάη

-κανένας δεν είναι σπίτι μας.

αν χτυπήσει ο ξένος, κανένας δε θα βρεθεί να του ανοίξει,

παρά η σελήνη, σαν ένας ξυπνημένος πρόγονος

που κατοικούσε αιώνες εκεί...