"Αγία οικογένεια"

Μέσα στο σπίτι λάμπει Αποσπερίτης
η μάνα μου, παλιά νοικοκυρά~
είναι ο μπαμπάς φιλόνομος πολίτης,
κι έχει παρά με φούντα και ουρά.

Δε βγαίνει από το σπίτι πριν τις δέκα,
κι έχει υποθέσεις πάντα σοβαρές,
κι όταν το φέρει ο λόγος για γυναίκα
έχει και λίγο αρχές αριστερές.

(Μα σαν ακούει τη λέξη "μπολσεβίκοι"
σηκώνονταί του οι τρίχες από φρίκη).

Στην αρετή του πάντα είναι ρολόι
και για το σπίτι κάνει σαν τρελός,
γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι από σόι,
γιατί έτσι κάνει ο κόσμος ο καλός.

Μα κάποτε τον ζώνουν κι οι διαβόλοι
κι η μάνα μου -να φύγει η γρουσουζιά-
παίρνει από του μπαμπά το πορτοφόλι
κι ανάβει ένα κερί στην Παναγιά:

"-- Συ πού' σαι απ' τους αγίους όλους πρώτη
στον ίσιο δρόμο φέρ' τον Παναγιώτη!"

Την Κυριακή σα βγούμε για σεργιάνι,
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κρατά~
δίνει δεκάρες κι εύχουνται οι ζητιάνοι,
κι ο κόσμος ο καλός μάς χαιρετά!