ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ

Η περιοχή λεγότανε Στρατώνες και στρατώνες είχε· στις παρυφές της πόλης, ένας ανήφορος μακρύς επήγαινε τ' απάνου προς το λόφο των Νυμφών, καταπώς τόνε βάφτισε ένας δήμαρχος που 'βρισκε το παλιό τ' όνομα, το τούρκικο, απαράδεχτο· ένθεν και ένθεν ήτανε παραταγμένα τα στρατόπεδα, κόσμος πολύς: κάτω χαμηλά οι μαύροι, τα τεθωρακισμένα παναπεί, από δεξιά, κι οι πεζικάριοι αριστερά· λίγο πιο πάνω οι λυβίτες τους και οι «μοδίστρες» του Εφοδιασμού-Μεταφορών, απέναντι το Τεχνικό, πιο πάνω ένας λόχος του Μηχανικού και φάτσα του η Μοίρα του Πυροβολικού, η 145. Τελευταίο, σαν ο ανήφορος είχε φτάσει πια στο ύψωμα, το 366 Τάγμα, το Μηχανοκίνητο. Ύστερα, ο λόφος πράσινος κι όμορφος την άνοιξη, καημούς γεμάτος.

Το δρόμο τον ανεβοκατέβαιναν τα βράδια ταξιά που πηγαινόφερναν φαντάρους εξοδούχους, κάνα τζιπάκι αξιωματικού ή καμιά καναδέζα, το αιώνιο όπελ του «Πι και Φι» του ταβερνιάρη που 'φερνε κι έπαιρνε παραγγελίες στα φαντάρια, και ζευγαράκια που καταφεύγανε στο λόφο για ρομάντζα και για τ' αποδέλοιπα, το πιο πολύ με μηχανάκια. Σαν πέρναγε καμιά καλή, είτε μηχανή, είτε κοπελιά, οι σκοποί που γειτόνευαν με το δρόμο ξεσπούσανε σ' ενθουσιώδεις κι άγριες μαζί ιαχές, κάτι από θαυμασμό και κάτι από ζήλια. Ύστερα φαίνεται ήρθανε φαντάροι λιγότερο εκλεκτικοί ή πιο χαρμανιασμένοι και από τότε καθιερώθηκε να ζητωκραυγάζουνε το κάθε μηχανάκι, μέχρι και παπί, και το κάθε θηλυκό, μακάρι να 'τανε και θείτσα. Συνήθως οι φωνές ξεστράτιζαν σε άγρια, χοντρά πειράγματα, που 'χαν να κάνουν με τα τεκταινόμενα εκεί ψηλά, μα οι εποχούμενοι απλά πατούσαν πιο πολύ το γκάζι και χάνονταν μιαν ώρα αρχύτερα. Αυτά, το σούρουπο, γιατί σα νύχτωνε, οι μηχανές κατέβαιναν φουλαριστές και δεν προλάβαινες μήτε να δεις ποιοι τις καβαλάνε.

Κόσμος πεζός, από πολίτες, δεν κυκλοφόραγε στο δρόμο αυτόν, πέρα απ' την Πρωτομαγιά που πήγαιναν οι αστοί να πιάσουνε το Μάη, την Καθαρή Δευτέρα για τα Κούλουμα και αριά και πού κανένα κυριακάτικο απομεσήμερο τίποτα γριές για χόρτα. Τις πιο πολλές τις ώρες ήρεμος δρόμος ήτανε κι οι Νύμφες μένανε στην ησυχία τους μέχρι να την ταράξει. το απόβραδο, της μηχανής το αλαζονικό το μουγκρητό και του σκοπού τ' απελπισμένο «χάιντε».

Οι Νύμφες ήρθανε κομμάτι αργότερα, κατακαλόκαιρο, τέλια του Ιούνη· όχι εκείνες οι παλιές, οι μυθολογικές, που χάρισαν στο λόφο τ' όνομα του, πάν' αυτές· μιλάμε για τις άλλες. Αν και το πότε ακριβώς πρωτοφανήκαν, αυτό δεν έχει κρατηθεί μες τα φαντάρικα κατάστιχα, κι οι γνώμες, όπως είναι φυσικό, στα πηγαδάκια μέσα στους θαλάμους πριν το σιωπητήριο, διαφέρουνε πολύ η μια απ' την άλλη· το σίγουρο είναι, πάντως, πως με τον Ιούλη οι Νύμφες είχαν πια φανεί.

Ήσανε τρεις· πιασμένες χέρι-χέρι, παίρναν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτυπήσουν, την ανηφοριά, με χασκογέλια και τραγούδια της αγάπης, ή ψιλοκουβεντιάζοντας συναμετάξυ τους, μα έτσι που η κουβεντούλα τους ν' ακούγεται —ξεπίτηδες— απ' τις σκοπιές· και κάθε νύχτα, αριστερά ήταν η ξανθιά η Λενιώ, στη μέση η καστανή η μικρή η Λεμονιά κι από δεξιά ψηλομελάχρινη η Χάιδω· πως έτσι δα τις λέγανε, όρκο κανείς δεν παίρνει· κάποιος το κυκλοφόρησε, κάποιοι τόνε πίστεψαν, διαδόθηκε, έμεινε —αλλά το πιο πολύ, Νύμφες τις λέγαν οι φαντάροι σα μιλούσανε γι' αυτές. Το όνομα αυτό, τους το 'χε δόσει ο δεκανέας Λαζαρίδης, ο γραφέας του ΛΕΜ, που σαν πολίτης ήταν δικηγόρος. Βέβαια αυτός δεν φύλαγε σκοπιές· μα μέρα παρά μέρα έκανε βάρδια τηλεφωνητής υπηρεσίας και ήταν απ' τους πρώτους που πήρανε τις κοπελιές χαμπάρι, σαν έβγαινε έξω κατά τις εντεκάμιση πριν πέσει για ύπνο για να καπνίσει το τελευταίο τσιγαράκι κάτ' από τ' αστέρια· τις είδε μια, τις είδε δυο, είδε που πήγαιναν κατά το λόφο των Νυμφών, τις βάφτισε έτσι· και τ' όνομα, αν και αρχαιόπρεπο, έπιασε κι απλώθηκε σ' όλη τη γειτονιά, άσχετο που πολλοί φαντάροι το παράφραζαν αθέλητα σε «νύφες».

Φόραγαν φουστανάκια καλοκαιρινά, λευκά ή κίτρινα μες το σκοτάδι να φαντάζουν, χτυπούσανε τα τακουνάκια τους πάνω στην άσφαλτο, το γέλιο τους δρόσιζε τον αγέρα, δε θέλει και πολύ, ξετρελάθηκαν τα φαντάρια· μαθεύτηκε σε όλα τα στρατόπεδα το νέο και σύντομα, τσούρμο ολάκερο μαζεύονταν στα σύρματα σαν ήταν ώρα να κάνουν πέρασμα οι μικρές, συναγερμός γινόταν.

Και, σαν περνούσαν, ανάλαφρες, χαρμόσυνες, γοργοπατούσες, σα χάδι ή σα φύσημα απ' αγέρι μες την κάψα, χωρίς λεφτό να κοντοστέκουνται, μα πάντα με φωνές και γέλια, παιχνιδιάρες, ανάσταση γινότανε στα σύρματα· και όχι με σκουξίματα ή με φωνοκόπι, παρά με χαμογέλια, τραγουδάκια, ερωτιάρικα σφυρίγματα, με πειράγματα αντρίκια και σεμνά, ήσυχα κι όμορφα τις παρακολουθούσαν οι φαντάροι απορροφημένοι, σα να προσεύχονται να πεις.

Ύστερα, σαν είχαν πια χαθεί, κάπως ξεμεθούσαν οι από μέσα, κι οι πιο παλιοί σπάγανε το κεφάλι τους, ετούτο το πρωτόφαντο να ξεδιαλύνουν: τι στην ευχή γυρεύουν μες τη νύχτα, σε τέτιαν ερημιά οι τρεις κοπέλες. Γιατί, άμα το καλοσκεβόσουν, κοριτσάκια ήταν σχεδόν η μεγαλύτερη, αυτή που τηνε βγάλαν Χάιδω, μπορεί και να 'χε πατημένα τα είκοσι, αλλά η Λεμονιά, το χέρι βάζαν στη φωτιά, μέρα δεν ήταν πάνω απ' τα δεκαεφτά, το 'χε κι ο δόκιμος ο γιατρός αυτό βεβαιωμένο, σαν τον φώναξαν μια βραδιά που 'χε υπηρεσία να δει το αξιοπερίεργο. Να πεις πως πήγαιναν επάνω για να βρουν τ' αγόρια τους, μια και για κείνες τις δουλιές ανέβαιναν οι «γκόμενες» στο λόφο, δεν έστεκε· αν ήταν έτσι, θα ξεκίναγαν μαζί, ζευγάρια, κι αν πάλι θέλανε να το κρατήσουνε κρυφό και όντως είχανε αγόρια, σίγουρα δε θα κάναν τέτιον σαματά ιδιότροπο, να ξεσηκώνουν όλα τα στράτα της πόλης, φως φανάρι αυτό. Αλλά αν δεν ήταν για το πονηρό, τι στο θεό γύρευαν στα όρη και στα βουνά μες τ' άγρια μεσάνυχτα; Είπε ο καθένας τα δικά του, κανείς δεν ήβρε μιαν εξήγηση να στέκει, απόμεινε μυστήριο, το πρώτο.

Το δεύτερο μυστήριο, ακόμα μεγαλύτερο, ήταν το άλλο που κανείς φαντάρος δεν τις είχε δει ποτέ να κατεβαίνουνε αργότερα, απ' το λόφο. Μόνο πήγαιναν, πίσω δε γύριζαν. Και όμως τ' άλλο βράδι, την ώρα τη γνωστή, πάλι φουριόζες ανηφόριζαν, χωρίς ανθρώπου μάτι να τις έχει δει να κατεβαίνουν και το παράλλο βράδι τα ίδια, κι ούτω καθεξής. Πολλοί φαντάροι δεν το πίστεψαν αυτό· είπαν πως ο σκοπός, το τρίτο νούμερο, από τη νύστα του ζαβλακωμένος, δεν θα τις ξεδιάκρινε ως κρυφοκατεβαίναν μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Οι πιο επίμονοι μάλιστα ξενύχτησαν, και όχι μοναχά για μια νυχτιά και όχι ένας-δυο· παρέες ολάκερες, αρματωμένοι με ραδιάκια και καφέ ενάντια της νύστας, καρτέρεψαν να δουν τις Νύμφες να γυρίζουν, κόπος άδικος· κι όμως ο δρόμος κείνος, στο λόφο των Νυμφών μόνο επήγαινε: αριστερά και δεξιά του είχε πεδία βολής, λαγκάδια κι ερημιές· μέρος κατοικημένο πιο πέρα δεν υπήρχε, κι ευθεία μπροστά, στα είκοσι χιλιόμετρα, η Βουλγαρία. Πού χάνονταν, κανείς δε μπόρειε ν' απαντήσει. Βέβαια, ο διαβιβαστής ο Ρέλιας, το αντράκι, ο ψευτόμαγκας, είπε πως «σίγουρα» θα βρίσκουνε τους γκόμενους τους εκειπάνω τα κορίτσια και, άκου φίλε μου, θα κατεβαίνουνε αφού χαράξει μ' αυτοκίνητα. Τον πρόγκηξαν αμέσως και το βούλωσε, γιατί κανένας μας δεν ήθελε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, να διανοηθεί πως ήταν δυνατό οι Νύμφες να 'χουνε παρτίδες μ' άντρες —τις βλέπαμε, για πάρτη του ο καθένας, σαν μικραδελφές μας. Καμπόσοι ωστόσο βάλθηκαν να σημειώνουν τους αριθμούς απ' τ' αυτοκίνητα που ανεβοκατέβαιναν το δρόμο μας· μα γρήγορα κουράστηκαν, βαρέθηκαν, δε βγάλαν τίποτα, τα παράτησαν κι έτσι δε μάθαμε πώς γύριζαν οι Νύμφες από το βουνό.

Ύστερα, είχαμε και τ' άλλο το παράξενο: ποιες άραγε ήτανε οι Νύμφες; Πράμα αλλόκοτο: εκεί που στον καθένα κάτι θύμιζαν, μιανού της μίας η φωνή, άλλου της αλληνής το πρόσωπο ή της τρίτης η περπατησιά, κανείς δε βρέθηκε που να τις έχει συναντήσει έξω, κάτω στην πόλη —να πεις δα πως ήταν και καμιά μεγάλη, δυο δρόμοι ήταν, τρεις πλατείες και καμπόσα στέκια. Επιστρατεύτηκαν οι ντόπιοι, δεν τις είχαν ματαδεί, ούτε κι οι πιο πολυπερπατημένοι, μήτε κι ο Μελετζής με τ' όνομα που είχε παρεδώσε με όλα τα γυμνάσια και τα λύκεια του νομού. Ρωτήθηκαν διακριτικά γνωστές γνωστών, φίλες, αδερφάδες, ξαδέρφες απ' τα κοντινά κεφαλοχώρια, τζίφος —δε βγήκε τίποτα το θετικό. Κάτσαμε και σκεφτήκαμε ποιος είχε πρωτοπεί πως ξέρει τα ονόματα τους, πως λέγουνται Χάιδω, Λενιώ και Λεμονιά, στίψαμε το μυαλό μας, βρήκαμε πως αυτός που το διάδοσε ήτανε ο Μπίτσικας, ο τηλεφωνητής της Μοίρας· αλλά ο Μπίτσικας στ' ανάμεσα είχε φύγει με μετάθεση, κι εκτός αυτού ήτανε ψεύτης με πατέντα, το δίχως άλλο από την κοιλιά του το 'χε βγάλει· έκατσε κάποιος και του έγραψε στη νέα του μονάδα ζητώντας του πληροφορίες, απάντηση δεν πήρε, τρίτο μυστήριο λοιπόν.

Θα πεις, γιατί δεν κάναμε το πιο απλό, να τις ρωτήσουμε τις ίδιες δηλαδή. Μη δεν μας είχαν δόσει κάποιου είδους θάρρος μ' όλο αυτό το συχνοπέρασμα; Δε λέω, ίσως. Ίσως ακόμα και να θέλαν έτσι να δόσουν αφορμή να τους μιλήσουμε, κάποια συγκεκριμένα άτομα από μας εννοείται, όχι όλο το τσούρμο. Ίσως. Έλα όμως που δε θέλαμε με τίποτα να το ρισκάρουμε; Σκιαζόμασταν μην κάποια μας πρωτοβουλία τις τρομάξει και κόψουν τα περάσματα τους τα τόσο πολύτιμα· γιατί όλοι μας το θέλαμε να 'ρχουνται κάθε νύχτα, να περνάν, κι ας έμενε το πέρασμα τους γρίφος άλυτος. Αφήσαμε λοιπόν τις αγωνίες και τις έρευνες και το παραδεχτήκαμε πως έτσι είναι. Σα νύχτωνε, σαν έφτανε η ώρα, στηνόμασταν πίσω από τα σύρματα, συντεταγμένοι, με λαχτάρα, κι απέ, έχοντας πάρει πια την ευλογία, κινούσαμε για τη σκοπιά ή για το θάλαμο ξαλαφρωμένοι, άλλοι άνθρωποι, καλοί. Και τούτο, σκέβουμαι, είναι μυστήριο διπλό και τρίδιπλο, ανώτερο απ' όλα τ' άλλα αυτής της ιστορίας. Πώς δηλαδή, τόσον καιρό, κανείς δε σκέφτηκε να τις πειράξει άσκημα τις κοπελιές, να τις προσβάλει ή να τις πάρει στο κατόπι ή ό,τι άλλο, που ανάμεσα μας, όσο και να πεις, είχαμε και λουλούδια σπάνια, που, αν ήτανε αλλιώς τα πράματα, ήσανε ικανοί αν ποτέ πέρναγε γυναίκα νύχτα έξω απ' τους στρατώνες μοναχή της, να ξεμπουκάρουν με την ξιφολόγχη εφόπλου και να την οδηγήσουνε αιχμάλωτη πίσω από κάνα τολ δια τα περαιτέρω —γι' αυτό άλλωστε και πράγματι δε βλέπαμε θηλυκό ασυνόδευτο ποτέ, πέρα από τις Νύμφες φυσικά. Αλλά μ' αυτές, το είπαμε, ήταν αλλιώς. Αυτές λες και μας είχαν μαγεμένους, λες και σκορπούσαν κάποιο μαγικό βοτάνι που μας μεταμόρφωνε, κι ακόμα και τον πιο τσαμπουκαλή τον έκανε σεμνό σα σκολιαρόπαιδο. Γιατί, τις ώρες κείνες φερνόμασταν αλλιώτικα και συναμεταξύ μας: ούτε γαμοσταυρΐδια, ούτε σπρωξίματα, ούτε καυγάδες, τίποτα, παρ' όλο που να βρεις θέση καλή στα σύρματα ήταν υπόθεση μεγάλη την ώρα που θα πέρναγαν εκείνες.

Μ' αυτά και μ' αυτά, πέρασε το σκληρό το καλοκαίρι όμορφα, ούτε που μας φάνηκε. Είναι ωραίο, εκεί στην ξενητιά και μες τη μοναξιά που βρίσκεσαι, να έχεις κάτι τι, όσο μικρό κι ασήμαντο, να σε κρατάει· κι οι Νύμφες τελικά μας κράταγαν, μας καλοκράταγαν μάλιστα. Όλη τη μέρα τις καρτερούσαμε, όλη τη νύχτα τις νειρευόμασταν τι όνειρα βλέπαμε, κανείς δε μπόραγε να θυμηθεί ακριβώς μετά· ήτανε πάντως όνειρα όμορφα, αγαπησιάρικα. Και πέρναγε ο καιρός.

Έπειτα πήρα πια την άδεια μου, την κανονική, είκοσι μέρες. Ξέχασα που 'μουνα φαντάρος. Σαν γυρνούσα πίσω, αντί να έχω πάθει ταραχή όπως τις άλλες τις φορές, παρηγοριόμουν με των κοριτσιών τη θύμηση· έφτασα μέσα ώρα έντεκα παρά, το βράδι, γρήγορα ντύθηκα, ταχτοποιήθηκα, σάμπως να πήγαινα για ραντεβού, ώρα εντεκάμιση ήμουνα στα σύρματα.

Τότες το έμαθα το πένθιμο το νέο. Πως, λέει, μια νύχτα, πεντέξι μέρες πριν, εκείνος κει ο Ρέλιας, το τσογλάνι, που ήταν ο μοναδικός ανάμεσα μας που δεν είχε πάρει από καλό μάτι όλη την ιστορία, αυτός λοιπόν, εκεί που πέρναγαν οι Νύμφες από μπρος του, πηδάει τα σύρματα με αγριοφωνάρες λέει, και τις παίρνει στο κυνήγι —να τις τρομάξει ήθελε, να τις τσακώσει, ν' αστειευτεί, δεν ξέρουν κείνο που ξέρουν είναι πως πριν πεις κρεμμύδι, τον είχαν τον δικό σου αρπάξει οι άλλοι και τόνε κάνανε τουλουμιαστόν στο ξύλο, απ' όλες τις μονάδες τόνε δέρναν, με αντιπροσωπείες, εικοσιπέντε μέρες πήρε αναρρωτική. Ναι, αλλά η ζημιά είχε πια γίνει. Με το που βγήκε ο βέβηλος στο δρόμο τους, οι Νύμφες χάθηκαν σα να πέταξαν κι ούτε κανείς επρόφτασε να δει προς τα πού πήγαν λες κι ανελήφθησαν εις ουρανούς, γιατί ο Ρούσης απ' το 366, που φύλαγε σκοπός κείνη την ώρα πάνω, στην κορφή του δρόμου, παίρνει όρκο στου πατέρα του τα κόκκαλα πως από μπρος του δεν τις είδε να περνούνε.

Όπως και να'ναι, χάθηκαν γιατί την άλλη μέρα, να ανηφορίζουν δε φάνηκαν, όσο κι αν το ξενύχτησαν όλοι, μια και κάτι τέτιο το φοβόντουσαν· ούτε και την επόμενη, ούτε και την παραπάνω, ούτε ποτέ· οι Νύμφες είχαν φύγει...

Για ένα διάστημα μας είχε πιάσει πένθος και καημός, κι όλο για τούτο κουβεντιάζαμε και γι' άλλο τίποτα· έπειτα πάψαμε και να το συζητάμε, όχι επειδή μας κόπηκε το ενδιαφέρον, μα, κάπως σα να μην τ' αντέχαμε. Δε λέω, κουβέντες γίνονται ακόμα· τέτια πράγματα δεν ξεχνιούνται εύκολα, μαθές. Προχτές, να πούμε, ο σιτιστής του Λόχου Διοικήσεως, ο Τσούβαλης, έλεγε κάτι θεωρίες δικές του· πως, λέει, οι Νύμφες «συμβολίζανε» την έξω, την πραγματική ζωή, που περνάει και περνάει και φεύγει και μεις μένουμε αμανάτι θεατές της. Πως ξεσκέπαζαν, έλεγε, εκείνο το καλό, το άξιο κομμάτι που 'χει ο καθένας μέσα του κρυμμένο, όσο βαθιά και να 'ναι, και πως για τούτο όλοι, έξω από έναν, φερθήκαμε έτσι εντάξει, έλεγε. Είπε ακόμα ο Τσούβαλης και άλλα, αλλόκοτα σαν που τα λεν οι μορφωμένοι μπόλικα, για «απωθημένα», «όνειρα εφηβικά», «προσεξουαλικές μνήμες» κι άλλα τέτια —όρεξη να 'χεις να τ' ακούς. Και, τελειώνοντας, είπε ότι οι Νύμφες δε χάθηκαν δα κι ολότελα: σαν είσαι μόνος, κατάμονος μιλάμε, και νιώθεις μόνος, ολομόναχος κι από το σπίτι σου μακριά πολύ, όταν είσαι στο τσακ για να σαλτάρεις άσκημα, τότες, αν βρίσκεσαι σιμά στο δρόμο ώρα βράδι, οι Νύμφες θα περάσουν. Όχι πια για όλους· για λιγοστούς· για σένα που σου κόψανε την άδεια, γι' αυτόν που τον παράτησε η λεγόμενη και μαύρη τόνε δέρνει απελπισία, τον άλλο που του ήρθε δεύτερη μετάθεση για τόπο ακόμα πιο μακριά απ' το σπίτι του, για κείνον που υπηρετάει φυλακές ή για τον άλλονε που του 'χουν κάνει οι αξιωματικοί τη ζωή αβίωτη· αυτός μονάχα θα τις νιώσει και θα ξαλαφρώσει, έλεγε ο Τσούβαλης, οι άλλοι, οι πολλοί, όχι, κι ούτε θα τον πιστέψουν, αν πάει —που δεν θα πάει— να τους το διηγηθεί. Ναι, έτσι έλεγε ο σιτιστής.

Κι αυτό το τελευταίο που έλεγε, σωστά το έλεγε, γιατί και γω ο ίδιος το 'χω δοκιμάσει. Όσο για τ' άλλα, τι να πω, δεν ξέρω· ίσως και να 'χει δίκιο· ίσως πάλι, ίσως να ήταν τίποτα κορίτσια ντόπια που πήγαιναν για ν' ανταμώσουνε τ' αγόρια τους· ποιος ξέρει.